Menu Close

Η παραβολή του Ασώτου

Ένας άνθρωπος είχε δύο παιδιά. Η γυναίκα του είχε πεθάνει, αλλά του έμεναν αυτά τα δύο παιδιά. Δύο μόνο. Αλλά δύο αξίζουν περισσότερο από το ένα. Αν το ένα λείπει, το άλλο είναι εδώ· αν το μικρότερο είναι άρρωστο, το μεγαλύτερο εργάζεται και για τους δύο· κι αν το ένα έμελλε να πεθάνει -γιατί πεθαίνουν κι οι νέοι και καμιά φορά πριν από τους γέρους- θα υπήρχε τουλάχιστο το άλλο για να προστατεύει τον γέρο πατέρα.

Ο άνθρωπος αυτός αγαπούσε τους γιους του. Τους αγαπούσε και τους δυο, τον μεγάλο και τον μικρό· ίσως τον μικρό λίγο πιο πολύ από τον πρωτότοκο, αλλά τόσο λίγο που κι ο ίδιος δεν το καταλάβαινε. Για το τελευταίο τέκνο ο πατέρας κι η μάνα έχουν πάντοτε μιαν αδυναμία. Είναι ο τελευταίος μπέμπης του σπιτιού κι η πρόσφατη ενθύμησις της νηπιακής του ηλικίας εξακολουθεί να εμπνέει τρυφερότητα μέχρις ότου γίνει σωστό παλληκάρι. Δεν φαίνεται παρά σαν χθες που θήλαζε, πούκανε τα πρώτα βηματάκια του με μια μικροσκοπική ποδίτσα και που πηδούσε παίζοντας το κουτσό.

Αλλ’ ο πατέρας αυτός δεν έκανε καθόλου διακρίσεις. Τα δυο παιδιά του ήσαν αγαπητά εξ ίσου, τάχε σαν τα μάτια του και σαν την καρδιά του κι εργαζόταν για την ευτυχία του ενός όπως και του άλλου.

Όμως τα παιδιά του ίδιου πατέρα, δεν μοιάζουν. Σπάνια συμβαίνει δυο αδέλφια νάχουν την ίδια ψυχή.

Ο πρωτότοκος ήταν ένας νέος σοβαρός, μυαλωμένος, άντρας στους τρόπους κι αφέντης στα σχέδια. Σεβόταν τον πατέρα του, αλλά περισσότερο σαν προϊστάμενο παρά σαν πατέρα, χωρίς ίχνος αισθήματος. Δεν παρέλειπε ποτέ τα καθήκοντά του, αλλά δειχνόταν σκληρός κι απότομος στους υπηρέτες. Πήγαινε στη συναγωγή, αλλά για τους φτωχούς που περνούσαν δεν είχε τίποτα να δώσει παρ’ όλο που το σπίτι ήταν γεμάτο από τ’ αγαθά του Θεού. Απέναντι στον αδελφό του έδειχνε εξωτερικά κάποια στοργή, αλλά μες στην καρδιά του δεν έκρυβε παρά φθόνο. Όταν λένε «αγαπιούνται σαν αδέλφια», θέλουν να πουν το αντίθετο, γιατί μεταξύ των αδελφών η αληθινή αγάπη σπανίζει. Η ιουδαϊκή ιστορία, για να περιορισθούμε σ’ αυτή, αρχίζει με τον Κάιν· κατόπιν έρχονται ο Ιακώβ που εξαπατά τον Ησαύ· ο Ιωσήφ που πωλείται από τους αδελφούς του· ο Αββεσαλώμ που σκοτώνει τον Αμών· ο Σολομών που αποφασίζει τον θάνατο του Αδωνία: αστείρευτος ποταμός αίματος, που οφείλεται στους φθόνους, στις αθλιότητες, στις προδοσίες των αδελφών.

Ο δεύτερος γιος έμοιαζε από άλλο αίμα. Σαν πιο νέος, δεν γνώριζε να σοβαρεύεται. Όλες τις ορέξεις κι όλες τις φλογερότητες της ηλικίας του, τις είχε· και τα καλά και τα κακά. Άλλες μέρες ζητούσε να σκοτώσει τον πατέρα του κι άλλες έτρεμε μπροστά του από τρυφερότητα. Τον πείσμωνε βδομάδες ολόκληρες και ξάφνου έπεφτε στην αγκαλιά του χαρούμενος. Προτιμούσε από τη δουλειά να γυρίζει με τους φίλους του, δεν αρνιόταν το πιοτό, κοιτούσε τις γυναίκες, ήθελε νάναι πάντα καλοντυμένος. Αλλά πάντα πλήρωνε για όσους δεν είχαν, έκανε κρυφά από τον αδελφό του ελεημοσύνες, δεν άφηνε κανένα να έλθει σ’ αυτόν χωρίς να τον παρηγορήσει. Σπάνια φαινόταν στη συναγωγή κι αυτό, μαζί με τ’ άλλα, έκανε να τον βλέπουν με κακό μάτι όσοι τον ήξεραν, άνθρωποι νοικοκυραίοι, όπως πρέπει και θεοσεβούμενοι. Συνιστούσαν στους νέους ν’ αποφεύγουν τη συναναστροφή του, γιατί εκτός από τ’ άλλα ήτανε και ασυλλόγιστος και σπάταλος εις βάρος του πατέρα του που, καλός άνθρωπος αλλά αδύνατος και τυφλωμένος, δεν έβλεπε για πού τραβούσε ο γιος του. Αυτή η περιορισμένη ζωή του προκαλούσε αηδία. Θα προτιμούσε να κυνηγήσει περιπέτειες σε χώρες πλούσιες, κοσμοπληθείς, μακρινές, πέρα από το βουνό και θάλασσα, μέσα στην πολυτέλεια των μεγάλων πόλεων με τα μαρμάρινα παλάτια, εκεί όπου το χρυσάφι και το μετάξι στολίζουν τα μαγαζιά κι όπου γυναίκες όμοιες με βασίλισσες, ποτισμένες μες στ’ αρώματα, ανταλλάσσουν τη σάρκα τους με το χρυσάφι.

Εκεί στην εξοχή, ήταν σαν σκλάβος κι απολίτιστος, υποχρεωμένος να συμμορφώνεται με τη χωριάτικη στενοκεφαλιά. Ο πατέρας, όσο πλούσιος και καλός κι αν ήταν, λογάριαζε τις δραχμές για τάληρα. Ο αδελφός του γούρλωνε τα μάτια του αν έβαζε ένα καινούργιο ρούχο ή αν γύριζε στο σπιτικό τους λιγάκι εύθυμος. Στην οικογένεια δεν γινόταν λόγος παρά για το χωράφι και για τα βόδια, για το λιβάδι και για τα πρόβατα. Δεν ήταν ζωή εκεί, αλλά μαρτύριο.

Και μια μέρα -τόχε σκεφθεί γρηγορότερα, αλλά δεν έβρισκε λόγια να το πει- μια μέρα πάει στον πατέρα του με το πρόσωπο χλωμό κι αλύγιστο και του λέγει: Δώσε μου ό,τι μου ανήκει από την περιουσία σου, το μερδικό μου και δεν θέλω άλλο τίποτα πια.

Ο γέρος, σ’ αυτά τα λόγια, ταράχθηκε, αλλά δίχως ν’ απαντήσει έτρεξε στο δωμάτιό του κι έβαλε τα κλάματα για να μη τον δει το παιδί του. Κανένας από τους δυο δεν μίλησε πια γι’ αυτό το ζήτημα αρκετό καιρό. Αλλά το παιδί υπέφερε· το πρόσωπό του ήταν καταλυπημένο. Είχε χάσει το χρώμα της ζωής πάνω στην όψη του. Ο πατέρας υπέφερε βλέποντας να υποφέρει ο γιος του κι ακόμα περισσότερο με τη σκέψη πως θα τον έχανε. Τέλος, το πατρικό φίλτρο νίκησε. Κάνανε τους λογαριασμούς κι ό,τι έπρεπε· καθένα από τα δύο παιδιά πήρε το μερίδιό του κι ο πατέρας κράτησε το υπόλοιπο για τον εαυτό του. Ο δευτερότοκος γιος δίχως να χάνει καιρό, πούλησε ό,τι δεν μπορούσε να πάρει μαζί του, μάζεψε ένα ωραίο ποσό χρημάτων και δίχως να πει λέξη σε κανένα, πήρε ένα άλογο κι έφυγε κάποιο βράδυ. Η αναχώρησις αυτή δεν λύπησε και πολύ τον μεγαλύτερο γιο. Θάμαι, είπε μέσα του, μόνος εδώ πια, γιατί αυτός δεν θα βρει το κουράγιο να γυρίσει καμιά φορά, θα τα διευθύνω όλα και θα έλθει σε μένα το υπόλοιπο μέρος της πατρικής περιουσίας.

Αλλ’ ο πατέρας, κρυφά, έκλαψε όσο μπορούσε. Όσα δάκρυα είχαν τα γεροντικά μάτια του, έπλυναν το ζαρωμένο πρόσωπό του, το μούσκεψαν, τόπνιξαν. Η αγάπη που είχε για το άλλο του παιδί, δεν μπορούσε να τον κάμει να βαστάξει τον πόνο αυτού του χωρισμού.

Κι όμως μια φωνή τούλεγε πως ίσως δεν είχε χάσει για πάντα το μικρότερο παιδί του, πως θα του γινόταν η χάρη να το ξανασφίξει στην αγκαλιά του πριν πεθάνει. Κι η φωνή τούτη ήταν η παρηγοριά του.

Όσον αφορά τον νεαρό φυγάδα, μέρες ολόκληρες ταξίδευε προς τη χώρα όπου είχε αποφασίσει να ζήσει και σε κάθε στροφή του δρόμου έσφιγγε και ψηλαφούσε αν ήσαν στη θέση τους τα σακίδια με τα χρήματα που κρέμονταν δεξιά κι αριστερά της σέλας. Ο θησαυρός του τού φαινόταν ανεξάντλητος. Αγόρασε ένα όμορφο σπίτι, πήρε πέντ’ έξι σκλάβους, ντύθηκε σαν πρίγκιπας, απόκτησε αμέσως φίλους και φίλες που έτρωγαν μαζί του πρωί και βράδυ κι έπιναν από το κρασί του όσο βαστούσε η κοιλιά τους. Ξόδεψε όσο χρειαζόταν για να βρει τις πιο όμορφες γυναίκες της πόλεως, από κείνες που ξέρουν χορό και μουσική, την τέχνη να ντύνονται με πολυτέλεια και να ξεντύνονται με ευκολία. Ο νεαρός επαρχιώτης άρχοντας, που εκεί, στην αυστηρή επαρχία, είχε δοκιμάσει τόσους πειρασμούς, διψασμένος για μεγαλεία, άρχισε εδώ το νέο στάδιο της ζωής του, τον ασυλλόγιστο βίο των επιδείξεων και της ακολασίας.

Αυτή όμως η ζωή δεν μπορούσε να διαρκέσει. Ήλθε κάποια μέρα που ο Άσωτος δεν βρήκε πια στα σακίδια χρυσάφι, ούτε χαλκό ακόμα· σε λίγο τα ρούχα του άρχισαν να τρίβονται. Οι φίλοι εξαφανίσθηκαν και μαζί τους οι γυναίκες· δούλοι, κρεβάτια, τραπέζια πουλήθηκαν τόσο φτηνά όσο για να εξασφαλίσουν το φαΐ λίγων ημερών. Ύστερα μια μεγάλη πείνα έπεσε στη χώρα κι ο Άσωτος βρέθηκε νηστικός σε χώρα νηστική. Κανένας δεν τον κοίταξε. Οι γυναίκες είχαν φύγει γι’ άλλες χώρες πιο επιδεκτικές κι οι φίλοι του δεν μπορούσαν καλά-καλά να εξασφαλίσουν την τροφή του εαυτού τους.

Ο δυστυχισμένος, χωρίς ούτε ένα ρούχο, άφησε την πόλη κι ακολούθησε ένα πλούσιο που είχε ένα μεγάλο κτήμα έξω. Τόσα παρακάλια που του έκαμε κι εκείνος δέχθηκε να τον προσλάβει για χοιροβοσκό, αφού άλλωστε ήταν νέος κι υγιής κι οι χοιροβοσκοί ήσαν σπάνιοι, επειδή σ’ εκείνα τα μέρη δεν έχουν και μεγάλη υπόληψη σ’ αυτό το επάγγελμα. Για έναν Ιουδαίο, το να βόσκει χοίρους, ήταν η χειρότερη τιμωρία. Ακόμα και στην Αίγυπτο, όπου επικρατούσε η ζωολατρία, μόνο στους χοιροβοσκούς απαγορευόταν η είσοδος στον ναό· κανένας πατέρας δεν θάδινε την κόρη του σ’ έναν απ’ αυτούς και κανείς δεν θα παντρευόταν, έστω και για όλο το χρυσάφι του κόσμου, την κόρη ενός χοιροβοσκού.

Μα ο Άσωτος δεν είχε το δικαίωμα να διαλέξει κι έπρεπε να βόσκει χοίρους. Δεν έπαιρνε καθόλου μισθό κι η τροφή που τούδιναν ήταν ένα τίποτε σχεδόν. Οι χοίροι όμως δεν αισθάνονταν τον λιμό γιατί ξέρουν να τρώνε απ’ όλα κι ο τόπος ήταν πλούσιος σε χαρουπιές ώστε να χορταίνουν από τα ξυλοκέρατα. Ο πεινασμένος νέος έβλεπε με ζήλεια τα χοντρά και βρώμικα εκείνα ζώα που με το ρύγχος μες στις λάσπες έτρωγαν σκουλήκια και ρίζες. Θάθελε κι αυτός νάταν στη θέση τους και να γεμίσει την κοιλιά του όπως αυτά κι έκλαιγε στη σκέψη πως στο σπίτι του ήσαν όλα άφθονα και σ’ άλλα μέρη ο κόσμος δεν πεινούσε. Μερικές φορές, νικημένος από την πείνα, διεκδικούσε από το ρύγχος των χοίρων τον σκληρό καρπό της χαρουπιάς, μετριάζοντας με τη στυφή γεύση του την πικράδα, που του άφηνε στο στόμα η μεταμέλεια. Κι αλλοίμονό του αν ο κύριός του τον έβλεπε.

Πάνω του είχε ένα χιτώνα δούλου βρωμερό κι ακάθαρτο· στα πόδια σαντάλια που μόλις κρατιόνταν· στο κεφάλι ένα κουρέλι δίχως χρώμα. Και τ’ όμορφο πρόσωπο του παλληκαριού, που άλλοτε γοήτευε, τώρα μαύρο από τον ήλιο της δουλείας είχε παραμορφωθεί, είχε γίνει σκελετώδες, είχε πάρει το χρώμα του μολυβιού και του πηλού.

Πού είναι οι πολύτιμοι μανδύες, πού είναι το σπίτι του, που είναι τα λεφτά του, πού είναι οι ωραίοι πορφυροί χιτώνες που τους είχε πουλήσει σ’ εξευτελιστική τιμή; Οι δούλοι του πατέρα του είναι καλύτερα απ’ αυτόν ντυμένοι, τρώνε καλύτερα απ’ αυτόν.

Σ’ εκείνους περισσεύει το ψωμί, σκεφτόταν, κι εγώ πεθαίνω της πείνας! Μέχρις εδώ η ιδέα της επιστροφής, μόλις έκανε να του έλθει στο μυαλό και την έδιωχνε. Να γυρίσει σε τέτοια κατάσταση, αφού είχε περιφρονήσει το σπίτι του, αφού είχε κάμει να κλάψει ο πατέρας του και το χατίρι του αδελφού του. Να γυρίσει χωρίς ρούχα, χωρίς παπούτσια, χωρίς μια πεντάρα, χωρίς το δαχτυλίδι των ελευθέρων ανθρώπων, κατατσακισμένος, πεθαμένος από τη σκλαβιά και την πείνα, βρωμώντας όπως τα γουρούνια που βοσκούσε κι έτσι να δώσει δίκιο στον αδελφό του και τους γείτονες, να ταπεινωθεί μπροστά στα γόνατα του γέροντα πατέρα που τον είχε αφήσει δίχως να τον χαιρετήσει… Να γυρίσει σαν ένα κουρέλι, ενώ είχε φύγει σαν βασιλιάς… Να γυρίσει στη λεκάνη όπου είχε φτύσει, σ’ ένα σπίτι όπου δεν υπήρχε τίποτε γι’ αυτόν!… Πώς θα το κατόρθωνε;

Αλλ’ όχι, υπήρχε ακόμα ο πατέρας του, που δεν τον είχε ξεχάσει, γιατί ήταν δικό του πλάσμα. Κι ένας πατέρας, ακόμα κι όταν βρίζεται έτσι, δεν τιμωρεί το ίδιο του το αίμα. Αν δεν τον θέλει πια για παιδί του, θα τον πάρει τουλάχιστο για υπηρέτη. Ω, μια τέτοια χάρη δεν θα μπορούσε να την αρνηθεί.

– Ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου· οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου.

Και το φτωχό παιδί, αφού παράτησε και τον αφέντη και τα γουρούνια, πήρε τον δρόμο για την πατρίδα του. Ζητιάνευε λίγο ψωμί από τους αγρότες που απαντούσε στον δρόμο του κι αυτό το ψωμί της αγάπης και του οίκτου τότρωγε στη σκιά κανενός δέντρου ποτισμένο με τα δάκρυά του. Τα ματωμένα πόδια του πονούσαν, αλλ’ η πίστις στη συγγνώμη του πατέρα τον οδηγούσε βήμα προς βήμα σπίτι του.

παραβολή του Ασώτου

Μια μέρα τέλος, κατά το μεσημέρι, έφθασε μπροστά στην πόρτα. Αλλά μη τολμώντας να χτυπήσει, ούτε να φωνάξει, ούτε να μπει, βημάτιζε γύρω από το σπίτι, περιμένοντας να βγει κανείς. Και να, ο πατέρας του φαίνεται στο κατώφλι, τον αναγνωρίζει -είχε αλλάξει, αλλά τα μάτια ενός πατέρα ακόμα κι όταν πνίγονται στα δάκρυα, δεν απατώνται- τρέχει πάνω του, τον τραβάει στο στήθος του, τον φιλεί και τον ξαναφιλεί και τα γέρικα χέρια του χαϊδεύουν τρέμοντας το αδύνατο πρόσωπο, τα σκονισμένα αλλά πάντοτε πλούσια και κυματιστά μαλλιά, το κορμί αυτό που είναι του παιδιού του. Ο γιος, συγχυσμένος αλλά κι ευτυχής, μένει κάμποσες στιγμές έτσι σα να μην όριζε τον εαυτό του. Και ξάφνου, ξεφεύγοντας από τα πατρικά χέρια, σωριάζεται στη γη κι επαναλαμβάνει τρέμοντας τα λόγια που είχε προετοιμάσει:

-Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου· οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου!…

Αλλά την ώρα που το παλληκάρι ταπεινώνεται μέχρι του σημείου ν’ αρνηθεί το όνομα του παιδιού, ο πατέρας νοιώθει να πλημμυρίζει τα στήθια του το κύμα της αγάπης της πατρικής. Και δίχως ν’ απαντήσει, με τα μάτια θολά, αλλά με τη χαρούμενη και καθαρή φωνή των καλών ημερών, φωνάζει του υπηρέτες του:

-Ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας.

Το τέκνο του κυρίου δεν μπορεί να μπει μέσα στο σπίτι μ’ αυτά τα κουρέλια. Οι δούλοι οφείλουν να το περιποιηθούν, γιατί κι αυτό τους είναι κύριός τους.

-Καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.

Φυλάμε το πιο παχύ μοσχάρι για μια γιορτή. Αλλά ποια άλλη γιορτή είναι καλύτερη για μένα απ’ αυτήν εδώ; Έκλαψα αυτό το παιδί για νεκρό και να το ζωντανό στο πλευρό μου· τόχα χάσει μέσα στον κόσμο κι ο κόσμος μου το ξανάδωσε. Είχε φύγει μακριά και τώρα είναι κοντά μας· ζητιάνευε στις ξένες πόρτες και τώρα είναι στο σπίτι του· γυρνούσε πεινασμένο και τώρα μας κάνει το τραπέζι.

Οι υπηρέτες υπάκουσαν. Σφάχθηκε το μοσχάρι και ετοιμάσθηκε· τράβηξαν από το υπόγειο το πιο παλιό κρασί· η πιο ωραία αίθουσα συγυρίσθηκε για τη γιορτή της επιστροφής του Ασώτου· οι φίλοι του πατέρα καλέσθηκαν κι οργανοπαίχτες φωνάχθηκαν γρήγορα. Όταν όλα ετοιμάσθηκαν, όταν ο γιος λούσθηκε κι ο πατέρας του τον αγκάλιασε και τον φίλησε γι’ άλλες χίλιες ακόμα φορές, λες κι ήθελε να βεβαιωθεί πως αυτό το παλληκάρι ήταν το παιδί του κι όχι ένα φάντασμα, άρχισε η γιορτή· σμίξαν τα κρασιά, άρχισαν τα τραγούδια, το γλέντι άναψε.

Ο πρωτότοκος ήταν στη δουλειά, έξω στα χωράφια. Και το βράδυ, καθώς γύριζε στο σπίτι, άκουσε θόρυβο χορού και χειροκροτήματα που τον συνόδευαν. Δεν μπόρεσε να καταλάβει. Τι συνέβαινε; Μήπως τρελάθηκε ο πατέρας μου ή ήλθε καμιά παρέα φίλων έτσι απρόοπτα; Αντιπαθώντας τον θόρυβο και τα νέα πρόσωπα, δεν θέλησε να μπει να ιδεί ο ίδιος. Φώναξε έναν υπηρέτη που έτυχε να περνά και τον ρώτησε γιατί αυτός ο θόρυβος.

-Ὁ ἀδελφός σου ἥκει καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν.

Πήγε να σταματήσει η καρδιά του πρωτότοκου και το πρόσωπό του ωχρίασε. Όχι από ευχαρίστηση, αλλ’ από ζήλεια και οργή. Μέσα του άρχισε να κοχλάζει όλο το παλιό μίσος του, γιατί πίστευε πως όλο το δίκιο ήταν με το μέρος του. Χωρίς να θέλει να μπει, αγανακτισμένος, έμενε έξω από το σπίτι.

Βγαίνει σε λίγο ο πατέρας και τον φωνάζει: Έλα, παιδί μου, ο αδελφός σου ήλθε· ρωτάει για σένα και θα ευχαριστηθεί πολύ που θα σε ιδεί και θα γιορτάσει μαζί σου.

Αλλ’ ο φρόνιμος γιος, για πρώτη φορά, δεν μπόρεσε να βαστάξει τα λόγια του και τόλμησε να τα βάλει με τον πατέρα του στα φανερά.

-Ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν.

Αυτές οι λίγες λέξεις φανερώνουν την πρόστυχη ψυχή του, που τόσον καιρό την έκρυβε κάτω από τον μανδύα της φαρισαϊκής σιωπής. Κατηγορεί τον πατέρα του, αντιπαραβάλλοντας την υπακοή τη δική του με τη φιλαργυρία εκείνου – ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον· -τον κατηγορεί αυτός, ένας γιος δίχως αγάπη, γιατί φάνηκε πατέρας όλος αγάπη. «Ὁ υἱός σου οὗτος». Δεν λέγει: ὁ αδελφός μου. Ο πατέρας του ας τον αναγνωρίζει για παιδί του· αυτός δεν τον αναγνωρίζει για αδελφό του. «Ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν». Αυτός τ’ απόλαψε όλα κι εγώ έμεινα κοντά σου και πότιζα με τον ιδρώτα μου τα χωράφια σου δίχως ανταμοιβή. Αλλ’ ο πατέρας, όπως συγχώρησε τα λάθη του άλλου του παιδιού, συγχωρεί κι’ αυτού εδώ.

-Τέκνον, σὺ πάντοτε μετ᾿ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.

Ο πατέρας είναι βέβαιος πως αυτά τα λόγια θ’ αρκέσουν για να του κλείσουν το στόμα. «Νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε». Θέλεις άλλο λόγο για να χαρείς; Θα υπήρχε μεγαλύτερος λόγος απ’ αυτόν! Σκόρπισε τ’ αγαθά μου στις γυναίκες· όσα είχε, τα σπατάλησε· μ’ άφησε δίχως να με χαιρετήσει και μ’ εγκατέλειψε να κλαίω. Και χειρότερα όμως να μπορούσε να μου κάμει, πάντα θα μου ήταν το παιδί μου. Να γινόταν κλέφτης, να γινόταν ληστής και φονιάς εκεί που πήγε, δεν θα μπορούσα να τον ξεχάσω για παιδί μου, γιατί είναι αίμα μου. Έφυγε αλλά ξαναγύρισε, χάθηκε, αλλά ξαναβρέθηκε. Πέθανε, αλλ’ αναστήθηκε. Τι μεγαλύτερη ευτυχία θάθελα; Για να γιορτάσω αυτό το θαύμα, τουλάχιστο σε μένα, είναι πολύ λίγο το μοσχάρι. Συ, δεν μ’ εγκατέλειψες ποτέ. Υπήρξες πάντοτε το καμάρι μου. Όλα τα δικά μου είναι δικά σου· φθάνει να ζητήσεις ό,τι θες και θα τόχεις. Όλες τις μέρες έφαγες στο τραπέζι μου κι απέναντί μου. Ο αδελφός σου όμως ήταν μακριά τόσες μέρες και τόσους μήνες. Δεν τον έβλεπα πια παρά μόνο στον ύπνο μου· δεν είχε φάει στο τραπέζι μου ούτε μια μπουκιά εδώ και τόσον καιρό. Δεν έπρεπε, λοιπόν, να κάμω ότι έκαμα σήμερα;

Εδώ ο Ιησούς σταμάτησε. Δεν είχε πια τίποτε να προσθέσει πάνω στην έννοια της παραβολής που είπε. Αλλά και καμιά διήγησις, απ’ όσες ποτέ άκουσαν οι άνθρωποι, εκτός ίσως εκείνης του Ιωσήφ, δεν είναι πιο όμορφη απ’ αυτή και δεν συγκινεί τόσο βαθειά την ανθρώπινη καρδιά. Οι ερμηνευτές μπορούν να εξηγήσουν· ο Άσωτος σημαίνει τον αναγεννημένο άνθρωπο που η δοκιμασία τον εξάγνισε· ο Φρόνιμος είναι ο Φαρισαίος που συμμορφώνεται με τον αρχαίο νόμο, αλλά αγνοεί την αγάπη. Ή μάλλον, ο Φρόνιμος είναι ο Ιουδαϊκός λαός που δεν νοιώθει την αγάπη του Πατρός, ο οποίος θα υποδεχθεί τον Ειδωλολάτρη, που τον ρύπαναν τα πάθη και οι σπατάλες.

Ο Ιησούς όμως δεν θέτει αινίγματα. Ο ίδιος είπε, όταν τελείωσε την παραβολή, πως γίνεται μεγαλύτερη χαρά στον ουρανό για έναν αμαρτωλό που μετενόησε παρά για όλους τους δικαίους που σεμνύνονται για την επιφανειακή δικαιοσύνη τους, για όλους τους καθαρούς που περηφανεύονται για την εξωτερική τους καθαρότητα, για όλους τους ζηλωτές που κρύβουν κάτω από τη φαινομενική ευσέβεια μια καρδιά πέτρινη.

Οι αληθινά δίκαιοι θα μπουν στη Βασιλεία του θεού, ο οποίος τους ξέρει. Δεν έκαμαν να υποφέρει η αγάπη του. Γιατί, λοιπόν, να αισθανθεί γι’ αυτούς της ανάγκη νέας χαράς; Ενώ αντιθέτως, για όποιον συναισθάνθηκε την αμαρτία του και υπέφερε για να ξαναφτιάξει νέα την ψυχή του, για να νικήσει τον κατώτερο εαυτό του, γι’ αυτόν που αξίζει τόσο περισσότερο τη θέση του όσο χρειάσθηκε να θυσιαστεί σε τόσα και σε τόσα για να την καταλάβει, γι’ αυτόν πρέπει να γιορτασθεί ο θρίαμβος και να ψαλούν τα νικητήρια.

Ποιος από σας, αν έχει εκατό πρόβατα και χάσει το ένα, δεν θ’ αφήσει τ’ άλλα ενενήντα εννέα για να πάει πίσω από εκείνο που χάθηκε, ώσπου να το βρει; Κι όταν το βρει, το βάζει με χαρά στους ώμους του και γυρίζοντας σπίτι, φωνάζει τους φίλους και τους γείτονες και τους λέγει: Χαρείτε μαζί μου, γιατί βρήκα ένα πρόβατο που τόχα χαμένο. Ή ποια γυναίκα, αν έχει δέκα δραχμές και χάσει μία, δεν ανάβει τη λάμπα, δεν σαρώνει το σπίτι και δεν ψάχνει προσεκτικά μέχρι που να τη βρει; Κι όταν τη βρει, φωνάζει όλες τις φίλες και γειτόνισσες και τους λέγει: Χαρείτε μαζί μου, γιατί βρήκα τη δραχμή πούχα χάσει.

Αναφέροντας τα παραπάνω παραδείγματα, μας ρωτά ύστερα ο Χριστός: Τι είναι ένα πρόβατο μπροστά σ’ έναν αναγεννημένον άνθρωπο; Και τι αξία έχει μια δραχμή μπροστά σε μια ξανακερδισμένη ψυχή;

Giovanni Papini, Ιστορία του Χριστού, μετάφραση Βασ. Μουστάκη, 7η έκδ., Αθήνα, Αστήρ, 2005.