Menu Close

Από τη σάρκωση του Θεού στη θέωση του ανθρώπου

Το ευαγγέλιο του Ιωάννη προτάσσει τη θεολογία της σάρκωσης του Λόγου πριν από οποιαδήποτε προσπάθεια, διότι χωρίς αυτή τη θεία ενέργεια θα ήταν αδύνατη η πραγματοποίηση της θέωσης. Με το γεγονός της θείας ενανθρώπησης, πράγματι, άρχισε μια νέα φάση στην ανθρώπινη ιστορία. Όλα πλέον βρίσκονται σε μια θαυμαστή κινητικότητα, προσδοκίας και εκπλήρωσης, πτώσης και ανάστασης. Ο Θεός μένει πιστός στη «διαθήκη» του˙ αυτό που χρειάζεται τώρα είναι η συνέπεια του ανθρώπου. Η ιστορία προβάλλει πλέον ως νέα ευκαιρία συνεργίας Θεού και ανθρώπου για την πραγμάτωση όχι μόνο της λύτρωσης αλλά και της θέωσης.

σάρκωση του Θεού στη θέωση του ανθρώπου

(α) Ο Ιησούς γενεαλογείται στην ιστορία

Νομικοί και κοινωνικοί λόγοι επιβάλλουν την έγγραφή του θείου Βρέφους στην οικογενειακή μερίδα του Ιωσήφ. Κανένας Ιουδαίος δεν εννοείτο εκτός οικογενείας και μάλιστα εκτός γενεαλόγησης, αν επρόκειτο για άρρεν τέκνο. Η γέννηση, όμως, του Ιησού εδώ σχετίζεται άμεσα όχι με τον Ιωσήφ αλλά με την Παρθένο Μαρία, «ἐξ ἦς ἐγεννήθη Ἰησοῦς ὁ λεγόμενος Χριστός». Στην ιστορία ο Ιησούς, «ὤν υἱὸς, ὡς ἐνομίζετο, Ἰωσήφ» (Λουκ. 3,23), θα είναι πλέον γνωστός ως ό «υἱός τῆς Μαρίας» και στη συνέχεια, σε μια χριστολογική θεολογική προσέγγιση, θα κληθεί και «Υἱὸς τοῦ Θεοῦ». Αυτός ο χριστολογικός τίτλος πάντα θα φέρνει στη μνήμη και τον άλλο τίτλο «Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου» του Δανιήλ και της Αποκαλυπτικής, που συχνά ο Ιησούς Χριστός χρησιμοποιούσε για την προβολή της μεσσιανικής του αυτοσυνειδησίας. Είναι ενδιαφέρον να τονισθεί, ότι όλες οι ευαγγελικές διηγήσεις εμμένουν στις χριστολογικές αυτές προσεγγίσεις του μυστηρίου της γέννησης του Κυρίου. Κάθε άλλη ερμηνεία, που εμμένει στο ανθρώπινο ή το θείο στοιχείο κατά ένα τρόπο δυαλιστικό, κινείται ουσιαστικά στο χώρο της αμφισβήτησης του δόγματος και κατά συνέπεια στο χώρο της θεολογικής αίρεσης.

Ο Ιησούς Χριστός, σύμφωνα με τη διήγηση του ευαγγελιστή Ματθαίου (1,1-25), γενεαλογείται και ιστορείται, που σημαίνει ότι ανήκει σε κάποια συγκεκριμένη οικογένεια και σ’ ένα συγκεκριμένο γένος ανθρώπων, άρα είναι ιστορικό πρόσωπο υπαρκτό. Υπόκειται, επομένως, σε ιστορική έρευνα και ιστορική προσέγγιση. Δεν πρόκειται για θεολογικό μύθο. Δεν είναι αγενεαλόγητος. Αυτό σημαίνει, ότι το ιστορικό του πρόσωπο και η ιστορική του δραστηριότητα, ως έκφραση της ανθρώπινης φύσης, είναι ιστορικά μεγέθη εφικτά σέ κάθε έρευνα και προσέγγιση. Αυτό επιβάλλει η απαίτηση της ιστορικής και θεολογικής μελέτης.

Μόνο που για μας τους θεολόγους αυτό αποτελεί τη μισή αλήθεια. Ανάγκη να προσεγγισθεί και η θεία φύση του Ιησού Χριστού. Η εκ Πνεύματος Αγίου σύλληψη και γέννηση μας δίνει τη δυνατότητα κατανόησης και της άλλης παραμέτρου της θείας Ενανθρώπησης. Εκεί δεν χωρεί η λογική της ερμηνείας και η απαίτηση της απόδειξης. Εκεί χωρεί μόνο ή «λογική» του θαύματος και της σιωπηλής και μυστικής αποδοχής «γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου» (Λουκ. 1,38). Η επιστήμη της βιολογίας και της γενετικής, της ανάλυσης και της απόδειξης, δεν έχει λόγο εδώ. Μόνο η θεολογία αποτολμά να «ερμηνεύσει» το ανερμήνευτο, πώς η ανθρώπινη μήτρα δύναται να χωρέσει τον αχώρητο, Και κατά τον τύπο του Μελχισεδέκ, του απάτορα και αμήτορα εκείνου αρχιερέα της Π. Διαθήκης, να μπορέσουμε να κατανοήσουμε και να αποδεχθούμε τον νέο Αρχιερέα της Κ. Διαθήκης, τον Ιησού Χριστό.

(β) Το πέρασμα του Ιησού από την Αίγυπτο

Η Αίγυπτος ήταν για τους Ισραηλίτες πάντοτε πόλος έλξης αλλά και αντιπαράθεσης. Δια μέσου των αιώνων προβαλλόταν ως η χώρα της δύναμης, του πλούτου και της κυριαρχίας. Η ισχύς των Φαραώ, η δόξα του αιγυπτιακού πολιτισμού και ο πλούτος του Νείλου, μαγνήτιζαν και προβλημάτιζαν τον νομάδα και ανέστιο λαό τού Ισραήλ. Στην Αίγυπτο συχνά κατέφευγαν για προστασία και από την Αίγυπτο απομακρύνονταν σε αναζήτηση της ελευθερίας.

Εκεί είχαν καταφύγει οι αρχαίοι Ισραηλίτες για τη διάσωσή τους από τον φοβερό λιμό κι έμειναν δούλοι επί τετρακόσια χρόνια. Στην Αίγυπτο κινδύνεψαν με αφανισμό, όταν ο Φαραώ διέταξε τη θανάτωση των πρωτοτόκων αρρένων τέκνων. Όπως και από τη χώρα αυτή έγινε και ή μεγάλη έξοδος με τον Μωυσή για τη διάσωσή τους και για την ανεύρεση της γης της επαγγελίας. Μόνο με την έξοδο και το Ιουδαϊκό Πάσχα αρχίζει ο Ισραήλ ν’ αποκτά συνείδηση της ιδιαιτερότητάς του και της εκλογής του ως λαού του Θεού και να λειτουργεί στην ιστορία ως ελεύθερος λαός. Για τον ευαγγελιστή Ματθαίο, ο Μωυσής αναγορεύεται ο μεγάλος εθνικός και θρησκευτικός ηγέτης, ο νομοθέτης και διδάσκαλος του Ισραήλ. Η Π. Διαθήκη μεταξύ του Θεού και των ανθρώπων, ο νόμος και οι εντολές του Κυρίου, σχετίζονται άμεσα με την προσωπικότητα του Μωυσή, που αναγορεύεται εις τύπον Χριστού.

Και τώρα, με αφορμή την απειλή του Ηρώδη, του νέου Φαραώ, που θέλει να φονεύσει τον πρωτότοκο Υιό του νέου Ισραήλ, η ιστορία διαπλέκεται και πάλι με την Αίγυπτο. Η διήγηση του Ματθαίου προβάλλει με έμφαση την πληροφορία και τη διαβεβαίωση εκ μέρους του Θεού, ότι «ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν μου» (2,15). Ο Ιησούς ως νέος Μωυσής καλεί και πάλι το λαό του Θεού, το νέο Ισραήλ από την Αίγυπτο, για μια νέα μεγαλειώδη έξοδο από την πνευματική αιγυπτιώδη και φαραωνική δουλεία. Όπως βλέπουμε, η φυγή στην Αίγυπτο δεν έχει μόνο ιστορική σημασία, πλήρως αιτιολογημένη από τα γεγονότα, αλλά ενέχει και βαθύτατη θεολογική σπουδαιότητα, για τον ευαγγελιστή Ματθαίο, που απευθύνεται προς πιστούς προερχόμενους από τον κόσμο του παλαιού Ισραήλ.

(Υ) Σχέση προφητείας και Ιστορίας

Σημαντική είναι και η συσχέτιση της σφαγής των νηπίων µε την προφητεία του Ιερεμία (38,15), για να φανερώσει πως το κάθε γεγονός της ιστορίας του Ιησού από την πρώτη στιγμή της έλευσής του δεν είναι τυχαίο αλλά εντάσσεται στο γενικότερο σχέδιο της θείας Οικονομίας Πράγματι, παρατηρείται μια λειτουργική σχέση μεταξύ προφητείας της Π. Διαθήκης και ιστορίας της Κ. Διαθήκης. Η ιστορία επιβεβαιώνει την προφητεία και η προφητεία καταξιώνεται στο αντίστοιχο ιστορικό γεγονός. Εάν δεν θα υπήρχε η ιστορία, µε τα γεγονότα του προσώπου του Ιησού, τότε η προφητεία δεν θα είχε καµιά αξία. Θα παρέμενε μια απλή και διαρκής προσδοκία και αναμονή, ένα είδος θρησκευτικού μύθου και θεολογικής ιδεολογίας. Ουσιαστικά η ιστορία πρέπει να προτάσσεται της προφητείας, καταξιώνοντάς την και όχι το αντίστροφο, γιατί θα κατέληγε σε μια χιµαιρική μελλοντολογία.

Ακόμη πρέπει να επισημανθεί, και αυτό έχει μέγιστη σημασία για τη σχέση προφητείας και ιστορίας, ότι µόνο ο ευαγγελιστής Ματθαίος, μεταξύ των Ευαγγελιστών κάνει χρήση της προφητείας και τούτο γιατί απευθύνεται προς τους Ιουδαίους ή τους ιουδαιοχριστιανούς πιστούς. Λόγοι, επομένως, ποιμαντικοί επιβάλλουν τη συσχέτιση της προφητικής ελπίδας µε το ιστορικό γεγονός. Επειδή ακριβώς οι πιστοί αυτοί ήσαν γνώστες της Π. Διαθήκης και είχαν ζυμωθεί µε την εσχατολογική ελπίδα και προσδοκία. Σκοπός του ευαγγελιστή δεν είναι να αναγορεύσει την προφητεία ως προαπαιτούµενο αξίωμα και ερμηνευτική μέθοδο κατανόησης της ιστορίας, αλλά κάνει χρήση της προφητείας για λόγους καθαρά κατηχητικούς και ποιμαντικούς. Το βάρος πέφτει κυρίως στην ιστορία και όχι στην προφητεία.

Αντίθετα, ο ευαγ. Λουκάς, ο οποίος απευθύνεται σε πιστούς που προέρχονται από τον κόσμο των εθνών, χωρίς καμιά γνώση της Π. Διαθήκης γενικότερα αλλά και της προφητικής ελπίδας ειδικότερα, ποτέ δεν κάνει χρήση της προφητείας, αν και ο ίδιος την γνωρίζει πολύ καλά. Και τούτο γιατί η γλώσσα αυτή της προφητείας και οι παλιοδιαθηκικές έννοιες δεν θα διευκόλυναν το ποιμαντικό του έργο. Για τους πιστούς του η προφητεία δεν είχε καμιά «αποδεικτική» αξία. Μάλλον θα του δημιουργούσε προβλήματα αποδοχής, αφού θα είχε το κήρυγμά του και η κατήχησή του σαφή ιουδαϊκή απόκλιση, αντί της οικουμενικής προοπτικής. Και το ευαγγέλιο του Λουκά έχει την απαιτούμενη αυτή οικουμενική εμβέλεια.

***

Πράγματι, η ιστορική και θεολογική αυτή προσέγγιση δεν θα είχε νόημα, εάν δεν κατανοούσαμε και δεν αποδεχόμαστε το πρόσωπο του Χριστού ως ποιμένα και αρχιερέα και της δίκης µας προσωπικής πορείας και ζωής. Είναι Αυτός που έρχεται και γεννιέται στην ιστορία, ενανθρωπίζεται και γενεαλογείται για μας και αποστέλλεται να τελεσιουργήσει το θαύμα της σωτηρίας της ανθρωπότητας. Ο ίδιος ο Κύριος θα γίνει θύμα και θύτης στο βωμό της ιστορικής πραγματικότητας. Έγινε ως «εἷς ἐξ ἡμῶν». Κάθε, επομένως, εκ μέρους µας θυσία στο έργο διακονίας των άλλων θα είναι μια µετ’ Αυτού συμπόρευση και μίμηση της δικής του προσφοράς και θυσίας.

Γεώργιος Π. Πατρώνος, Από τη σάρκωση του Θεού στη θέωση του ανθρώπου, Ο ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ, τευχ. 6, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2015.