Menu Close

Η Κυριακή του Ασώτου

Από πού προέρχεται η μεγάλη δύναμις της ταπεινώσεως; Βλέπε τι κάνει ο Τελώνης. Κτυπά τα στήθη, μη τολμώντας ν’ ατενίσει στον ουρανό, και λέγει: «Ὁ Θεὸς ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Δύο πράγματα κάνει: μετανοεί για τις αμαρτίες του και ζητεί το έλεος του Θεού. Δύο έργα πολύ άπλα. Βλέπει ο άνθρωπος την κατάσταση στην οποία ευρίσκεται και τρέχει στον Θεό, από τον οποίο πηγάζει ένα πλήθος δωρεών.

Συνήθως ο άνθρωπος απομακρύνεται από τον εαυτό του, αποφεύγει να σκέπτεται την ψυχή του, γιατί δεν θέλει να την γνωρίσει όπως είναι αληθινά. Φοβάται να ιδεί τον εαυτό του, γιατί προαισθάνεται ότι αυτή η ειλικρινής ματιά μέσα του είναι επικίνδυνη, σαν ένας γκρεμός, στον οποίο, αν κοιτάξει πολύ, ζαλίζεται και πέφτει κάτω. Αυτό το αίσθημα δεν είναι ψευδές.

Ο άνθρωπος που αδιαφορεί για την σωτηρία του, βαδίζει τον δρόμο του απρόσεκτα μέσα στην αμαρτία και τα πάθη. Συνηθίζει μ’ αυτά, τα αισθάνεται σαν αναγκαία και φυσιολογικά και λέγει ότι έτσι είναι πλασμένος, χωρίς ν’ αντιλαμβάνεται τα θηρία που τον κατατρώγουν. Όταν όμως συνέλθει και θελήσει να λυτρωθεί απ’ αυτά, δοκιμάζει μία πικρή εμπειρία. Από τότε που η αμαρτία του φάνηκε γλυκιά, την έκανε με ευκολία, τώρα όμως έγινε ένα θανατηφόρο θηρίο, που με πολλή δυσκολία νικιέται. Το πάθος κατοικεί στο βάθος της υπάρξεως του ανθρώπου, και θέλει όλο και περισσότερο να εκδηλώνεται. Ολόκληρη η συγκρότησις του ανθρώπου, σώμα και ψυχή, νους, αίσθησις και θέλησις, όλα θέλουν ν’ αμαρτάνουν. O ίδιος ο κόσμος που τον περιβάλλει, τον προτρέπει στη διαφθορά και στην αμαρτία. Λέγει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: «Αφού ο διάβολος ερημώσει την ψυχή του ανθρώπου, απομακρύνεται και αφήνει στην ψυχή του το είδωλο της αμαρτίας». Αυτό το είδωλο δεν είναι τίποτε άλλο, παρά οι μορφές της αμαρτίας στην διεφθαρμένη φύση του ανθρώπου, η οποία δεν λειτουργεί πλέον σύμφωνα με τους καθορισμένους νόμους του Δημιουργού, αλλά με τους απατηλούς νόμους των παθών. Όταν ο άνθρωπος θελήσει να λυτρωθεί από το πάθος, η ίδια η φύσις του αντιδρά και πασχίζει να τον ρίξει πάλι στην αμαρτία. Ο άνθρωπος πολεμά με όλες τις δυνάμεις του, αλλά η δύναμις με την οποία πρέπει να αντιμετωπίσει το κακό είναι διεφθαρμένη και τον πιέζει να πράξει πάλι την αμαρτία. Γι’ αυτό και είναι σχεδόν πάντοτε νικημένος. Δεν είδατε ανθρώπους κυριευμένους από τα πάθη, όπως μεθύσους, καπνιστές, πόρνους κ.λπ., οι οποίοι θέλουν ν’ απαλλαγούν από το πάθος, αλλά δυστυχώς δεν ημπορούν; Δεκάδες φορές αποφασίζουν να κόψουν το πάθος και όλες σχεδόν τις φορές υποκύπτουν. Το πάθος, όταν παλαιώνει και η πληγή όταν σταματά, λέγει μία παλαιά παροιμία, με δυσκολία θεραπεύονται. Ενώ ο όσιος Δωρόθεος μας συμβουλεύει τα εξής: «Να κόβουμε γρήγορα τα πάθη, για να μην τα συνηθίσουμε… διότι, εάν τα αφήσουμε να μας αιχμαλωτίσουν, τότε μόνοι μας δεν θα ημπορέσουμε πλέον να τα ξεριζώσουμε, όσο κόπο κι αν καταβάλουμε». Διότι στην αρχή είναι μικρά και αδύνατα, σαν ένα μυρμήγκι, όμως κατόπιν μεγαλώνουν και δυναμώνουν σαν λέοντες και δεν ημπορούμε να τα νικήσουμε. Αυτή η κατάστασις είναι πλέον δουλεία στην αμαρτία, θάνατος της ψυχής προ του φυσικού θανάτου και αρραβώνας της αιωνίου κολάσεως.

Σ’ αυτή την κατάσταση της αδυναμίας παραιτείται πλέον ο άνθρωπος από κάθε πνευματική προσπάθεια κατά της αμαρτίας και απελπίζεται λέγοντας: «Δεν ημπορώ πλέον να σωθώ. Είμαι χαμένος!». Τότε συνηγορεί και ο νοητός εχθρός ψιθυρίζοντας στο αυτί του: «Βλέπεις; Αμάρτησες ανεπανόρθωτα. Δεν ημπορείς πλέον να κάνεις τίποτε. Ο Θεός σε εγκατέλειψε». Ο άνθρωπος ευρίσκεται πλέον με την μαύρη σημαία της απελπισίας στις απόκρημνες όχθες της κολάσεως.

Αυτός είναι ο γκρεμός όπου η δύναμις της αμαρτίας οδηγεί την ψυχή του ανθρώπου. Εάν ο άνθρωπος δεν ελευθερωθεί από την τυραννική δύναμη του κακού, η πτώσις του είναι σίγουρη.

Βέβαια, με τiς ιδικές του δυνάμεις μόνο, δεν ημπορεί να ξεφύγει από την υποδούλωση στην οποία ευρίσκεται. Τί θα κάνη; Ας θυμηθούμε τον Τελώνη. Αυτός αντικρίζει την κόλαση της ψυχής. Θορυβείται, τρέμει, αλλ’ αμέσως ταπεινώνεται και γρήγορα κράζει: «Ὁ Θεὸς ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Εάν όμως ο άνθρωπος δεν θέλει να συναισθανθεί την κατάσταση της πτώσεώς του και δεν θέλει να προστρέξει προς τον Θεό, τότε τί γίνεται;

H Δευτέρα Κυριακή του Τριωδίου θέτει ενώπιόν μας το παράδειγμα του Άσωτου Υιού, του νέου εκείνου, ο οποίος εξόδευσε στην ακολασία όλη την πατρική κληρονομία που του ανήκε και κατήντησε να γίνει βοσκός των χοίρων, δηλαδή δούλος των ελεεινών παθών. Και τί τον έκανε να ενθυμηθεί τον πατέρα του; Η στέρησις, η πείνα, η δυστυχία της ζωής. Έστω κι αν ο άνθρωπος δεν ταπεινώνεται με την καλή του θέληση, ο Θεός όμως δεν τον εγκαταλείπει τελείως. Του στέλνει στενοχώριες, δοκιμασίες, ασθένειες, πόνους, για να τον ξυπνήσει από τον ύπνο των παθών. Και τούτο, διότι η σωματική κακουχία και ταπείνωσις επιφέρουν ευκολότερα την πνευματική ταπείνωση και ο άνθρωπος «ξυπνά και έρχεται στον εαυτό του». Οι ασκήσεις των ησυχαστών, όπως σκληρές νηστείες, ολονύκτιες αγρυπνίες, σωματικοί κόποι, έχουν τον ίδιο σκοπό: να ταπεινώσουν το σώμα και έτσι ευκολότερα να ταπεινωθεί η ψυχή. Κι αν ακόμη ο άνθρωπος δεν το κάνει από καλή θέληση, αρκεί ν’ αντιληφθεί έστω και λίγο την κατάσταση της δουλείας και αδυναμίας που ευρίσκεται και αμέσως θα προστρέξει στον Θεό, τον μόνον δυνάμενον να τον σώσει.

Η Κυριακή του Ασώτου

Αυτοί οί δύο παράγοντες -η αυτογνωσία και η προσφυγή στο έλεος του Θεού- είναι στενά συνδεδεμένοι και απολύτως απαραίτητοι για την σωτηρία. Ο ληστής επί του σταυρού συναισθάνθηκε τις ανομίες του και με όλη την ψυχή του έκραξε: «Μνήσθητί μου, Κύριε…». Γι’ αυτό και άκουσε τον παρήγορο λόγο του Κυρίου: «Σήμερον ἔσῃ μετʾ ἐμοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ» (Λουκ. 23, 43). Ο Ιούδας, όμως, παρότι μεταμελήθηκε για την προδοσία του, αντί να τρέξει προς τον Διδάσκαλο, επήγε στο ιερό, επέταξε κάτω τα αργύρια, επήγε μετά έξω και κρεμάσθηκε (Ματθ. 27, 5).

Η παραβολή του Ασώτου Υιού αυτόν τον σκοπό έχει ακριβώς: να μας προτρέψει να προστρέχουμε γρήγορα στον Πατέρα, αφού γνωρίσουμε ποιοι είμεθα, για να μην πέσουμε στην απελπισία. Και προκειμένου να διώχνουμε από κοντά μας την αμφιβολία, τον φόβο, την εντροπή, βάζει ενώπιόν μας την τέλεια εικόνα της ευσπλαχνίας και θείας αγαθότητος. Οσεσδήποτε αμαρτίες κι αν κάνουμε, ποτέ να μην αμφιβάλλουμε για την δυνατότητα συγχωρήσεώς μας. Ποτέ δεν εξαντλείται η φιλανθρωπία του Θεού, ο οποίος «οὕτως ἠγάπησεν τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱόν Αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν…» (Ιωάν. 3, 16). Το έλεος του Θεού, λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, είναι πυρ φλέγον. Ω, εάν είχαμε εμείς φλόγα αγάπης γι’ Αυτόν! Άλλη τόση και περισσότερη πατρική στοργή έχει Αυτός για εμάς, συμπληρώνει.

Είδα κάποτε μια συγκινητική εικόνα αυτής της ευσπλαχνίας. Ένα σπίτι στην μέση της πεδιάδος κι ένας δρόμος να περνά απ’ έξω, του οποίου το μήκος να μην έχει τέλος. Επάνω στο μπαλκόνι του σπιτιού να στέκεται ένας γέροντας ασπρομάλλης, στηριζόμενος στο ραβδί του, να κλίνει ελαφρά προς τα εμπρός, με την παλάμη πάνω από τα βλέφαρά του, αγναντεύοντας στο βάθος του ορίζοντος. Τί θέλει να μας πει αυτή η εικόνα; Μας φέρει ενώπιόν μας την παραβολή του Ασώτου Υιού, ο οποίος επιστρέφει στο πατρικό του σπίτι. «Ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος, εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν». (Λουκ. 15, 20). Αλλά, πώς έμαθε ο πατήρ την επιστροφή του υιού του; Εδώ είναι όλη η σημασία της επιμόνου προσδοκίας του γέροντος, ο οποίος αγνάντευε στον ορίζοντα. Ήτο τόση η αγάπη του για τον υιό του, ώστε ποτέ δεν ημπορούσε να φαντασθεί, ότι θα τον έχανε για πάντα. Γι’ αυτό πάντοτε τον επερίμενε, πάντοτε εκοίταζε προς τον ορίζοντα, έχοντας το χέρι του στο μέτωπό του. Τέτοιο είναι το έλεος του Θεού! Δεν αποκάμνει. Δεν ελαττώνεται. Πάντοτε παρακολουθεί τον καθένα από εμάς τους αμαρτωλούς. Πάντοτε μας περιμένει. Και σκέπτεται ο Θεός: «Δεν μπορεί να μην έλθει! Έκαμα τόσα γι’ αυτόν. Έδωσα την ίδια την ζωή μου για χάρη του. Πρέπει να επιστρέψει!».

Δεν υπάρχει αμαρτία, που να νικά το έλεος του Θεού. Γι’ αυτό, όσο φοβερή κι αν είναι η κατάστασις της αμαρτωλότητός μας, δεν πρέπει ποτέ να απελπιζώμεθα. Ο Θεός μας περιμένει για να μας συγχωρήσει, να μας βάλει στην πατρική Του αγκαλιά. Κι όχι μόνο να μας αγκαλιάσει -που είναι αυτό σημείο συγχωρήσεως- αλλά να μας ενδύσει με την πρώτη στολή, με την στολή της αγνότητος. Να μας φορέσει στο δάκτυλο το δακτυλίδι, που είναι σημάδι ελευθερίας από την αμαρτία και υιοθεσίας. Να μας δώσει σαντάλια για τα πόδια, δηλαδή να μας ενισχύσει στην οδό της αρετής, ώστε να μη μας τρυπήσουν τ’ αγκάθια της αμαρτίας και, αφού σφάξει το παχύτερο μοσχάρι, δηλαδή τον Υιό Του, στην Θεία Ευχαριστία, να τελέσει μεγάλη γιορτή για να χαρούν οι ουράνιες Δυνάμεις και ο ίδιος ο Ουράνιος Πατήρ για τον αμαρτωλό υιό Του, ο οποίος μετενόησε (Λουκ. 15, 10).

Στον όρθρο αυτής της Κυριακής ψάλλεται και ο 136ος ψαλμός του Δαβίδ: «Ἐπὶ τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος, ἐκεῖ ἐκαθίσαμεν καὶ ἐκλαύσαμεν ἐν τῷ μνησθῆναι ἡμᾶς τῆς Σιών… Ἄσατε ἡμῖν ἐκ τῶν ᾠδῶν Σιών. Πῶς ᾄσωμεν τὴν ᾠδὴν Κυρίου ἐπὶ γῆς ἀλλοτρίας; Ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου, ῾Ιερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου, κολληθείη ἡ γλῶσσά μου τῷ λάρυγγί μου, ἐὰν μή σου μνησθῶ… Θυγάτηρ Βαβυλῶνος ἡ ταλαίπωρος!… Μακάριος ὃς κρατήσει καὶ ἐδαφιεῖ τὰ νήπιά σου πρὸς τὴν πέτραν!».

Ο ψαλμός αυτός είναι μία συγκινητική εικόνα του υποδουλωμένου στην δουλεία της αμαρτίας ανθρώπου και της λυτρώσεώς του. Ο δούλος των παθών ξενιτεύθηκε από την χώρα της χαράς -τη Σιών- και μετέβη μακριά, όπως ο Άσωτος Υιός, στα σκοτάδια και στην δουλεία της Βαβυλώνος. «Ψάλλετε καὶ ἐδῶ ἐκ τῶν ᾠδῶν τῆς Σιών», διατάζει τώρα χαιρέκακα ο διάβολος. «Να χαίρεσαι στην αμαρτία, δόξαζε και μένα, όπως δοξάζεις τον Θεό». Αλλά πώς να ψάλλουμε τους ύμνους του Κυρίου σε ξένη πατρίδα; Η ωδή του Κυρίου αντηχεί μόνο γι’ Αυτόν και στον οίκο Του. Μόνον όταν είμεθα κοντά Του και εκπληρώνουμε τις εντολές Του. Στην χώρα της αμαρτίας όμως, όπου υποδουλωθήκαμε, δεν ημπορούμε να κάνουμε το θέλημά Του. Είμεθα υπό την εξουσία του τυράννου, ο οποίος μας υπέταξε. Πώς λοιπόν να χαρείς, όταν πράττεις την αμαρτία; Η αληθινή χαρά μόνο στον πατρικό οίκο ευρίσκεται. Μόνο στην Σιών ημπορούμε να ψάλλουμε την «ὠδὴν Κυρίου».

Είναι φοβερός ο όρκος των Εβραίων: «Να κοπεί το δεξιό μου χέρι και να κολληθεί η γλώσσα μου στον λάρυγγά μου», δηλαδή να παραλύσουν τα χέρια μου και να βουβαθεί το στόμα μου, «εάν σε ξεχάσω Ιερουσαλήμ, εάν ξεχάσω, Κύριε…»· μας προτρέπει δηλαδή να μην εγκαταλείψουμε ποτέ τον Κύριο, όσο οδυνηρή κι αν είναι η δουλεία και η μετανάστευσις στη χώρα της αμαρτίας. Μόνο η Ιερουσαλήμ να είναι η πηγή της χαράς μας. Μόνο κοντά στον Κύριο ν’ αγάλλεται η καρδιά μας.

Μακάριος όμως είναι αυτός που κτυπά επάνω στην πέτρα τα βρέφη της κόρης Βαβυλώνος! Διότι εάν σκοτώσεις τα βαβυλωνιακά βρέφη πριν μεγαλώσουν, δεν θα σέ αιχμαλωτίσουν πάλι. Αυτά, εξηγούν οι Πατέρες, συμβολίζουν τα πάθη, τα οποία πρέπει να τα φονεύουμε από την αρχή και να μην τα αφήσουμε να μεγαλώσουν. Να τα κτυπάμε στην πέτρα -τον Χριστό- με την ακατάπαυστη προσευχή και έτσι δεν θα πάμε πάλι στην βαβυλωνιακή αιχμαλωσία των αμαρτιών και των παθών.

Πόσο ομοιάζει ο σημερινός κόσμος με την παραβολή του Ασώτου Υιού! Η ανθρωπότητα ξενιτεύθηκε από τον Θεό, μετέβη στην αλλοτρία γη της αμαρτίας και εξόδευσε εκεί όλη την πατρική της κληρονομία, τα δώρα του Θεού, στην ασωτία. Ο άνθρωπος θέλει να είναι ευτυχής, ελεύθερος από στενοχώριες και συμφορές. Να χαίρεται και να ζει πολλά χρόνια, αλλά μακριά από τον πατρικό οίκο. Κι έτσι έγινε δούλος στα αδιάντροπα πάθη, αναζητώντας λυσσαλέα τροφή για να ικανοποιήσει την ανεξάντλητη πείνα του, όντας κενός στην ψυχή και ντροπιασμένος. Θα ημπορέσει άραγε να έλθει ξανά στον εαυτό του; Να αντιληφθεί ότι «οἱ μίσθιοι τοῦ Πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων» και να αποφασίσει το: «Ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου»; Αυτή είναι η μοναδική οδός που οδηγεί στην πατρική οικία.

«Ἀγκάλας πατρικὰς διανοῖξαί μοι σπεῦσον· ἀσώτως τὸν ἐμὸν κατηνάλωσα βίον· εἰς πλοῦτον ἀδαπάνητον ἀφορῶν τῶν οἰκτιρμῶν Σου Σωτήρ, νῦν πτωχεύουσαν, μὴ ὑπερίδῃς καρδίαν· σοὶ γὰρ Κύριε, ἐν κατανύξει κραυγάζω· Ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ ἐνώπιόν Σου».

Αυτή είναι η αγία οδός της ταπεινώσεως, την οποία μας υπέδειξε ο Τελώνης και η οποία μας αξιώνει τόσων χαρισμάτων, όπως: της χορηγήσεως της συγχωρήσεως, της επαναφοράς μας στην πρώτη κατάσταση της υιοθεσίας, του πνευματικού εξοπλισμού στον αγώνα μας κατά του κακού και της δυνάμεως για την πορεία στην οδό των αρετών.

Να μην ξεχνάμε όμως με κανένα τρόπο αυτές τις δύο μορφές της ταπεινώσεως: την συναίσθησή της αναξιότητός μας και αδυναμίας μας, που είναι στενά ενωμένη με την πεποίθησή της εξαρτήσεώς μας από τον Θεό, και την παράλληλη και συνεχή ενατένιση και πορεία προς Αυτόν. Μόνον έτσι ημπορούμε να υψωθούμε, κατά τον λόγο του Κυρίου, επειδή, μόνον όποιος ταπεινώνεται, υπερυψώνεται. «Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τὰ κλήματα. Ὁ μένων ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν αὐτῷ, οὗτος φέρει καρπὸν πολύν… Ἐὰν μή τις μείνῃ ἐν ἐμοί, ἐβλήθη ἔξω ὡς τὸ κλῆμα καὶ ἐξηράνθη… καὶ εἰς τὸ πῦρ βάλλουσι καὶ καίεται» (Ιωάν. 15, 5). Η αμαρτία μας αποκόπτει από το κλήμα της ζωής, το οποίον είναι ο Χριστός. Η ταπείνωσις μας επανασυνδέει πάλι.

Η Κυριακή του Τελώνου, αφού μας εφανέρωσε ότι η ταπείνωσις είναι μία πηγή ουρανίων ευεργεσιών, κατόπιν μας υπογράμμισε ιδιαίτερα την πρώτη μορφή της, δηλαδή την συναίσθηση των προσωπικών μας αμαρτιών, των αδυναμιών και αναξίων έργων μας ενώπιον του Θεού. Η Κυριακή του Άσωτου Υιού μας παρουσίασε μια άλλη πλευρά: την ανάγκη να τρέχουμε στον Θεό, που είναι Παντοδύναμος και Λυτρωτής μας.

Ο Άσωτος Υιός τίποτε μεγάλο δεν έκανε παρά μόνο επέστρεψε στο πατρικό του σπίτι και έλαβε την συγχώρηση και την πρώτη του θέση και αξία. Ο πατήρ του τον περίμενε πάντοτε, αλλά δεν επήγε ο ίδιος να τον συναντήσει. Δεν ημπορούμε να συναντηθούμε με τον Θεό στην χώρα της αμαρτίας, αλλά μόνο μέσα στον οίκο Του, στην Εκκλησία Του. Εκεί είναι έτοιμη η καινούργια στολή, εκεί το δακτυλίδι εκεί τα καλά υποδήματα, εκεί ο μόσχος ο σιτευτός. Εκεί γίνεται η χαρά με τις ουράνιες ταξιαρχίες και η πανήγυρις με τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα στους αιώνες των αιώνων.

«Ὡς ὁ ἄσωτος υἱὸς ἔσφαλλα καὶ ἐγώ, Οἰκτίρμον! Δέξαι με μετανοοῦντα, ὁ Θεός, καὶ ἐλέησόν με!».

Αξίωσέ με, Κύριε, να Σε χαροποιήσω και εγώ με την επιστροφή μου!

Γέροντας Πετρώνιος Τανάσε, Οι Πύλες της Μετανοίας – Στοχασμοί στο Τριώδιο, Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη, 2003.