Menu Close

Κυριακή της Ορθοδοξίας (ΙI)

Δεν χρειάζεται να σας υπενθυμίσω πως συναχθήκαμε στη σημερινή ακολουθία προκειμένου να συμμετάσχουμε στην κοινή ανάμνηση αυτού που έχει ονομαστεί «ο θρίαμβος της Ορθοδοξίας», η τελική και αμετάκλητη αναστήλωση των εικόνων στο Βυζάντιο από την αυτοκράτειρα Θεοδώρα (επίτροπο του νεαρού αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄), στις 11 Μαρτίου του 843. Σήμερα είναι 8 Μαρτίου, αλλά η ημέρα εκείνη της αναστήλωσης ήταν επίσης και η πρώτη Κυριακή της Μ. Σαρακοστής, κι έτσι, με όρους εκκλησιαστικού ημερολογίου, οι δύο μέρες (η σημερινή κι η αλλοτινή συμπίπτουν.

Κυριακή της Ορθοδοξίας (ΙI)

Όμως η φετινή επέτειος έχει κι ένα ξεχωριστό χαρακτήρα. Φέτος -το έτος 1987- συμπληρώνονται χίλια διακόσια χρόνια από την Έβδομη Οικουμενική Σύνοδο, που έλαβε χώρα στη Νίκαια το 787 και αποτέλεσε τη σύνοδο όπου συζητήθηκε και διαλευκάνθηκε η δογματική βάση της προσκύνησης των ιερών εικόνων. Κι ήταν η δογματική διδασκαλία αυτής της Συνόδου που, μετά από μεγάλες διαμάχες, έγινε αποδεκτή και επικυρώθηκε απ’ όλη την Εκκλησία, την πρώτη εκείνη Κυριακή της Μ. Σαρακοστής του 843, τη μνήμη της οποίας σήμερα εορτάζουμε.

Αυτό που έχει ενδιαφέρον, αναφορικά με την Έβδομη Οικουμενική Σύνοδο, δεν είναι μόνο το γεγονός πως οι αποφάσεις της και η θεολογία που αυτές εμπεριέχουν παρανοήθηκαν από τη Δυτική Εκκλησία -και συνεπώς κατά μία έννοια δεν έγιναν ποτέ αληθινά αποδεκτές απ’ αυτήν- αλλά και το ότι η Ανατολική Εκκλησία αρκέστηκε από τότε και στο εξής στο να ζει μονάχα με τις εικόνες, χωρίς να θεολογεί επ’ αυτών˙ τις ενσωμάτωσε τελείως στη λειτουργική ζωή και την προσευχή Της, χωρίς ωστόσο ποτέ να νιώσει την ανάγκη να αναπτύξει το θεολογικό νόημά τους. Η Ανατολική Εκκλησία αρκέστηκε στο να οδηγήσει την τέχνη της εικονογραφίας σε ένα αφάνταστο σημείο πνευματικής ομορφιάς και βάθους, χωρίς ωστόσο να νιώσει την ανάγκη να εξηγήσει -στην ίδια ή στους άλλους- αυτό ακριβώς που έκανε.

Σε μια μικρή ανθολογία κειμένων σχετικών με τις εικόνες, ερανισμένων από τον Επίσκοπο Διοκλείας Κάλλιστο (Ware) και δημοσιευμένων το 1976, δεν υπάρχει ούτε μία παραπομπή σε κείμενο γραμμένο μεταξύ του 869 και του 1945! Για πάνω από χίλια χρόνια, η εικόνα ζούσε μέσα στην Εκκλησία περιτριγυρισμένη από προσευχές και ύμνους, μα και καλυμμένη από θεολογική σιωπή. Η εικονογραφία έφτασε σε υψηλά επίπεδα -και απύθμενα βάθη- αλλά ήταν μόλις σ’ αυτό τον αιώνα, τον εικοστό, που «αναγεννήθηκε» το ενδιαφέρον για τη θεολογία της. Στον εικοστό μόλις αιώνα, άρχισε η θεολογία του εικονισμού της αγιογραφίας, να εκφράζει και να μας παρέχει εσωτερικές εποπτεύσεις στη σχέση του Θεού με τον άνθρωπο και του ανθρώπου με τον κόσμο. Αυτές οι εποπτεύσεις μίλησαν τη σημερινή γλώσσα και συνάντησαν τον άνθρωπο του καιρού μας στη συγχρονικότητά του.

Αυτό που θα ήθελα σήμερα να πω είναι ότι εμείς -όλοι μας- πρέπει να εξοικειωθούμε με αυτό που η εικόνα σημαίνει, μ’ αυτό που ο εικονισμός εννοεί, αν θέλουμε να κομίσουμε την αλήθεια και τη δραστική μαρτυρία του Θεού στο σύγχρονο κόσμο.

Αυτό που τόνισε η Έβδομη Οικουμενική Σύνοδος και οι Πατέρες της Εκκλησίας είναι ότι η εικόνα, η αληθινή εικόνα, είναι ένα άνοιγμα -σαν ένα παράθυρο, ή ακόμα καλύτερα σαν μια θύρα- προς τον αποκεκρυμμένο κόσμο του Θεού˙ και μέσα από το άνοιγμα αυτό, ο Θεός ανταποκρίνεται κοινωνώντας τη χάρη Του στον άνθρωπο. Η εικόνα δεν είναι παρά μια διαφάνεια: δεν έχει άλλο σκοπό από το να καταδείξει ό,τι υπάρχει πίσω της. Δεν είναι αντικείμενο περίκλειστο, αλλά διαπερατό˙ κι η διαπερατότητά του οδηγεί τον άνθρωπο στο Θεό και το Θεό στον άνθρωπο και τον κόσμο.

Αυτός είναι και ο λόγος που ο Χριστός μπορεί να αποκαλείται η εικόνα του Θεού: μέσα από Εκείνον βλέπει κανείς τον Πατέρα, όπως κι ο ίδιος ο Χριστός το είπε «Εκείνος που έχει δει εμένα, έχει δει τον Πατέρα» (Ιωάν. 14, 9). Στην περίπτωση του Χριστού, η εικόνα είναι τέλεια και μέσα απ’ αυτήν είναι ορατή η θεία, προσωπική πηγή.

Γι’ αυτό και οι άγιοι είναι εικόνες του Χριστού. Το να βλέπεις τον άγιο, να ζεις την παρουσία του, σημαίνει να βλέπεις το Χριστό, να βιώνεις μέσα από τον άγιο την παρουσία του Χριστού. Ο άγιος είναι κατά μία έννοια κενός, άδειος: είναι μόνο ένα δοχείο της αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο, και αντίστροφα, ένα δοχείο της δικής μας αγάπης για το Θεό.

Γι’ αυτό και οι προσωπογραφίες που έχουμε στους ναούς είναι εικόνες: δεν αποτελούν αντικείμενα περίκλειστα, αλλά είναι κατά μία έννοια διαπερατές, κενές˙ και μέσα από την κενότητά τους μας φέρνουν σε κοινωνία με την πραγματικότητα που απεικονίζουν, είτε αυτή είναι ο Χριστός, είτε η Θεοτόκος, ή κάποιος άγιος. Οι εικόνες λοιπόν, είναι μέσα, αγωγοί που μας δίνουν τη δυνατότητα να λατρεύουμε το Θεό και να ευλαβούμαστε τους αγίους Του όπως τους πρέπει, ενώ την ίδια ώρα καθιστούν το Χριστό ή τους αγίους παρόντες στη ζωή μας.

Όλα αυτά μας είναι γνωστά και τα αντιλαμβανόμαστε λίγο πολύ συνειδητά ή ασυνείδητα. Όμως γιατί είπα πως πρέπει να τα έχουμε όλα αυτά κατά νου, αν θέλουμε να κομίσουμε, ως χριστιανοί, αληθινή μαρτυρία στον παρόντα κόσμο; Διότι ο ίδιος ο κόσμος είναι κατά μία έννοια μια εικόνα του Θεού, μια εικόνα του Πατέρα μέσα από τον Υιό, μέσα από το Λόγο του Θεού, ο οποίος ανακεφαλαιώνει εν Εαυτώ κάθε δημιούργημα και αποτελεί το επίκεντρο, το σημείο σύμπτωσης της εσώτερης δομής κάθε δημιουργήματος.

Όμως ο άνθρωπος είναι επίσης και ένας δημιουργός. Μέσα από την ελευθερία του φέρνει στο φως νέα πράγματα, προσθέτοντάς τα στην Κτίση. Και οι δημιουργίες του ανθρώπου μπορεί να είναι είτε διαφανείς, είτε θαμπές. Μπορεί να στέκουν όπως οι εικόνες, διαυγείς απέναντι στη χάρη του Θεού, απέναντι στην παρουσία Του κοντά μας δια του Υιού, ή μπορεί να στέκουν αδιαφανείς απέναντι στην παρουσία Του, ανίκανες δηλαδή να αφήσουν το φως να περάσει από μέσα τους, διότι αποτελούν αλλοτριωμένα προϊόντα αλλοτριωμένων ανθρώπινων ψυχών.

Αναμφίβολα, σ’ ό,τι κάνουμε, σ’ ό,τι δημιουργούμε, έχει βάλει πάνω του το χέρι της η Πτώση – ως ένα βαθμό. Όμως η εικόνα φανερώνει πως υπάρχει δρόμος επιστροφής για τον άνθρωπο και πως ο ίδιος είναι ο δημιουργός και διαμορφωτής του κόσμου του˙ φανερώνει πως ο άνθρωπος δεν είναι καταδικασμένος σε μια διαρκώς αυξανόμενη αποξένωση από το Θεό, δεν κουβαλά την κατάρα ενός κόσμου που διαρκώς αμαυρώνεται. Υπάρχει δυνατότητα να υπερνικηθεί η κρίση. Ο άνθρωπος μπορεί να δημιουργήσει σχήματα, τρόπους και συμπεριφορές που δεν αποκλείουν το Θεό απ’ αυτό τον κόσμο, αλλά Τον βοηθούν να είναι παρών.

Αυτή είναι μια αλήθεια που αφορά σε κάθε εποχή. Όμως σήμερα, κυκλωμένοι όπως είμαστε απ’ την τόση ασχήμια των δημιουργημάτων του ίδιου του ανθρώπου, είμαστε ευγνώμονες που έχουμε την εικόνα να μας υπενθυμίζει πως ο τελικός μας στόχος μέσα από κάθε μας δημιουργία είναι να κατορθώσουμε να «εικονίσουμε» το Θεό σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μπορεί Εκείνος να είναι παρών μέσα από μας στον κόσμο. Και μπορούμε να το επιτύχουμε αυτό στις σχέσεις μας με τους άλλους˙ μπορούμε να το κατορθώσουμε στα υλικά σχήματα και αντικείμενα που δημιουργούμε. Ο στόχος μας είναι ο ίδιος: ό,τι κάνουμε, ό,τι δημιουργούμε, να μπορεί να γίνει κατοικητήριο της χάριτος του Θεού, κάτοπτρο μέσα από το οποίο να μπορεί η χάρη να καθρεφτιστεί.

Σύμφωνα με τα λόγια του Ευαγγελίου: «Εσείς είστε το φως για τον κόσμο˙ έτσι να λάμψει το φως σας μπροστά στους ανθρώπους, για να δουν τα καλά σας έργα και να δοξολογήσουν τον ουράνιο πατέρα σας».

Όσο καλύτερες εικόνες του Θεού γινόμαστε, τόσο πιο ελεύθερα ρέει μέσα από μας το φως και η χάρη Του. Η τήρηση των εντολών του Θεού σε κάθε έκφανση των σχέσεών μας με τους πλησίον, θα οδηγήσει τους άλλους να δοξάσουν το Θεό. Η δημιουργία εικόνων μέσα στον υλικό μας κόσμο θα καταστήσει αυτόν τον κόσμο διαυγή απέναντι στη χάρη του Θεού.

Πρέπει λοιπόν να πάρουμε τη θεολογία της εικόνας από τους ναούς και να τη βγάλουμε έξω, στους δρόμους. Πρέπει να την εφαρμόσουμε στο σύγχρονο κόσμο. Όσο καθετί που μας τριγυρίζει είναι θαμπό, απονεκρωμένο, απροσπέλαστο από τη χάρη του Θεού˙ όσο καθετί φανερώνει όχι τη δόξα του Θεού, αλλά τη μεταπτωτική κατάσταση του ανθρώπου, τόσο περισσότερα μπορούμε να κάνουμε, ο καθένας με το δικό του τρόπο. Ας ξεκινήσουμε με τον εαυτό μας. Ας εκμεταλλευτούμε αυτή τη Μ. Σαρακοστή για να ξεκινήσουμε έστω της αποκατάσταση, μέσα από τη χάρη του Θεού, της δικής μας εικόνας του Δημιουργού. Όμως, ας μη λησμονούμε ποτέ πως ό,τι κάνουμε -ό,τι φτιάχνουμε, ό,τι σχεδιάζουμε, ό,τι δημιουργούμε- μπορεί να είναι ανοιχτό στη χάρη του Θεού. Αυτό είναι το μήνυμα της εικόνας και είναι ένα μήνυμα που πρέπει να κομίσουμε στο σύγχρονο κόσμο.

Βασίλειος Όσμπορν Επίσκοπος Σεργκίεβο, Φως Χριστού: Στο μονοπάτι της Μ. Σαρακοστής, επιμέλεια-μετάφραση Βασίλης Αργυριάδης, 3η έκδ., Αθήνα, Εν πλω, 2006.