Menu Close

12/11/2020

Περὶ μνησικακίας

Εὐλόγησον Πάτερ.

Οἱ Πατέρες εἶπον, ὅτι δὲν πρέπει τῶν καλογέρων νὰ ὀργίζουνται καθόλου, οὐδὲ νὰ λυπήσουν τινά· καὶ πάλιν, εἴτις ἐνίκησε θυμὸν, οὗτος ἐνίκησε τοὺς δαίμονας· εἰδὲ νικᾶται τινὰς ἀπὸ τὸ πάθος τοῦτο, ξένος εἶναι παντάπασι τῆς καλογερικῆς πολιτείας, καὶ τὰ λοιπά. Τί ἔχωμεν λοιπὸν ἡμεῖς νὰ εἰποῦμεν διὰ λόγου μας, ὁποῦ δὲν σταματοῦμεν, οὐδὲ ἕως θυμοῦ καὶ ὀργῆς, ἀλλὰ πολλάκις διώχνομεν τοῦ λόγου μας καὶ ἕως μνησικακίας; Τί ἄλλο, παρὰ νὰ κλαύσῃ τινὰς τοιαύτην ἐλεεινὴν ψυχὴν καὶ ἀπάνθρωπον κατάστασιν; Ἀς προσέχωμεν λοιπὸν, ἀδελφοὶ, καὶ ἀς βοηθήσωμεν τοῦ λόγου μας ὕστερα ἀπὸ τὸν Θεὸν, διὰ νὰ γλυτώσωμεν ἀπὸ τὴν πικρίαν τοῦ πάθους τούτου τοῦ θανατηφόρου. Διότι καμίαν φορὰν, βάνει τὶς μετάνοιαν τοῦ ἀδελφοῦ του, ὅταν γένῃ ταραχὴ, ἢ σκάνδαλον τίποτες ἀνάμεσόν τους, καὶ πάλιν μένει καὶ μετὰ τὴν μετάνοιαν λυπούμενος· καὶ ἕχωντας λογισμοὺς κακοὺς πρὸς ἐκεῖνον ὁ τοιοῦτος, δὲν πρέπει νὰ καταφρονήσῃ, ἀλλὰ νὰ τοὺς εὐγάλῃ τοὺς τοιούτους λογισμοὺς ταχέως, διότι μνησικακία χρειάζεται πολλὴν σπουδὴν, καθὼς εἶπα· χρειάζεται μετάνοιαν, χρειάζεται ἀγῶνα, διὰ νὰ μὴν πολυκαιρίσῃ εἰς τούτους. Διότι, ἂν ἔβαλε μετάνοιαν, τὴν ἔβαλεν ὡς διὰ τὴν ἐντολὴν, καὶ τὴν μὲν ὀργὴν διὰ τῆς ὥρας τὴν ἰάτρευσε, πρὸς δὲ τὴν μνησικακίαν ἀκόμι δὲν ἀγωνίσθη· καὶ διὰ τοῦτο ἔμεινε λυπούμενος κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ, διότι ἄλλο εἶναι μνησικακία, καὶ ἄλλο ὀργὴ, καὶ ἄλλο θυμὸς, καὶ ἄλλο ταραχή· καὶ λέγω σας παράδειγμα διὰ νὰ καταλάβετε.

Ἐκεῖνος ὁποῦ ἀνάπτει κάμινον, πρῶτον ἔχει μικρὸν κάρβουνον, τὸ ὁποῖον εἶναι λόγος μικρὸς τοῦ ἀδελφοῦ ὁποῦ τὸν ἐλύπησεν· ἰδοὺ ὁποῦ ἀκόμι μικρὸν κάρβουνον εἶναι, διότι, τί εἶναι ὁ λόγος τοῦ ἀδελφοῦ σου; Ἐὰν τὸν βαστάξῃς, ἔσβεσας τὸ μικρὸν κάρβουνον, εἰδὲ μείνῃς λογιζόμενος, καὶ διατί νὰ μοῦ εἰπῇ τοῦτο, καὶ διατί νὰ μὴν τοῦ εἰπῶ καὶ ἐγὼ τόδε, καὶ ἐὰν δὲν ἤθελε νὰ μὲ λυπήσῃ δὲν μοῦ τὸ ἔλεγεν, – ἰδοὺ ὁποῦ ἔβαλες τζάκνα ἀπάνω εἰς τὰ κάρβουνα, ὡσὰν ἐκεῖνον ὁποῦ ἀνάπτει φωτίαν, καὶ ἔκαμες καπνὸν, τὸ ὁποῖον εἶναι ἡ ταραχή. Ταραχὴ δὲ εἶναι αὕτη, ἡ κίνησις καὶ ἡ συμβουλὴ τῶν λογισμῶν, ἡ ὁποία παρακινᾷ καὶ θρασύνει τὴν καρδίαν. Θρασύτης δὲ εἶναι ἡ ἀνταποδοτικὴ ὕψωσις κατὰ τοῦ λυπήσαντος, ἡ ὁποία γίνεται καὶ τολμηρία, καθὼς εἶπεν ὁ Ἀββᾶς Μάρκος· «ἡ κακία, ὁποῦ μελετᾶτε εἰς τοὺς διαλογισμοὺς, θρασύνει τὴν καρδίαν, ἀφανιζομένη δὲ διὰ προσευχῆς καὶ ἐλπίδος, συντρίβει αὐτήν.» Διότι, ἐὰν ἐβάσταξες τὸν μικρὸν λόγον τοῦ ἀδελφοῦ σου, ἤθελες σβύσῃ, καθῶς εἶπα, καὶ αὐτὰ τὰ ὀλίγα κάρβουνα, πρὶν νὰ γένῃ ἡ ταραχή. Ὅμως, ἐὰν θέλῃς, εὔκολα δύνασαι νὰ τὴν σβύσῃς καὶ αὐτὴν, ἕως ὁποῦ εἶναι ὀλίγη, μὲ σιωπὴν, καὶ μὲ τὴν προσευχὴν, καὶ μὲ μίαν μετάνοιαν ἀπὸ καρδίας· ἐὰν δὲ μείνῃς, ὡς καπνίζων καὶ θρασυνόμενος, καὶ παρακινῶντας τὴν καρδίαν σου διὰ τοῦ ἐνθυμήματος, λέγωντας, διατί νὰ μοῦ εἰπῇ τὸδε; καὶ ἔχω καὶ ἐγὼ νὰ τοῦ εἰπῶ τόδε. Ἀπὸ ταύτης, ὡσὰν νὰ εἰπῇ κανεὶς, τῆς συμβουλῆς καὶ τοῦ συγκρούσματος τῶν λογισμῶν, ἔκτρινομένης καὶ θερμαινομένης τῆς καρδίας, ἀνάπτει ἡ φλόγα τοῦ θυμοῦ· διότι ὁ θυμὸς εἶναι θέρμη τοῦ αἵματος, ὁποῦ εἶναι ὁλόγυρα τῆς καρδίας, καθὼς τὸ λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος· ἰδοὺ ὁποῦ ἔγινε θυμός· αὐτὴ εἶναι ἡ ὀξυχολία ὁποῦ λέγουν. Ἐὰν θέλῃς λοιπὸν, ἠμπορεῖς νὰ τὴν σβύσῃς· καὶ αὐτὴν, πρὶν νὰ γένῃ ὀργή· εἰδὲ μείνῃς ταράσσων καὶ ταρασσόμένος, εὑρίσκεσαι ὡσὰν ἐκεῖνον ὁποῦ βάνει ξύλα εἰς τὴν φωτίαν, καὶ ἀνάπτει τὴν φλόγα περισσότερον, καὶ ἔτζη γίνονται λοιπὸν κάρβουνα πολλὰ, τὸ ὁποῖον εἶναι ἡ ὀργή. Καὶ τοῦτο εἶναι ὁποῦ ἔλεγεν ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς, ὅταν ἐρωτήθη, τί εἶναι τὸ ῥητὸν ὁποῦ λέγει, «ὅπου οὐκ ἔστι δίθυμος, ἡσυχάζει μάχη» διότι, ἐὰν εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς ταραχῆς, ὅταν ἄρχησε, καθὼς εἴπαμεν, νὰ καπνίζῃ καὶ νὰ κάμνῃ σπίθες, προλάβῃ κανεὶς καὶ κατηγορήσῃ τοῦ λόγου του, καὶ βάλῃ μετάνοιαν, πρὶν νὰ ἀνάψῃ νὰ γένῃ θυμὸς, – εἰρηνεύει. Ὅταν δὲ πάλιν γένῃ ὁ θυμὸς, ἐὰν δὲν ἡσυχάσῃ, ἀλλὰ μείνη ταρασσόμενος καὶ θρασυνόμενος, εὑρίσκεται, καθὼς εἴπαμεν, ὡσὰν ἐκεῖνον ὁποῦ βάνει ξύλα εἰς τὴν φωτίαν, καὶ κάθεται καίωντας ἕως οὗ νὰ γένουν κάρβουνα μεγάλα. Καὶ καθὼς λοιπὸν τὰ ἀναμμένα κάρβουνα, ὡσὰν σβυσθοῦν, γίνονται κάρβουνα, καὶ βάνονται εἰς τόπον καὶ δὲν διαφθείρονται εἰς χρόνους πολλοὺς, καὶ οὔτε, ἐὰν βάλλῃ κανεὶς νερὸν εἰς αὐτὰ, σέπονται· ἔτζη καὶ ἡ ὀργὴ, ἐὰν πολυκαιρίσῃ, γίνεται μνησικακία· καὶ λοιπὸν, ἐὰν δὲν στάξῃ κανεὶς τὸ αἷμά του, δὲν γλυτώνει ἀπ᾽ αὐτήν. Ἰδοὺ ὁποῦ σᾶς εἶπα τὴν διαφορὰν, καὶ ἐκαταλάβετε· ἰδοὺ ὁποῦ ἠκούσατε τί εἶναι ἡ πρώτη ταραχὴ, καὶ τί ὁ θυμός, καὶ τί ἡ ὀργὴ, καὶ τί μνησικακία. Βλέπετε, πῶς ἀπὸ ἔνα λόγον ἔφθασεν εἰς τόσον κακόν; Διότι, ἐὰν ἐξ ἀρχῆς ἤθελε βάλλῃ τὴν κατηγορίαν ἀπάνω του, καὶ ἤθελε βαστάξῃ τὸν λόγον τοῦ ἀδελφοῦ, καὶ νὰ μὴν ἤθελε θελήσῃ νὰ δικαιώσῃ του λόγου του, καὶ ἀντὶς διὰ ἕνα λόγον νὰ εἰπῇ δύο, ἢ καὶ πέντε λόγους, καὶ νὰ ἀνταποδώσῃ κακὸν ἀντὶ κακοῦ, ἤθελε γλυτώσῃ εὐκόλως ἀπὸ ὅλα τὰ κακὰ τοῦτα. Διὰ τοῦτο λέγω σας πάντοτε, ἕως ὁποῦ εἶναι τὰ πάθη μικρὰ, νὰ τὰ κόπτετε, πρὶν νὰ ῥιζώσουν καὶ στερεωθοῦν καὶ σᾶς πειράζουν, διότι θέλετε κοπιάσει πολλά· διότι ἄλλο εἶναι τὸ νὰ ξεριζώσῃ κανεὶς παραμικρὸν χόρτον, καὶ ἄλλο νὰ ξεριζώσῃ μεγάλον δένδρον.

Δὲν θαυμάζομαι ἄλλο, μόνον πῶς δὲν καταλαμβάνομεν τί ψάλλωμεν κάθ᾽ ἡμέραν, διότι καταρώμεσθεν τοῦ λόγου μας, καὶ δὲν γροικοῦμεν. Δὲν ἔπρεπε νὰ γνωρίζωμεν τί ψάλλομεν; ὅτι πάντοτε λέγομεν, «ἐὰν ἀνταπέδωκα ἐκείνων ὁποῦ μοῦ ἀποδίδουν κακὰ, νὰ ἀποπέσω λοιπὸν ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μου κενός.» Τί εἶναι, τὸ νὰ ἀποπέσω; Ἕως ὁποῦ στέκει κανεὶς, ἔχει δύναμιν νὰ ἀντισταθῇ τὸν ἐχθρόν του· δέρνει, καὶ δέρνεται, νικᾷ καὶ νικᾶται, διότι ἀκόμι στέκεται· ἐὰν δὲ τύχῃ νὰ πέσῃ, πῶς δύναται πλέον νὰ πολεμήσῃ μὲ τὸν ἐχθρόν του; Καὶ ἡμεῖς καταρώμεσθεν τοῦ λόγου μας, ὄχι μόνον νὰ πέσωμεν ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μας, ἀλλὰ νὰ πέσωμεν καὶ κενοί. Καὶ τί εἶναι, τὸ νὰ πέσῃ τινὰς κενὸς ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ; Εἴπαμεν, ὅτι, τὸ νὰ πέσῃ, εἶναι, τὸ νὰ μὴν ἔχῃ δύναμιν πλέον νὰ ἀντισταθῇ, ἔστωντας νὰ κείτεται κατὰ γῆς· τὸ δὲ κενὸν εἶναι, τὸ νὰ μὴν ἔχῃ κανένα ἀγαθόν, διὰ νὰ δυνηθῇ κανεὶς κἂν νὰ σηκωθῇ ἀπὸ τῆς γῆς· διότι ἐκεῖνος ὁποῦ δύνεται νὰ σηκωθῇ, πάλιν ἠμπορεῖ νὰ βοηθήσῃ τοῦ λόγου του, καὶ μὲ κάθε τρόπον πάλιν ἔρχεται εἰς πόλεμον. Εἶτα λέγομεν· «καταδιώξαι ἄρα ὁ ἐχθρὸς τὴν ψυχήν μου καὶ καταλάβοι.» Ὄχι μόνον νὰ τὴν καταδιώξῃ, ἀλλὰ καὶ νὰ τὴν φθάσῃ διὰ νὰ μᾶς πιάσῃ, νὰ μᾶς ἔχῃ εἰς τὰ χέριά του, διὰ νὰ μᾶς νικᾷ εἰς τὰ πάντα. «Καὶ καταλάβοι» ἤγουν νὰ μᾶς φθάσῃ, ἐὰν ἀνταποδώσωμεν ἐκείνων ὁποῦ μᾶς ἀνταποδίδουν κακά· καὶ ὄχι μόνον τοῦτο παρακαλοῦμεν, ἀλλὰ «καὶ νὰ καταπατήσῃ εἰς τὴν γῆν τὴν ζωήν μας» Τί εἶναι ἡ ζωή μας; Ἡ ζωή μᾶς εἶναι αἱ ἀρεταῖς· καὶ παρακαλοῦμεν νὰ καταπατηθῇ εἰς τὴν γῆν ἡ ζωή μας, διὰ νὰ γένῃ κανεὶς ὅλος γήϊνος, ἔχωντας ὅλον τὸν λογισμὸν αὐτοῦ εἰς τὴν γῆν. «Καὶ τὴν δόξαν μου εἰς χοῦν κατασκηνώσει» ἤγουν νὰ τὴν παραχώσῃ εἰς τὸ χῶμα. Ἀλλὰ τί εἶναι ἡ δόξα μας, πάρεξ ἡ γνῶσις, ἤγουν ἡ μάθησις ὁποῦ γίνεται εἰς τὴν ψυχὴν διὰ τῆς φυλακῆς τῶν ἁγίων ἐντολῶν; Τοῦτο λοιπὸν λέγομεν νὰ κάμῃ τὴν δόξαν μας, ὡς λέγει ὁ Ἀπόστολος, εἰς ἐντροπήν μας, διὰ νὰ τὴν παραχώσῃ εἰς τὸ χῶμα, καὶ νὰ κάμῃ τὴν ζωήν μας καὶ τὴν δόξαν μας γήϊνην, διὰ νὰ μὴν λογιάζωμεν τίποτε κατὰ Θεόν· ἀλλὰ ὅλα τὰ σαρκικά, ὅλα σωματικά, ὡσὰν ἐκεῖνοι, διὰ τοὺς ὁποίους ἔλεγεν ὁ Θεὸς, «οὐμὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου εἰς τοὺς ἀνθρώπους τούτους, διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς σάρκας.» Ἰδοὺ ταῦτα πάντα ψάλλοντες, καταρώμεσθεν τοῦ λόγου μας, ἐὰν ἀνταποδίδωμεν κακὸν, ἀντί κακοῦ. Καὶ πόσα κακὰ ἀνταποδίδομεν ἀντὶ κακῶν, καὶ δὲν μᾶς μέλει, ἀμὴ εἴμεσθαν ξεγνοιασμένοι; Τὸ δὲ ἀνταποδοῦναι κακὸν ἀντὶ κακοῦ, δὲν εἶναι μόνον μὲ τὸ ἔργον, ἀλλὰ καὶ μὲ λόγον, καὶ μὲ σχῆμα. Καὶ θαῤῥεῖ κανεὶς, ὅτι μὲ τὸ ἔργον μὲν δὲν ἀνταποξίδει κακὸν, εὑρίσκεται δὲ, ὅτι ἀνταποδίδει μὲ λόγον, καθὼς εἶπα, καὶ μὲ σχῆμα, καὶ μὲ βλέμμα, καὶ ταράσσει τὸν ἀδελφόν του, διότι ἠμπορεῖ τινὰς καὶ μὲ βλέμμα, καὶ μὲ κίνημα νὰ πειράξῃ τὸν ἀδελφόν του· καὶ εἶναι καὶ τοῦτο ἀνταπόδοσις κακοῦ ἀντὶ κακοῦ. Ἄλλος σπουδάζει νὰ μὴν ἀνταποδώσῃ κακὸν ἀντὶ κακοῦ, μήτε μὲ ἔργον, μήτε μὲ λόγον, μήτε μὲ σχῆμα, μήτε μὲ κίνημα, ἀλλὰ ἔχει λύπην εἰς τὴν καρδίαν του πρὸς τὸν ἀδελφόν του, καὶ θλίβεται κατ᾽ αὐτοῦ.

Βλέπετε, πόση διαφορὰ εἶναι τῶν καταστάσεων; Ἄλλος οὔτε καμίαν λύπην ἔχει πρὸς τὸν ἀδελφόν τον, ὅμως, ἐὰν ἀκούσῃ, ὅτι τὸν ἔθλιψε κανεὶς τίποτες, ἢ τὸν ἐγόγγυσεν, ἢ τὸν ὑβρισε, πάντοτε χαίρεται ἀκούωντας, καὶ εὑρίσκεται καὶ οὗτος, ὅτι ἀποδίδει κακὸν ἀντὶ κακοῦ εἰς τὴν καρδίαν του. Ἄλλος δὲ, οὔτε κακίαν κρατεῖ, οὔτε χαίρεται, ὅταν ἀκούσῃ νὰ τὸν ὑβρίζουν, ἀλλὰ καὶ λυπᾶται ἐὰν πειράχθῇ, πλὴν ἐὰν εὐτυχήσῃ, δὲν χέρεται· ἀμὴ, ἐὰν τὸν ἰδῇ δοξαζόμενον, ἢ ἀναπαυόμενον, θλίβεται, καὶ εἶναι καὶ τοῦτο εἶδος μνησικακίας, ἐλαφρότερον μὲν, ὅμως ἔχει εἶδος. Ἀλλὰ θέλει καὶ νὰ χαίρεται κανεὶς εἰς τὴν ἀνάπαυσιν τοῦ ἀδελφοῦ του, καὶ κάθε πρᾶγμα νὰ ἐπιτηδεύῃ εἰς τιμὴν τοῦ ἀδελφοῦ του.

Εἴπαμεν δὲ εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ λόγου, ὅτι εἶναι τινὰς ὁποῦ βάνει μετάνοιαν τοῦ ἀδελφοῦ του, καὶ ὕστερα ἀπὸ τὴν μετάνοιαν πάλιν μένει λυπημένος κατ᾽ αὐτοῦ· καὶ λέγομεν, ὅτι, ἔστωντας νὰ βάλλῃ τὴν μετάνοιαν, ἰάτρευσε τὴν ὀργὴν, ἀμὴ πρὸς τὴν μνησικακίαν ἀκόμι δὲν ἀγωνίσθη. Ἄλλος δὲ πάλιν εἶναι, ὅτι ἐὰν συμβῇ νὰ τὸν θλίψῃ τινάς, καὶ βάλλουν μετάνοιαν καὶ κάμουν διαλλαγήν, εἰρηνεύει πρὸς αὐτὸν, καὶ δὲν ἔχει καμίαν κακὴν ἐνθύμησιν εἰς τὴν καρδίαν του περὶ αὐτοῦ· ἐὰν δὲ συμβῇ πάλιν ὕστερον νὰ τοῦ εἰπῇ κανένα λόγον, ὁποῦ νὰ τὸν ἐγγίζῃ, ἀρχίζει νὰ ἐνθυμᾶται καὶ τὰ πρῶτα, καὶ νὰ ταράσσεται, ὄχι μόνον διὰ τὰ δεύτερα ἀλλὰ καὶ διὰ τὰ πρῶτα. Ὁ τοιοῦτος ὁμοιάζει ἄνθρωπο, ὁποῦ νὰ εἶχε πληγὴν, καὶ ἔβαλεν ἀλειφήν, καὶ διὰ τῆς ὥρας μὲν ἰάτρευσε τὴν πληγὴν μὲ τὴν ἀλειφήν, καὶ ἀσφάλισεν, ἀμὴ ἀκόμι ὁ τόπος εἶναι ἀχαμνός. Καὶ ὅποτε ῥίψῃ κανεὶς λίθον εἰς αὐτὸν, περισσότερον, ἀπὸ ὅλον τὸ ἄλλο κορμὶ, ὁ τόπος ἐκεῖνος πληγώνεται εὐκολώτερα, καὶ παρευθὺς ἀρχίζει νὰ τρέχῃ αἷμα. Ἔτζη ἔπαθε καὶ αὐτός· εἶχε πληγὴν καὶ ἔβαλεν ἀλειφὴν, ἡ ὁποία εἶναι ἡ μετάνοια, καὶ διὰ τῆς ὥρας μὲν ἰάτρευσε τὴν πληγὴν, καθὼς καὶ ὁ πρῶτος, τουτέστι τὴν ὀργήν· ἄρχησε δὲ νὰ ἐπιμελῆται καὶ τῆς μνησικακίας, μὲ τὸ νὰ σπουδάξῃ νὰ μὴν ἔχη καμίαν κακὴν ἐνθύμησιν εἰς τὴν καρδίαν τοῦ, διότι τοῦτο εἶναι τὸ σφάλισμα τῆς πληγῆς· ἀμὴ δὲν τὴν ἐξάλειψε τελείως, ἀλλὰ ἔχει ἀκόμι ἀπομεινάδι, τὸ ὁποῖον εἶναι τὸ σημάδι τῆς πληγῆς, ἀπὸ τὸ ὁποῖον εὔκολα ζεγδέρνεται ὅλη ἡ πληγὴ, ὅταν δεχθῇ ὀλίγην βαρυματαίαν. Πρέπει λοιπὸν νὰ ἀγωνισθῇ νὰ ἀφανίσῃ καὶ τὸ σημάδι τῆς πληγῆς τελείως· εἰς τόσον ὅτι νὰ μαλιάσῃ ὁ τόπος, ὡσὰν τὸ πρῶτον, καὶ νὰ μὴν ἀπομείνῃ καμία ἀσχημία, μήτε νὰ γνωρίζεται καθόλου, ὅτι ἔγινε πληγὴ εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον. Καὶ πῶς ἠμπορεῖ νὰ τὸ κατορθώσῃ τοῦτο κανείς; Μὲ τὸ νὰ προσεύχεται ἐξ ὅλης καρδίας διὰ τ᾽ ἐκεῖνον ὁποῦ τὸν ἐλύπησε, καὶ νὰ λέγῃ, ὁ Θεὸς βοήθησον τὸν ἀδελφόν μου, καὶ ἐμένα δι᾿ εὐχῶν αὐτοῦ· καὶ εὑρίσκεται ὑπερευχόμενος τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ. Τὸ ὁποῖον εἶναι συμπάθεια, καὶ σημάδι ἀγάπης, καὶ ταπείνωσις μὲ τὸ νὰ ζητᾷ βοήθειαν διὰ τῶν εὐχῶν αὐτοῦ. Ὅπου δὲ εἶναι συμπάθεια, καὶ ἀγάπη, καὶ ταπείνωσις, τί δύνεται νὰ κάμῃ ὁ θυμὸς καὶ ἡ μνησικακία, ἢ ἕτερον πάθος; Καθὼς εἶπεν ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς, ὅτι, ἐὰν κινήσῃ ὅλα τὰ μάγγανα, ἤγουν τὰ ὄργανα τῆς κακίας αὐτοῦ ὁ διάβολος, μὲ ὅλους τοὺς δαίμονας αὐτοῦ, ἀργοῦσιν ὅλαι αἱ μεθοδίαι του, καὶ συντρίβονται ἀπὸ τὴν ταπείνωσιν τῆς ἐντολῆς τοῦ Χριστοῦ. Λέγει δὲ καὶ ἄλλος Γέρων· «ἐκεῖνος, ὁποῦ προσεύχεται διὰ τοὺς ἐχθροὺς, θέλει εἶσται ἀμνησίκακος.» Ἐργάζεσθε καὶ γροικᾶτε καλῶς εἴτι ἀκούετε, διότι κατὰ ἀλήθειαν,  ἐὰν δὲν τὰ κάμετε μὲ τὸ ἔργον, δὲν ἠμπορεῖτε νὰ τὰ καταλάβετε τοῦτα μὲ λόγον. Ποῖως ἄνθρωπος, θέλωντας νὰ μάθῃ τέχνην, δύνεται νὰ τὴν παραλάβῃ μέ λόγον μόνον; Πάντως πρῶτον ὑπομένει κάμνωντας καὶ χαλῶντας, ἐργαζόμενος καὶ ἀφανίζωντας, καὶ ἔτζη ἀπὸ ὀλίγον ὀλίγον κοπιάζωντας καὶ κάμνωντας ὑπομονὴν, μανθάνει τὴν τέχνην, ἐπειδὴ ἔστωντας νὰ ἰδῇ ὁ Θεὸς τὴν προαίρεσιν καὶ τὸν κόπον του, τὸν βοηθᾷ. Ἡμεῖς δὲ θέλομεν νὰ μάθωμεν τὴν τέχνην τῶν τεχνῶν μὲ λὸγον, χωρὶς νὰ ἐργασθοῦμεν μὲ τὸ ἔργον· καὶ πῶς εἶναι δυνατόν; Ἀς προσέχωμεν λοιπὸν τοῦ λόγου μας, ἀδελφοί, καὶ ἀς σπουδάσωμεν νὰ ἐργασθοῦμεν, ἕως ὁποῦ ἔχομεν ἀκόμι καιρὸν, καὶ ὁ Θεὸς νὰ μᾶς δώσοι νὰ ἐνθυμούμεσθεν, καὶ νὰ φυλάσσωμεν ἐκεῖνα ὁποῦ ἀκούομεν, διὰ νὰ μὴν μᾶς λογισθοῦν εἰς κρῖμα ἐν ἡμέρᾳ Κρίσεως τοῦ Θεοῦ. Ὧ πρέπει δόξα, τιμὴ, καὶ προσκύνησις εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Αββά Δωροθέου, Οι κατανυκτικοί λόγοι, Εν Κωνσταντινουπόλει, Εκ του Τυπογραφείου Α. Χ. Βογιαδζιάν, 1871.