Menu Close

Β΄ Κυριακή των Νηστειών

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Κυριακῇ δευτέρᾳ τῶν Νηστειῶν, μνήμην ἐπιτελοῦμεν τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Γρηγορίου Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τοῦ Παλαμᾶ.

Αυτός, ο υιός του θείου και ανέσπερου φωτός, ο αληθινός πραγματικά άνθρωπος του Θεού και θαυμάσιος υπηρέτης και λειτουργός των θείων, καταγόταν από την Ασία και είχε γονείς επιφανείς και ενδόξους. Φρόντισε να κοσμήσει όχι μόνο τον εξωτερικό και αισθητό άνθρωπο, αλλά πολύ περισσότερο τον εσωτερικό και αφανή, με αρετή και παιδεία.

Σε πολύ τρυφερή ηλικία, όταν ο πατέρας του απεβίωσε, η μητέρα του ανέλαβε τη φροντίδα των παιδιών. Αυτή εξέθρεψε και διαπαιδαγώγησε τον ίδιο και τα αδέλφια του με παιδεία και νουθεσία Κυρίου και με τα ιερά γράμματα, και τον παρέδωσε στα σχολεία για να διδαχθεί την κοσμική σοφία. Αυτός κοντά στην ευφυΐα με την οποία τον πλούτισε η φύση, βάζοντας και την ανάλογη επιμέλεια, σε λίγο χρονικό διάστημα απέκτησε κάθε είδους κοσμική επιστήμη και μάθηση. Όταν έγινε είκοσι χρονών περίπου, επειδή όλα τα επίγεια τα θεώρησε χαμερπή και πιο απατηλά και από τα όνειρα, ζητούσε να ανατρέξει προς το Θεό, τον αίτιο και χορηγό κάθε σοφίας, και να αφιερώσει σ’ Αυτόν όλο του τον εαυτό, για να ζήσει βίο τελειότερο.

Β΄ Κυριακή των Νηστειών

Αποκαλύπτει, λοιπόν, στη μητέρα του το θεοφιλή του σκοπό. Της φανερώνει ότι από πολύ καιρό έτρεφε αυτόν τον πόθο και το διάπυρο έρωτα για την αφιέρωση στο Θεό. Και τότε ακούει από το στόμα της ότι κι εκείνη από καιρό είχε για τον εαυτό της αυτή την επιθυμία και χαιρόταν μαζί του εξ ίσου. Εκείνη, λοιπόν, η αγία μητέρα συγκέντρωσε ύστερα γύρω της και τα άλλα παιδιά της και είπε τον αγιογραφικό εκείνο λόγο: «Ἰδοὺ ἐγὼ καὶ τὰ παιδία, ἅ μοὶ ἔδωκεν ὁ Θεός». Έπειτα τα ρώτησε ποια γνώμη έχουν για το τι είναι ωφέλιμο να κάνουν στη ζωή τους. Απ’ όλους πήρε την απάντηση ότι το καλύτερο είναι να ζήσουν τη μοναχική ζωή. Τότε με χαρά τους αποκάλυψε την επιθυμία και την απόφαση του μεγαλύτερου αδελφού τους. Κι αυτός με λόγια φωτισμένα τους στήριξε στην απόφαση της αποφυγής της ματαιότητος του κόσμου. Έπειτα, αφού μοίρασε τα υπάρχοντά του στους φτωχούς σύμφωνα με τις επιταγές του Ευαγγελίου και εγκαταλείποντας με γενναιότητα τη βασιλική εύνοια και τις τιμές και τους θορύβους του κόσμου, ακολούθησε το Χριστό. Τη μητέρα και τις αδελφές του τις εγκατέστησε σε γυναικείο μοναστήρι και ο ίδιος, αφού πήρε μαζί του τους αδελφούς του, πήγε στο αγιώνυμο όρος του Άθωνος. Τους αδελφούς του τους έπεισε προς το παρόν να μένουν σε άλλες μονές και να διανύουν τον κατά Θεόν βίο, ίσως γιατί οι περιστάσεις δεν το επέτρεπαν να μείνουν μαζί ενωμένοι. Τον εαυτό του τον παρέδωσε στην υποταγή ενός θαυμασίου γέροντος, ο οποίος ζούσε στην ησυχία με μόνη τη θεϊκή συντροφιά, και ονομαζόταν Νικόδημος. Απ’ αυτόν διδάχθηκε έμπρακτα κάθε εντολή και κάθε αρετή με ταπείνωση ψυχής κι εκεί δέχθηκε με μυστική αποκάλυψη την ενθάρρυνση της Πανάγνου Θεοτόκου και την υπόσχεση για την απροσμάχητη βοήθειά της σε όλα.

Ύστερα από την εκδημία του γέροντός του κι αφού διέμεινε για μερικά χρόνια στη Μονή της Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους με μεγάλη σπουδή και γεροντικό φρόνημα, εξ αιτίας της ησυχαστικής του επιθυμίας αναχωρεί από το μοναστήρι της Λαύρας και ασπάζεται την ερημική ζωή. Προσθέτοντας πάντοτε πόθο στον πόθο και επιθυμώντας πάντα να συναναστρέφεται με το Θεό, παραδίδει τον εαυτό του σε άκρα σκληραγωγία. Συγκέντρωνε από παντού τις αισθήσεις του με την αδιάλειπτη προσευχή, ανυψώνοντας το νου του προς το Θεό. Μεταχειριζόταν κάθε ευκαιρία ως αφορμή για προσευχή και μελέτη των θείων, και ρυθμίζοντας άριστα το βίο του νίκησε κατά κράτος τους πολέμους των δαιμόνων με τη θεία βοήθεια. Κι αφού καθάρισε την ψυχή του με ολονύκτιες ορθοστασίες και πηγές δακρύων, έγινε εκλεκτό σκεύος των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος και αξιώθηκε πολλών θεοφανειών. Και το πιο θαυμαστό: Όταν μετέβη στη Θεσσαλονίκη εξ αιτίας των επιδρομών των Ισμαηλιτών στο Άγιο Όρος και ίδρυσε τη Σκήτη της Βερροίας, παρόλο που αναγκαζόταν να συναναστρέφεται με κάποιους ανθρώπους των πόλεων, ωστόσο δεν παρεξέκλινε καθόλου από την αυστηρότητα του τρόπου της ζωής του.

Αφού εξάγνισε για πολλά χρόνια εντελώς το σώμα και την ψυχή του, με τη θεία συγκατάθεση δέχθηκε και το μέγα χάρισμα της ιερωσύνης. Κι επιτελούσε την ιερή μυσταγωγία σαν άυλος και κατά κάποιον τρόπο σα να έβγαινε από τον εαυτό του, με αποτέλεσμα και μόνο με την όψη να προκαλεί κατάνυξη στις ψυχές όσων τον έβλεπαν. Αληθινά ήταν μέγας και αναγνωριζόταν ως πνευματοφόρος απ’ όσους ζούσαν κατά Θεόν, αλλά και απ’ όσους βλέπουν μόνο τα φαινόμενα, γιατί είχε εξουσία κατά των δαιμόνων και λύτρωνε από τις απάτες και τις μηχανές τους όσους είχαν παγιδευτεί απ’ αυτούς. Ακόμη προέβλεπε τα μέλλοντα και γενικά ήταν στολισμένος με όλα τα χαρίσματα και τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος.

Βέβαια, το να πράττουμε την αρετή υπόκειται στη δική μας εξουσία, ενώ το να πέσουμε σε πειρασμούς δεν εξαρτάται από τη θέλησή μας. Κι επειδή χωρίς πειρασμούς δεν υπάρχει τελείωση ή φανέρωση της πίστεώς μας προς το Θεό (γιατί λένε ότι, όταν ενωθούν η πράξη και ο πόθος για το αγαθό, δημιουργούν τον κατά Θεόν άνθρωπο), γι’ αυτό επιτρέπει ο Θεός να περιπέσει αυτός ο μέγας σε ποικίλους και συνεχείς πειρασμούς, για να φανεί πράγματι μέσα απ’ όλα τέλειος. Κι όσα ακολούθησαν ύστερα, δεν μπορεί εύκολα να τα συλλάβει ανθρώπινος νους. Ποια λόγια μπορούν να εξιστορήσουν τις μηχανορραφίες του φοβερού εχθρού, τις μεγαλύτερες από τις πρώτες, και τις διαβολές και τις συκοφαντίες των νέων θεομάχων εναντίον του και τις κακώσεις και τις κάθε λογής θλίψεις, τις οποίες υπέστη απ’ αυτούς αγωνιζόμενος υπέρ της ευσεβείας είκοσι τρία ολόκληρα χρόνια; Γιατί το ιταλικό θηρίο, ο Καλαβρός Βαρλαάμ, που υπερηφανευόταν για την κοσμική του σοφία και νόμιζε πως γνωρίζει τα πάντα με τη ματαιότητα των συλλογισμών του, ξεσήκωσε φοβερό πόλεμο κατά της Εκκλησίας του Χριστού και της ευσεβούς μας πίστεως και όλων εκείνων που την τηρούν απαρασάλευτα. Εδογμάτισε, λοιπόν, ο Βαρλαάμ φρενοβλαβώς ότι η κοινή Χάρη του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος και το φως του μέλλοντος αιώνος, με το οποίο και οι δίκαιοι θα λάμψουν όπως ο ήλιος, καθώς μας προϋπέδειξε ο Χριστός λάμποντας επάνω στο όρος, και γενικά κάθε δύναμη και ενέργεια της τρισυποστάτου Θεότητος και καθετί διαφορετικό από την θεϊκή φύση είναι κτιστά. Έτσι, όσους πίστευαν με ευσέβεια ως άκτιστο εκείνο το θειότατο φως και κάθε δύναμη και ενέργεια (του Θεού), -αφού ασφαλώς καμία από τι θεϊκές ενέργειες δε δημιουργήθηκε μετά το Θεό,- με λόγους και μακρά συγγράμματα ο Βαρλαάμ τους ονόμαζε «Διθεΐτες» και «Πολυθέους», όπως ακριβώς οι Ιουδαίοι και ο Σαβέλλιος και ο Άρειος ονομάζουν εμάς.

Τότε, λοιπόν, ο θείος Γρηγόριος σαν πραγματικός υπέρμαχος της ευσεβείας και περιφανής προστάτης της και πολεμώντας και συκοφαντούμενος περισσότερο από κάθε άλλον για χάρη της, αφού εκλήθη από την Εκκλησία, πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη. Και κατά τη διάρκεια της βασιλείας του ευλαβεστάτου Ανδρονίκου του Δ΄ του Παλαιολόγου, ο οποίος προάσπιζε την ευσέβεια, συγκροτείται Ιερά Σύνοδος. Σ’ αυτήν παρουσιάστηκε ο Βαρλαάμ και προέβαλε τα κακόδοξα δόγματά του και τις κατηγορίες του εναντίον των ευσεβών. Τότε ο μέγας Γρηγόριος γεμάτος από Πνεύμα Άγιο και αφού περιβλήθηκε άνωθεν με θεϊκή απροσμάχητη δύναμη, φίμωσε το στόμα εκείνο, που ανοίχθηκε εναντίον του Θεού, και πραγματικά τον καταντρόπιασε, γιατί με πυρίπνοους λόγους και συγγράμματα έκανε στάχτη σαν ξερά φρύγανα τις αιρέσεις του. Γι’ αυτό, μη μπορώντας να υπομείνει τη ντροπή εκείνος ο εχθρός της ευσεβείας, έφυγε προς τους Λατίνους, απ’ όπου ήλθε. Αμέσως ύστερα απ’ αυτόν, ο Γρηγόριος ελέγχει συνοδικώς έναν άλλο αιρετικό, τον επικίνδυνο Ακίνδυνο και με λόγους αντιρρητικούς διαλύει εντελώς τα συγγράμματά του. Όσοι όμως συμμετείχαν σ’ εκείνων την αισχρότητα (του Βαρλαάμ και του Ακινδύνου) ούτε τότε έπαψαν να πολεμούν την Εκκλησία του Θεού.

Στη συνέχεια με σφοδρή πίεση της Ιεράς Συνόδου και του ίδιου του βασιλέως και προ πάντων υπακούοντας στο θείο θέλημα ο Γρηγόριος ανεβαίνει στον αρχιεπισκοπικό θρόνο και γίνεται ποιμένας της Ιεράς Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης. Εκεί αναλαμβάνει αγώνες πολύ περισσότερους από τους προηγούμενους για χάρη της ορθοδόξου πίστεως με γενναιότητα και υπομονή. Τους πονηρούς, δηλαδή, διαδόχους του Βαρλαάμ και του Ακινδύνου, (που εμφανίστηκαν αργότερα πολλοί και επικίνδυνοι, απαίσια γεννήματα φοβερών θηρίων), και τα δόγματα και τα συγγράμματά τους, όχι μία φορά ή δυο ή τρεις, αλλά πολλές φορές και με πολλές διαλέξεις όχι μόνο μπροστά σε ένα βασιλιά ή Πατριάρχη, αλλά ενώπιον τριών αυτοκρατόρων και ενώπιον ισαρίθμων Πατριαρχών και πολλών Συνόδων, με λόγους και συγγράμματα θεόπνευστα και ποικίλα τα ανατρέπει και στο τέλος κατά κράτος τους νικά. Μερικοί απ’ αυτούς χωρίς καθόλου να υπολογίζουν της θεία Δίκη παρέμειναν έτσι αμετανόητοι. Και πράγματι απ’ όλες τις αιρέσεις υπάρχουν ακόμη λείψανα, που μιλούν αναίσχυντα εναντίον των αγίων που τους κατετρόπωσαν. Δε χρειάζεται να αναφέρω το παράλογο γένος των Ιουδαίων, που ακόμη μέχρι και σήμερα έχει λύσσα κατά του Χριστού!

Τέτοια, λοιπόν, και τόσο μεγάλα υπήρξαν με λίγα λόγια τα τρόπαια αυτού του μεγάλου ανδρός κατά των ασεβών.

Ο Θεός όμως, για λόγους που μόνο Εκείνος γνωρίζει, τον στέλνει διδάσκαλο και στην Ανατολή. Στέλνεται, λοιπόν, ως πρεσβευτής από την Θεσσαλονίκη στην Κωνσταντινούπολη, για να συμφιλιώσει τους βασιλείς που είχαν διαφορές μεταξύ τους. Συλλαμβάνεται όμως απ’ τους Αγαρηνούς, κρατείται αιχμάλωτος έναν ολόκληρο χρόνο και σύρεται από τόπο σε τόπο και από πόλη σε πόλη σαν αθλητής, διδάσκοντας απτόητα το Ευαγγέλιο του Χριστού. Και όσους ήταν σταθεροί τους στερέωνε περισσότερο και τους παρακινούσε να μένουν ακλόνητοι στην πίστη, ενώ όσους κλονίζονταν και προέβαλλαν ερωτήματα και ζητήματα σχετικά με όσα συνέβαιναν τότε, τους στήριζε θεοσόφως κι έδινε την πιο ικανοποιητική λύση στα ζητήματα που έθεταν.

Με τους υπόλοιπους απίστους πάλι, και με όσους αποκόπηκαν από τους Χριστιανούς κι έγιναν ένα μ’ εκείνους και διέσυραν τα δόγματά μας σχετικά με την ένσαρκο οικονομία του Κυρίου και Θεού μας και την προσκύνηση του Τιμίου Σταυρού και των σεπτών εικόνων, πολλές φορές συνομιλούσε και μαζί τους με παρρησία. Ακόμη συζητούσε για το Μωάμεθ και για πολλά άλλα ζητήματα που εκείνοι προέβαλλαν. Κι ενώ άλλοι τον θαύμαζαν, άλλοι μαίνονταν εναντίον του και σήκωσαν τα χέρια τους κατεπάνω του. Κι αυτοί θα τον τελείωναν με μαρτυρικό θάνατο, αν δεν τους συγκρατούσε χάρη στην θεία Πρόνοια η ελπίδα της εξαγοράς με λύτρα του ανδρός από τους Χριστιανούς, πράγμα το οποίο κι έγινε: Ελευθερώθηκε ο μέγας από κάποιους που αγαπούσαν το Χριστό κι επέστρεψε λαμπρώς ξανά στο ποίμνιό του σαν αναίμακτος μάρτυς. Έτσι κοντά στα άλλα πολλά και μεγάλα χαρίσματα και προτερήματα που είχε, στολίστηκε κι αυτός με τα στίγματα του Χριστού, υστερούμενος όπως ο Παύλος για χάρη του Χριστού.

Για να υποδείξουμε ωστόσο ορισμένα από εκείνα που τον χαρακτήριζαν, θα λέγαμε ότι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ήταν τα εξής: Η υπερβολική του πραότητα και ταπεινοφροσύνη, όταν ο λόγος δεν αφορούσε το Θεό και τα θεία. (Σε τέτοια θέματα ήταν πάντα σφοδρός μαχητής). Η τέλεια αμνησικακία του και η ανεξικακία . Η μεγάλη του προσπάθεια να ανταποδίδει κατά το δυνατόν το καλό σε όσους του συμπεριφέρθηκαν άσχημα σε κάτι. Η σταθερή αποστροφή του στις κατηγορίες εναντίον των άλλων. Η καρτερία και μεγαλοψυχία τους προς τις επερχόμενες κάθε φορά δυσκολίες. Η ανωτερότητά του μπροστά σε κάθε ηδονή και κενοδοξία. Η μόνιμη απλότητα και το απέριττο σε όλες τις ανάγκες του σώματός του, παρόλο που τα χρόνια τον είχαν τόσο εξασθενήσει. Η ηρεμία, η γαλήνη της καρτερικότητας και η αδιάκοπη χαρά του, η οποία ήταν σ’ αυτόν τόσο μεγάλη, ώστε να γίνεται φανερή σε όλους όσους τον έβλεπαν, ακόμα και στους κοσμικούς. Σε όλα τα θέματα ήταν πάντοτε συγκρατημένος και προσεκτικός και χωρίς διαχύσεις. Και κοντά σ’ αυτά, σχεδόν ποτέ τα μάτια του δεν ήταν στεγνά από δάκρυα, αλλά πάντοτε έρρεαν, όπως οι πηγές των υδάτων.

Έτσι, λοιπόν, αφού αγωνίστηκε σαν αθλητής απ’ την αρχή ως το τέλος κατά των παθών και των δαιμόνων κι αφού έδιωξε τους αιρετικούς μακριά από την Εκκλησία του Χριστού κι αφού διετράνωσε την ορθόδοξη πίστη με λόγους και συγγράμματα, επεσφράγισε θα λέγαμε μ’ αυτά κάθε θεόπνευστη γραφή και είχε σαν αποτέλεσμα η ζωή και ο λόγος του να γίνουν ένας επίλογος και μια σφραγίδα του βίου του και του λόγου των αγίων. Κι έτσι, αφού ποίμανε αποστολικά και θεάρεστα στο ποίμνιό του επί δεκατρία χρόνια και με ηθικούς λόγους το κόσμησε και το κατηύθυνε προς την ουράνια μάνδρα, κι αφού ανεδείχθη, για να το πούμε έτσι, κοινός εργάτης όλων των Ορθοδόξων, και όσων ζούσαν τότε και όσων επρόκειτο στο μέλλον να γεννηθούν, μετατίθεται προς την υπερκόσμια ζωή στα 1362 μ.Χ., αφού έζησε εξήντα τρία χρόνια. Το πνεύμα του το παρέδωσε στα χέρια του Θεού, ενώ το σώμα του, το ιερό του λείψανο, που στο τέλος εξαιρετικά λαμπρύνθηκε και δοξάστηκε, το άφησε στο ποίμνιό του, και διασώζεται μέχρι σήμερα στη μητρόπολη της Θεσσαλονίκης σαν κληρονομιά και θησαυρός ανεκτίμητος. Γιατί είναι γνωστό ότι διαρκώς ευεργετεί με θαύματα όλους όσους προσέρχονται σ’ αυτό με πίστη και τους χαρίζει την απαλλαγή από κάθε είδους ασθένεια.

Αυτά είναι λίγα από τα πολλά που διηγείται η ιστορία του βίου του.

Ταῖς αὐτοῦ ἁγίαις πρεσβείαις ὁ Θεός ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.

Ιερομ. Ιερώνυμος Δελημάρης, Τί γιορτάζουμε από το Τριώδιο έως την Πεντηκοστή; Τα συναξάρια του Τριωδίου και του Πεντηκοσταρίου σε απλή γλώσσα, 1η έκδ. Αδελφότης Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ναυπάκτου, Ναύπακτος, 2001.