Menu Close

Το περιβόλι του Θεού

Χάσαμε από το θάλαμο το Μανώλη, που μας έλεγε κάθε πρωί, σαν ξυπνούσε, τα όνειρα που είδε.

Σπουδαίος ο Μανώλης! Και, για να βλέπει τέτοια παράξενα όνειρα, τι πλούτο στη φαντασία του θα είχε!

Ο γιατρός, που αγάπαγε τα παιδιά, σαν είχε καιρό, τον έκανε γούστο· και τον έβαζε να του λέει τα όνειρά του, που μοιάζανε σαν ολόκληρα παραμύθια… Καμιά φορά μάλιστα κρατούσε και σημείωση… Καθόντανε κοντά και τα έγραφε…

«Γιατί τα γράφεις;» τον ρωτούσε ο Μανώλης.

«Για να σε θυμάμαι, Μανώλη, σαν φύγεις από δω και γίνεις καλά… Ποιος άλλος σαν και σένα θα μας λέει τέτοια όμορφα ονείρατα που είδε στον ύπνο του;…»

Και καμάρωνε ο Μανώλης… Ήταν ως δέκα – έντεκα χρονών αγόρι. Κοντούτσικο, μελαχρινό, με πλακουτσή μυτίτσα, με μάτια μαύρα, μεγάλα, έξυπνα, και ονειροπόλα μαζί.

Λούστρος το επάγγελμα, με κασελάκι αριθμημένο και άδεια από την Αστυνομία… Πώς τον νομίζετε το Μανώλη;… Πλήρωνε μάλιστα και φόρο, σαν αληθινός επαγγελματίας!

περιβόλι του Θεού

Ο Μανώλης δε θα πέθαινε ποτέ του από την πείνα… Θα κατάφερνε να ζήσει με το επαγγελματάκι του, γιατί ο στρατός της Κατοχής λουστράριζε συχνά τα παπούτσια του και του άφηνε αρκετές δραχμούλες… Του δίνανε μάλιστα πολλές φορές οι φαντάροι και λίγο ψωμάκι, σαν τυχαίνανε καλοί… Μα να, ο καημένος ο Μανώλης ήταν κιόλας οικογενειάρχης! Ήτανε προστάτης οικογενείας!… Είχε να θρέψει μάνα με πλευρίτη και δυο κουτσούβελα αδερφάκια… Ο πατέρας του είχε φύγει τότες, με το δικό μας στρατό, έξω στην Αλβανία και δεν ξαναγύρισε πίσω, «Η μάνα μας -έλεγε ο Μανώλης- τον περιμένει ακόμα και λαχταρά, άμα ακούει κανέναν στην πόρτα!…»

Ό,τι λεφτά του δίνανε λοιπόν του Μανώλη, τα πήγαινε γλήγορα στη μάνα του και στα κουτσούβελα… Ότι φαγώσιμο του δίνανε, έτρωγε λιγάκι και το άλλο το κρατούσε για το σπίτι…

Μισή φετίτσα ψωμί του δίνανε; Το μισό ήτανε για τους άλλους που περιμένανε στο σπίτι…

Μα ήρθε και ο δύσκολος καιρός, έφτασε η μέση του χειμώνα του σαρανταδύο – και ούτε μισή φετίτσα πια δεν έδινε κανένας… Οι φούρνοι ήταν κλειστοί… Το ψωμί είχε σωθεί από τον κόσμο… Τίποτα δεν έβρισκες ν’ αγοράσεις στην αγορά… Παντού ξεραΐλα, οι άνθρωποι αγριεμένοι από την πείνα. Ούτε οι φαντάροι του δίνανε πια… Κέρδιζε δραχμούλες ο Μανώλης με το κασελάκι του, μα τι να τις κάνει; Τίποτα δεν ωφελούσαν, γιατί τίποτα δεν έβρισκε κανείς πια ν’ αγοράσει… Τα έχασε τότε το καημένο το παιδί!… Πελάγωσε!… Τι να σου κάνει κι αυτός;… Τα μωρά, μόλις τον βλέπανε, φωνάζανε: «Ψωμί!… Σέλω ψωμί!…» Και η μάνα του όλο έκλαιγε και όλο αδυνάτιζε…

Τι να κάνει ο Μανώλης;… Αγόραζε τότες από κείνα τα μαυριδερά, τα ύποπτα γλυκά που γιόμιζαν κείνον το χειμώνα τους δρόμους της Αθήνας. Όλοι έγιναν πλανόδιοι πουλητές και πουλούσανε κάτι τέτοια γλυκά, φτιαγμένα από ό,τι μπορεί κανείς να φανταστεί. Τα έτρωγες και, άμα τα μάσαγες, καταλάβαινες πως μασάς χώμα και κιντύνευες να δηλητηριαστείς.

Και όμως ο κόσμος αγόραζε κ’ έτρωγε, γιατί πεινούσε πολύ. Και τότες είναι που άρχιζε να θερίζει η δυσεντερία.

Αγόραζε κι ο Μανώλης κ’ έτρωγε γλυκά, μα δε χόρταινε. Πήγαινε και στη μάνα του, στα κουτσούβελα· μα δε χορταίνανε κι αυτά…

«Ψωμί! φωνάζανε κ’ οι τρεις τους. Ψωμί!» κάνανε τα τρία στόματα και ζητούσανε βοήθεια από το Μανώλη…

Πού να το βρει;… Και, σαν να μην έφταναν όλα τούτα, μια μέρα, εκεί που ξεχάστηκε σκεφτικός ο Μανώλης, του κλέψανε το κασελάκι με τις μπογές!

Τότες παράτησε το επάγγελμα, και βγήκε διακονιά στους δρόμους της Αθήνας, γυρεύοντας να βρει κάτι να φάει και να πάει και στους δικούς του…

Γιόμισε η Αθήνα τότες από τέτοια παιδιά -αληθινά πουλιά της καταιγίδας, που ξεκινούσανε από τους πιο μακρινούς συνοικισμούς, ζητώντας κάτι να βρούνε να φάνε. Κοπάδια ολόκληρα παιδιών, που είχανε κιόλας καταντήσει σωστή μάστιγα για όλους, γιατί τίποτα δεν αφήνανε ορθό και κλέβανε ό,τι βρίσκανε.

Ο Μανώλης γύριζε, ζητιάνευε στους δρόμους…

«Δε μ’ άρεσε να διακονεύω…, μας είπε, γιατί ήμουν μαθημένος να δουλεύω!… Μα τι να κάνεις τα λεφτά;… Στη διακονιά βρίσκεται κάποιος να σε ελεήσει και να σου βάλει στο ντενεκεδάκι σου λίγο φαΐ…»

Έτρωγε λιγάκι από το φαΐ που του έδινε καμιά πονόψυχη κυρία και άφηνε και για το σπίτι… Μα τι ήταν ο κάβουρας και τι το ζουμί του;… Τί να φάει η μάνα, τι τα μωρά;… Έτσι βγήκανε κι αυτά στη διακονιά…

Πείνα… Πεινούσε ο Μανώλης στη μέση του χειμώνα, μέσα στη μεγάλη πείνα και το κακό, όταν πεθαίνανε αράδα οι ανθρώποι, χιλιάδες την ημέρα!… Έτσι, έπεσε από την πείνα μια μέρα ο Μανώλης και τον φέρανε στη Ριζάρειο…

«Δυο μέρες έχω να φάω!» είπε σαν συνήλθε.

Ήταν σε κακά χάλια… Έβηχε, είχε πυρετό… Τον βάλαμε στο κρεβάτι, τον τρίψαμε, του βάλαμε βεντούζες, τον ζεστάναμε… Έφαγε και λίγα φασόλια, που του φανήκανε, καθώς μας έλεγε, λουκούμια!… Και, σαν απόφαγε, έκανε και το σταυρό του, γιατί έτσι, λέει, τον συνήθισε η μάνα του άμα τρώει, να ευχαριστάει το Θεό…

Και, μόλις συνήλθε και κοιμήθηκε καλά, ζεστά, μεσ’ στο νοσοκομείο, από την πρώτη κιόλας νύχτα, άρχισε να μας λέει τα ονείρατά του…

«Είδα, ένα όνειρο, αδελφή, απόψε!… έλεγε χαρούμενος… Ένα όνειρο!… Να σου το πω;…»

Και άρχιζε να διηγείται…

Έβλεπε, λέει, πως ταξίδευε μέσα σε μια όμορφη βαρκούλα, στον ουρανό… Και έσκυβε, λέει, κάτω και έβλεπε τον κόσμο να πεινάει και να φωνάζει για ψωμί.

Και αμέσως αυτός διέταζε τους ναύτες και, από τη βαρκούλα, ρίχνανε στον κόσμο ψωμί!… «Μα πολύ ψωμί, αδελφούλα, μου έλεγε, για να χορτάσουν όλοι!…»

Άλλοτε πάλι ταξίδευε σε μέρη μακρινά, που έχανε ζέστη κ’ ήτανε σα δέντρα γεμάτα από φρούτα.

Τα άλλα παιδιά, μέσα στο θάλαμο, τον ακούγανε με προσοχή, σα να τους έλεγε παραμύθια· και γυρεύανε να μάθουνε κάθε πρωί τα ονείρατά του.

«Απόψε τι είδες, Μανώλη; Για πες μας!» τον ρωτούσε μια άλλη αδελφή, γελώντας, ύστερ’ από κάμποσες μέρες, αφού μπήκε ο Μανώλης στο νοσοκομείο…

Και το παιδί έλεγε:

«Αμέσως να σας πω!… Είδα ένα σπουδαίο όνειρο!…»

Και ανακαθότανε στο κρεβατάκι του, καμαρωτός, επειδή όλοι τον και τον προσέχαμε.

«Απόψε, αδελφή, είδα άλλο όνειρο… Άκου να δεις… Είδα τούτο το νοσοκομείο, όχι όμως όπως είναι… Ήταν σαν παλάτι… Να, σαν του βασιλιά το παλάτι! Και όχι παλιό, όπως είναι τούτο… Και κάθε παιδί είχε το κρεβάτι του, λέει, μοναχό. Δεν ήταν έτσι στοιβαγμένα όπως εμείς!… Και τα κρεβάτια, είχανε ρόδες και μας βγάζανε, λέει, έξω σε ταράτσες και βλέπαμε κάμπους και βουνά… Και σεις, αδελφές, είχατε, λέει, ρούχα ολόασπρα και φτερά! Δεν περπατούσατε, μόνο, λέει, πετούσατε!… Και μας μπάσανε, στο παλάτι αυτό κάτι χρυσοντυμένοι, λέει, άντρες ως εκεί πάνω και μας χαιρετούσανε βαθιά. Μας λέγανε: «Καλώς τα τά παιδιά!… Κοπιάστε μέσα!…» Εγώ όμως, λέει, ξαφνιάστηκα, σαν είδα ανάμεσά τους έναν πόλισμαν, που τον ήξερα καλά, γιατί με κυνήγαγε κάποτες, να μου πάρει το κασελάκι, επειδής δεν είχα να πλερώσω το φόρο… Τρόμαξα πολύ που τον είδα… Κ’ είπα μέσα στον ύπνο μου, σα νάμουν τάχα ξυπνός: «Πολισμάνο είδες μπροστά σου; Για καλό δεν είναι!…» Μα, σα να διάβασε στο νου μου ο πολισμάνος τι έλεγα, μου είπε: «Όχι, Μανώλη!… Τώρα είμαι καλός, μη φοβάσαι…! Βαρέθηκα πια νάμαι κακός!… Έμπα μέσα και κράτα το κασελάκι σου!… Δε σε πειράζει κανείς!..» Και με πέρασε σε μια σάλα μεγάλη… Αχ, τι ωραία που ήταν όλα κει μέσα!… Όλα τα παράθυρα ήταν ανοιχτά!… Έμπαινε από παντού ο ήλιος!… Μας καθίσανε σε καναπέδες και μας δίνανε γλυκά και γάλα μέσα σε ποτήρια!…»

«Γάλα αληθινό;» ρώτησε ένας μικρούτσικος από το διπλανό κρεβάτι, που άκουγε με προσοχή το όνειρο του Μανώλη.

«Αμ’ τι; Ψεύτικο, ρε κορόιδο!» του κάνει ο Μανώλης.

«Μμ!… κάνει ένα άλλο παιδί… Τα όνειρα είναι ψεύτικα!… Απ’ ό,τι βλέπουμε, τίποτα, δε γίνεται!…»

«Γιατί, βρε, είναι ψεύτικα; κάνει θυμωμένος ο Μανώλης… Και πού το ξέρεις, δε μου λες, πως είναι ψεύτικα;… Για πες μου, πού το ξέρεις, αν, τώρα που ζούμε, δεν ονειρευόμαστε; Ή, όταν ονειρευόμαστε, αν δεν είναι αλήθεια;…»

Τα έχασε το άλλο παιδί. Άνοιξε το στόμα του και δεν ήξερε τι ν’ απαντήσει. Είπε μόνο λιγάκι σαστισμένο:

«Πώς τόπες;… Για ξαναπές το!…»

Το ίδιο κι ο γιατρός, που έμπαινε κείνη τη στιγμή στην πόρτα και είχε ακούσει, καθώς στεκότανε στην πόρτα τα λόγια αυτά, σταμάτησε ξαφνιασμένος και κοίταξε το Μανώλη… Ύστερα γύρισε και είπε στην Προϊσταμένη γελώντας:

«Καταλάβατε λοιπόν τι λέει ο Μανωλάκης;… Ρωτά και θέτει ένα από τα δυσκολότερα προβλήματα της μεταφυσικής!…»

Και, γυρίζοντας κατά το παιδί, του φώναξε στ’ αστεία:

«Μανώλη, έλα τώρα, πες μας… Ποιο, κατά τη γνώμη σου, είναι πιο πραγματικό, πιο αληθινό… Τώρα, τούτην τη στιγμή που σου μιλάω, ή σαν ήσουν στο παλάτι και σου φέρνανε κ’ έπινες γάλα οι νοσοκόμες με τα φτερά;…»

Ο Μανώλης γέλασε κι αυτός, δεν τα έχασε, γιατί πάντα έτσι του αστειευόντανε ο γιατρός… Μόνο είπε:

«Αμ’ τώρα που μιλάμε, τίποτα δεν έχω στο στόμα! Ενώ στο όνειρο που ήπια το γάλα, έφαγα τα γλυκά, ξύπνησα, με την ουσία στο στόμα!…»

Και, λιγάκι σκεφτικός, κοντοστάθηκε ακόμα και είπε σοβαρός:

«Να σας πω κάτι;… Άμα ξαπλωθείς και κλείσεις τα μάτια, σου και λίγο ήσυχος σταθείς και συλλογιστείς, και συ δεν ξέρεις να πεις τι διαφορά έχει το όνειρο από τη ζωή… Αυτό, πολλές φορές και μοναχός μου το συλλογάμαι…»

Η Προϊσταμένη ξαφνιάστηκε πολύ με τα λόγια αυτά και είπε σιγά στο γιατρό:

«Αυτό το παιδί δε μοιάζει με τ’ άλλα… Ένιαι ιδιόρρυθμο και στα λόγια του και στα φερσίματά του… Δεν το παρατηρήσατε και σεις;…»

«Είναι έξυπνο!… Τετραπέρατο!… είπε ο γιατρός γελώντας. Και έχει τάση το μυαλό του προς τη μεταφυσική. Αυτό είναι όλο…»

Και χάιδεψε στοργικά με το χέρι του το κουρεμένο κεφάλι του Μανώλη. Του είχε, είναι αλήθεια, ιδιαίτερη συμπάθεια…

Κάθε πρωί λοιπόν που ξύπναγε ο Μανώλης, είχε κι από ένα όνειρο να μας διηγηθεί πως είδε.

Και όλα ήταν ευχάριστα και ωραία.

Αλίμονο όμως, όσο τα όνειρα του Μανώλη ήταν ευχάριστα και ωραία, τόσο η πραγματικότητα της ζωής του ήτανε τραγική.

Η μάνα του, που ήρθε σούρνοντας μια μέρα να τον δει, ήταν σε κακό χάλι… Νέα ήταν, μα φαινόνταν γριά… Είχε τώρα πρηστεί από την πείνα, ήταν ρακένδυτη και δεν έπαυε να κλαίει, καθώς έλεγε τα νέα του σπιτιού.

Το ένα αδερφάκι του Μανώλη από τα δίδυμα πέθανε από τη δυσεντερία, που θέριζε όλα τα παιδιά. Πέθανε προχτές το βράδυ. Το άλλο δεν ήταν και τόσο καλά…

Ύστερα γύρισε η μάνα του σε μας τις νοσοκόμες και μας είπε:

«Σαν έφυγε ο Μανώλης, όλο τον ζητούσανε τα μικρά και γυρεύανε ψωμί!… Νομίζανε όλο πως θα τους έφερνε ψωμί! Τί να σου κάνει, κοπέλες μου, και ο Μανώλης; εξακολούθησε να μας λέει η μάνα του… Τί να σου κάνει το παιδί;… Παράπονο κανένα δεν έχω από δαύτο. Μας βοήθησε σα νάτανε μεγάλο το καημένο! Έτσι με βοήθαγε και ο πατέρας του, που απόμεινε στην Αλβανία…»

Και αρχίνησε τα κλάματα η καημένη η γυναίκα στη θύμηση αυτή.

Ο Μανώλης στενοχωρέθηκε πολύ με το νέο που του έφερε η μάνα του, πως πέθανε το ένα από τα δίδυμα, τα κουτσούβελα, όπως τα έλεγε.

Έκλαψε μάλιστα πολύ, Και το βράδυ, σαν πήγα να τον συγυρίσω στο κρεβάτι του, πάλι για το αδερφάκι του μου μίλησε.

«Αχ, αδελφούλα μου, νάξερες τι γουστόζικα λόγια μου έλεγε, σαν του έφερνα τίποτες απ’ όξω! Κάνανε τούμπες τα κουτσούβελα πάνω στην κουρελού, για να με διασκεδάσουνε!…»

Αγαπούσε πολύ ο Μανώλης τα δυο του κουτσούβελα. Αυτό ήταν φανερό…

Έκανα και του είπα ό,τι μπορούσα, να τον παρηγορήσω… Του κάκου όμως!… Τον άφησα να κλαίει ακόμα, σαν τον καληνύχτισα… Έκλαιγε με αναφιλητά κι όταν, αργά, κάνανε τα παιδιά όλα μαζί, την προσευχή τους για να κοιμηθούνε…

Το άλλο πρωί όμως, σαν πήγα να τον δω, ήταν διαφορετικός… Φαινότανε χαρούμενος και πάλι ένα όνειρο ήταν έτοιμος να μας πει. Τον κατάλαβα αμέσως…

«Ε! Μανώλη! του φώναξα… Κοιμήθηκες απόψε καλά;»

«Φίνα!» μου έκανε γελαστός.

Εγώ σκέφτηκα μόνη μου: «Τί σου είναι τα παιδιά! Αμέσως ξεχνάνε, ευτυχώς γι’ αυτά, ό,τι κακό και να τους συμβεί!…»

Μα γελιόμουν…

Σαν πήγα στο Μανώλη το πιάτο με το φασουλόζουμο, μου είπε εμπιστευτικά και σιγά:

«Αδελφούλα!… Είμαι πολύ ευχαριστημένος!…»

«Τι σου συμβαίνει, Μανώλη;»

«Απόψε είδα στον ύπνο μου το αδερφάκι μου, που πέθανε· και κει που βρίσκεται είναι πολύ ευχαριστημένο!..»

«Μπα! έκανα. Πώς το ξέρεις αυτό;… Σου είπε τίποτα;…»

«Και βέβαια μου είπε! «Μανώλη, μου κάνει, νάξερες τι ωραία περνώ εδώ και που βρίσκομαι!» «Πού βρίσκεσαι;» του λέω τότες εγώ. «Να! Στο περιβόλι του Θεού! Στο μεγάλο περιβόλι του Θεού! Και τι δεν έχει μέσα αυτό!… Τί μηλιές, τί κερασιές, τί πορτοκαλιές! Όλες γιομάτες φρούτα!… Όλα εδώ ο Θεός μας τα έχει ανοιχτά και άφθονα!… Κανένα παιδί δεν πεινά!…» «Τί λες; του λέω εγώ. Ώστε καλά τα περνάτε;…» «Φίνα τα περνάμε!… Και δω, να δεις, δεν είναι σαν και κει κάτω τα παιδιά, άλλα με κουρέλια και άλλα καλοντυμένα!… Όλα ίδια είναι!… Δεν ξεχωρίζεις πλούσιο από φτωχό παιδί!… Όλα είμαστε ίδια και τραγουδάμε και χαιρόμαστε και παίζουμε!…» Αυτά μου είπε το αδερφάκι μου και χάρηκα, να ξέρεις, πολύ…»

Και ο Μανώλης, σώπασε για λίγο κι απόμεινε σκεφτικός. Μα ύστερα, καθώς του έστρωνα το κρεβάτι, μου είπε σα να μονολογούσε:

«Αχ! Μακάρι να ήμουν κ’ εγώ στο περιβόλι του Θεού!..»

Και αναστέναξε.

«Ε, Μανώλη! Μη βιάζεσαι! του λέω. Άμα είμαστε καλοί, μια μέρα όλοι θα πάμε να δούμε τα περιβόλια του Θεού!..»

Ο Μανώλης είπε ξανά σκεφτικός:

«Μα εγώ τώρα θα ήθελα να πάω!… Άμα γίνω καλά, αδελφή, και βγω από δω μέσα, τι θα κάνω έξω; Πάλι στους δρόμους θα γυρίζω;… Ποιος θα μου δίνει να τρώω;…»

Τι νάλεγα στο Μανώλη;… Λόγια ψεύτικα να του πω; Το δράμα το μεγάλο των παιδιών, εδώ τώρα σε μας, ήτανε που, βγαίνοντας από το νοσοκομείο, δεν είχανε πού να πάνε… Ούτε ένα άσυλο δεν υπήρχε γι’ αυτά, γιατί τρόφιμα δεν υπήρχαν… Πάλι, αναγκαστικά, στους δρόμους θα γυρίζανε…

Ένα καράβι τούρκικο, το «Κουρτουλούς», ευλογημένο νάναι, μας έφερνε πού και πού τρόφιμα του Ερυθρού Σταυρού. Μα ίσα – ίσα φτάνανε για τα νοσοκομεία και για λίγο στα συσσίτια…

Τι να πεις λοιπόν του Μανώλη για να τον παρηγορήσεις;

Τι να πεις και στ’ άλλα παιδιά, που, άμα φεύγανε από το νοσοκομείο, μας ράιζε η καρδιά, γιατί ξέραμε τι τα καρτερούσε… Αχ, το δράμα αυτό των παιδιών της Αθήνας και του Πειραιά, το χειμώνα του σαρανταδύο, ποιος από μας μπορεί να το ξεχάσει, άμα το έχει δει και τόχει ζήσει;…

Ο Μανώλης δεν ξαναμίλησε πια κείνη την ημέρα για το αδερφάκι του που πέθανε…

Ήταν βέβαιος πως ήταν καλά. Δεν ανησυχούσε, ούτε λυπόταν γι’ αυτό. Άρχισε μόνο ν’ ανησυχεί για τον εαυτό του, όσο έβλεπε μάλιστα πως, μέρα με τη μέρα, γινόταν πιο καλά…

«Αχ! έλεγε πού και πού… Τί όμορφο που θάναι το περιβόλι του Θεού!…»

Και τάλλα παιδιά, που τον πειράζανε για τα ονείρατά του, του λέγανε:

«Ποιο περιβόλι, βρε Μανώλη;… Για πες μας και μας, ν’ ακούσουμε…»

Και ο Μανώλης ξανάρχιζε την περιγραφή του για το περιβόλι του Θεού – έτσι καθώς του τόχε παραστήσει τ’ αδερφάκι του.

Οι μεγάλοι, τα μεγαλύτερα αγόρια, οι μάγκες, στο τέλος αρχίσανε να τον κοροϊδεύουνε. Μα τα μικρά, στο διπλανό κρεβάτι, τον ακούγανε με προσοχή, τον θαυμάζανε. Ήταν και μερικά μάλιστα που τον ρωτούσανε:

«Και έχει και αγγέλους, Μανώλη, στο περιβόλι;… Και πώς πετάν οι αγγέλοι;…»

Και ο Μανώλης έκανε:

«Να, μωρέ! Σαν τα πουλιά! Πως κάνουνε τα πουλιά και ανοίγουνε τα φτερά;… Περιστέρια δεν είδατε πώς πετάνε;…»

«Πώς! Ξέρουμε!…» κάνανε τα μικρά και ανοίγανε τα μάτια σκεφτικά.

Και ο Μανώλης, άθελα, με τα λόγια του, τις περιγραφές του και τα ονείρατά του, είχε σταλάξει στις καρδιές όλων των παιδιών τη νοσταλγία για το περιβόλι του Θεού.

«Αχ! άκουγες και λέγανε τα παιδιά, τρώγοντας το πιάτο με τα αραιά φασόλια ή λακέρδα… Νάμαστε στο περιβόλι του Θεού, να τρώγαμε φρούτα!… Κεράσια, πορτοκάλια!…»

Ένα μικρό αγόρι, μια μέρα, ρώτησε ξαφνικά το Μανώλη:

«Και το Θεό, Μανώλη, τόνε βλέπουνε;… Πώς είναι;»

Ο Μανώλης, στην ερώτηση αυτή, καθόλου δεν τα έχασε. Μόνο που έτσι, ξαφνικά, θύμωσε, κατακοκκίνισε.

Είπε:

«Βρε! Το Θεό μονομιάς εσύ πάλι θέλεις να δεις; Έτσι βλέπουνε το Θεό;… Εσύ, μωρέ, δεν είσαι που, προχτές ακόμα, βούτηξες του διπλανού σου το πορτοκάλι;… Άκου, ρε μούτρο, για να δει το Θεό!…»

Ζάρωσε ο άλλος ο μικρός, σώπασε και τί να πει; Προχτές, στ’ αλήθεια, φασαρία μεγάλη είχε γίνει στο θάλαμο μέσα, που έκλεψε ένα πορτοκάλι.

Συχνά γίνονταν τέτοιες μικροκλοπές ανάμεσα στα παιδιά… Και τότες αρχίζανε οι φωνές, οι τσακωμοί, τα παλιόλογα. Και έτρεχε η Προϊσταμένη να βάλει το θάλαμο των παιδιών σε τάξη.

Ο Μανώλης λοιπόν είχε το λόγο του, να τα λέει αυτά. Είχε ανάψει και είχε πάρει φόρα. Τ’ άλλα παιδιά γύρω, στα κρεβάτια, τον ακούγανε.

«Άκου! έλεγε. Θέλει να σου δει και τον ίδιο το Θεό!… Έτσι νομίζεις, μωρέ, πως βλέπεις αμέσως το Θεό; Αμ’ κλέβουμε, αμ’ λέμε λογής – λογής ψέματα, αμ’ κάνουμε στους δρόμους τον πεθαμένο και ξεγελάμε τον κοσμάκη και μας δίνει ψωμί, λεφτά – και θέλουμε να δούμε και το Θεό!…»

Τότες αρχίνησε ανάμεσα στα παιδιά μια μεγάλη συζήτηση για τούτην την πονηράδα, τους. Πότε και πού αναγκαστήκανε να ξαπλωθούνε καταμεσίς στο δρόμο, να κάνουνε το νεκρό.

Ο Μανώλης πρώτος ξομολογήθηκε:

«Γιατί λες ψέματα, ρε, πως εσύ ποτές τάχα δεν έκανες τον πεθαμένο;… Όλοι τον κάναμε!… Κ’ εγώ έκανα τον πεθαμένο μια μέρα στο δρόμο!… Πείναγα πολύ, κανένας κείνη τη μέρα ούτε μια σταφιδίτσα δε μούδωσε να βάλω στο στόμα… Απελπίστηκα… Λέω με το νου μου: Κάτσε τώρα να δούμε, να πέσω στο δρόμο, να κάνω πως λιγοθύμησα από την πείνα, να δούμε αν βρεθεί κανείς να μου δώσει μια σταλιά φαΐ!… Και ξαπλώθηκα, στο πεζοδρόμιο, κει, θυμάμαι, κατά την οδό Ακαδημίας… Σε λιγάκι μαζεύτηκε, θυμάμαι, κόσμος… Μια κυρία μάλιστα έκλαιγε κ’ έλεγε δυνατά: «Αχ, πού καταντήσαμε! Πώς μας καταντήσανε!…» Και όλο έκλαιγε… Τότε δε βάσταξα κι αρχίνησα κ’ εγώ να κλαίω… Λυπόμουν κ’ εγώ τον εαυτό μου κι όλους γύρω… Έλεγα, γιατί να τους ξεγελάσω; Ήτανε καλοί ανθρώποι όλοι τους, αφού έτσι κλαίγανε και λυπόνταν και μένα… Μόνο ένας κύριος είπε: «Βρε, δεν έχει τίποτα!… Του έπιασα το χέρι!… Ο σφυγμός είναι κανονικός!… Έτσι πέφτουν, τα σιχαμένα, για να γελάσουνε τον κόσμο!…» και έφυγε». ,

«Έτσι είπε και σε μένα μια κυρία, όταν έκανα κ’ εγώ τον πεθαμένο!… φώναξε ένας άλλος μικρός από ένα κρεβάτι… Μα εγώ δε βάσταξα από το θυμό μου και της έβγαλα τη γλώσσα!… Και τότες ο κόσμος, που ήτανε μαζωμένος γύρω, άρχισε να γελάει και μια γριούλα ήρθε κοντά μου και μούπε με το καλό: «Άντε, σήκω, αγόρι μου, να μην κρυώσεις, από χάμου! Σήκω και θα σου δώσω ένα καρότο!»… Και μούβαλε η γριά στο χέρι ένα καρότο… Ήτανε πολύ φτωχειά…»

«Το λοιπόν, εξακολούθησε να λέει ο Μανώλης, το λοιπόν, με τέτοια χάλια και τέτοια μούτρα, θέλουμε να δούμε και το Θεό! Και του λόγου σου με ρωτάς, αν κανένας τον βλέπει… Μωρέ κόσμος και μυαλά, που λέει και η μάνα μου… Φτάνει, ντε, που μας ανοίγει τα περιβόλια του και δε μας διώχνει με τις κλωτσιές, όπως το κάνουνε οι ανθρώποι…»

Αυτά έλεγε, ξαναμμένος πάντα, ο Μανώλης, για την προσβολή που κάνανε στο Θεό, γυρεύοντας τα παιδιά να τόνε δούνε.

Ένα άλλο αγόρι, μεγαλύτερο, με πελάγρα, με κουρεμένο σύρριζα το κεφάλι και ξαπλωμένο στο πέρα κρεβάτι, ωχρό και με μάτια μαύρα με μεγάλους κύκλους μπλε ολόγυρα, είπε σκεφτικό:

«Δίκιο έχει ο Μανώλης!… Έχουμε μούτρα εμείς για ν’ αντικρίσουμε το Θεό;… Τι άλλο ξέρουμε εμείς, τι άλλο μας μάθανε οι μεγάλοι, παρά την κλεψιά και την ψευτιά;… Και ο πατέρας μου έκλεβε… Έβγαινε τη νύχτα κ’ έκλεβε τα σύρματα, ολούθε όπου έβρισκε… Και η μάνα έκλαιγε, φώναζε… Φοβόντανε το Θεό κ’ έλεγες πως με τις κλεψιές ποτέ κανένας δεν προκόβει…»

Και τα παιδιά συζητούσαν έτσι, ώσπου χτύπησε το κουδούνι για τη μεσημεριανή σούπα, το αιώνιο φασουλόζουμο…

Ύστερ’ από λίγες μέρες όμως, στο θάλαμο που υπηρετούσα και που είχαμε το Μανώλη, ένα παιδί έπαθε ιλαρά.

Τη δεύτερη μέρα, νέο κρούσμα, βαρύτερο, με επιπλοκές στα νεφρά… Και, άμα ένα παιδί πάθαινε κάτι, αμέσως κολλούσανε όλα… Πώς να τα απομονώσουμε; Αυτό ήταν αδύνατο, καθώς μας έλεγε με τρόμο από καιρό η Προϊσταμένη.

«Χαθήκαμε, αν τύχει, έλεγε, και παρουσιαστεί καμιά κολλητική αρρώστια! … Θα πάνε χαμένα, τα παιδιά, καθώς μάλιστα είναι ξαδυνατισμέγοι…»

Ως τώρα στο νοσοκομείο μέσα δεν είχαμε παρά πελάγρα, αποβιταμίνωση, ψωρίαση. Αρρώστιες που γιατρεύονταν είτε με λίγη τροφή, είτε με καθαριότητα…

Αλλά πώς να προφυλάξουμε τα παιδιά από μολυσματικές αρρώστιες;… Και ό,τι φοβόμαστε το πάθαμε… Έτσι συνήθως συμβαίνει…

Το ένα παιδί λοιπόν ύστερ’ από τ’ άλλο, μέσα στο θάλαμο, κολλούσε ιλαρά. Και σε άλλα παρουσιάζονταν με ελαφρά μορφή, άλλα όμως τα θέριζε…

Έτσι, ένα πρωί, σηκώθηκε ο Μανώλης με στίγματα κόκκινα στην κοιλιά και στο πρόσωπο.

«Δεν έχω τίποτες!» έχανε γελώντας.

Και άρχισε να λέει πάλι τα ονείρατα που είδε τη νύχτα.

Μα ποιος είχε καιρό τώρα ν’ ακούει τα ονείρατα του Μανώλη… Είχαμε τρελλαθεί από τη δουλειά εμείς οι νοσοκόμες… Άφησε που δεν υπήρχανε πια αρκετές μέσα στο νοσοκομείο. Όλες είχανε πάθει από εξάντληση και δεν μπορούσανε να σταθούνε στα πόδια τους… Ακόμα και ρούχα δεν είχανε να φορέσουνε και οι ποδιές τους είχανε λυώσει, ούτε έβρισκε κανείς ύφασμα ν’ αγοράσει…

Ό,τι κάνανε οι εθελοντίνες που ερχόνταν απ’ όξω… Κάτι σπουδαία κορίτσια, φοιτήτριες ή από μεγαλόσπιτα, που ερχόνταν να εργαστούνε τζάμπα στα νοσοκομεία από ανθρωπισμό…

Το βράδυ του Μανώλη του παρουσιάστηκε δυνατός πυρετός… Άρχισε να παραμιλάει… Σαν πήγα να τον θερμομετρήσω, έγραψα στο δελτίο του τριανταεννιά πυρετό… Έκαιγε το παιδί…

Βράζανε όλα τα παιδιά στον πυρετό, χτυπιόνταν, βογγούσανε – και πώς να σταθούνε πέντε – πέντε μαζί στα κρεβάτια!…

Ήταν φοβερό και ούτε να το φανταστεί αυτό κανείς δεν μπορεί… Γινόνταν ένα κακό μέσα στο θάλαμο των παιδιών, που δε λέγεται… Κόλαση σωστή!…

Μόνο ο Μανώλης ήταν ευχαριστημένος… Παραμιλούσε κι όλο έλεγε πως έβλεπε το περιβόλι του Θεού!…

Μα κανένα από τα παιδιά πια δεν τον άκουγε… Ήταν βυθισμένα από τον πολύ πυρετό ή έκλαιγαν και γύρευαν τη μάνα τους. Και όλα μαζί τυραννιόντουσαν, σπρώχνονταν και χτυπιόνταν μέσα στον πυρετό τους και στην ανησυχία τους, στριμωγμένα πέντε – πέντε σε κάθε κρεβάτι…

Ο Μανώλης καθόνταν ήσυχος, Μόνο που διαρκώς έκοβε η γλωσσίτσα του και μονολογούσε, κ’ είχε τα μάτια, στηλωμένα στο ταβάνι, κ’ έκαιγε από τον πυρετό.

«Ωχού!… Ομορφιά που την έχει, έλεγε, το περιβόλι του Θεού!… Και νερά, νερά που έχει!… Κρούσταλλο το νερό!… Πίνω και δε χορταίνω!… Ένα νερό, μα τι νερό!… Και πουλιά, και λουλούδια λογής – λογής, και μυρουδιές μέσα στο περιβόλι του Θεού!… Αχ, ποτές δεν ήπια τόσο όμορφο νερό!…»

Και ο Μανώλης έβρεχε με τη γλωσσίτσα του το ξεραμένο στοματάκι του.

Σαν πέρασα από κοντά του, με τράβηξε από την ποδιά. Έσκυψα κοντά του.

«Αδελφούλα! μου λέει. Κρίμα που δε βλέπεις και συ το περιβόλι του Θεού!… Σ’ αγαπάω!… Θάθελα ναρχόσουν μαζί μου, να τόβλεπες… Αδελφούλα, στάσου ν’ ακούσεις!… Μη βιάζεσαι!… Κάτσε, ντε, να σου πω!… Όλα, ξέρεις, εκεί μέσα είναι χαρούμενα!… Δε βρέχει, λέει, ποτές!… Μόνο έτσι τρέχουνε τα νερά και τα πουλιά κελαϊδούνε!… Κανένας δεν τα χτυπάει, ούτε με λάστιχο, ούτε με πέτρα!… Και να δεις, αδελφούλα, πόσα παιδιά είναι κει μέσα!… Ένα σωρό παιδιά, μα δεν τσακώνουνται κι αυτά ποτές!… Είναι χαρούμενα!…»

Και με κράταγε ο Μανώλης από την ποδιά, με τα χεράκια του.

Το βράδυ ο γιατρός, σαν πέρασε από το θάλαμο και είδε το Μανώλη, κατσούφιασε. Είπε στην Προϊσταμένη:

«Νιός μπήκα σε τούτο το νοσοκομείο και γέρος θα βγω!… Απελπισία είναι να βλέπεις έτσι τα παιδιά να πεθαίνουνε και να μη μπορείς τίποτα να τους κάνεις!… Ούτε στη ζωή, ούτε στο θάνατο να τα βοηθήσεις!… Πάει και ο Μανώλης!… Έχει έναν ελεεινό σφυγμό!… Ζήτημα είναι αν θα βγάλει τη νύχτα!… Και με τι φάρμακο να του τονώσεις την καρδιά;… Υπάρχει φάρμακο σε όλη την Αθήνα;»

«Μα, είπε η Προϊσταμένη, άκουσα πως θα φέρουνε, οι Ελβετοί που θα έρθουνε, του Ερυθρού Σταυρού…»

«Να το δούμε!… είπε ο γιατρός. Μας έφαγε αυτός ο πόλεμος!..»

Και, ταραγμένος, στενοχωρημένος, σηκώθηκε κ’ έφυγε, δίχως να χαιρετήσει ούτε την Προϊσταμένη…

Τη νύχτα αργά χειροτέρεψε πολύ ο Μανώλης. Κάθισα κοντά του. Είχε πολύ βαρύνει. Μια στιγμή μου έσφιξε το χέρι, έτσι καθώς το είχα ακουμπήσει απάγω στο κρεβάτι.

Ύστερα άνοιξε τα μάτια που τα είχε κλειστά. Το πρόσωπό του ξαφνικά έλαμψε και πήρε μιαν έκφραση εκστατική. Τέντωσε τα χεράκια.

«Να! Να! είπε. Δες το, το περιβόλι του Θεού!…»

Και ύστερα έγειρε το κεφαλάκι στο μαξιλάρι και ξεψύχησε σαν πουλάκι…

Έτσι χάσαμε από το θάλαμο το Μανώλη…

Και πια δεν έχουμε κανένα να μας λέει τα ονείρατά, του, ούτε κανένα να μας λέει για το περιβόλι του Θεού…

Στο θάλαμο μόνο βογγητά και κλάματα ακούς των αρρώστων παιδιών. Και τίποτα δεν μπορεί να τους κάνει κανείς, για να τα ανακουφίσει. Μόνο με λιγάκι νερό τους βρέχουμε το στόμα…

Μουγκάθηκε ο θάλαμος από το κελαϊδητό που έκανε ο Μανώλης, εξηγώντας κάθε πρωί τα όνειρά του.

Τα παιδιά δε ρωτήσανε πού πήγε ο Μανώλης. Όλα το ξέρανε καλά που πήγε…

Μια μέρα μόνο, που έξω έβρεχε, έκανε ένα θλιβερό καιρό και η βροχή χτυπούσε τα τζάμια και το περιβόλι του νοσοκομείου φαινόντανε από τα μεγάλα παράθυρα νάχει και αυτό μιαν όψη θλιβερή, ένα παιδί, που κοίταζε απ’ όξω, θυμήθηκε άξαφνα το Μανώλη.

Είπε με καημό, αναστενάζοντας:

«Αχ, μωρέ, τι όμορφα θε νάναι κείνος ο Μανώλης τώρα στο περιβόλι του Θεού!…»

Αύγουστος 1942.

Λιλίκα Νάκου, Η κόλαση των παιδιών, εκδ. Εστία, Αθήνα 1982.