Menu Close

9/7/2019

Ω ανείπωτη φιλανθρωπία και αγαθότης του Θεού!

Ο μακάριος Αββάς Παύλος ο απλός, ο μαθητής του αγίου Αντωνίου, διηγήθηκε στους πατέρες τα παρακάτω. Ότι πήγε κάποτε σ’ ένα Μοναστήρι για να προσκυνήσει και να αποκομίσει ωφέλεια για τους αδελφούς. Και αφού συνομίλησαν γύρω από τα συνηθισμένα, εισήλθαν στην αγία του Θεού Εκκλησία, για να κάμουν την ταχτική λατρεία. Ο δε μακάριος Παύλος, -λέγει-, πρόσεχε τον καθένα οπού έμπαινε στην εκκλησία, για να δει με τί άρα ψυχή έμπαιναν στην σύναξη. Γιατί του ήταν δοσμένο και αυτό το χάρισμα από τον Κύριο, να βλέπει τον καθένα όπως ήταν στην ψυχή, καθώς εμείς βλέπουμε ο ένας του άλλου το πρόσωπο. Έμπαιναν λοιπόν όλοι με λαμπρή την όψη και αστραφτερό το πρόσωπο και ο καθένας είχε τον Άγγελό του χαρωπό κοντά του. Αλλά, -λέγει-, βλέπει και έναν μαύρο και ζοφερό και όλο το σώμα και γύρω του συνωστισμένοι να τον τραβούν από παντού δαίμονες και να του βάζουν καπίστρι, ενώ ο άγιος Άγγελός του ακολουθούσε από μακριά, σκυθρωπός και όλο κατήφεια. Ο δε Παύλος, δακρύζοντας και χτυπώντας το χέρι στο στήθος του, καθόταν μπροστά από την εκκλησία, κλαίοντας πικρά αυτόν οπού είδε σε τέτοιο κατάντημα. Οι άλλοι τότε μοναχοί, βλέποντας το παράδοξο φέρσιμό του Αββά Παύλου, το πώς άλλαξε απότομα και έπεσε σε δάκρυα και πένθος, τον ρωτούσαν και τον παρακαλούσαν να τους πει γιατί έκλαιε, θαρρώντας ότι το έκανε έχοντας κάτι εναντίον όλων τους. Και του ζητούσαν να εισέλθει μαζί τους στην εκκλησία. Αλλά ο Παύλος, αποτινάζοντάς τους, καθόταν έξω, θρηνώντας με όλη του την ψυχή εκείνον όπου είχε δει έτσι. Ύστερα δε από λίγο, αφού η ακολουθία τελείωσε και όλοι έβγαιναν, πάλι κοίταζε ο Παύλος τον καθένα, θέλοντας να μάθει πώς βγαίνουν. Και βλέπει εκείνον τον άνθρωπο, οπού πριν είχε όλο το σώμα του μαύρο και ζοφερό, να βγαίνει από την εκκλησία με λαμπρό πρόσωπο, με λευκό το σώμα και οι δαίμονες να τον ακολουθούν από πολύ μακριά, ενώ ο άγιος Άγγελος, σιμά του, τον συνόδευε, ιλαρός και πρόθυμος και χαίροντας γι’ αυτόν πολύ. Τότε ο Παύλος ανεπήδησε με χαρά και φώναζε, ευλογώντας τον Θεό και λέγοντας: «Ω ανείπωτη φιλανθρωπία και αγαθότης του Θεού!» Και ύστερα έτρεξε, ανέβηκε σ’ ένα ψηλό σκαλοπάτι και έλεγε με δυνατή φωνή: «Ελάτε να δείτε τα έργα του Θεού, τί φοβερά και άξια κάθε καταπλήξεως είναι. Ελάτε να δείτε Αυτόν οπού θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν. Δεῦτε προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν αὐτῷ και ας πούμε: Σύ μόνος μπορεί να αφαιρείς αμαρτίες». Συνέρρεαν δε όλοι με προθυμία, θέλοντας να ακούσουν τα λεγόμενα. Και αφού συνάχθηκαν όλοι, ιστορούσε ο Παύλος τί είχε δει πριν εισέλθουν στην Εκκλησία και τί ακολούθησε με την έξοδό τους. Και ζήτησε επίμονα από εκείνον τον άνθρωπο να πει πώς ο Θεός του χάρισε τέτοια ξαφνική μεταβολή. Και αυτός, έχοντας ελεγχθεί από τον Παύλο, μπροστά σε όλους, χωρίς να ντρέπεται, ιστορούσε τα σχετικά με τον εαυτό του, λέγοντας: «Εγώ είμαι άνθρωπος αμαρτωλός και πολύν καιρό τώρα ζούσα με σαρκικές αμαρτίες. Μπαίνοντας δε σήμερα στην αγία του Θεού εκκλησία, άκουσα τον προφήτη Ησαΐα, οπού μια περικοπή του αναγνώσθηκε, ή μάλλον τον ίδιον τον Θεό να μιλά με το στόμα εκείνου: “Λούσασθε, καὶ καθαροὶ γένεσθε, ἀφέλετε τὰς πονηρίας ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν, ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν μου, μάθετε καλὸν ποιεῖν· καὶ ἐὰν ὦσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν ὡς φοινικοῦν, ὡς χιόνα λευκανῶ· καὶ ἐὰν θέλητε καὶ εἰσακούσητέ μου, τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς φάγεσθε”. Και εγώ τότε -λέγει-, ο σαρκολάτρης, από τον λόγο του προφήτη κατανύχθηκα στην ψυχή και στέναξα μέσα μου και είπα στον Θεό: Συ είσαι ο Θεός, ο ελθών εις τον κόσμον αμαρτωλούς σώσαι. Αυτά οπού τώρα με τον προφήτη υποσχέθηκες εκπλήρωσέ τα και σ’ εμένα τον αμαρτωλό και ανάξιο. Γιατί, να, από τώρα σου δίνω το λόγο μου, έρχομαι δε μαζί σου και από την καρδιά μου σου εξομολογούμαι, ότι πλέον δεν θα πράξω τίποτε το κακό. Αλλά αποτάσσομαι κάθε παρανομία και θα σε υπηρετώ από εδώ και πέρα με καθαρή συνείδηση. Σήμερα, Κύριε, και από την ώρα αυτή, δέξου με μετανοημένο, πεσμένον στα πόδια σου, με την απόφαση να απέχω πλέον από κάθε αμαρτία. Γιατί, με αυτή την απόφαση -λέγει- βγήκα από την Εκκλησία, έχοντας οριστικά στρέψει την ψυχή μου, ώστε τίποτε το φαύλο πλέον να μην πράξω απέναντι του Θεού». Και, ακούοντάς τον, φώναξαν όλοι μαζί στον Θεό: «Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε, πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας!». Γνωρίζοντας λοιπόν, ω χριστιανοί, από τις θείες Γραφές και τις άγιες αποκαλύψεις, πόση αγαθότητα έχει ο Θεός σ’ αυτούς οπού γνήσια του καταφεύγουν και με τη μετάνοια διορθώνουν τον προηγούμενο ένοχο βίο τους και ότι αποδίδει πάλι τα αγαθά οπού υποσχέθηκε, μη τιμωρώντας τις προηγούμενες αμαρτίες, ας μην απελπισθούμε για τη σωτηρία μας. Γιατί, όπως με τον προφήτη Ησαΐα υποσχέθηκε, ότι τους βορβορωμένους στις αμαρτίες θα ξεπλύνει και σαν μαλλί και σαν χιόνι θα τους λευκάνει και θα τους αξιώσει να απολαύσουν τα αγαθά της άνω Ιερουσαλήμ, έτσι πάλι με τον άγιο προφήτη Ιεζεκιήλ βεβαιώνει αναντίρρητα, ότι δεν θα μας αφήσει να χαθούμε. Ζῶ γὰρ, λέγει Κύριος, ὅτι οὐ βούλομαι τὸν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ ὡς το ἐπιστρέψαι καὶ ζῆν αὐτόν.

Είπε γέρων: Το Γεροντικόν σε νεοελληνική απόδοση, επιμέλεια Βασιλείου Πέντζα, Αθήνα, Αστήρ, 1974