Menu Close

8/6/2021

Ἄφες μου, Δέσποτα, τὰ ὀφειλήματά μου, καθὼς καὶ ἐγὼ ἀφῆκα τὰ ὀφειλήματα τοὺ πλησίον μου

Ένας αγαθότατος ερημίτης γειτόνευε με κάποιον τεμπέλη μοναχό, που βαριόταν να δουλέψει και για να ζήσει πήγαινε κρυφά στην καλύβη του γείτονά του και του έκλεβε τα πράγματα.

Ο ερημίτης το είχε καταλάβει, αλλά δεν έκανε ποτέ του λόγο γι’ αυτό στον ένοχο.

– Για να κάνει τέτοια πράξη, θα έχει πολλή ανάγκη ο αδελφός, έλεγε συχνά στον εαυτό του ο αγαθός γέροντας.

Δούλευε όμως σκληρά, για να καταφέρει να ζήσει και μ’ όλο τούτο, υστερείτο, γιατί ο κλέπτης παίρνοντας για κουταμάρα τη σιωπή του είχε εντελώς αποθρασυνθεί και δεν του άφηνε σχεδόν ούτε ψωμί να φάγει.

Έφθασε η ώρα να κοιμηθεί ο ερημίτης κι οι αδελφοί της σκήτης μαζεύτηκαν γύρω του να πάρουν την ευχή του. Ανάμεσά τους ο ετοιμοθάνατος είδε εκείνον που τόσα χρόνια τον είχε κάνει να υποφέρει με τις κλεψιές του. Του έγνεψε να πάει κοντά του, και, όταν εκείνος πλησίασε, πήρε τα χέρια του μέσα στα δικά του κι άρχισε να τα φιλεί.

– Ευχαριστώ τα χέρια αυτά, έλεγε, που έγιναν αφορμή να βρω σήμερα τον Παράδεισο.

Αν μάθεις πως κάποιος σε μισεί και σε κακολογεί -λέγει ένας από τους Πατέρες- μην του κρατάς κακία. Αν μπορείς μάλιστα στείλε του ένα δώρο. Έτσι θα έχεις το θάρρος να ειπείς στον Χριστό την ώρα της Κρίσεως·

– Ἄφες μου, Δέσποτα, τὰ ὀφειλήματά μου, καθὼς καὶ ἐγὼ ἀφῆκα τὰ ὀφειλήματα τοὺ πλησίον μου.

Θεοδώρα Χαμπάκη, Γεροντικόν: σταλαγματιές από την πατερική σοφία, Ορθόδοξος Χριστιανική Αδελφότης “Λυδία”, Θεσσαλονίκη, 1987.