Menu Close

1/6/2023

Παραδομένοι στον θάνατο
Β΄ Κορ. 4, 6 – 15

Η περίοδος του εκκλησιαστικού έτους που τώρα διανύουμε, οι δέκα μέρες μεταξύ Ανάληψης και Πεντηκοστής, παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον από λειτουργική άποψη. Τίποτα το αξιοσημείωτο δεν λαμβάνει χώρα. Σταματήσαμε να ψέλνουμε το «Χριστὸς ἀνέστη» και δεν ξεκινήσαμε ακόμα να ψέλνουμε το «Βασιλεῦ οὐράνιε», τον ύμνο στο Άγιο Πνεύμα που θα αρχίσουμε πάλι να ψέλνουμε μόνο την επόμενη εβδομάδα, στην Πεντηκοστή. Είναι ίσως η πιο «αργή» περίοδος του έτους. Καρτερούμε, όπως καρτερούσαν κάποτε οι Απόστολοι, την «ἐπαγγελίαν τοῦ Πατρός», τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία. Είναι μια περίοδος που χαρακτηρίζεται από απουσία. Ο Χριστός είναι απών και το Πνεύμα δεν έχει ακόμα κατέλθει. Ακόμα και η φιγούρα του Χριστού είναι απούσα από τον μεγάλο Σταυρό εδώ στον ναό: ο γυμνός Σταυρός μας υπενθυμίζει την Ανάσταση, αλλά μας λείπει το πρόσωπο του Χριστού. Μόνο εν Πνεύματι και δια του Πνεύματος, ωστόσο, μπορούμε να δούμε τον Χριστό κι έτσι κάτι σαν σκοτάδι χαρακτηρίζει αυτή την περίοδο.

Ως εκ τούτου, το ανάγνωσμα από τη Β΄ Προς Κορινθίους επιστολή που ακούσαμε σήμερα το πρωί είναι ιδιαίτερα ταιριαστό, διότι σ’ αυτό ο Παύλος, με τον χαρακτηριστικό του τρόπο καθολικής – κοσμικής θεώρησης των πραγμάτων, συνδέει τον τρόπο που ο Θεός προκάλεσε «το φως να λάμψει μέσα από το σκοτάδι» κατά τη δημιουργία του κόσμου, με τον τρόπο που το φως Του «έλαμψε μέσα στις καρδιές μας» -μέσα στο σκοτάδι των καρδιών μας- «για να γνωρίσουμε τη δόξα Του στον πρόσωπο του Ιησού Χριστού». Υπάρχει εδώ ενδεχομένως μια αναφορά του Παύλου στην εμπειρία του στον δρόμο προς τη Δαμασκό, όταν είδε τον Χριστό, του οποίου τους ακολούθους κατεδίωκε, και Τον άκουσε να του μιλά. Και στα δύο αποσπάσματα αυτό το φως, αυτή η γνώση, γίνεται αντιληπτή ως κάτι που μπορεί κανείς να φέρει μέσα του˙ κι έτσι ο δέκτης αυτής της γνώσης γίνεται ένα είδος «σκεύους». Στις Πράξεις, ο Χριστός λέει στον Ανανία πως ο Παύλος είναι «σκεύος εκλογής» (Πράξ. 9, 15), ενώ στη Β΄ Προς Κορινθίους επιστολή ο ίδιος ο Παύλος μιλά για «ὀστράκινα σκέυη» (πήλινα δοχεία). Η πρώτη έκφραση («σκεῦος ἐκλογῆς») χρησιμοποιείται για να υπογραμμίσει την ελευθερία του Θεού να επιδαψιλεύει το δώρο της κατανόησης, και η δεύτερη («ὀστράκινα σκεύη») για να καταδείξει τη δική μας αναξιότητα.

Στη συνέχεια, ο Παύλος, βασιζόμενος και πάλι στη δική του εμπειρία, μιλά για την κατάσταση εκείνων που έλαβαν το δώρο αυτό. Και η οπτική του είναι ιδιαίτερα σημαντική: «Συνεχώς φέρουμε στο σώμα μας τη νέκρωση του Κυρίου Ιησού, ώστε και η ζωή του Ιησού να φανερωθεί στο σώμα μας». Το φως για το οποίο μιλά είναι το φως του Αναστημένου Χριστού, το φως που είδε όταν ο Χριστός του παρουσιάστηκε στον δρόμο προς τη Δαμασκό. Κι αυτό δεν είναι απλώς ένα εσωτερικό φως, αλλά ένα φως που υπάρχει για να φανερωθεί στο σώμα μας, είναι η άκτιστη δόξα του Θεού που γίνεται ορατή στον κόσμο. Το φως της Αναστάσεως δε θα επενεργήσει πάνω μας μόνο σε κάποια στιγμή στο μέλλον, αλλά είναι παρόν μέσα μας τώρα, σ’ αυτά τα «ὀστράκινα σκεύη» που έχουν ανάγκη να ανακαινιστούν ολοκληρωτικά.

Είναι χαρακτηριστικός στον Παύλο ο συσχετισμός όλων αυτών με τη Σταύρωση. Ο Θεός ζύγωσε κοντά μας μέσα από τον θάνατο. Και τώρα είναι η δική μας ευκαιρία να ζυγώσουμε τον Θεό μέσα από τον θάνατο. Ωστόσο, καταμεσής του θανάτου υπάρχει ζωή, και καταμεσής του σκότους υπάρχει φως. «Μας πιέζουν από παντού, κι ωστόσο δεν μας καταβάλλουν˙ βρισκόμαστε σε αδιέξοδο, μα δεν απελπιζόμαστε˙ μας καταδιώκουν, μα ο Θεός δεν μας εγκαταλείπει˙ μας ρίχνουν κάτω, μα δεν χανόμαστε. Συνεχώς φέρουμε στο σώμα μας τη νέκρωση του Κυρίου Ιησού, ώστε και η ζωή του Ιησού να φανερωθεί στο σώμα μας» (Β΄ Κορ. 4, 8 – 11). Η προσέγγιση της ζωής, της αιώνιας ζωής, είναι η ίδια τόσο για μας όσο και για τον Χριστό, τόσο για τον άνθρωπο όσο και για τον Θεάνθρωπο. Ένα μονάχα μονοπάτι ξανοίγεται μπροστά μας, ένα μονοπάτι που το βάδισε ο Χριστός, ένα μονοπάτι στο οποίο είμαστε κι εμείς προσκεκλημένοι να βαδίσουμε.

Αυτό που χρειάζεται είναι διάκριση. Πρέπει να είμαστε ικανοί να αναγνωρίζουμε τι από όσα συμβαίνουν σ’ εμάς, μας ανοίγει δρόμο προς τον Θεό˙ ποιο είναι αυτό που θα μας καταστήσει σαφές πως η νίκη ανήκει στον Θεό κι όχι σε μας˙ αυτό που θα μας καταστήσει σαφές πως η ζωή που ζούμε πηγάζει όχι εκ των κάτω αλλά άνωθεν. Ο Παύλος το ξεκαθαρίζει αυτό: εκείνοι που ζουν αληθινά -ζουν δηλαδή την αιώνια ζωή του Θεού- παραδίδονται διαρκώς στον θάνατο. Κι αυτό λαμβάνει χώρα με τέτοιον τρόπο ώστε η αθάνατη ζωή του Χριστού να μπορεί να φανερώνεται στα θνητά σώματά τους.

Αυτό ήταν αληθινό για τους Αποστόλους. Είναι αληθινό και για μας. Ο Θεός φαίνεται πως δεν έχει άλλον τρόπο απ’ αυτόν για να μας φέρει σε σχέση μαζί Του, να μας οδηγήσει στο βάθος της κοινωνίας που Εκείνος επιζητεί. Ίσως να μην το βρίσκουμε αυτό εύκολο -και γιατί θα ’πρεπε άλλωστε να το βρίσκουμε εύκολο;- όμως εντούτοις μπορούμε να βρούμε εντός του χαρά. «Διότι», σύμφωνα με τα λόγια του αποστόλου Παύλου που ακολουθούν αμέσως μετά το απόσπασμα που ακούσαμε σήμερα το πρωί, «μπορεί εξωτερικά να βαδίζουμε στον θάνατο, εσωτερικά όμως, μέρα με την ημέρα, η ζωή μας ανανεώνεται. Γιατί ό,τι προσωρινά ασκεί μια ελαφριά πίεση πάνω μας, μας προετοιμάζει για ολοένα και μεγαλύτερο πλούτο αιώνιας δόξας. Δεν στοχεύουμε σ’ αυτά που φαίνονται, αλλά σ’ αυτά που δεν φαίνονται˙ γιατί όσα φαίνονται είναι πρόσκαιρα, ενώ όσα δεν φαίνονται είναι αιώνια» (Β΄ Κορ. 4, 16 – 18).

Ας έχουμε αυτά τα λόγια του αποστόλου Παύλου στο μυαλό κάθε που αναμετράμε τον βίο μας. Κι ας θυμόμαστε πως τα πόδια μας θα πατούν καλά στο μονοπάτι της αιώνιας ζωής, αν είμαστε «παραδομένοι στον θάνατο».

Όσμπορν Βασίλειος, Επίσκοπος Σεργκίεβο, Η έλευση της όγδοης ημέρας: Κηρύττοντας τη Βασιλεία του Θεού, επιμέλεια Βασίλης Αργυριάδης, μετάφραση Βασίλης Αργυριάδης, 1η έκδ., Αθήνα, Εν πλω, 2006.