Menu Close

Χριστουγεννιάτικο Μήνυμα Μακαριωτάτου 2021

ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ Β΄
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

ΠΡΟΣ ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΚΛΗΡΟΝ
ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΙΣΤΕΠΩΝΥΜΟ ΠΛΗΡΩΜΑ
ΤΗΣ ΘΕΟΣΩΣΤΟΥ ΙΕΡΑΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΑΘΗΝΩΝ

ΜΗΝΥΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ 2021

Ἀδελφοί μου καὶ παιδιά μου ἀγαπητά,

«Δι᾽ ἡμᾶς γὰρ ἐγεννήθη παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεὸς»[1]

Πανηγυρίζει σήμερα ὁλόκληρη ἡ κτίση τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ μας κι ἐμεῖς ὅλοι καλούμαστε νὰ συλλάβουμε μία νέα πραγματικότητα σὲ σχέση μὲ τὴν κατανόηση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς ἱστορίας του: «Χριστὸς ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν»,[2] διακηρύσσει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος, ὥστε νὰ καταστήσει ἐμᾶς ὅλους κατὰ χάριν θεούς. Γεννιέται ἀνάμεσά μας, ὅπως κάθε ἄνθρωπος, μὲ τὴ μορφὴ τοῦ νεογέννητου βρέφους.

Ὁ Ἅγιος Ρωμανὸς ὁ Μελωδὸς περιγράφει τοῦτο τὸ γεγονὸς στὸ ἐφύμνιο τοῦ Κοντακίου τῶν Χριστουγέννων: «Παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός». Οἱ λέξεις αὐτές, «παιδίον νέον» καὶ «Θεός», εἶναι οἱ πλέον ἀποκαλυπτικὲς γιὰ τὸ μυστήριο τῶν Χριστουγέννων. Τὸ παιδὶ ποὺ γεννιέται στὸν κόσμο μας δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸν «πρὸ αἰώνων Θεόν», δηλαδὴ τὸν Δημιουργὸ τοῦ σύμπαντος κόσμου. Ἡ ποιητικὴ εὐαισθησία τοῦ ὑμνωδοῦ δὲν ἀρκεῖται στὸ νὰ πεῖ ἁπλῶς ὅτι ὁ Θεὸς γεννήθηκε ὡς ἄνθρωπος. Προτάσσει τὴν ἰσχυρότατη εἰκόνα τοῦ παιδιοῦ ἐκείνου, τοῦ νηπίου (ποὺ δὲν ἐκφέρει ἔπος), ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ μιλήσει. Ὁ Θεὸς εἰσέρχεται στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου δίχως νὰ στηρίζεται στὴ δύναμη τοῦ κύρους καὶ τῆς ἐξουσίας διότι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ εἶναι προϊὸν τῆς θείας ἀγάπης.

Δυστυχῶς, ὅμως, ὁ ἄνθρωπος, ἀκόμη καὶ ὅταν εὑρίσκεται σὲ ὁριακὲς καταστάσεις στὶς ὁποῖες συχνὰ ὁ ἴδιος ἔχει ὁδηγήσει τὸν ἑαυτό του, ὅπως εἶναι αὐτὲς τῶν συγχρόνων καιρῶν, ἐπιζητᾶ διαρκῶς νὰ ἔχει ἐξωτερικὴ δύναμη καὶ ἰσχύ. Θέλει νὰ στηρίζεται στὸ κύρος τῆς ὅποιας θέσης του καὶ ἐπιδιώκει τὴν κάθε μορφῆς ἐξουσία, χρησιμοποιώντας τὴν ἀνάγκη καὶ τὸν φόβο μὲ μοναδικὸ σκοπὸ νὰ κυριαρχήσει στὸν συνάνθρωπό του. Ἡ τραγωδία του, ὅμως, εἶναι αὐτὴ ἀκριβῶς: νὰ ζεῖ στὴν αὐταπάτη ὅτι ἡ ὑποταγή του στὴ δύναμη τοῦ φόβου καὶ τῆς ἀνάγκης, καὶ ἡ ταυτόχρονη χρησιμοποίησή τους ἐναντίον τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, μπορεῖ νὰ τὸν κάνει παντοδύναμο. Καὶ δὲν διστάζει νὰ ἐκποιεῖ ὁ,τιδήποτε, ἀκόμη καὶ ἱερό, γι᾽ αὐτὴν τὴν αὐτ-απάτη, ἀκόμη κι αὐτὴν τὴν ἴδια τὴζωή του καὶ τὴ ζωὴ τῶν συνανθρώπων του.

Τὸ «παιδίον Θεός», ὅμως, ἔρχεται γιὰ νὰ μᾶς ἀπελευθερώσει ἀπὸ κάθε ἀπάτη καὶαὐταπάτη. Ὁ Ἴδιος δὲν ἀγωνίζεται νὰ ὑπερασπισθεῖ τὸ κύρος καὶ τὴν ἐξουσία Του: «οὐχ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ», ἀλλὰ προσφέρεται καὶ προσφέρει: «ἑαυτὸν ἐκένωσεν μορφὴν δούλου λαβών».[3] Δὲν ὑπολογίζει κόστος καὶ γι᾽ αυτὸ δὲν παραμένει κλεισμένος καὶ ἀπομονωμένος στὴν ἀποκλειστικότητα τοῦ μεγαλείου τῆς Θεότητός Του, ἀλλὰ συγκαταβαίνει. «Συγκαταβαίνων ὁ Σωτήρ, τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων»,[4] προσλαμβάνει τὴν ἀνθρώπινη φύση, τὴν ἀνακαινίζει μὲ τὴ θεότητά Του, τὴν ἀναπλάθει καὶ τῆς χαρίζει «τὸ περισσὸν τῆς ζωῆς»[5]. Ἡ θεία ταπείνωση λειτούργησε ὡς ἰσχυρὸ ἀντίδοτο κατὰ τῆς ἀνθρώπινης ἔπαρσης, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ρίζα τῆς ἁμαρτίας. Συγκλονιστικὸς εἶναι ὁ λόγος τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ὅταν περιγράφει αὐτὴν τὴ συγκατάβαση ὡς ἄδειασμα – κένωση τοῦ Θεοῦ στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ: «Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος εἶναι γεμάτος ἀδειάζει˙ διότι ἀδειάζει ἀπὸ τὴν δόξα του γιὰ λίγο καιρό, ὥστε νὰ γευθῶ ἐγὼ τὴν πληρότητά του».[6] Χωρὶς αὐτὴν τὴν κένωση τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀσύλληπτη γιὰ τὸν πεπερασμένο ἀνθρώπινο νοῦ, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ συντελεσθεῖ ἡπλήρωση – θέωση τοῦ ἀνθρώπου.

Ἀδελφοί μου καὶ παιδιά μου,

Ἡ θεία κένωση ἀπὸ τὸ ταπεινὸ σπήλαιο τῆς Βηθλεὲμ πρέπει ν᾽ ἀποτελεῖ τὸ ἀσφαλές μας πρότυπο στὴ σχέση μας μὲ τοὺς ἄλλους. Χρειάζεται διαρκὴς ἀγώνας γιὰ προσφορὰ ἀγάπης, θυσίας, ἀποδοχῆς τοῦ ἄλλου καὶ τῶν ἀναγκῶν του, ἔκ-σταση ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας γιὰ χάρη τῶν ἄλλων.

Ἰδιαίτερα στὶς δύσκολες ἡμέρες ποὺ διανύουμε, στὴν ἀνασφάλεια, τὸν πόνο, τὴ θλίψη, τὸν φόβο καὶ τὸν θάνατο, ἂς μὴν παύσουμε νὰ παραμένουμε ὁ ἕνας δίπλα στὸν ἄλλον μὲ ἀγάπη, ἐλπίδα, κατανόηση καὶ ὑπομονή, στηρίζοντας, προσέχοντας καὶ διαφυλάσσοντας «ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους», κυρίως ὅμως, ἐναποθέτοντας τὴν ἐλπίδα μας στὸν Γεννηθέντα Κύριο.

Ἂς ἀγωνισθοῦμε γιὰ τὴ διαφύλαξη τῆς μεταξύ μας ἑνότητος, παραμένοντας μακριὰ ἀπὸ κάθε εἴδους ἀκρότητες καὶ φανατισμοὺς καί, πρωτίστως, ἂς παραμένουμε ἑνωμένοι μὲ τὸν Προαιώνιο Θεό, τὸν Παλαιὸ τῶν Ἡμερῶν, ὁ ὁποῖος νηπιάζει γιά μᾶς, παραμένει μαζί μας καὶ μᾶς προσφέρεται μέσα ἀπὸ τὴ συμμετοχή μας στὸ Πανάγιο Σῶμα Του, τὴν Ἁγία Ἐκκλησία.

Μόνο ἔτσι θὰ ἑορτάσουμε ἀληθινὰ Χριστούγεννα, προσεγγίζοντας τὸ «καινὸ» καὶ μέγα μυστήριο καὶ ἀνακαινίζοντας τὴν ζωή μας.

Σᾶς εὔχομαι χρόνια πολλά, ἁγιασμένα καὶ πανευφρόσυνα, γεμάτα ἀπὸ τὴ Χάρη τοῦ Σαρκωθέντος Χριστοῦ μας.

Μὲ πολλὴ πατρικὴ ἀγάπη

Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ Β΄

[1] Κοντάκιο τῶν Χριστουγέννων.

[2] Μέγας Ἀθανάσιος, Περὶ ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου 54, PG 25, 192B.

[3] Φιλιπ. 2, 6.

[4] Στιχηρὸν Ἰδιόμελον τῆς Ἑορτὴς τὴς Περιτομῆς τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ – Ἦχος πλ. δ΄.

[5] Ἰωάν. 10, 10

[6] «Καὶ ὁ πλήρης κενοῦται, κενοῦται γὰρ τῆς ἑαυτοῦ δόξης ἐπὶ μικρόν, ἵν᾽ ἐγὼ τῆς ἐκείνου μεταλάβω πληρώσεως» (Γρηγόριος Θεολόγος, Εἰς τὰ Θεοφάνια, ὁμιλία 38, PG 36, 325).