Menu Close

Μεγάλη Εβδομάς (Α΄)

Την Παρασκευή της ς ́ εβδομάδος των Νηστειών συμπληρούται η Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Η μακρά περίοδος της νηστείας και της εντατικής προσευχής λαμβάνει τέλος. Το επιβεβαιώνουν και δύο τροπάρια της ακολουθίας της ημέρας αυτής, που σημειώνουν το τέλος της Τεσσαρακοστής και χαιρετίζουν την αρχή της Μεγάλης Εβδομάδος:

«Τὴν ψυχωφελῆ πληρώσαντες Τεσσαρακοστὴν
καὶ τὴν ἁγίαν ἑβδομάδα τοῦ πάθους σου
αἰτοῦμεν κατιδεῖν, φιλάνθρωπε,
τοῦ δοξᾶσαι ἐν αὐτῇ τὰ μεγαλεῖα σου
καὶ τὴν ἄφατον δι᾿ ἡμᾶς οἰκονομίαν σου…».

Μεγάλη Εβδομάς (Α΄)

Μετά από τεσσαρακονθήμερο νηστεία ο Μωυσής ανεβαίνει στην κορυφή του Σινά για να συνάντηση τον Θεό, ο Θεόπτης, και να πάρει τις πλάκες του Νόμου, το σύμβολο της Παλαιάς Διαθήκης.[1] Ο νέος λαός του Θεού, ο Ισραήλ της χάριτος, αγνίσθηκε σαράντα ημέρες και ήδη ανεβαίνει στην Ιερουσαλήμ, στο όρος της χάριτος. Όχι σε όρος φοβερό, καιόμενο και φλεγόμενο, με αστραπές και βροντές, αλλά στην αγία πόλη της ειρήνης, στην πόλη του ζώντος Θεού, όπου μαζί μας συναναβαίνει και ο μεσίτης της Νέας Διαθήκης. Εκεί όπου το αίμα του ραντισμού θα λαλήσει «κρεῖττον» παρά το αίμα του δικαίου Άβελ, για να εγκαινίσει την Διαθήκη και να καταρτίσει λαό άγιο, λαό περιούσιο του Θεού.[2] Εκεί θα στηθεί το σημείο της αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπο, ο σταυρός, και θα συντριβούν κατά κράτος οι αρχές και οι εξουσίες του σκότους. Ο Χριστός έρχεται και πάλι να πάθει και να νικήσει. Τα χρονικά σχήματα του κόσμου τούτου πίπτουν. Αιωνιότης και χρόνος συγκιρνώνται. Ο Χριστός είναι ο ελθών και θα είναι πάντα ο ερχόμενος. Ο παθών και ο πάσχων. Ο νικήσας και ο νικών. Τα παρελθόντα, τα παρόντα και τα μέλλοντα ανακεφαλαιώνονται στον Χριστό. Μαζί με τον Χριστό συναναβαίνει στα νοητά Ιεροσόλυμα και ο πιστός. Θα δώσει και αυτός την νικηφόρο μάχη. Θα συσταυρωθεί και θα συναναστηθεί για να συζήσει μαζί Του στους ατελευτήτους αιώνας.

Και η Μεγάλη Εβδομάς αρχίζει. «Μεγάλη», διότι «μεγάλα τινὰ καὶ ἀπόρρητα τυγχάνει τὰ ὑπάρξαντα ἡμῖν ἐν αὐτῇ ἀγαθὰ» κατά τον ιερό Χρυσόστομο.[3] Σύνδεσμος μεταξύ της Τεσσαρακοστής και της Μεγάλης Εβδομάδος είναι οι δύο ενδιάμεσες εορτές: Η ανάστασις του Λαζάρου και η Κυριακή των Βαΐων. Μ’ αυτές και με τις τρεις πρώτες ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδος, που αποτελούν μία λειτουργική ενότητα, θα ασχοληθούμε στην εκπομπή αυτή. Ο χρόνος είναι περιορισμένος και γι’ αυτό κατ’ ανάγκην θα περιορισθούμε σε μία συντομωτάτη ανασκόπηση του λειτουργικού περιεχομένου των ημερών αυτών. Τα θέματα είναι πυκνά, τα αναγνώσματα εκτενή, η υμνογραφία συγκεντρώνει ό,τι εκλεκτό και ανυπέρβλητο συνέθεσε ο θεοκίνητος νους των ιερών ποιητών της Εκκλησίας. Μπροστά στο θεολογικό και πνευματικό βάθος των ιερών τελετών, που θα κληθούμε να παρακολουθήσουμε, μόνο η ιερά σιγή του θάμβους θα ήρμοζε. Τα μεγάλα προκαλούν πάντοτε δέος· είναι τόσο ανθρώπινο, αλλά και τόσο θεοπρεπές το συναίσθημα αυτό. «Σιγῇ τιμάσθω τὸ θεῖον». «Λάλει, ὅτι ἀκούει ὁ δοῦλός σου».[4] Κοντά στα πόδια λοιπόν των ιερών υμνογράφων θα καθίσουμε στην εκπομπή αυτή και θα ακούσουμε από αυτούς το νόημα που έδωσε η Εκκλησία στις ιερές αυτές ημέρες. Το στόμα των υμνωδών είναι και στόμα της Εκκλησίας μας. Η εκπομπή μας θα είναι μία μικρά ανθολογία και ένας υπομνηματισμός μερικών από τα πιο αντιπροσωπευτικά ιερά αυτά άσματα.

Και αρχίζουμε με το πρώτο απόστιχο του εσπερινού της Κυριακής των Βαΐων του πλ. δ ́ ήχου:

«Χαῖρε καὶ εὐφραίνου, πόλις Σιών·
τέρπου καὶ ἀγάλλου, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ·
ἰδοὺ γὰρ ὁ βασιλεύς σου
παραγέγονεν ἐν δικαιοσύνῃ,
ἐπὶ πώλου καθεζόμενος,
ὑπὸ παίδων ἀνυμνούμενος.
Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις.
Εὐλογημένος εἶ, ὁ ἔχων πλῆθος οἰκτιρμῶν,
ἐλέησον ἡμᾶς».

Το τροπάριο είναι ένας παιάν νίκης· ένα προσκλητήριο για τον πανηγυρισμό ενός θριάμβου. Ο Χριστός είναι ο νικητής του θανάτου. Ανέστησε τον τετραήμερο νεκρό Λάζαρο, προϋπογράφοντας την θαυμαστή νίκη κατά του θανάτου και προδηλώνοντας την ιδική Του και την ιδική μας ανάσταση. Και τώρα έρχεται καθήμενος επάνω στον πώλο του όνου, ο βασιλεύς της ειρήνης, ο πραΰς και ταπεινός θριαμβευτής. Οι παίδες των Εβραίων τον υποδέχονται με νικητήριες κραυγές: «Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις. Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου».[5] Και η ιερά πόλις Σιών «ἐσείσθη»,[6] χαίρει και ευφραίνεται. Μαζί όμως με την Σιών χαίρει και πανηγυρίζει και η Εκκλησία του Θεού, ο νέος Ισραήλ, η πόλις του Θεού του ζώντος. Γιατί έρχεται και πάλι ο Κύριος, ο βασιλεύς της, ο νικητής· «Ἐξῆλθε νικῶν, ἵνα νικήσῃ» κατά την Αποκάλυψι.[7] Η ιστορική εκείνη είσοδος του Χριστού εκσυγχρονίζεται. Ο Κύριος έρχεται και σήμερα, όπως και τότε. Τον ρόλο των παίδων εκτελεί τώρα ο νέος λαός, που ηξιώθη της αθανάτου ζωής με την ανάστασή Του. Οι λίθοι έγιναν τέκνα του Αβραάμ και κράζουν τώρα το «Ωσαννά».[8] Κρατούν και αυτά, όπως οι παίδες, τα βαΐα των φοινίκων, τους κλάδους των αρετών. Με το αίμα του Χριστού έχουν καθαρισθεί κατά την ψυχή και είναι «ἀπειρόκακοι», όπως οι παίδες εκείνοι της Ιερουσαλήμ, και χαιρετίζουν τον νέο Αδάμ, που ήλθε στον κόσμο να σώσει τον παλαιό Αδάμ. Το θέμα αυτό επεξεργάζεται το πρώτο κάθισμα του όρθρου του δ ́ ήχου, προς το «Κατεπλάγη Ἰωσήφ»:

«Μετὰ κλάδων νοητῶς
κεκαθαρμένοι τὰς ψυχάς,
ὡς οἱ παῖδες τὸν Χριστὸν
ἀνευφημήσωμεν πιστῶς,
μεγαλοφώνως κραυγάζοντες τῷ δεσπότῃ·
Εὐλογημένος εἶ, Σωτήρ,
ὁ εἰς τὸν κόσμον ἐλθὼν
τοῦ σῶσαι τὸν Ἀδὰμ
ἐκ τῆς ἀρχαίας ἀρᾶς,
πνευματικῶς γενόμενος, φιλάνθρωπε,
νέος Ἀδάμ, ὡς εὐδόκησας·
ὁ πάντα, Λόγε,
πρὸς τὸ συμφέρον
οἰκονομήσας, δόξα σοι».

Έρχεται λοιπόν ο Κύριος επί το εκούσιον πάθος. Αναβαίνει στα Ιεροσόλυμα για να παραδοθεί και να σταυρωθεί, ο «Υιός του ανθρώπου». Και πάλι οι πιστοί αναδέχονται τον ρόλο των μαθητών· συναναβαίνουν, συμπορεύονται, συσταυρούνται για να συζήσουν με αυτόν. Και η άνοδος αυτή παίρνει ένα εσχατολογικό χρώμα· είναι προεικόνισις και εγγύησις της συναναβάσεως των πιστών με τον δοξασμένο Κύριο, όχι πια στην επίγειο Ιερουσαλήμ, αλλά στην ουράνιο, στην βασιλεία των ουρανών, στον Πατέρα του Χριστού και Πατέρα μας και Θεό Του και Θεό μας. Αυτό ακριβώς είναι το περιεχόμενο του θαυμασίου στιχηρού ιδιομέλου των αίνων του όρθρου της Μεγάλης Δευτέρας του α ́ ήχου:

«Ἐρχόμενος ὁ Κύριος πρὸς τὸ ἑκούσιον πάθος
τοῖς ἀποστόλοις ἔλεγεν ἐν τῇ ὁδῷ·
Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα
καὶ παραδοθήσεται ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου,
καθὼς γέγραπται περὶ αὐτοῦ.
Δεῦτε οὖν καὶ ἡμεῖς κεκαθαρμέναις διανοίαις
συμπορευθῶμεν αὐτῷ καὶ συσταυρωθῶμεν
καὶ νεκρωθῶμεν δι᾿ αὐτὸν ταῖς τοῦ βίου ἡδοναῖς,
ἵνα καὶ συζήσωμεν αὐτῷ
καὶ ἀκούσωμεν βοῶντος αὐτοῦ·
Οὐκέτι εἰς τὴν ἐπίγειον
Ἱερουσαλὴμ διὰ τὸ παθεῖν,
ἀλλὰ ἀναβαίνω πρὸς τὸν Πατέρα μου
καὶ Πατέρα ὑμῶν
καὶ Θεόν μου καὶ Θεὸν ὑμῶν·
καὶ συνανυψῶ ὑμᾶς εἰς τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ,
ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν».

Η ανάμνησις των ιστορικών γεγονότων που συνέβησαν, και των λόγων του Κυρίου που ελέχθησαν από την είσοδό Του στα Ιεροσόλυμα μέχρι την προδοσία, στιβάζονται στις δύο πρώτες ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδος. Ο Χριστός ξηραίνει την άκαρπο συκή, σημαίνοντας τον κλήρο της ακάρπου συναγωγής, αλλά και την μοίρα όλων όσοι θα δειχθούν ανάξιοι της δωρεάς του Θεού, «δένδρα φθινοπωρινὰ ἄκαρπα, δὶς ἀποθανόντα ἐκριζωθέντα».[9] Ακολουθούν οι τραγικοί διάλογοι με τους άρχοντας του λαού και τους φαρισαίους, που προσπαθούν να παγιδεύσουν «λόγῳ» τον Χριστό, οι τελευταίες παραβολές της κατακρίσεως του δούλου που έκρυψε το τάλαντον και της αποδοκιμασίας των κακών εργατών του αμπελώνος, η πρόρρησις της καταστροφής των Ιεροσολύμων και της ελεύσεως του δικαίου κριτού και τα φοβερά «Οὐαί» κατά των γραμματέων και φαρισαίων. Μ’ όλα αυτά συμπλέκεται και ο τύπος του πάσχοντος δικαίου, η μνήμη του Ιωσήφ του Παγκάλου. Αλλ’ οι λόγοι εκείνοι του Κυρίου, που απετέλεσαν τον πόλο και το κυριαρχούν θέμα των ημερών αυτών είναι η παραβολή των δέκα παρθένων. Τας «φέρει» κυρίως η Μεγάλη Τρίτη, αλλά το συγκλονιστικό αυτό αφήγημα διαποτίζει τις ακολουθίες και των άλλων δύο ημερών. Είναι το αφυπνιστικό σάλπισμα της παρουσίας του Κυρίου. «Χριστὸς ὁ ἐρχόμενος ἐμφανῶς ἥξει καὶ οὐ χρονιεῖ». Είναι ο «Νυμφίος» της παραβολής, ο «Νυμφίος της Εκκλησίας», ο Νυμφίος της κάθε ψυχής. Και έρχεται για να τελέσει τους μυστικούς Του γάμους ξαφνικά, σε ώρα που δεν γνωρίζει και δεν προσδοκά κανείς: «Ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός». Μακάριοι αυτοί που τον περιμένουν, που δεν τους κατέλαβε η ραθυμία του ύπνου, που δεν τους έλειψε το έλαιον από τις λαμπάδες των. Ανάξιοι οι δούλοι, που θα βρει ο δεσπότης να ραθυμούν και να κοιμούνται. Ο νυμφών είναι στολισμένος· το ένδυμα της εισόδου μας σ’ αυτόν πρέπει να είναι αντάξιο του γάμου, λαμπρό, καθαρό, φωτοβόλο. Τα θέματα αυτά τονίζει σειρά τροπαρίων. Στεκόμαστε σε δύο τ πιο γνωστά και τα πιο χαρακτηριστικά: Το τροπάριο-απολυτίκιο του πλ. δ΄ ήχου και το εξαποστειλάριο του γ΄ ήχου:

«Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται
ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός·
καὶ μακάριος ὁ δοῦλος,
ὃν εὑρήσει γρηγοροῦντα·
ἀνάξιος δὲ πάλιν,
ὃν εὑρήσει ραθυμοῦντα.
Βλέπε οὖν ψυχή μου,
μὴ τῶ ὕπνω κατενεχθής,
ἵνα μῄ τῶ θανάτω παραδοθής,
καὶ τῆς βασιλείας ἔξω κλεισθής·
ἀλλὰ ἀνάνηψον κράζουσα·
Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος εἶ, ὁ Θεός,
διὰ τῆς Θεοτόκου ἐλέησον ἡμᾶς».

«Τὸν νυμφῶνά σου βλέπω,
Σωτήρ μου, κεκοσμημένον
καὶ ἔνδυμα οὐκ ἔχω,
ἵνα εἰσέλθω ἐν αὐτῷ·
λάμπρυνόν μου τὴν στολὴν τῆς ψυχῆς,
φωτοδότα, καὶ σῶσόν με».

Το ζωντανό παράδειγμα του ραθύμου δούλου και της φρονίμου και γρηγορούσης ψυχής το δίδει το ιστορικό θέμα της Μεγάλης Τετάρτης, που αποτελεί τον σύνδεσμο του πρώτου και του δευτέρου μέρους της Μεγάλης Εβδομάδος. Η αμαρτωλός γυναίκα, που άλειψε με μύρα τον Κύριο, με την εξαίρετο πράξη της συντριβής και της ευγνωμοσύνης λυτρώνεται από τα κακά, καθαρίζει την στολή της ψυχής της από τον βόρβορο της αμαρτίας. Η φαινομενικά μωρά δείχνεται φρόνιμη, η δούλη των παθών γίνεται δια της μετανοίας ελευθέρα – έτοιμη για την απάντηση του Νυμφίου. Αντίθετα ο «υιός του νυμφώνος», ο μαθητής, ο φίλος, κλείνει μόνος του στον εαυτό του την θύρα του νυμφώνος. Ο ελεύθερος γίνεται δούλος. Ο μακάριος γίνεται ανάξιος. Γι’ αυτό η Εκκλησία ιδιαιτέρως τονίζει τις δύο αυτές μορφές κατά τις ημέρες του πάθους. Γιατί το παράδειγμα της αμαρτωλής γυναικός είναι τόσο ενθαρρυντικό για όλους μας, γιατί δείχνει πως από μωροί μπορούμε να γίνουμε φρόνιμοι. Και το παράδειγμα του Ιούδα είναι τόσο εκφοβιστικό, γιατί δείχνει πως από φρόνιμοι μπορούμε από στιγμή σε στιγμή να μεταβληθούμε σε μωρούς. Από τα θαυμάσια τροπάρια που αναφέρονται στο θέμα αυτό διαλέγομε ένα· το τρίτο ιδιόμελο των αίνων του όρθρου της Μεγάλης Τετάρτης του α΄ ήχου, με το οποίο κλείνουμε και την εκπομπή μας:

«Ὅτε ἡ ἁμαρτωλὸς προσέφερε τὸ μύρον,
τότε ὁ μαθητὴς συνεφώνει τοῖς παρανόμοις·
ἡ μὲν ἔχαιρε κενοῦσα τὸ πολύτιμον,
ὁ δὲ ἔσπευδε πωλῆσαι τὸν ἀτίμητον·
αὕτη τὸν δεσπότην ἐπεγίνωσκεν,
οὗτος τοῦ δεσπότου ἐχωρίζετο·
αὕτη ἠλευθεροῦτο
καὶ ὁ Ἰούδας δοῦλος
ἐγεγόνει τοῦ ἐχθροῦ.
Δεινὸν ἡ ρᾳθυμία,
μεγάλη ἡ μετάνοια!
ἥν μοι δώρησαι, Σωτήρ,
ὁ παθὼν ὑπὲρ ἡμῶν καὶ σῶσον ἡμᾶς».

(18 Απριλίου 1970)

[1] Εξόδ. 24, 12. 18.

[2] Εβρ. 12, 18-24.

[3] Ομιλία λ ́ εις την Γένεσιν

[4] Α ́ Βασ. 3, 9-10.

[5] Ματθ. 21, 9, 16.

[6] Ματθ. 21, 10.

[7] 6, 2.

[8] Ματθ. 3, 9. Λουκ. 3, 8. 19, 40.

[9] Ιούδ. 12.

Ιωάννου Μ. Φουντούλη, Λογική Λατρεία, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα, 1997