Menu Close

15/6/2023

Διάλογος με έναν άπιστο

Ένα πρωινό, ο Γέροντας συζητά με δύο – τρεις επισκέπτες στο σπίτι του. Ένας απ’ αυτούς είναι άπιστος. Εκείνη την ώρα, κάποιος έρχεται απ’ έξω και τους πληροφορεί, ότι η Αθήνα έχει γεμίσει με φωτογραφίες του Μάο – Τσε – Τουνγκ με την επιγραφή «Δόξα στον μεγάλο Μάο». Ήταν η ημέρα που είχε πεθάνει ο Κινέζος δικτάτωρ. Η συζήτηση συνεχίστηκε ως εξής:

Ο Αλλάχ, ο Βούδας και ο Χριστός!

ΓΕΡΟΝΤΑΣ: Έτσι είναι, παιδάκι μου. Δεν υπάρχουν άθεοι. Ειδωλολάτρες υπάρχουν, οι οποίοι βγάζουν τον Χριστό από τον Θρόνο Του και στην θέση του βάζουν τα είδωλά τους. Εμείς λέμε «Δόξα τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι», αυτοί λέγουν «Δόξα στον μεγάλο Μάο». Διαλέγεις και Παίρνεις.

ΑΠΙΣΤΟΣ: Και σεις παππούλη παίρνετε το ναρκωτικό σας. Μόνο που εσείς το λέτε Χριστό, ο άλλος το λέει Αλλάχ, ο τρίτος το λέει Βούδα κ.ο.κ.

– Όχι παιδί μου. Ο Χριστός δεν είναι ναρκωτικό. Ο Χριστός είναι ο Δημιουργός του σύμπαντος κόσμου. Αυτός που δίνει πνοή και ζωή σ’ όλη την κτίση. Αυτός που σ’ έφερε στον κόσμο και σου ’χει δώσει τόση ελευθερία, ώστε να μπορείς να τον αμφισβητείς, αλλά και να τον αρνείσαι ακόμη.

– Παππούλη, δικαίωμά σας είναι να πιστεύετε όλα αυτά. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι και αληθινά. Αποδείξεις έχετε;

– Εσύ όλα αυτά τα θεωρείς παραμύθια. Έτσι δεν είναι;

– Βεβαίως.

– Αποδείξεις έχεις; Μπορείς να μου αποδείξεις ότι όλα αυτά είναι ψεύτικα;

– …

– Δεν απαντάς, διότι και συ δεν έχεις αποδείξεις. Άρα και συ πιστεύεις, ότι είναι παραμύθια. Κι εγώ μεν ομιλώ περί πίστεως, όταν ομιλώ περί Θεού. Εσύ όμως, ενώ απορρίπτεις τη δική μου πίστη, στην ουσία πιστεύεις στην απιστία σου, αφού δεν μπορείς να την τεκμηριώσεις με αποδείξεις. Πρέπει όμως να σου πω ότι η πίστις η δική μου δεν είναι ξεκάρφωτη. Υπάρχουν κάποια υπερφυσικά γεγονότα, πάνω στα οποία θεμελιώνεται.

– Μια στιγμή, μια και μιλάτε για πίστη: Στους Μωαμεθανούς και στους Βουδιστές τι θα πείτε; Διότι κι εκείνοι ομιλούν περί πίστεως. Και εκείνοι ομιλούν για παράδεισο. Και εκείνοι διδάσκουν υψηλές ηθικές διδασκαλίες. Γιατί η δική σας πίστη είναι καλύτερη από εκείνων;

– Κατ’ αρχάς δεν πρόκειται για καλύτερη ή χειρότερη πίστη αλλά για την μόνη αληθινή πίστη. Εδώ, μ’ αυτή την ερώτησή σου τίθεται το κριτήριο της αληθείας. Και βεβαίως η αλήθεια είναι μία και μόνη. Δεν υπάρχουν πολλές αλήθειες. Ποιος όμως κατέχει την αλήθεια; Ιδού το μεγάλο ερώτημα. Δέχομαι ότι ηθικές διδασκαλίες έχουν και οι άλλες θρησκείες. Βεβαίως οι ηθικές διδασκαλίες του Χριστιανισμού υπερέχουν πάντων. Πλην όμως, εμείς δεν πιστεύουμε στον Χριστό για τις ηθικές Του διδασκαλίες, ούτε για το «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους», ούτε για τα κηρύγματά Του περί ειρήνης και δικαιοσύνης, ελευθερίας και ισότητος. Εμείς πιστεύουμε στον Χριστό, διότι η επί γης παρουσία Του συνοδεύθηκε από υπερφυσικά γεγονότα. Που σημαίνει ότι είναι Θεός.

Όχι και Θεός, ο Χριστός!

– Κοιτάξτε. Κι’ εγώ παραδέχομαι ότι ο Χριστός ήταν σπουδαίος φιλόσοφος και μεγάλος επαναστάτης, αλλά μην τον κάνουμε και Θεό τώρα.

– Αχ! παιδί μου όλοι οι μεγάλοι άπιστοι της Ιστορίας εκεί σκάλωσαν. Το ψαροκόκαλο που τους κάθισε στο λαιμό και δεν μπορούσαν να το καταπιούν ήταν αυτό ακριβώς. Το ότι ο Χριστός είναι και Θεός. Αλλά αν ο Χριστός δεν είναι Θεός, τότε πρόκειται για την απαισιωτέρα μορφή της ιστορίας.

– Τι είπατε;

– Αυτό που άκουσες. Για σκέψου πόσα εκατομμύρια ανθρώπων θυσίασαν τα πάντα για χάρη Του, ακόμα κι αυτή τη ζωή τους. Ποιος άνθρωπος, όσο μεγάλος, όσο σπουδαίος, όσο σοφός κι αν ήταν, θα άξιζε αυτή την μεγάλη προσφορά και θυσία; Ποιος; Πες μου. Αυτός την άξιζε, γιατί είναι Θεός.

– Και ποιος μπορεί να το βεβαιώσει αυτό;

– Σου είπα και προηγουμένως, ότι τα πειστήρια της Θεότητός Του είναι τα υπερφυσικά γεγονότα που συνέβησαν, όσον καιρό ήταν εδώ στην γη. Αλλά, πριν αναφερθώ σ’ αυτά, πρέπει να παραδεχθείς ότι ο Χριστός έταμε την Ιστορία. Πες μου. Ποιος τόλμησε ποτέ να εισχωρήσει στις ιερότερες σχέσεις των ανθρώπων και να πει «ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ἢ τέκνα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος»; Ποιος τόλμησε ποτέ να διεκδικήσει υπέρ αυτού την αγάπη των ανθρώπων πάνω και από την ίδια την ζωή τους; Κανείς και πουθενά. Μόνο ένας Θεός θα μπορούσε να το κάνει αυτό. Φαντάζεσαι τον δικό σας τον Μαρξ να έλεγε κάτι τέτοιο; Ή θα τον περνούσαν για τρελό ή δεν θα βρισκόταν κανείς να τον ακολουθήσει. Πες μου ακόμη. Ποιος τόλμησε ποτέ να πει ότι ΕΓΩ είμαι η αλήθεια και ΕΓΩ είμαι η ζωή; Και δεν ηρκέσθη μόνον να πει αυτά που είπε, αλλά επεκύρωσε τους λόγους Του με πλήθος θαυμάτων: Έκανε τυφλούς να βλέπουν, παραλύτους να περπατούν, έθρεψε με δύο ψάρια και πέντε ψωμιά πέντε χιλιάδες άνδρες και πολλαπλάσιες γυναίκες και παιδιά, διέτασσε τα στοιχεία της φύσεως και αυτά υπήκουαν, ανέστησε νεκρούς, όπως τον Λάζαρο, που ήδη είχε αρχίσει να μυρίζει.

Μείζων δε πάντων των γεγονότων τούτων, η Ανάστασίς Του. Όλο το οικοδόμημα του Χριστιανισμού στηρίζεται στο γεγονός της Αναστάσεως. Αυτό δεν το λέω εγώ. Το λέγει ο Απόστολος Παύλος: «Εἰ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, ματαία ἡ πίστις ἡμῶν». Αν ο Χριστός δεν αναστήθηκε, όλα καταρρέουν.

Ο Χριστός όμως ανέστη, που σημαίνει ότι είναι Κύριος της ζωής και του θανάτου, άρα Θεός.

Εσείς τα είδατε όλα αυτά;

– Εσείς τα είδατε όλα αυτά; Πως τα πιστεύετε;

– Όχι, εγώ δεν τα είδα. Αλλ’ αυτοί που τα είδαν, δηλ. οι Απόστολοι, τα εβεβαίωσαν και προσυπέγραψαν αυτήν την μαρτυρία τους με το αίμα τους. Η μαρτυρία της θυσίας της ζωής είναι η υψίστη μαρτυρία.

Φέρε μου και συ κάποιον, που να μου πει ότι ο Μαρξ πέθανε και ανέστη και να πεθάνει γι’ αυτό που λέει και εγώ θα τον πιστέψω, ως τίμιος άνθρωπος.

– Να σας πω. Χιλιάδες μαρξιστές βασανίσθηκαν και πέθαναν για την ιδεολογία τους. Γιατί δεν ασπάζεσθε και σεις τον μαρξισμό;

– Το είπες και μόνος σου. Οι μαρξιστές πέθαναν για την ιδεολογία τους. Δεν πέθαναν για γεγονότα. Σε μια ιδεολογία όμως είναι πολύ εύκολο να υπεισέλθει πλάνη. Επειδή δε είναι ίδιον της ανθρωπίνης ψυχής να θυσιάζεται για κάτι που πιστεύει, εξηγείται γιατί πολλοί μαρξιστές πέθαναν για την ιδεολογία τους. Αυτό δεν μας υποχρεώνει να την δεχθούμε σαν σωστή. Άλλο να πεθαίνεις για ιδέες και άλλο να πεθαίνεις για γεγονότα.

Οι Απόστολοι όμως δεν πέθαναν για ιδέες. Ούτε για το «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους», ούτε για τις άλλες ηθικές διδασκαλίες του Χριστιανισμού. Οι Απόστολοι πέθαναν μαρτυρούντες υπερφυσικά γεγονότα. Και όταν λέμε γεγονός, εννοούμε ότι υποπίπτει στις αισθήσεις μας και γίνεται αντιληπτό απ’ αυτές. Οι Απόστολοι εμαρτύρησαν «δι’ ἃ ἀκηκόασι καὶ ἐθεάσαντο καὶ αἱ χεῖρες αὐτῶν ἐψηλάφησαν». Και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης αυτό ακριβώς λέγει: «ὁ ἑωρακὼς μεμαρτύρηκε», δηλ. εγώ ο ίδιός που γράφω αυτά, εγώ ο ίδιος είδα τον εκατόνταρχο να λογχίζει την πλευράν Του και να εξέρχεται αίμα και νερό από αυτήν.

Ο Πασκάλ κάμνει έναν πολύ ωραίο συλλογισμό. Λέγει, λοιπόν, ότι με τους Αποστόλους συνέβη εν εκ των τριών: Ή ηπατήθησαν ή μας εξηπάτησαν ή μας είπαν την αλήθεια.

Ας πάρουμε την πρώτη εκδοχή. Δεν είναι δυνατόν να ηπατήθησαν οι Απόστολοι, διότι δεν τα έμαθαν από άλλους. Αυτοί οι ίδιοι ήσαν αυτήκοοι και αυτόπται μάρτυρες των θαυμάτων του Χριστού.

Η δεύτερη εκδοχή. Μήπως μας εξηπάτησαν; Μήπως μας είπαν ψέματα; Αλλά γιατί να μας εξαπατήσουν; Τι θα κέρδιζαν λέγοντας ένα τέτοιο ψέμα; Μήπως χρήματα; Μήπως αξιώματα; Μήπως δόξα; Για να πει κάποιος ένα ψέμα, περιμένει κάποιο όφελος. Αντιθέτως οι Απόστολοι κηρύσσοντες Χριστόν και τούτον εσταυρωμένον και αναστάντα εκ νεκρών, τα μόνα που εξησφάλισαν ήσαν ταλαιπωρίες, κόπους, μαστιγώσεις, λιθοβολισμούς, ναυάγια, πείνα, δίψα, γυμνότητα, κινδύνους από ληστές, ραβδισμούς, φυλακίσεις και τέλος τον θάνατον. Κι’ όλα αυτά για ένα ψέμα;

Και κάτι άλλο. Τι ήσαν οι Απόστολοι πριν τους καλέσει ο Χριστός; Μήπως ήσαν φιλόδοξοι πολιτικοί ή οραματιστές φιλοσοφικών και κοινωνικών συστημάτων, που περίμεναν την ευκαιρία να κατακτήσουν την ανθρωπότητα και να ικανοποιήσουν έτσι την φιλοδοξία τους; Κάθε άλλο. Αγράμματοι ψαράδες ήσαν. Και το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν να πιάσουν κανένα ψάρι, για να θρέψουν τις οικογένειές τους. Γι’ αυτό και μετά την σταύρωση του Κυρίου, παρά τα όσα είχαν ακούσει και δει, επέστρεψαν στα πλοιάριά τους και στα δίκτυα τους. Δεν υπήρχε σ’ αυτούς ούτε ίχνος προδιαθέσεως για όσα αργότερα επρόκειτο να γίνουν. Και μόνον μετά την Πεντηκοστή, «ὅτε ἔλαβον δύναμιν ἐξ ὕψους», έγιναν οι δάσκαλοι της οικουμένης. Άρα δεν είχαν λόγο να μας εξαπατήσουν οι Απόστολοι.

Μένει επομένως η τρίτη εκδοχή. Ότι μας είπαν την αλήθεια.

Η ανάσταση ήταν μια νεκροφάνεια!

– Αποκλείεται να έγινε, στην περίπτωση του Χριστού, νεκροφάνεια; Τις προάλλες έγραψαν οι εφημερίδες ότι έναν Ινδό τον έθαψαν και μετά από τρεις μέρες τον ξέθαψαν και ήταν ζωντανός.

– Αχ, παιδάκι μου. Θα θυμηθώ και πάλι τον λόγο του Ιερού Αυγουστίνου. «Άπιστοι, δεν είσθε δύσπιστοι, είσθε οι πλέον εύπιστοι. Δέχεσθε τα πιο απίθανα, τα πιο παράλογα, τα πιο αντιφατικά, για να αρνηθείτε το θαύμα».

Όχι, παιδί μου, δεν έγινε νεκροφάνεια στον Χριστό.

Πρώτα πρώτα, έχουμε την μαρτυρία του Ρωμαίου κεντυρίωνος, ο οποίος βεβαιώνει τον Πιλάτο ότι «ἤδη τέθνηκε» ο εσταυρωμένος.

Έπειτα, το Ευαγγέλιο μας πληροφορεί ότι ο Κύριος, ευθύς μετά την ανάστασίν Του, συνεπορεύθη και συνεζήτη με δυο μαθητές Του, στον δρόμο προς Εμμαούς. Φαντάζεσαι κάποιον να έχει υποστεί όσα υπέστη ο Χριστός και τρεις ημέρες μετά να του συνέβαινε νεκροφάνεια; Αν μη τι άλλο, θα ’πρέπε για σαράντα ημέρες να τον ποτίζουν κοτόζουμο, για να μπορεί να ανοίγει τα μάτια του και όχι να περπατά και να συζητά, σαν να μη συνέβη τίποτε.

Όσο για τον Ινδό, φέρε τον εδώ να τον μαστιγώσουμε, να τον φραγγελώσουμε -και ξέρεις τι εστί φραγγέλιο; δερμάτινες λουρίδες που στην άκρη τους είναι στερεωμένα κομμάτια από σπασμένα κόκκαλα-, φέρε τον λοιπόν να του φορέσουμε κι ένα ακάνθινο στεφάνι, να τον σταυρώσουμε, να του δώσουμε χολή και ξύδι, να του λογχεύσουμε την πλευρά, να τον βάλουμε και στον τάφο και αν αναστηθεί, τότε τα λέμε πάλι.

– Παρά ταύτα, όλες οι μαρτυρίες που επικαλεστήκατε προέρχονται από μαθητές του Χριστού. Υπάρχει κάποια μαρτυρία περί της Θεότητος του Χριστού, που να μην προέρχεται από τον κύκλο των μαθητών Του;

– Βεβαίως, του Αποστόλου Παύλου. Ο Παύλος, όχι μόνο δεν ανήκε στον κύκλο των μαθητών του Χριστού αλλά μετά μανίας εδίωκε την Εκκλησία.

Ο Παύλος έπαθε ηλίαση!

– Γι’ αυτόν λένε ότι έπαθε ηλίαση.

– Βρε παιδάκι μου, αν πάθαινε ηλίαση ο Παύλος, αυτό που θα ανεδύετο θα ήταν το υποσυνείδητό του. Και στο υποσυνείδητο του Παύλου θέσιν περιωπής κατείχαν οι Πατριάρχες και οι Προφήτες. Τον Αβραάμ και τον Ιακώβ και τον Μωυσή έπρεπε να δει και όχι τον Ιησού, τον οποίον θεωρούσε λαοπλάνο και απατεώνα.

Φαντάζεσαι καμιά πιστή γριούλα στο παραμιλητό της να βλέπει τον Βούδα ή τον Δία; Τον Αι Νικόλα θα δει και την Αγία Βάρβαρα. Διότι αυτούς πιστεύει.

Και κάτι ακόμη. Στον Παύλο, όπως σημειώνει ο Παπίνι, υπάρχει και το εξής θαυμαστόν: Πρώτον, το αιφνίδιον της μεταστροφής. Κατ’ ευθείαν από την απιστίαν εις την πίστιν. Δεν μεσολάβησε προπαρασκευή. Δεύτερον, το ισχυρόν της πίστεως. Ξαφνική πίστις και ισχυροτάτη. Ουδέποτε εταλαντεύθη ο Παύλος. Και τρίτον, πίστις διά βίου. Πιστεύεις ότι αυτά μπορούν να συμβούν μετά από μία ηλίαση; Αυτά δεν εξηγούνται. Αν μπορείς εξήγησέ τα. Αν δεν μπορείς, παραδέξου το θαύμα. Και ασφαλώς θα γνωρίζεις ότι ο Παύλος για τα δεδομένα της εποχής του ήταν άνδρας εξόχως πεπαιδευμένος. Δεν ήταν κανένα ανθρωπάκι, να μην ξέρει τι του γίνεται.

Το θαύμα της Εκκλησίας!

Θα σου πω όμως και κάτι ακόμη: Εμείς, παιδί μου, σήμερα ζούμε σε αποκαλυπτική εποχή. Ζούμε το θαύμα της Εκκλησίας του Χριστού. Όταν ο Χριστός είπε για την Εκκλησία Του, ότι «πύλαι ᾄδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς», οι μαθητές Του αριθμούσαν μερικές δεκάδες μέλη. Έκτοτε, πέρασαν δύο χιλιάδες χρόνια. Διαλύθηκαν αυτοκρατορίες, ξεχάσθηκαν φιλοσοφικά συστήματα, κατέρρευσαν κοσμοθεωρίες και η Εκκλησία του Χριστού παραμένει φάρος της οικουμένης. Αυτό δεν είναι θαύμα;

Και κάτι άλλο: Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιον αναφέρεται πως, όταν η Παναγία μετά τον Ευαγγελισμό της επεσκέφθη την Ελισάβετ, την μητέρα του Προδρόμου, εκείνη με φωνή μεγάλη την εμακάρισε: «Εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξί» της είπε. Και η Παναγία απάντησε ως εξής: «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον… ἰδοὺ γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσι μὲ πᾶσαι αἱ γενεαί». Τι ήταν τότε η Παναγία; Μια άσημη κόρη της Ναζαρέτ. Ποιος την ήξερε; Άντε να την γνώριζαν οι συγγενείς της και ίσως μερικοί ακόμη κάτοικοι της Ναζαρέτ. Και από τότε, ξεχάστηκαν αυτοκράτειρες, έσβησαν λαμπρά ονόματα γυναικών, λησμονήθηκαν σύζυγοι και μητέρες στρατηλατών. Ποιος ξέρει η θυμάται την μητέρα του Μ. Αλεξάνδρου; Σχεδόν κανείς. Όμως, εκατομμύρια χείλη, σ’ όλα τα μήκη και πλάτη της γης και σ’ όλους τους αιώνες, υμνούν την ταπεινή κόρη της Γαλιλαίας, «τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβεὶμ καὶ ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ». Ζούμε ή δεν ζούμε εμείς σήμερα οι άνθρωποι του εικοστού αιώνος την επαλήθευση του προφητικού λόγου της Παναγίας; Είναι η δεν είναι αυτό ένα θαύμα; Αν μπορείς, εξήγησε το. Αν δεν μπορείς, όμως, παραδέξου το θαύμα.

Ο Θεός παραμένει αδιάφορος!

– Παραδέχομαι ότι τα επιχειρήματα σας είναι ισχυρά. Έχω όμως μια απορία ακόμη. Δεν νομίζετε ότι ο Χριστός άφησε το έργο του ημιτελές; Εκτός και αν μας εγκατέλειψε. Δεν μπορώ να φαντασθώ ένα Θεό να παραμένει αδιάφορος στο δράμα του ανθρώπου. Εμείς να βολοδέρνουμε εδώ κι εκείνος από ψηλά να στέκει απαθής.

– Όχι, παιδί μου, δεν έχεις δίκιο. Δεν άφησε το έργο Του ημιτελές. Αντιθέτως, στην Ιστορία είναι η μοναδική περίπτωση του ανθρώπου, ο οποίος είχε την βεβαιότητα ότι ολοκλήρωσε το έργο Του και ότι δεν είχε τίποτε άλλο να κάνει και να πει. Ακόμη και ο μέγιστος των σοφών, ο Σωκράτης, ο οποίος μια ζωή έλεγε και δίδασκε, στο τέλος συνέθεσε και μια περίτεχνον απολογία και αν ζούσε θάχε και άλλα να πει.

Μόνον ο Χριστός, σε τρία χρόνια, είπε ότι είχε να πει, έπραξε ότι ήθελε να πράξει, και είπε και το «τετέλεσται». Δείγμα και αυτό της Θεϊκής Του τελειότητος και αυθεντίας. Όσο για την εγκατάλειψη που είπες, σε καταλαβαίνω. Χωρίς Χριστό ο κόσμος είναι Θέατρο του παραλόγου. Χωρίς Χριστό δεν μπορείς να εξηγήσεις τίποτε. Γιατί οι θλίψεις, γιατί οι αδικίες, γιατί οι αποτυχίες, γιατί οι ασθένειες, γιατί; γιατί; γιατί; Χιλιάδες πελώρια γιατί. Κατάλαβέ το. Δεν μπορεί ο άνθρωπος να προσεγγίσει, με την πεπερασμένη λογική του, την απάντηση όλων αυτών των «γιατί». Μόνο με τον Χριστό όλα εξηγούνται. Μας προετοιμάζουν για την αιωνιότητα. Ίσως εκεί μας αξιώσει να πάρουμε απάντηση σε μερικά «γιατί».

Αξίζει τον κόπο να σου διαβάσω ένα ωραίο ποίημα από την συλλογή του Κωνσταντίνου Καλλινίκου, «Δάφναι και μυρσίναι», που έχει τίτλο: «Ερωτηματικά»

Είπα στον γέροντα ασκητή τον εβδομηκοντάρη
που κυματούσε η κόμη του σαν πασχαλιάς κλωνάρι:
«Πες μου, πατέρα μου γιατί σε τούτη δω τη σφαίρα
αχώριστα περιπατούν η νύχτα και η μέρα;
Γιατί σαν νάσαν δίδυμα φυτρώνουνε αντάμα
τ’ αγκάθι και το λούλουδο, το γέλιο και το κλάμα;
Γιατί στην πιο ελκυστική του δάσους πρασινάδα
σκορπιοί φωλιάζουν κι’ όχεντρες και κρύα φαρμακάδα;
Γιατί προτού το τρυφερό μπουμπούκι ξεπροβάλει
και ξεδιπλώσει μπρος στο φως τ’ αμύριστά του κάλλη
μαύρο σκουλήκι έρχεται μια μαχαιριά του δίνει
κι ένα κουρέλι άψυχο στην κούνια του τ’ αφήνει;
Γιατί αλέτρι και σπορά και δουλευτάδες θέλει
το στάχυ ώσπου να γενεί ψωμάκι και καρβέλι
και κάθε τι ωφέλιμο κι’ ευγενικό και θείο, πληρώνεται με δάκρυα και αίματα στο βίο,
ενώ ο παρασιτισμός αυτόματος θεριεύει
κι η προστυχιά όλη τη γη να καταπιεί γυρεύει;
Τέλος, γιατί εις του παντός την τόση αρμονία
να χώνεται η σύγχυσις κι η ακαταστασία;»

Απήντησεν ο ασκητής με τη βαριά φωνή του
προς ουρανούς υψώνοντας το χέρι το δεξί του:

«Οπίσω από τα χρυσά εκεί επάνω νέφη
κεντά ο Μεγαλόχαρος ατίμητο γκεργκέφι[1].
Κι’ εφ’ όσον εις τα χαμηλά ημείς περιπατούμεν
την όψι την ξανάστροφη, παιδί μου, θεωρούμεν.
Και είναι άρα φυσικόν λάθη ο νους να βλέπει,
εκεί που να ευχαριστεί και να δοξάζει πρέπει.
Περίμενε σαν Χριστιανός να έλθει η ημέρα
που η ψυχή σου φτερωτή θα σχίσει τον αιθέρα
και του Θεού το κέντημα απ’ την καλή κοιτάξεις
και τότε… όλα σύστημα θα σου φανούν και τάξις».

Ο Χριστός, παιδί μου, δεν μας εγκατέλειψε ποτέ. Παραμένει μαζί μας μέχρι συντελείας των αιώνων. Αυτό, όμως, θα το καταλάβεις μόνο αν γίνεις συνειδητό μέλος της Εκκλησίας Του και συνδεθείς με τα Μυστήριά της.

Όμως, γι’ αυτό, όποτε θελήσεις, έλα να τα ξαναπούμε.

Διάλογος με έναν άπιστο, εκδ. Χριστιανική Στέγη Καλαμάτας.

[1] γκεργκέφι = κέντημα