Menu Close

Η Υπαπαντή του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού

Τῆ Β΄ τοῦ μηνὸς Φεβρουαρίου ἡ Ὑπαπαντὴ[1] τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐν ᾗ ἐδέξατο Αὐτὸν εἰς τὰς ἀγκάλας αὐτοῦ ὁ Δίκαιος Συμεών.[2]

Πέρασαν σαράντα ημέρες από τη σωτήρια ενανθρώπηση του Κυρίου, δηλαδή από την άνευ ανδρός γέννησή Του από την Παρθένο Μαρία.

Αυτή τη σεβάσμια ημέρα του καθαρισμού της καθαρωτάτης αειπαρθένου Μαρίας, οδηγήθηκε στο Ναό ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός από την Πάναγνη μητέρα Του και τον ενάρετο Ιωσήφ. Υπήρχε διάταξη στο μωσαϊκό Νόμο που έλεγε ότι κάθε πρωτότοκο αρσενικό παιδί ήταν αφιερωμένο στο Θεό. Έπρεπε, λοιπόν, σύμφωνα με το Νόμο να παρουσιαστεί στο Ναό την τεσσαρακοστή ημέρα από τη γέννησή Του και να προσφερθεί θυσία στο Θεό αυτό που όριζε ο Νόμος, δηλαδή ένα ζευγάρι τρυγόνια ή δύο νεοσσοί περιστεριών.[3]

Υπαπαντή του Κυρίου

Τότε ο υπέργηρος ιερεύς ο δίκαιος Συμεών, που είχε λάβει από το Πνεύμα το Άγιο την πληροφορία ότι δεν θα πεθάνει πριν να δει τον Σωτήρα του κόσμου, τον Μεσσία (τον Χριστό Κυρίου), βρέθηκε στο Ναό οδηγημένος από το Άγιο Πνεύμα και Τον δέχθηκε στην αγκαλιά του. Ευχαρίστησε και δόξασε το Θεό λέγοντας τη γνωστή φράση· «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλον σου, Δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμα Σου» (Τώρα μπορείς να πάρεις, Κύριε, την ψυχή μου σύμφωνα με την υπόσχεσή Σου…).[4]

Μετά από αυτό ο δίκαιος Συμεών γεμάτος αγαλλίαση εκοιμήθη εν ειρήνη κι αντάλλαξε έτσι την επίγεια πρόσκαιρη ζωή με την ουράνια και αιώνια.

Η εκκλησιαστική σύναξη για το γεγονός αυτό γίνεται στον ιερό Ναό της Αχράντου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου που βρίσκεται στην περιοχή των Βλαχερνών στην Κωνσταντινούπολη.

Αὐτῷ τῷ Θεῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.

[1] Δεσποτική και συνάμα Θεομητορική εορτή. Καθιερώθηκε αρχικά από τη Δυτική εκκλησία με σκοπό να εκτοπίσει τις ειδωλολατρικές γιορτές του Πάνα (Lupercallia). Έπειτα μεταφέρθηκε και στην Ανατολή μάλλον κατά τα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστίνου (518-527). Στα χρόνια του Ιουστινιανού (526-565) έλαβε καθολικό χαρακτήρα με διαταγή του αυτοκράτορα και μεταφέρθηκε από τις 14 Φεβρουαρίου (που γιορταζόταν μέχρι τότε) στις 2 Φεβρουαρίου για να είναι σαράντα μέρες μετά τη Γέννηση του Χριστού, που είχε πλέον παγιωθεί ο εορτασμός της στις 25 Δεκεμβρίου (βλέπε Γ. Μπεκατώρου, Υπαπαντή, ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ, τ. 11ος, εκδόσεις Μαρτίνος, στ. 951 κ.ε.).

[2] Λουκά β΄, 21-40.

[3] Λουκ. β΄, 22-24, Εξ. ιγ΄, 2, Λευ. ιβ΄, 6-8.

[4] Λουκ. β΄, 25-32.

Αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος Κ. Δελημάρης, Τι γιορτάζουμε στις γιορτές του Χριστού και της Παναγίας: Τα συναξάρια των δεσποτικών και των θεομητορικών εορτών της Εκκλησίας σε απλή γλώσσα, 1η έκδ. Ναύπακτος, Αδελφότης Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ναυπάκτου, 2004