Menu Close

30/1/2020

Οι καιροί που καλούν την Εκκλησία

Δεν σκοπεύω να κάνω, ακόμα μια φορά, κοινωνιολογική ανάλυση για την Εκκλησία. Δεν σκοπεύω να πω, ακόμα μια φορά, το mea culpa της Εκκλησίας. Όσοι δεν θέλουν να δουν στην ιστορία της Εκκλησίας παρά μόνο τα αμαρτήματα της χριστιανοσύνης -ναι, ήταν μεγάλα, αλλά και πόση ομορφιά αυτή δημιούργησε!-, ξεχνούν τα εκατομμύρια των υπάρξεων που σώθηκαν από την απελπισία, από την απόγνωση, από το μηδέν, χάρη στην αδιάλειπτη προσευχή της Εκκλησίας, χάρη στην αδιάλειπτη τέλεση των μυστηρίων. Αυτοί ξεχνούν τα δύο νήματα που συνυφαίνονται στην αληθινή συνέχεια αυτής της ιστορίας: το κόκκινο νήμα των μαρτύρων και το χρυσό νήμα των αγιασμένων.

Υπάρχει ασφαλώς ένα κοινωνιολογικό περίβλημα, ένα εμπειρικό αποτύπωμα του Λόγου και των Μυστηρίων. Για να αποδώσει όμως κανείς αυτά με περισσότερη ευκρίνεια, πιο πιστά, δεν πρέπει να τοποθετηθεί εκτός της Εκκλησίας, αλλά αντίθετα να καταδυθεί στο βάθος της, στον μεγάλο ποταμό ζωής της κοινωνίας των αγίων. Στο βάθος, και όποιες κι αν είναι οι αμαρτίες των (επονομαζόμενων) χριστιανικών κοινωνιών, η Εκκλησία είναι Αγία, και δεν πρέπει ποτέ να χαλαρώνουμε, να σχετικοποιούμε την πίστη μας στην αγιότητα αυτή, που δεν είναι τίποτε άλλο από διαφάνεια: «Πιστεύω… εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικὴν καὶ ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν». Στο βάθος (και πρόκειται για το δικό μας βάθος, πρόκειται για την ίδια την πυκνότητα της ύπαρξής μας), η Εκκλησία είναι ο Λαός του Θεού, το Σώμα του Χριστού, η Νύμφη του Χριστού, ο Ναός του «Αγίου Πνεύματος, ο Οίκος του Πατρός, η Μητέρα όλων μας. Αυτό το φως που διαχέεται μέσα από τη διαφάνειά της δεν είναι απλώς γι’ αυτήν, αλλά «ἵνα ζήσῃ ὁ κόσμος». Και ο κόσμος του σήμερα, πράγματι, καλεί την Εκκλησία, τη φωνάζει με άλλα ονόματα: δικό μας χρέος να τα μεταφράσουμε. Οι άνθρωποι διψούν για ένα λόγο αληθινό, και μέσα στην Εκκλησία ηχεί ο Λόγος της Αλήθειας, δεν σταματά ποτέ να ενσαρκώνεται μέσα σ’ αυτήν για να μας δοθεί ως τροφή. Οι άνθρωποι τυραννιούνται κρυφά από την ιδέα του θανάτου, ενώ μέσα στην Εκκλησία ανοίγεται μια άβυσσος αναστάσεως. Η μοναξιά και η βία τσακίζουν την καρδιά του ανθρώπου, ενώ μέσα στην Εκκλησία είμαστε όλοι «μέλη του Σώματος του Χριστού», «ἀλλήλων μέλη», και η ζωή, η αγάπη, αυτά που είναι ο ίδιος ο Θεός, δεν ζητούν άλλο παρά να ανταλλάσσονται μεταξύ των ανθρώπων, να πυρπολούν την καρδιά τους, να μεταμορφώνουν την «λιθίνην καρδίαν» σε «καρδίαν σαρκίνην». Η νεωτερικότητα θέτει διλήμματα αδιέξοδα: ο Θεός ή ο κόσμος, ο Θεός ή ο άνθρωπος. Μέσα όμως στην Πνοή του Αγίου Πνεύματος ο κόσμος είναι το δημιούργημα του Θεού, απλώνει ρίζες σ’ αυτόν, και ο άνθρωπος βρίσκει στον Θεό την πραγματική του ανθρωπότητα.

Από όλες τις έδρες αυτού του διαμαντιού, θα διαλέξω τρεις όψεις που μου φαίνονται μείζονος σημασίας: η Εκκλησία ως Σώμα του Χριστού· ως μετοχή στη ζωή της Τριάδος· ως χώρος μιας διηνεκούς Πεντηκοστής, χώρος όπου το Πνεύμα μας διανοίγει τις ανεξάντλητες προοπτικές της θεανθρωπότητας.

***

Η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού, το μυστηριακό Του Σώμα, όπου η ευχαριστία συγκροτεί από όλους μας, με την πιο ρεαλιστική έννοια, μια και μόνη ζωή, ένα και μόνο ον, αυτόν τον «μοναδικό Άνθρωπο», που η αμαρτία τον διασπά και που ο Υιός του Θεού τον ανασυνθέτει, καθώς ο ίδιος γίνεται Υιός της Παρθένου. «Μυστήριο των μυστηρίων», η ευχαριστία δεν είναι εν α μυστήριο εν τος της Εκκλησίας, είναι το μυστήριο της Εκκλησίας, αυτό που κυριολεκτικά τη συγκροτεί: η Εκκλησία, με την αποστολική μαρτυρία του επισκόπου (και του ιερέα), τελεί την ευχαριστία, και ταυτόχρονα η ευχαριστία φανερώνει την Εκκλησία.

Η ευχαριστία καθιστά παρόντα τον ερχομό του Θεού, αυτού του Θεού που υποφέρει μαζί μας για να μας ζωοποιήσει. Ο Χριστός, μέσα στο παρόν, μέσω της παρουσίας του στο μυστήριο, δεν παύει να κατέρχεται μέσα στο θάνατο και στην κόλαση για να τα νικήσει και να μας αναστήσει, Έτσι, μέσα στην Εκκλησία ως ευχαριστιακή κοινότητα, αναβλύζει μια ζωή πιο δυνατή από το θάνατο, μια ζωή -το «φως της ζωής» λέει ο Ιωάννης- που καταργεί το παράλογο του θανάτου και τον μεταμορφώνει σε «διάβαση», σε «Πάσχα», σε προετοιμασία της ανάστασης των νεκρών και πάσης σαρκός – πάσης σαρκός επί, γης – επειδή κριθήκαμε και συνάμα επειδή ανακαλύπτουμε, με μια ευγνωμοσύνη που θεραπεύει κάθε πληγή, πως ο σταυρός είναι «η κρίση της κρίσεως».

Αυτή η ζωή, αυτή η μετοχή στη ζωηφόρο και ζωοποιό ανθρωπότητα του Χριστού, συγκροτεί κατά κάποιο τρόπο το περιεχόμενο μιας συνάντησης. Και η συνάντηση αυτή είναι η πίστη, είναι η προσωπική προσκόλληση σε μια προσωπική ύπαρξη καλυμμένη αποκεκαλυμμένη χάρη στην ακατάληπτη ταύτιση του Απροσίτου και του Εσταυρωμένου. Η συνάντηση αυτή είναι λοιπόν η ελευθερία, γιατί ο Θεός είναι ελευθερία που δημιουργεί ελευθερίες, γιατί η χάρη αντιστοιχεί στην ηγεμονική ελευθερία της πίστης: ο Χριστός απέρριψε τον πειρασμό της εξουσίας και του μαγικού θαύματος, δεν απάντησε τίποτα σ’ αυτούς που τον ράπιζαν έχοντας δέσει τα μάτια του, δεν κατέβηκε από το σταυρό Του, αναστήθηκε μυστικά, δεν αναγνωρίστηκε τότε παρά από την αγάπη. Πίστη, αγάπη, ελευθερία – λέξεις συνώνυμες…

Μέσα στην Εκκλησία, τη σταυρωμένη βασίλισσα, αφού «οὐδεὶς δοῦλος μείζων τοῦ κυρίου αὐτοῦ»-,μπορούμε να μετέχουμε στις ενέργειες της ανάστασης, και επομένως να αγωνιζόμαστε υπομονετικά, ανάμεσα στους ανθρώπους, ενάντια σε κάθε μορφή θανάτου. Και η αποτυχία ακόμη, με τη χάρη του σταυρού, συμβάλλει μυστικά στην οικοδόμηση της Βασιλείας, και το μαρτύριο αγιάζει μυστικά τη γη, σώζει την ιστορία από την ασφυξία.

Έτσι, όταν μαρτυρεί κανείς την ανάσταση με το πανηγύρι της Λειτουργίας, με την προσευχή, με τη διακονία, με μια δημιουργική πνευματικότητα (γιατί τίποτα δεν αντιστέκεται σ’ ένα τέτοιο φως) σημαίνει ότι μεταμορφώνει λίγο λίγο στο βάθος του, -στο βάθος του ανθρώπου, στο βάθος της ανθρωπότητας αφού εν Χριστώ καθένας φέρει μέσα του όλους τους άλλους-, σημαίνει λοιπόν ότι μεταμορφώνει λίγο λίγο το χωρισμό σε εμπιστοσύνη, το ναρκισσισμό σε άνοιγμα, την κτητικότητα σε κοινωνία· σημαίνει ότι συμβάλλει στη θεραπεία της πνευματικής νεύρωσης του πολιτισμού μας, που τυραννιέται από το μηδέν. Σημαίνει ότι χτυπάει, και πρώτα μέσα του, το κακό τη ρίζα του. Γιατί η ρίζα του κακού, και κατά κάποιό τρόπο η έσχατη συμπύκνωσή του, είναι ο θάνατος, όχι μόνο ο βιολογικός, που δεν είναι παρά αποτέλεσμα, αλλά η οριστική αποτυχία της ζωής, ο πραγματικός θάνατος, ο πνευματικός, αυτός ίσως που η Αποκάλυψη ονομάζει «δεύτερο θάνατο».

Ο βαπτισματικός ρυθμός θανάτου-ανάστασης γίνεται έτσι ο ρυθμός ολόκληρης της ύπαρξής μας. Αδιέξοδα και πόνοι, βιωμένοι εν Χριστώ: «Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί μὲ ἐγκατέλιπες;» – «Πάτερ, εἰς χεῖρας σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦμα μου» – μετατρέπονται σε παράδοξες «μυητικές» στιγμές, εμβάθυνση, υπέρβαση, σπάσιμο της ισοπέδωσης… Ως τον φυσικό θάνατο, με τον οποίον ο Χριστός ταυτίστηκε για πάντα, για να τον χάνει να εκραγεί, μέσα στο φως.

Είναι λοιπόν σημαντικό να ξαναβρούμε, να διακηρύξουμε όλη τη χαριστική δύναμη της λατρείας μας, αυτής της καθαρής τελετουργίας, του καθαρού πανηγυρισμού, μιας λατρείας γεμάτης ομορφιά πονεμένη και μαζί ολόφωτη, μια ομορφιά που ξεπηδά όχι μόνο από την πρωτογενή πατρική ευλογία -«καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς ὅτι καλόν»- αλλά από τον Σταυρό, από το πρόσωπο εκείνου που «οὐκ εἶχεν εἶδος», αλλά και του Μεταμορφωμένου.

Είναι λοιπόν σημαντικό να πολλαπλασιαστούν, και πρώτα μέσα σε ενορίες με ανθρώπινες διαστάσεις, οι ευχαριστιακές κοινότητες, όπου θα επιβεβαιώνεται η ανιδιοτελής φιλία και η πιο συγκεκριμένη αλληλοβοήθεια. Έτσι θα αναπτυχθεί, όπως ήδη αναπτύσσεται, μέσα στις κοινωνίες μας, που τις έχει προσβάλει ο καρκίνος του γκουλάγκ, των τενεκεδουπόλεων και των μεγαλουπόλεων, ένα είδος αντικαρκινικής θεραπείας!

Είναι λοιπόν σημαντικό να προσπαθήσουμε να αντηχεί στην Εκκλησία μια γλώσσα ρωμαλέα που να απηχεί τον Λόγο της Αληθείας, μια γλώσσα οργανωμένη όχι γύρω από τον εαυτό της, γύρω από τη δική της λογική, αλλά γύρω από έναν άξονα σιωπής, αφιέρωσης και προσευχής. Τότε το σύστημα των εννοιών κατά κάποιο τρόπο βαφτίζεται, διευρύνεται, γονιμοποιείται θαυμαστά, αφήνοντας πίσω το ψευδο-δίλημμα μεταξύ λογοκρατίας και πιστοκρατίας, χάρη στο σύμβολο (όπου διαφαίνεται το αόρατο), χάρη στο ρυθμό (που σπάει, καθώς ξαναπαίρνει κανείς πνοή -Πνεύμα- τη συνέχεια και την αυτάρκεια της γλώσσας), χάρη σε μια ειρηνοποιό ομορφιά (που δονεί, ολόκληρο τον άνθρωπο, έτσι που να σκέφτεται όχι μόνο με το κεφάλι, αλλά και με το κορμί του, με την «καρδιά» του).

Σήμερα βαραίνει ο πειρασμός ενός μονοδιάστατου λόγου – ξύλινη γλώσσα «της προπαγάνδας,» σλόγκαν της διαφήμισης, κώδικες της πληροφορικής. Και ταυτόχρονα, ολόκληρη η ποίηση της εποχής μας αποζητά ένα λόγο της σιωπής, ένα λόγο ανοιχτό στο απεριόριστο.

Εξ ου και η σπουδαιότητα του λόγου της Εκκλησίας που βεβαιώνει τον ίδιο τον Λόγο του Θεού – του απόλυτου Προσώπου που κάνει λόγο τον κόσμο, που μας μιλάει καλώντας μας και μας επιτρέπει να απαντήσουμε, ακριβώς επειδή είμαστε πρόσωπα. Ο λόγος της Εκκλησίας είναι αξεχώριστος από τη συνάντηση με τον Ιησού και την ενσωμάτωση στο δικό Του Σώμα, είναι αξεχώριστος από την εικόνα και την ευχαριστία, από το πρόσωπο και την αγάπη.

Όσο ο θάνατος έχει την τελευταία λέξη, η γλώσσα -«τιμή του ανθρώπου» έλεγε ο Βαλερύ- μπορεί πάντοτε να αμφισβητείται, δεν μπορούμε να εμπιστευόμαστε πραγματικά ο ένας τον άλλον. Μας χρειάζεται ένας «λόγος ζωής», που ο θάνατος να μην μπορεί πια τίποτα να του κάνει: Λόγος Θεού, τελειωμένος διά του Ιησού και προσφερόμενος εις βρώσιν στους πιστούς κατά την ευχαριστία.

Η Εκκλησία ως Σώμα του Χριστού είναι λοιπόν αυτός ο θεμελιώδης τόπος, όπου η αλήθεια, που είναι ζωή, αποκαλύπτεται, προσφέρεται, γίνεται η σάρκα μας και το αίμα μας. Ο άνθρωπος είναι «ξένος επί της γης», ο τεχνικός πολιτισμός, που τον αποσπά από τις ρίζες του, επιτείνει αυτή την εξορία. Ο άνθρωπος αποζητά έναν τόπο, -έναν τόπο ανάπαυσης. «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς». «Ανάπαυση»: διπλή παύση, καθώς ριζώνει τόσο στο ανθρώπινο όσο και στο θείο. Το αντίθετο των ου-τοπιών, -η λέξη σημαίνει «ου τόπος»-, και πράγματι οι ουτοπίες δεν έχουν άλλον τόπο εκτός από το ίδιο το όνειρο των ανθρώπων και τη δική τους βούληση ισχύος. Μέσα στην Εκκλησία ως Σώμα του Χριστού, που περιλαμβάνει τον κόσμο -έτσι, που θα έπρεπε να μιλάμε για τον κόσμο εντός της Εκκλησίας και όχι για την Εκκλησία εντός του κόσμου- ο άνθρωπος, ο «άστεγος και ανέστιος», βρίσκει τη δική του στέγη και την εστία του θυσιαστηρίου.

***

«Καθὼς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἕν ὦσιν…» Η εν Χριστώ ζωή είναι η είσοδος στην κίνηση της αιώνιας υιοθεσίας, στην ίδια την τριαδική ύπαρξη. Εισέρχεται κανείς στην Εκκλησία όπως και στην Τριάδα. Ο Θεός μας είναι σε τέτοιο βαθμό Εν, -«υπερενότης» λέει ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης-, ώστε φέρει εντός του το μυστήριο του Άλλου, ώστε είναι πληρότητα και πηγή μιας τέλειας ενότητας μέσα σε μια ετερότητα όχι λιγότερο τέλεια. Ο Θεός είναι αιώνια αγάπη, Ένας άπειρος και Τριάδα άπειρη, εν ταυτώ, και αυτό δεν έχει τίποτα να κάνει με τους αριθμούς μας, αυτό καταδεικνύει ετερότητες που δεν αντιτίθενται, αλλά τίθενται αμοιβαία μέσα στην ενότητα. Ο Θεός είναι αγάπη, Πατήρ που προσφέρεται στην αγάπη, Υιός, σε μια ορμή αγάπης, Πνεύμα, επ’ άπειρον. Η Τριάδα είναι, θα τολμούσα να πω, η εκκλησιακή[1] ιδιότητα του Θεού, κοινωνούσα ενότητα και πηγή κάθε κοινωνίας. Αυτή η αγάπη διαχέεται στο ρυθμό ακριβώς του κόσμου, από το χορό των ατόμων ως το αργό κυκλικό πέταγμα των πουλιών στο φως του δειλινού, από το ανοιξιάτικο ξέσπασμα των λουλουδιών ως την ησυχαστική ανάσα του ωκεανού, χωρίς να ξεχνάμε, όπως γράφει ο Δάντης, «την αγάπη που κινεί τον ήλιο και τ’ άλλα αστέρια». Ολόκληρος ο κόσμος συγκρατείται από την έλξη του Ήλιου της Αγάπης, από το τρισήλιο φως που αναβλύζει από το ποτήριο της ευχαριστίας. Και θα ήθελα εδώ να θυμίσω έναν άλλο ποιητή, τον μεγάλο Ρώσο Οσίπ Μαντελστάμ, όταν επικαλείται την Αναφορά:

«Ιδού ότι το αρτοφόριο σαν ήλιος χρυσός
αιωρείται στον αέρα – στιγμή υπέρτατη!
πάρε (λοιπόν) στο χέρι σου τον κόσμο σαν ένα μήλο
απλό».

Ολοένα και περισσότερο θα ανακαλύπτεται, στην αντίληψη που έχουμε για τον άνθρωπο, η γονιμότητα του Αποκαλυπτικού δόγματος της Τριάδος. Κατ’ εικόνα ακριβώς του Τριαδικού Θεού (και η εικόνα συνεπάγεται συμμετοχή) οι άνθρωποι συνέρχονται εν Χριστώ, κάτω από τις πύρινες γλώσσες του Πνεύματος, παρά το χρόνο που φαίνεται ότι σκοτώνει και το χώρο που φαίνεται ότι χωρίζει. (Αλλά εν Χριστώ ο χρόνος και ο χώρος μας έχουν δοθεί σαν μια δόνηση της Τριαδικής Ενότητας για να μαθητεύσουμε στην αγάπη, να μαθητεύσουμε στον Θεό, να μαθητεύσουμε ο ένας στον άλλο). Ο Χριστός είναι «ομοούσιος» με τον Πατέρα και με τον Υιό κατά την θεότητά Του, «ομοούσιος» με μας κατά την ανθρωπότητά Του, μας κοινωνεί τον τρόπο ύπαρξης του Θεού, μας προσφέρει μιαν ενότητα καθαρά οντολογική, την οποίαν ο καθένας μας καλείται να συνειδητοποιήσει ενεργά, ώσπου να την καταστήσει υπαρκτή με έναν τρόπο μοναδικό, ώσπου να της αποδώσει το αληθινό της πρόσωπο, ώστε τα πάντα να μας φανερωθούν, μέσα στο φως αυτού του προσώπου, ως κάτι απίστευτα καινούργιο. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός σημειώνει για την ενότητα των προσώπων της Αγίας Τριάδος: «ἕν γὰρ ἕκαστον αὐτῶν ἔχει πρὸς τὸ ἕτερον, οὐχ ἧττον ἢ πρὸς ἑαυτόν· τουτέστιν ὅτι κατὰ πάντα ἕν εἰσιν». Η Εκκλησία – κοινωνία προσιδιάζει κατά τη δομή προς το πνεύμα μας. Δημιουργημένοι κατ’ εικόνα του Τριαδικού Θεού, είμαστε οντολογικά αγάπη. Και καθώς, βέβαια, είμαστε δημιουργημένοι εκ του μηδενός, μπορούμε να δώσουμε στο μηδέν, εν τω πονηρώ, μια παράδοξη υπόσταση. Αυτό ακριβώς βλέπουν οι άγιοι στο βάθος του εαυτού τους, στο βάθος του ανθρώπου, την ίδια στιγμή που βλέπουν εκεί τον Θεό, και απ’ αυτό πηγάζει η τρομερή τους ταπείνωση. Γι’ αυτό και η θεραπεία της ανθρωπότητας μέσω της συγγνώμης, της αγάπης για τους εχθρούς, της ειρήνης ανάμεσα στην ανθρωπότητα (ακόμα κι αν απέχτησε τεχνολογία) και στη φύση, μας προσφέρεται μέσα στην Εκκλησία – ανθρωπότητα σε πορεία «τριαδοποίησης», κόσμος σε πορεία μεταμόρφωσης. Εν Χριστώ, μέσα στην «ακίνητη κίνηση αγάπης» της Τριάδος, η ανθρωπότητα ολόκληρη, το σύμπαν ολόκληρο, ξαναγυρίζουν κοντά στον Πατέρα, όλη η χτίση αγιάζεται, κάθε ανθρώπινη ύπαρξη αγιάζεται, Το ναι της Θεοτόκου απελευθερώνει την ελευθερία μας, για να μας καταστήσει ικανούς να υποδεχθούμε αυτή την αγιότητα και να την κάνουμε να ακτινοβολεί. Η λειτουργική ψυχή, η εκκλησιακή ψυχή, είναι πρόσωπο γυμνό, χαμόγελο, συγκίνηση, αγάπη, καθαρή τρυφερότητα, λεπτότητα, ευαισθησία, ζωή που κατανύσσεται και φωτίζεται όπως το πρώτο άστρο ένα βράδυ καλοκαιριού. Έτσι καταλαβαίνουμε γιατί δεν μπορούμε να πλησιάσουμε τον Θεό παρά μέσω της αποφατικής θεολογίας, που απομακρύνει κάθε περιορισμό, ώστε να κάνει την ψυχή, μέσα στην αναμονή της «καθαρής προσευχής», να γίνει η προσμονή της αποκάλυψης. Ο Θεός είναι το απόλυτο Υποκείμενο, η υπέρτατη προσωπική Ύπαρξη: Εκείνος ο ασύλληπτος, που δεν μπορεί να είναι αντικείμενο, ούτε καν αντικείμενο γνώσης: Εκείνος που είναι πέραν από κάθε όνομα και που, γι’ αυτό ακριβώς, όταν ο ίδιος αποκαλύπτεται, ονομάζεται με το καθετί. Καταλαβαίνουμε έτσι επίσης γιατί ο χριστιανισμός είναι, στην ουσία του, ριζικά αντιολοκληρωτικός. Επειδή γι’ αυτόν ο άνθρωπος κατ’ εικόνα Θεού δεν μπορεί να είναι πράγμα, αντικείμενο χειραγώγησης, και μάλιστα -το επαναλαμβάνω- αντικείμενο γνώσης. Δεν μπορεί να προσεγγισθεί παρά μόνο μέσα στον απεριόριστο σεβασμό. Αν λοιπόν το θέλει, αποκαλύπτεται μέσα στη δωρεά της αγάπης, και όσο περισσότερο αποκαλύπτεται, τόσο περισσότερο τον νιώθουμε πέραν, ανεξάντλητο, «μη αντικειμενοποιούμενο»,να ξεφεύγει για να δοθεί πληρέστερα. Η ολοκληρωτική ιδεολογία θέλει να εξηγήσει τον άνθρωπο -ολοκληρωτικά- και να δώσει έτσι στους «επαίοντες» πλήρη εξουσία πάνω στους άλλους. Για το χριστιανισμό αντίθετα, όσο πιο γνωστός είναι ο άλλος, τόσο πιο άγνωστος είναι, και τόσο περισσότερο οφείλω, για να τον υποδεχθώ, να παραιτηθώ από κάθε εξουσία πάνω του.

Η ιστορία είναι αποκάλυψη αυτού του ήδη παρόντος, αυτής της κοινωνίας κατ’ εικόνα της Τριάδος. Αυτή προετοιμάζει ενεργά τη φανέρωση της Βασιλείας που, από τώρα, μέσω της Εκκλησίας, βρίσκεται εντός της ιστορίας κατά τρόπο μυστηριακό, τη συγκλονίζει προφητικά, τη γονιμοποιεί με τη μόνη ομορφιά που δεν καταλήγει σε μαγική θλίψη αλλά σε πανηγυρική κοινωνία, επειδή έχει περάσει από τον Σταυρό.

Η τριαδική προσέγγιση του ανθρώπου, το θέμα του προσώπου, θέμα που αναπτύχθηκε αρχικά στο επίπεδο το ύψιστο της τριαδικής θεολογίας, αποτελούν τη ζύμη της παγκόσμιας ιστορίας: αυτής που καταλαβαίνουμε σήμερα πως τείνει προς την ενοποίηση του πλανήτη και ταυτόχρονα προς την αναζήτηση ταυτότητας κάθε προσώπου, και εκείνων των μορφών σχέσεων ανάμεσα στα πρόσωπα όπως είναι οι γλώσσες, οι πολιτισμοί, τα εξωτερικά και εσωτερικά τοπία…

Συνεπώς, κάτω από το φως του τριαδικού δόγματος, καλούμαστε να φωτίσουμε ταυτόχρονα δύο πράγματα: πρώτα την κίνηση προς την παγκόσμια ενότητα, απελευθερώνοντάς την από την τεχνολογική αφαίρεση, από τον ιδεολογικό μηδενισμό και από την ομοιομορφία των εξουσιών· και έπειτα την πολλαπλή αναζήτηση ταυτότητας, απελευθερώνοντάς την από το ναρκισσισμό και από την απαίτηση, που μας φτωχαίνει, του αυτοπροσδιορισμού μας ενάντια στους άλλους. «Το κοινωνικό μας πρόγραμμα είναι η Τριάδα» έλεγε ο Νικολάι Φεντόροφ, ένας μεγάλος Ρώσος θρησκευτικός φιλόσοφος του περασμένου αιώνα. Το πρόγραμμά μας για την ανθρωπότητα. Για την θεανθρωπότητα.

***

Η αγαθή δύναμη που μας επιτρέπει και θα μας επιτρέπει να διεξάγουμε αυτή τη μάχη ζωής είναι η δύναμη του Αγίου Πνεύματος, που η θεανθρωπότητα αποτελεί τον κατεξοχήν χώρο Του… Εν Χριστώ, η Εκκλησία είναι η Εκκλησία του Αγίου Πνεύματος. Η ευχαριστιακή ιερουργία, που τοποθετεί την Εκκλησία πέρα από κάθε κοινωνιολογία, οικοδομείται ολόκληρη πάνω στην «αναφορά», στην προσευχή αυτή που ο ιερέας απευθύνει στον Θεό, -και που βεβαιώνει ότι θα εισακουστεί-, να στείλει ο Πατήρ το Πνεύμα του «ἐφ’ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ προκείμενα δῶρα ταῦτα», δηλαδή τον άρτο και τον οίνο, μεταμορφώνοντάς τα, κι εμάς μέσω αυτών, σε Σώμα και Αίμα του Κυρίου. Να μπαίνει κανείς στο Σώμα του Χριστού μέσω της Ευχαριστίας, σημαίνει να εισέρχεται στον τόπο εκείνον όπου η «ζωὴ ἐν τῷ θανάτῳ» αντιστρέφεται σε «ζωὴ ἐν τῶ Πνεύματι». Η Εκκλησία όπου μεταλαμβάνουμε «πυρὸς καὶ Πνεύματος», όπως λένε οι συριακές λειτουργίες, όχι μόνο δεν ορθώνεται ως εμπόδιο ανάμεσα στον Θεό και σ’ εμάς, αλλά αντίθετα αποτελεί τον μόνο τόπο πνευματικά χωρίς εμπόδιο. Οπουδήποτε αλλού, ο θεϊκός Ήλιος, ακόμα κι αν λάμπει συχνά ανάμεσα στα σύννεφα, καλύπτεται τελικά από το θάνατο.

Μέσα στον κόσμο, που φέρει τη σφραγίδα του θανάτου, όλα είναι αμφίσημα -δεν υπάρχει χαρά χωρίς πόνο, αγάπη χωρίς μίσος, ζωή χωρίς θάνατο. Όλα μετατοπίζονται στην εγκοσμιότητα. Ο Φρόιντ έλεγε για τον Χέλμολτζ πως ήταν ο θεός του, επειδή είχε διατυπώσει την αρχή της διατήρησης της ενέργειας. Ο Σταυρός όμως άνοιξε -οριστικά- ένα ρήγμα στον κλειστό κόσμο της αμφισημίας και της διατήρησης της ενέργειας. Από αυτό το ρήγμα εισορμά η δύναμη της Ανάστασης, η δύναμη του Πνεύματος (είναι το ίδιο πράγμα), το μόνο αληθινό αγαθό, καθαρή χαρά ύπαρξης, αγάπη πιο δυνατή από το μίσος, ζωή πιο δυνατή από το θάνατο.

Η χριστιανοσύνη (οι χριστιανοσύνες) σκέφτηκε συχνά τον Θεό ενάντια στον άνθρωπο, η νεωτερικότητα, σχεδόν πάντοτε, τον άνθρωπο ενάντια στον Θεό. Ο διαδοχικός θάνατος του Θεού της κλειστής χριστιανοσύνης και του ανθρώπου του κλειστού ουμανισμού μας επιτρέπουν σήμερα να επαναφέρουμε με καινούργια δύναμη το χριστολογικό θέμα της θεανθρωπότητας ως χώρου του «ζωοποιού» Πνεύματος.

Μια Εκκλησία του Αγίου Πνεύματος, μια Εκκλησία μάρτυρας και ζύμη της θεανθρωπότητας, θα είναι ανοιχτή σε κάθε εξερεύνηση του θείου, είτε πρόκειται για τη μαρτυρία περί του Μοναδικού είτε για τις πνευματικότητες της εσωτερικότητας και του κόσμου ως θεοφάνειας. Θα είναι ανοιχτή, -με την ίδια αγαπητική και αυστηρή απαίτηση «διάκρισης των πνευμάτων»- σε κάθε εξερεύνηση του ανθρώπινου στοιχείου που επιχειρεί η δυτική νεωτερικότητα, και για την οποία μαρτυρούν μια τέχνη και μια ψυχολογία των άκρων, στα όρια της τρέλας, αυτή η ανέφικτη γλώσσα ενός «επέκεινα».

Η Εκκλησία αυτή του Αγίου Πνεύματος θα προχωρεί πιο πέρα από τον Νίτσε, τον Μαρξ και τον Φρόιντ, που και οι τρεις επιχείρησαν να την υποτιμήσουν.

Πιο πέρα από τον Νίτσε: ώσπου να προβάλει αυτή η Βασιλεία που ο Ιωάννης την ονομάζει Ζωή, -ώσπου να ξεπεραστεί ο θάνατος, αυτός ο θάνατος που η λήθη του άλλο δεν κάνει παρά να επισφραγίζει «το πνεύμα της βαρύτητας»- λοιπόν ελαφράδα, χαρά, τίποτ’ άλλο από πρόσωπα, πίστη στη γη, αλλά και η γη είναι ένα ιερό μυστήριο.

Πιο πέρα από τον Μαρξ: ως μιαν ολοκληρωμένη διαλεκτική, ούτε υλιστική ούτε ιδεαλιστική, αλλά διαλεκτική της ενσάρκωσης, ικανή να αποκαλύπτει και, αν χρειάζεται, να σέβεται και να επιβάλλει το σεβασμό προς κάθε διάσταση του ανθρώπου, οικονομική, πολιτική και κοινωνική, αλλά και προς τη διάσταση του κάλλους, του παιχνιδιού, της λατρείας, της διαύγειας στην οπτική ενός «επέκεινα».

Πιο πέρα από τον Φρόιντ: ως την πραγματική απελευθέρωση της επιθυμίας (της οποίας η σεξουαλικότητα δεν είναι η υπέρτατη έκφραση αλλά το σύμβολο), μέσα από την ανάσταση. Γιατί η επιθυμία αμφισβητεί το θάνατο και υποδηλώνει την αθανασία. (Η άσκηση δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά αυτή η πραγματική απελευθέρωση της επιθυμίας). Κι ακόμα ως την πραγματική πατρότητα, κατ’ εικόνα της θεϊκής Πατρότητας, θυσιαστικής και απελευθερωτικής, η οποία χορηγεί το Πνεύμα.

Στην καρδιά των θεϊστικών μηδενισμών από Ανατολών όπως και του ανθρωπιστικού μηδενισμού της Δύσης (μιας Δύσης που γίνεται σήμερα πλανητική), η Εκκλησία του Αγίου Πνεύματος θα μαρτυρεί το αναλλοίωτο μυστήριο του προσώπου, προσώπου του Θεού στον άνθρωπο, προσώπου του ανθρώπου στον Θεό. «Ο Θεός έγινε άνθρωπος για να μπορέσει, ο άνθρωπος να γίνει Θεός»: «κατά χάριν», δηλαδή μέσω της ελευθερίας και μέσα στη θεωμένη ανθρωπότητα του Χριστού, μέσα στην ανθρωπότητά του τη διάπυρη από τη φωτιά του Πνεύματος.

Γνωρίζουμε πως αυτή η μάχη ζωής δεν θα τελειώσει παρά με την ένδοξη φανέρωση του Χριστού -«Μαρὰν ἀθᾶ ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ»-, με την εμφανή μεταμόρφωση του σύμπαντος και την εμφανή ήττα του θανάτου. Τίποτα από αυτά δεν θα μπορούσε να συμβεί χωρίς την αποφασιστική επέμβαση του Θεού που εμείς δεν μπορούμε να την επιβάλουμε: και να που απελευθερωνόμαστε από τους μεσσιανισμούς της ιστορίας και μόνο, από τους χιλιασμούς της βίας. «Ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου». Υπηρετούμε ένα Βασιλιά σταυρωμένο, αλλά και αναστημένο, που δεν παύει να μας ανοίγει, διά του Πνεύματος, αναπάντεχους δρόμους ανάστασης. Στη ζωή μας, όπως και στην ιστορία, το Πνεύμα μπορεί να μετατρέπει μια κατάσταση φαινομενικά απελπιστική σε δημιουργική, μπορεί να δίνει νόημα, με τον πασχάλιο Σταυρό, στο τυφλό πάθος των ανθρώπων.

Το Πνεύμα έρχεται σ’ εμάς μέσα στα «μυστήρια» της Εκκλησίας, το σύμπαν λοιπόν αποκαλύπτεται ως, Εκκλησία, η εκκλησιακή λειτουργία μας αποκαλύπτει τη συμπαντική λειτουργία, και ο εκκλησιακός άνθρωπος γίνεται ο μεγάλος λειτουργός της ύπαρξης. Το Πνεύμα έρχεται σ’ εμάς μέσα στην ταπεινή μυστική προφάνεια της καθημερινότητας, όταν ο Θεός μας μιλά με τα όντα, τα πράγματα, τις συναντήσεις. Έτσι όλα είναι ζωντανά -για πάντα- μέσα στον Αναστάντα: ο άνθρωπος ελευθερώνει την προσευχή των πραγμάτων, δέχεται το πρόσωπο του άλλου σαν ένα θαύμα.

Έτσι προγευόμαστε τη Βασιλεία, μέσα από τις σχέσεις των ανθρώπων, χάρη στη δυνατότητά τους να αγωνίζονται ακατάπαυστα, ξεκινώντας από τη ριζική νίκη του Χριστού πάνω στο θάνατο, ενάντια σε όλες τις μορφές θανάτου μέσα στην κοινωνία και στον πολιτισμό. Προγευόμαστε επίσης τη Βασιλεία μέσα στα σημεία της ιστορίας, στα έργα και στις συγκυρίες της. Και όποτε η ιστορία τείνει να ξανακλειστεί στον εαυτό της, μπετοναρισμένη από την ειδωλολατρία, το μαρτύριο είναι εκείνο που την ανοίγει ξανά προς το υπερβατικό, της μεταδίδει παρ’ όλα αυτά την ανάσα του Πνεύματος.

Υπήρξαν, υπάρχουν και τώρα, πολλοί μάρτυρες στον αιώνα μας. Ίσως λοιπόν, χάρη σ’ αυτούς, έρθουν οι καιροί των προσχεδίων, των προτάσεων, για ένα «θεανθρωπισμό». Η Εκκλησία, στο βαθμό που δεν συντρίβεται και δεν χρησιμοποιείται, αναζητά σήμερα μια καινούργια μορφή παρουσίας. Ούτε καταναγκαστικός κληρικαλισμός ούτε σύγχυση της Βασιλείας με μια οριστική επιτυχία εντός της ιστορίας ούτε αναδίπλωση σ’ ένα γκέτο που καταριέται τους εκτός και προκαλεί την κατάρα τους. Αλλά η ικανότητα της Εκκλησίας, και το καθήκον της, να διεκδικεί τη θέση της μέσα στην αστική κοινωνία, μια θέση ταπεινή αλλά σταθερή, έξω από πολιτικές κατηγοριοποιήσεις, ως μάρτυρας για το αναλλοίωτο πρόσωπο, για το σεβασμό που του οφείλεται, ζύμη επίσης για καθετί που προωθεί τη συνάντηση και τη φιλία ανάμεσα στους ανθρώπους. Εκκλησία του Θεού που έγινε άνθρωπος, και ως εκ τούτου συνείδηση των ανθρώπων, με τη διπλή αποστολή να ασκεί κριτική και να εμπνέει: να μάχεται τα είδωλα, να εμπνέει κάθε δημιουργία ζωής, δικαιοσύνης και ομορφιάς. Λόγος γυμνός, συχνά λοιδορούμενος, χωρίς άλλη δύναμη εκτός από τη συνάντηση με τη μυστική προσδοκία του ανθρώπου, αφού κάθε άνθρωπος είναι πλασμένος κατ’ εικόνα Θεού. Γιατί «η Εκκλησία είναι η καρδιά του κόσμου, ακόμα κι αν ο κόσμος αγνοεί την καρδιά του». Μπροστά στο μηδενισμό, οι χριστιανοί οφείλουν να αρθρώνουν τη ζωή ως τεράστια ευλογία. Μπροστά στις ισορροπίες του τρόμου, αυτή τη μνήμη θανάτου που έχει γίνει συλλογική. Οφείλουν να φτιάξουν το πρόπλασμα ενός «πολιτισμού ανθρώπων εν κοινωνία», να εγγράψουν μέσα στην κοινωνία και στον πολιτισμό εκείνες τις μορφές συνάντησης και ομορφιάς στις οποίες επεκτείνονται η εκκλησιακή κοινωνία και η λαμπρότητα της λατρείας. Όταν λέω οφείλουν, σκιαγραφώ ένα καθήκον, όχι μια ιδιοποίηση. Γιατί όλοι όσοι πιστεύουν πως το επείγον σήμερα είναι μια ηθική σεβασμού του άλλου, θα βρεθούν στο πλάι μας. Αυτό που κυρίως οφείλουμε, αναμφίβολα, είναι να δίνουμε μαρτυρία για τον ζωντανό Θεό ως ελευθερία και χαρά του ανθρώπου, είναι να κάνουμε την Εκκλησία ένα χώρο δημιουργικής χαράς και απελευθερωτικής φιλίας. Αυτό που κυρίως οφείλουμε είναι να μαρτυρούμε, ήδη από τώρα, την ανατροπή του θανάτου.

Ο Μαλρό, προς το τέλος της ζωής του, ευχόταν να έρθει ο προφήτης που θα τολμούσε να πει στα πλήθη: Δεν υπάρχει μηδέν! Αυτό όμως δεν είναι υπόθεση ενός προφήτη, είναι υπόθεση ολόκληρης της Εκκλησίας. Ολόκληρη η Εκκλησία οφείλει να μαρτυρεί αδιάκοπα: ανέστη Χριστός, και μηδέν δεν υπάρχει.

Olivier Clément, Οι καιροί που καλούν την Εκκλησία, Εκδ. Μαΐστρος, Αθήνα, 2004.

[1] Το επίθετο «εκκλησιακός», που αποδίδει το γαλλικό ecclesial, αναφέρεται στην Εκκλησία, όχι ως θεσμό ή καθίδρυμα, αλλά ως σύναξη προσώπων εν κοινωνία [Σ.τ.Ε.].