Menu Close

Μεγάλη Εβδομάς (Β΄)

Στην προηγούμενη εκπομπή είχαμε αναφερθεί στα λειτουργικά θέματα της Κυριακής των Βαΐων και των τριών πρώτων ημερών της Μεγάλης Εβδομάδος. Σήμερα θα μας απασχολήσουν οι τρείς τελευταίες ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδος, η Μεγάλη Πέμπτη, η Μεγάλη Παρασκευή και το Μέγα Σάββατο, που είναι οι σεβασμιώτερες και ιερώτερες ημέρες του εκκλησιαστικού έτους. Αυτές αποτελούν τον πυρήνα όλης της προ του Πάσχα περιόδου. Πρώτες αυτές διεμορφώθησαν σε παμπαλαία εποχή και γύρω από αυτές, με βαθμιαίες προσαυξήσεις, έχει οικοδομηθεί από τους Πατέρες η προ και η μετά το Πάσχα λειτουργική περίοδος. Του ιερού αυτού τριημέρου οι ακολουθίες είναι απαράμιλλες. Δεν θα ήτο ανθρωπίνως δυνατόν να ευρεθεί καταλληλότερο λειτουργικό ένδυμα για τα κεφαλαιώδη θέματα, τα οποία εορτάζομε. Η διάταξις των ακολουθιών, ο πλούτος και το εξαίσιο κάλλος της υμνογραφίας των, η θαυμαστή εκλογή και διάταξις των αναγνωσμάτων της Αγίας Γραφής, οι εικονικές αναπαραστάσεις των σωτηρίων παθημάτων, προσδίδουν σ’ αυτές ένα χαρακτήρα υπερκόσμιο, υπερανθρώπινο, θείο.

Άλλ’ ας παρακολουθήσουμε συστηματικώτερα τα ιστορικά θέματα και το λειτουργικό περιεχόμενο των ημερών αυτών.

Μεγάλη Εβδομάς (Β΄)

Η Μεγάλη Πέμπτη είναι η σεβασμία ημέρα του μυστικού δείπνου, του ιερού μυστηρίου της θείας ευχαριστίας. Η προδοσία έχει συντελεσθεί, άλλ’ο Κύριος προχωρεί προς το πάθος ατάραχος, σαν να μη γνωρίζει τα τεκταινόμενα. Το εσπέρας παρακάθηται στην πασχαλινή τράπεζα, αυτός και οι δώδεκα μαθητές. Ο Κύριος εγείρεται και ο δεσπότης εκτελεί έργο δούλου: ζωσμένος το λέντιο, πλύνει τα πόδια των μαθητών, δίδοντας ύψιστο παράδειγμα ταπεινώσεως και διακονίας. Και επακολουθεί το δείπνο· το Πάσχα του Νόμου, αλλά και το «καινὸν Πάσχα», το «σώμα και το αίμα του δεσπότου». Ο Χριστός παραθέτει στους μαθητές και στην Εκκλησία Του την καινή τράπεζα, την αθάνατο, το μυστήριο που στους αιώνας θα τελείται κατά την εντολή Του, για να μετέχει ο λαός Του της θείας Του φύσεως και να συγκροτείται το σώμα των Χριστοφόρων και Θεοφόρων μαθητών Του. Και κλείεται το δείπνο με την αποχαιρετιστήριο ομιλία και την περίφημο αρχιερατική προσευχή, την δέηση του Κυρίου για τους μαθητές, για την Εκκλησία Του. Η μικρά συνοδεία εγκαταλείπει το υπερώο της αγίας Σιών, όπου έφαγε το καινό Πάσχα.

Τα γεγονότα αυτά παρουσιάζονται ανάγλυφα στην ακολουθία της Μεγάλης Πέμπτης. Στον όρθρο, που τελείται κατά τόπους ή το εσπέρας της Μεγάλης Τετάρτης, ή το πρωί της Μεγάλης Πέμπτης, το ανάγνωσμα από το Ευαγγέλιο του Λουκά, ο κανών του Κοσμά και τα στιχηρά και τα απόστιχα των αίνων, προσπαθούν να καλύψουν όλο αυτό τον κύκλο των ιερών θεμάτων· τον μυστικό δείπνο, την παράδοση των μυστηρίων, την νίψη των ποδών, την προδοσία του Ιούδα. Στον εσπερινό επαναλαμβάνονται τα ίδια θέματα. Τα αναγνώσματα από την Παλαιά Διαθήκη έρχονται να μεταφέρουν τις φωνές των προφητών, που προαγορεύουν το πάθος, ο απόστολος ομιλεί για την παράδοση της θείας λειτουργίας και η μακρά περικοπή από το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο ανακεφαλαιώνει τα συμβάντα από τις πρώτες ενέργειες κατά του Χριστού των αρχιερέων και των γραμματέων, μέχρι την καταδίκη Του από το Συνέδριο. Και μένουν τα δύο κύρια γεγονότα, ο μυστικός δείπνος και ο νιπτήρ, για να αποτελέσουν το αντικείμενο δύο ιδιαιτέρων αναμνηστικών τελετών, της θείας λειτουργίας του μυστικού δείπνου και του νιπτήρος. Οι δύο αυτές τελεσιουργίες έχουν σήμερα ατονήσει. Η θαυμαστή λειτουργία, που ετελείτο άλλοτε το εσπέρας, την ώρα του δείπνου, τελείται σήμερα ενωρίς το πρωί για να εξυπηρετηθούν οι πιστοί, που πρόκειται να προσέλθουν στο μυστήριο· η τέλεσις έξ άλλου του ιερού νιπτήρος έχει περιορισθεί μόνο στα Ιεροσόλυμα, την αρχική του κοιτίδα, και σε μερικά άλλα μέρη. Η τελετή του νιπτήρος ήταν μία αληθινή μυσταγωγία, μία αναπαράστασις της ιεράς εκείνης σκηνής. Ο επίσκοπος ένιπτε τα πόδια δώδεκα κληρικών, ενώ απηγγέλλετο διαλογικά η σχετική περικοπή από το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο. Και η λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου ετελείτο την ώρα ακριβώς που ετελέσθει το υπερφυές γεγονός· ήταν αληθινή αναπαράστασις του δείπνου του υπερώου της Σιών. Ο λαός του Θεού απελάμβανε μαζί με τους αποστόλους, της «δεσποτικῆς ξενίας καὶ τῆς ἀθανάτου τραπέζης», την οποία παρέθετε «ἡ ὄντως Σοφία τοῦ Θεοῦ». Στην λειτουργία αυτή κυριαρχεί το αρχαίο τροπάριο «Τοῦ δείπνου σου τοῦ μυστικοῦ σήμερον, Υἱὲ Θεοῦ, κοινωνόν με παράλαβε…». Αυτό αντικαθιστά το χερουβικό και το κοινωνικό της θείας λειτουργίας. «Σήμερον», στην επέτειο του μυστικού δείπνου, ο Κύριος παραλαμβάνει κοινωνούς Του στους πιστούς μιμητές των πιστών μαθητών Του, που δεν θα προδώσουν την πίστη όπως ο Ιούδας, αλλά μαζί με τον ληστή στον σταυρό θα ομολογούν, ότι είναι ανάξιοι πολίτες της Βασιλείας Του.

Η αγία και Μεγάλη Παρασκευή είναι η ημέρα του Πάθους, του μαρτυρίου. Κατ’ αυτήν επιτελούμε, κατά το υπόμνημα του Τριωδίου, «τὰ ἅγια καὶ σωτήρια καὶ φρικτὰ πάθη τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ· τοὺς ἐμπτυσμούς, τὰ ραπίσματα, τὰ κολαφίσματα, τὰς ὕβρεις, τοὺς γέλωτας, τὴν πορφυρᾶν χλαῖναν, τὸν κάλαμον, τὸν σπόγγον, τὸ ὄξος, τοὺς ἥλους, τὴν λόγχην, καὶ πρὸ πάντων τὸν σταυρόν καὶ τὸν θάνατον, ἃ δι᾿ ἡμᾶς ἑκὼν κατεδέξατο· ἔτι δὲ καὶ τὴν τοῦ εὐγνώμονος λῃστοῦ, τοῦ συσταυρωθέντος αὐτῷ, σωτήριον ἐν τῷ σταυρῷ ὁμολογίαν». Είναι η ημέρα της άκρας ταπεινώσεως και της υπερτάτης θυσίας. Η θεία λειτουργία δεν τελείται. Το πασχάλιο μυστήριο αναστέλλεται μπροστά στην υπερτάτη θυσία, που μια φορά στους αιώνας προσεφέρθει από τον Μέγα Αρχιερέα, που ήταν ο θύτης και το θύμα, «ὁ προσφέρων καὶ προσφερόμενος, ὁ προσδεχόμενος καὶ διαδιδόμενος»[1] επάνω στο αιματοβαμμένο θυσιαστήριο του Σταυρού. Στον όρθρο της ημέρας οι δώδεκα περικοπές, τα δώδεκα ευαγγέλια, μας παρουσιάζουν τα πάθη σ’ όλες τις φάσεις των, από όλους τους ευαγγελιστές. Μας εισάγουν πρώτα στο υπερώο της Σιών για να ακούσουμε την αποχαιρετιστήριο ομιλία και την αρχιερατική προσευχή, το «Ευαγγέλιο της Διαθήκης»· παρακολουθούμε τα βήματα του Κυρίου στο όρος των Ελαιών και ακούμε την αγωνιώδη προσευχή στον κήπο της Γεθσημανή. Παριστάμεθα στη προδοσία και στην σύλληψη, στην ανάκριση και στους εξευτελισμούς, στο Συνέδριο και στην θανατική Του καταδίκη από τους αρχιερείς και τον Πιλάτο· στην άρνηση και στην μετάνοια του Πέτρου· στην πορεία προς τον Γολγοθά, στην σταύρωση, στον μαρτυρικό θάνατο, στον λογχισμό, στην αποκαθήλωση, στην ταφή και στην σφράγιση του λίθου. Και όλα αυτά υπομνηματίζονται από την θαυμασία υμνογραφία και παραστατικά εικονίζονται κατά την λιτάνευση και ύψωση στο μέσο του ναού του Σταυρού του Κυρίου. Οι ακολουθίες των μεγάλων ορών, με τους ειδικούς μεσσιανικούς ψαλμούς και τα αναγνώσματα από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη και τους καταλλήλους ύμνους, μας μεταφέρουν από το πραιτώριο του Πιλάτου στον Γολγοθά, για να παρασταθούμε μαζί με την Θεοτόκο και τον ηγαπημένο μαθητή στο φρικτό μαρτύριο του σταυρού την ς΄ ώρα , και στο «Τετέλεσται» στην Θ΄. Και στον μεγάλο εσπερινό, μαζί με τον Ιωσήφ τον από Αριμαθαίας και τον Νικόδημο, με ρίγη συγκινήσεως, παραστεκόμεθα στην αποκαθήλωση, για να θρηνήσουμε μαζί με τας μυροφόρους γυναίκας στον όρθρο του Μεγάλου Σαββάτου «ὡς νεκρὸν τὸν ζῶντα» και να τον αποθέσουμε στο καινό μνημείο.

Δεν πρόκειται όμως για μία ανάμνηση, για μία αναπαράσταση, για ένα είδος ιερού θεάτρου, που θέλησε η Εκκλησία μ’ όλες αυτές τις ιερές τελετές να μας προσφέρει. Τα παθήματα του Κυρίου δεν είναι μία ιστορία του παρελθόντος, που θέλει να φέρει απλώς στην μνήμη μας η Εκκλησία. Είναι κάτι περισσότερο: Μία πραγματική παρουσία όλων αυτών· μία μεταφορά του παρελθόντος στο παρόν και αντιστρόφως του παρόντος στο παρελθόν. Ένα μυστήριο. Μυστήριο, που ανανεώνει τα γεγονότα αυτά για τον καθένα μας, για να ζήσει προσωπικά ο ίδιος το υπέρτατο γεγονός του θείου πάθους, για να γίνει μέτοχος των λυτρωτικών παθημάτων και της δόξης του Χριστού. Γιατί «σήμερον» και πάλι έρχεται ο Χριστός, «σήμερον» παραδίδει το σώμα και το αίμα Του εις βρώσιν και πόσιν, «σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου», «σήμερον αποκαθηλούται και θάπτεται.

Και έρχεται η ημέρα της σιγής· της μεγάλης αναμονής· της προσδοκίας. Η ημέρα της αναπαύσεως· το Σάββατον. Ο Κύριος βρίσκεται στον τάφο· είπε το «Τετέλεσται»· ετελείωσε τα έργα Του, όπως ο δημιουργός, και τώρα τελεί τον αιώνιο σαββατισμό, την «κατάπαυσι». «Καὶ κατέπαυσε τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ, ὧν ἐποίησε. Καὶ εὐλόγησεν ὁ Θεὸς τὴν ἡμέραν τὴν ἑβδόμην καὶ ἡγίασεν αὐτήν· ὅτι ἐν αὐτῇ κατέπαυσεν ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ, ὧν ἤρξατο ὁ Θεὸς ποιῆσαι».[2] Το Σάββατο εκείνο της δημιουργίας, το Σάββατο του Νόμου, προετύπωνε το Σάββατο τούτο του Κυρίου. Την ανάπαυση στον τάφο. «Ὑπνοί ἡ ζωή». Κοιμάται, όπως ο λέων της φυλής του Ιούδα. «Ἀναπεςὼν ἐκοιμήθη. Τίς ἐγερεῖ αυτόν»;[3] Σιγή, λοιπόν· σιγή δέους προ του κοιμωμένου Κυρίου. «Σιγησάτω πᾶσα σὰρξ βροτεία καὶ στήτω μετὰ φόβου καὶ τρόμου καὶ μηδὲν γήϊνον ἐν ἑαυτῇ λογιζέσθω». Η σιγή όμως αυτή είναι θρήνος και κοπετός για τον θάνατο και τον Άδη. Ο ζων νεκρός συντρίβει τις πύλες του, λυτρώνει τους απ’ αιώνος δεσμίους. Με τον θάνατό Του θανατώνει τον θάνατο. Στο διπλό σκηνικό, του υπνούντος εν τω τάφω Κυρίου και συντρίβοντος τα δεσμά του Άδου με την κάθοδό Του σ’ αυτόν, μας μεταφέρουν τα τροπάρια του Μεγάλου Σαββάτου, εκλογή από τα οποία θα ακούσουμε. Θα ψαλούν τα δύο πρώτα στιχηρά των αίνων του β΄ ήχου, τα δύο πρώτα στιχηρά του εσπερινού του πλ. δ΄ ήχου και το δοξαστικό του πλ. β΄ ήχου:

«Σήμερον συνέχει τάφος,
τὸν συνέχοντα παλάμῃ τὴν κτίσιν·
καλύπτει λίθος,
τὸν καλύψαντα ἀρετῇ, τοὺς οὐρανούς·
ὑπνοῖ ἡ ζωή, καὶ ᾍδης τρέμει
καὶ Ἀδὰμ τῶν δεσμῶν ἀπολύεται.
Δόξα τῇ σῇ οἰκονομίᾳ,
δι᾿ ἧς τελέσας πάντα σαββατισμὸν αἰώνιον,
ἐδωρήσω ἡμῖν τὴν παναγίαν
ἐκ νεκρῶν σου ἀνάστασιν».

«Τί τὸ ὁρώμενον θέαμα;
Τίς ἡ παροῦσα κατάπαυσις;
Ὁ Βασιλεὺς τῶν αἰώνων
τὴν διὰ πάθους τελέσας οἰκονομίαν,
ἐν τάφῳ σαββατίζει,
καινὸν ἡμῖν παρέχων σαββατισμόν.
Αὐτῷ βοήσωμεν·
Ἀνάστα ὁ Θεὸς, κρίνων τὴν γῆν,
ὅτι σὺ βασιλεύεις εἰς τοὺς αἰῶνας,
ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ μέγα ἔλεος».

«Σήμερον ὁ ᾍδης στένων βοᾷ·
συνέφερέ μοι
εἰ τὸν ἐκ Μαρίας γεννηθέντα μὴ ὑπεδεξάμην·
ἐλθὼν γὰρ ἐπ᾿ ἐμὲ
τὸ κράτος μου ἔλυσε,
πύλας χαλκᾶς συνέτριψε·
ψυχάς, ἃς κατεῖχον τὸ πρίν,
Θεὸς ὤν, ἀνέστησε.
Δόξα , Κύριε,
τῶ σταυρῷ σου καὶ τῇ ἀναστάσει σου».

«Σήμερον ὁ ᾍδης στένων βοᾷ·
κατελύθη μου ἡ ἐξουσία·
ἐδεξάμην θνητόν
ὥσπερ ἕνα τῶν θανόντων,
τοῦτον δὲ κατέχειν ὅλως οὐκ ἰσχύω,
ἀλλ᾿ ἀπολῶ μετὰ τούτου, ὧν ἐβασίλευον·
ἐγὼ εἶχον τοὺς νεκροὺς ἀπ᾿ αἰῶνος,
ἀλλὰ οὗτος ἰδοὺ πάντας ἐγείρει.
Δόξα Κύριε,
τῷ σταυρῷ σου καὶ τῇ αναστάσει σου».

«Τὴν σήμερον μυστικῶς
ὁ μέγας Μωυσῆς προδιετυποῦτο, λέγων·
Καὶ εὐλόγησεν ὁ Θεός τὴν ἡμέραν τὴν ἑβδόμην.
Τοῦτο γάρ ἐστι τὸ εὐλογημένον Σάββατον·
αὕτη ἐστὶν ἡ τῆς καταπαύσεως ἡμέρα,
ἐν ᾗ κατέπαυσεν ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ
ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ,
διὰ τῆς κατὰ τὸν θάνατον οἰκονομίας
τῇ σαρκὶ σαββατίσας
καὶ εἰς ὃ ἦν πάλιν ἐπανελθών
διὰ τῆς ἀναστάσεως,
ἐδωρήσατο ἡμῖν ζωὴν τὴν αἰώνιον,
ὡς μόνος ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος».

Το μέγα Σάββατο είναι το προανάκρουσμα της ελπίδος της αναστάσεως· ο τάφος, ο προθάλαμος της εγέρσεως. Με την νεκρική σιγή συμπλέκονται τα προεόρτια της χαράς της ενδόξου και λαμπράς ημέρας της αναστάσεως. Σαν επίκλησις και σαν εγερτήριο προς τον κοιμώμενο Κύριο, αλλά και σαν προεόρτιος παιάν χαράς, αντηχεί στους ναούς μας το προφητικό:

«Ἀνάστα ὁ Θεός, κρῖνον τὴν γῆν,
ὅτι σὺ κατακληρονομήσεις ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσι».[4]

(25 Απριλίου 1970)

[1] Θ. Λειτουργία, Ευχή του χερουβικού ύμνου.

[2] Γενέσ. 2, 2-3.

[3] Γενέσ. 49, 9.

[4] Ψαλμ. 81, 8.

Ιωάννου Μ. Φουντούλη, Λογική Λατρεία, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα, 1997