Menu Close

22/2/2024

Στον άγιο Ιωάννη τον Ρώσο

Από το Μοναστήρι δεν ήθελε να βγαίνει. Πρώτον, διότι, βγαίνοντας νόμιζε ότι φεύγει από τον Παράδεισο, γινόταν εξωσμένος Αδάμ. Δεύτερον, διότι τον παράδεισο τούτο τον ένιωθε ότι οφείλει να τον φροντίζει συνεχώς, άρα να είναι πάντα εκεί.

Και όταν καταλάβαινε ότι ένας μοναχός είχε λογισμό να πάει στο τάδε προσκύνημα ή στο τάδε μοναστήρι για επίσκεψη, έλεγε δήθεν αδιάφορα, στην τράπεζα ή κατ’ ιδίαν: «Ήξερα, πατέρες μου, έναν καλό μοναχό που δεν έβγαινε ποτέ από το μοναστηράκι του. Και αυτός αγίασε!»

Σκεφτότανε ο μοναχός να ζητήσει ευλογία να πάει στο Άγιον Όρος; Ο γέροντας προλάβαινε: «Ήθελα, πατέρες μου, να πάω στο Άγιον Όρος. Μα πώς να πάω… και δω Άγιον Όρος είναι». Ενώ, φυσικά ήξερε πολύ καλά ότι τη φασαρία της μονής του οσίου Δαβίδ με τόσους προσκυνητές, άντρες και γυναίκες, δεν την έχει το Άγιον Όρος. Οι κληρικοί, τα πνευματικά του τέκνα, τον καλούσανε συχνά στην ενορία τους ή στο μοναστήρι τους, και ο γέροντας πάντοτε αρνιόταν λέγοντας: «Τι να με κάνετε μένα, εγώ είμαι ψοφίμι, να σας μολύνω τον αέρα!»

Εξαίρεση αποτελούσε το Προσκύνημα του Οσίου Ιωάννη του Ρώσου. Αλλά τούτο ήτανε στον δρόμο του, προς και από τη Χαλκίδα, όπου όφειλε να πηγαίνει κάποτε κάποτε για υπηρεσιακούς ή και ιατρικούς λόγους. Σταματούσε, λοιπόν, πάντοτε να προσκυνήσει τον Όσιο Ιωάννη.

Ένα μεσημέρι, γυρίζοντας από τη Χαλκίδα, έφτασε στο Προκόπι. Εκεί έστριψε αριστερά και βρέθηκε στον ναό του οσίου. Μπήκε με ευλάβεια, άναψε στον νάρθηκα μεγάλο κερί και προχώρησε στον κυρίως ναό αριστερά. Πλησίασε με σέβας και αγαλλίαση τη λάρνακα του οσίου και γονάτισε. Στάθηκε προσευχόμενος αρκετή ώρα. Περίμεναν κι άλλοι να προσκυνήσουν και δυσανασχετούσαν με την καθυστέρησή του. Σηκώθηκε, ασπάστηκε το ιερό λείψανο και πέρασε από την άλλη μεριά της λάρνακας, αριστερά, να μην εμποδίζει τους προσκυνητές. Εκεί στεκότανε όρθιος και τα μάτια του προσηλωμένα στην ιερή κεφαλή του οσίου. Απολάμβανε τη θέα της.

Έτσι όμως που την κοίταζε, παρατήρησε ότι το ιερό λείψανο έκανε κινήσεις, άλλαζε θέση, ανάλογα με τον άνθρωπο που πλησίαζε να προσκυνήσει. Παραξενεύτηκε, πρόσεξε καλύτερα, και αυτό ήταν γεγονός. Πήρε το θάρρος και ρώτησε τον όσιο: «Γιατί, άγιέ μου, σε άλλους αφήνεις ν’ ακουμπούν τα χείλη τους να προσκυνούν, σε άλλους βγάζεις το χέρι σου, σε άλλους δίνεις το χέρι σου και γυρίζεις και τους βλέπεις, σε άλλους δίνεις το χέρι σου τους βλέπεις και χαμογελάς. Και σε άλλους γυρίζεις το πρόσωπο και τους αποστρέφεσαι;»

Πήρε αμέσως την απάντηση του οσίου: «Ιάκωβε, δεν περνούν όλοι από μπροστά μου για να προσκυνήσουν… άλλοι παίρνουν με ευλάβεια, άλλοι περνούν με τα χέρια πίσω… άλλοι έρχονται από περιέργεια…»

Τη δωρεά τούτη την είχε και άλλες φορές ο π. Ιάκωβος. Έβλεπε δηλαδή το ιερό λείψανο να παίρνει στάση υποδοχής ή αποστροφής ανάλογα με την ευλάβεια και την εσωτερική κατάσταση αυτού που προσερχόταν. Αλλά και κάθε φορά που θα περνούσε να προσκυνήσει, δεν τον άφηνε ο Όσιος χωρίς κάποια θεοσημία. Έτσι, πολύ αργότερα, το 1990, επιστρέφοντας από ιατρικές εξετάσεις από την Αθήνα, σταμάτησε με τον ανιψιό του Θεόδωρο στο Προσκύνημα. Είχε πολύ κόσμο. Μπήκε, πλησίασε στη λάρνακα, γονάτισε κι έμεινε εκεί αρκετά λεπτά. Οι γυναίκες που περιμένανε να προσκυνήσουν αδημονούσανε με την καθυστέρηση του παπά, που δεν έλεγε να τελειώσει την προσευχή του. Αίφνης όμως, οπισθοχώρησαν φοβισμένες, λέγοντας: «τρίζουνε κόκκαλα, τα κόκκαλα του αγίου τρίζουνε». Κατάλαβε την ανησυχία ο π. Ιάκωβος, σηκώθηκε όρθιος και τους είπε με πολύ φυσικότητα: «Χριστιανοί μου, ο άγιος είναι ζωντανός, πλευρό άλλαξε, μη φοβόσαστε!»

Άλλοτε στο ίδιο σημείο κι ενώπιον του ιερού λειψάνου του αγίου Ιωάννου, με τον οποίο και συζητούσε, ορθώθηκε ο άγιος κι έφυγε από τη λάρνακα, λέγοντας ότι πηγαίνει να βοηθήσει άρρωστο παιδάκι. Τα διηγιόταν αυτά ο μακαριστός γέροντας με χάρη που κυριολεκτικά μεταδιδόταν στους γύρω του.

Αγαπούσε πολύ και τον ιερέα του Προσκυνήματος και δεν δίστασε, αφού ήταν και ο ιερέας του οσίου, να εξομολογηθεί στον νεαρό π. Ιωάννη.

Πάντα όμως η εξομολόγηση του π. Ιακώβου γινόταν εμπειρία συγκλονιστική για τον πνευματικό που τη δεχότανε. Ζήτησε το 1983 να εξομολογηθεί. Ο ιερέας, πνευματικό του τέκνο, αρνήθηκε. Καταλήφθηκε από φόβο, να εξομολογήσει τον γέροντά του, έναν όσιο ασκητή που αυτός εξομολογεί χιλιάδες ανθρώπους και συμβουλεύει ασκητές μεγάλης αρετής! Πρόβαλε ότι δεν έχει να πει τίποτα σ’ έναν εξομολογούμενο ασκητή, δεν έχει πείρα… Ο γέροντας επέμενε και κρατούσε το πετραχήλι να το βάλει στον ιερέα, από τον οποίο ζήτησε ρητά υπακοή. Έτσι ο ιερέας δέχτηκε. Γονατίσανε και οι δύο μπροστά στην εικόνα του οσίου Δαβίδ, στο τέμπλο. Και άρχισε το ξεχείλισμα της ταπεινοφροσύνης, που κλόνιζε κάστρα και τον κόσμο ολόκληρο. Πλημμύρισε ο ναός από την ανοιχτή καρδιά και τον ανοιχτό νου του οσίου ασκητή, που όμως ήτανε και ηγούμενος μ’ ευθύνες, ήτανε και πνευματικός οδηγός χιλιάδων πιστών, λαϊκών, μοναχών, ιερέων, επισκόπων και πατριαρχών. Όλα τ’ απέθεσε ο ασκητής, χωρίς αναστολές, χωρίς κρατούμενα. Και τ’ απέθεσε συνειδητά στον Κύριο πρώτα, στον όσιο Δαβίδ έπειτα και στον ιερέα τελευταία. Εξομολογιόταν και ήτανε σα να έκανε διάλογο με τον όσιο Δαβίδ, έχοντας μάρτυρα τον ιερέα. Συνομιλούσαν οι δύο όσιοι -έτσι το ένιωθε ο ιερέας- και ο νυν εξομολογούμενος όσιος στρεφότανε στον Κύριο και ανέφερε ότι στην τάδε περίπτωση έκανα έτσι, όπως μου είπε ο όσιος Δαβίδ˙ για το άλλο έπραξα τούτο, όπως μου υπέδειξε όσιος Δαβίδ… Αποκάλυπτε στον ιερέα σκέψεις, πράξεις και λογισμούς, μα συνειδητά γινότανε αναφορά στον ίδιο τον Κύριο, στον οποίο υπογράμμιζε ότι τα σκέφτηκε ή τα έπραξε με την άδεια του οσίου Δαβίδ. Τον είχε τον όσιο συνυπεύθυνο και συνεπίκουρο ενώπιον του Θεού. Μα τον είχε και γέροντα, πνευματικό. Γι’ αυτό στο τέλος τού είπε: «Βλέπεις, άγιε Γέροντα (Δαβίδ), τα λέω μπροστά στον καλό μας ιερέα…»

Ο «καλός μας ιερέας» δεν είχε και δεν τόλμησε να πει κάτι στον εξομολογηθέντα όσιο. Τότε εκείνος έπεσε πρηνής, ολόσωμα, έβαλε το μέτωπο κυριολεκτικά στα υποδήματα του ιερέα και περίμενε τη συγχωρητική Ευχή. Ο ιερέας τα είχε χαμένα, ένιωθε μετέωρος, δεν ήξερε αν χρειαζότανε, αν έπρεπε να διαβάζει τη συγχωρητική Ευχή. Ο γέροντας περίμενε πρηνής. Χωρίς να καταλάβει γιατί, ο ιερέας διάβασε το τέλος της Ευχής και έπιασε να σηκώσει από το έδαφος τον ασκητή γέροντά του.

Στυλιανός Γ. Παπαδόπουλος, Ο Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης, εκδ. Ουρανός, Αθήνα, 2014.