Menu Close

26/1/2021

Ασκητική μαθητεία

Η αλήθεια της Εκκλησίας για τον κόσμο δεν είναι μια θεωρητική θέση, μια αφηρημένη θεώρηση, μια «δογματική» ερμηνεία της πραγματικότητας. Είναι μια γνώση που κερδίζεται δυναμικά, ένα κατόρθωμα σχέσης με τον κόσμο. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να φτάσει στην αλήθεια του κόσμου όσο αντιμετωπίζει τα δεδομένα της φυσικής πραγματικότητας σαν ουδέτερα αντι-κείμενα, χρήσιμα για την ικανοποίηση των δικών του αναγκών και επιθυμιών. Αν περιοριστούμε στη διαπιστωτική και χρηστική αυτή εκδοχή του κόσμου, μπορεί να αναπτύξουμε σε θαυμαστό βαθμό τις «θετικές» μας επιστήμες και τις τεχνολογικές τους εφαρμογές. Αλλά ο κόσμος θα παραμένει για μας ένα άλογο δεδομένο, μια απλή φαινομενικότητα αιωρούμενη στο μηδέν ή στο τίποτα.

Την «αντικειμενική» αντιμετώπιση του κόσμου την ξεπερνάει καταρχήν κάθε αληθινός καλλιτέχνης. Ένας ζωγράφος λ.χ., ζητάει να αποτυπώσει στους πίνακές του τη μοναδικότητα που έχει ένα αντικείμενο, πρόσωπο ή τοπίο, στα δικά του μάτια. Μέσα από την αισθητική εντύπωση ιδρύει και αναπαριστάνει τη δική του ανόμοια και ανεπανάληπτη σχέση με τα πράγματα. Δεν ενδιαφέρεται για τη φωτογραφική αποτύπωση της πραγματικότητας – τότε θα γινόταν «θετικός επιστήμονας» και όχι ζωγράφος. Είναι ζωγράφος, γιατί κατορθώνει να ανακαλύπτει και στα πιο ευτελή αντικείμενα της καθημερινής χρήσης τη «λάμψη» της μοναδικότητας ενός λόγου που απευθύνεται στον ίδιο προσωπικά. Και η αποδοχή αυτού του λόγου είναι ένας άλλος λόγος προσωπικός: η ανόμοια και ανεπανάληπτη εικαστική έκφρασή του ζωγράφου.

Ένα βήμα πιο πέρα αρχίζει εκείνη η αντιμετώπιση και σπουδή του κόσμου, που η Εκκλησία την ονομάζει άσκηση. Άσκηση είναι το άθλημα για την απάρνηση της εγωκεντρικής τάσης να βλέπω τα πάντα σαν ουδέτερα αντικείμενα, υποταγμένα στις ανάγκες και επιθυμίες μου. Με τη στέρηση και την υποταγή στους κοινούς κανόνες της άσκησης καταπολεμώ την εγωκεντρική μου ακριβώς απαίτηση, μεταθέτω τον άξονα της ζωής μου από το εγώ μου στη σχέση μου με τον κόσμο που με περιβάλλει. Γιατί η σχέση αρχίζει μόνο όταν παραιτηθώ έμπρακτα από την τάση να υποτάσσω τα πάντα. Τότε αρχίζω να σέβομαι τα όσα με περιβάλλουν, να ανακαλύπτω πως δεν είναι απλά αντι-κείμενα απρόσωπα χρήματα (αντικείμενα χρήσης), αλλά πράγματα, δηλαδή αποτελέσματα πράξης, πεπραγμένα ενός δημιουργού Προσώπου. Ανακαλύπτω τον προσωπικό χαραχτήρα των δεδομένων του κόσμου, μια μοναδικότητα λόγου στο κάθε τι, μια δυνατότητα σχέσης, μια αφορμή ερωτικής αναφοράς στον Θεό. Η σχέση μου με τον κόσμο γίνεται τότε μια έμμεση σχέση με τον Θεό, τον ποιητή του κόσμου, και η έμπρακτη χρήση του κόσμου μια αδιάκοπη σπουδή της αλήθειας του κόσμου, μια όλο και βαθύτερη γνώση απρόσιτη στη «θετική» επιστήμη.

Θα αποτολμήσω και πάλι ένα παράδειγμα: Ένα ευτελές αντικείμενο καθημερινής χρήσης -μια πένα, ένα μολύβι- περνάει από τα χέρια μου αδιάφορα, το χρησιμοποιώ, δίχως να του δίνω ξεχωριστή σημασία, κι αν το χάσω, το αντικαθιστώ χωρίς δεύτερη σκέψη. Αν όμως το ίδιο αυτό ευτελές αντικείμενο συμβεί να είναι για μένα ενθύμιο, όπως λέμε, αν είναι δώρο που μου χάρισε πρόσωπο αγαπημένο, τότε για μένα η αξία του είναι τόσο μεγάλη, όση και η αγάπη μου γι’ αυτόν που μου θυμίζει. Κάθε φορά που το χρησιμοποιώ, δεν εκμεταλλεύομαι απλώς τη χρησιμότητά του, αλλά είναι σαν να δέχομαι τη βοήθεια που αυτό μου προσφέρει απ’ ευθείας από το πρόσωπο που αγαπώ. Έτσι, ένα ουδέτερο κατά τα άλλα αντικείμενο γίνεται γεγονός σχέσης, αφορμή δεσμού και προσωπικής αναφοράς, αδιάκοπη επαναβεβαίωση αγάπης. Και το παράδειγμα είναι οπωσδήποτε λειψό, γιατί ο κόσμος δεν είναι απλώς ένα δώρημα –ενθύμιο του Θεού στον άνθρωπο, αλλά μια δυναμικά ενεργούμενη πολυφωνία λόγων που σαρκώνει σε υπόσταση κτίσεως τη θεία αγάπη, ενώ ταυτόχρονα καλεί την ανθρώπινη ελευθερία να συντονίσει την κτιστή πολυφωνία σε κατάφαση και αποδοχή της θείας αγάπης.

Γιανναράς Χρήστος, Αλφαβητάρι της πίστης, 13η έκδ., Αθήνα, Δόμος, 2006.