Menu Close

29/9/2022

Οι Άγιοι και το φυσικό περιβάλλον

Η θεώρηση της Δημιουργίας και η σχέση που καλλιεργεί με αυτήν τη Ορθόδοξη Εκκλησία αποδεικνύεται και αναδεικνύεται μέσα από τους βίους των αγίων. Οι άγιοι με τον τρόπο ζωής τους προβάλλουν αυτό το διαφορετικό ήθος της Ορθόδοξης διδασκαλίας, εκφράζοντας ένα βαθύτατο σεβασμό απέναντι σε ολόκληρη τη Δημιουργία του Θεού. Προσεύχονται και μετανοούν όχι μόνο για τον εαυτό τους, αλλά και για όλους τους ανθρώπους και όλη την κτίση,[1] γιατί διαθέτουν ανιδιοτελή αγάπη, η οποία αγκαλιάζει και αγιάζει ολόκληρη τη φύση, περιλαμβάνοντας ακόμη και την αγάπη προς το εχθρικό στοιχείο.[2] Όπως τονίζει ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος: Η καρδιά εκείνου που αγαπά καίγεται και πονά για όλη την κτίση, για τους ανθρώπους, για τα ζώα και τα άγρια πουλιά, ακόμη και για τους δαίμονες και για κάθε κτίσμα. Η καρδιά αυτή κάθε στιγμή και κάθε ώρα προσεύχεται αδιαλείπτως για να τα περισκέπει και να τα προστατεύει ο Δημιουργός Θεός. Με την ανάμνηση και τη θέα τους τρέχουν από τα μάτια του ανθρώπου δάκρυα. Από την πολλή και σφοδρή αγάπη που συνέχει την καρδιά του, δεν μπορεί να ανεχθεί ή να ακούσει ή να δει κάποια καταστροφή, ή κάποια μικρή λύπη να γίνει μέσα στην κτίση. Γι’ αυτό και για τα άλογα ζώα και για τα ερπετά και για τους εχθρούς της αληθείας και γι’ αυτούς που τον βλάπτουν, κάθε στιγμή προσφέρει προσευχή και δάκρυα, για να τους διαφυλάξει και να τους ελεήσει ο Θεός».[3]

Έχοντας κατά νου τις τραγικές συνέπειες της παρακοής και της πτώσης των Πρωτοπλάστων, οι άγιοι δίνουν μεγάλη σημασία και προσοχή στην υπακοή στο θέλημα και τις εντολές του. Θεού.[4] Θεωρούν ότι ο εκούσιος αγώνας ενάντια στο ίδιον θέλημα και τον εγωισμό, που αποτέλεσαν την αιτία της πτώσεως των Πρωτοπλάστων αλλά και την πηγή κάθε αμαρτίας, θα επιτευχθεί μέσω της άσκησης, της εγκράτειας, της πτωχείας, της νηστείας και της αγρυπνίας, διότι μέσω αυτών μειώνεται η εξάρτηση από τα υλικά αγαθά.[5] Αυτό δεν ερμηνεύεται ως αποστροφή κατά της ύλης ή του φυσικού περιβάλλοντος, όπως προαναφέρθηκε, αλλά με τη στάση αυτή αποβλέπουν στην αποδέσμευση από τις περιττές απαιτήσεις και τις παράλογες επιθυμίες, που οδηγούν στην κατάχρηση της Δημιουργίας.[6] Δεν καταχρώνται λοιπόν ούτε σπαταλούν άσκοπα τα υλικά αγαθά, αντίθετα χρησιμοποιούν μόνο τα απολύτως απαραίτητα, προκειμένου να ικανοποιήσουν τις πραγματικές τους ανάγκες και όχι τις πλασματικές της πολυτέλειας και της απόλαυσης.[7]

Ειδικά οι αναχωρητές, παραμένοντας μέσα στη φύση και μακριά από τον κόσμο, είχαν την ευκαιρία να αγαπήσουν τη φύση και κατ’ επέκταση τον Θεό και Δημιουργό της.[8] Αποτασσόμενοι την κοσμική άνεση και ζώντας βίο γεμάτο «κόπον»,[9] με λιτότητα ως προς την τροφή και την ενδυμασία, αποφεύγοντας κάθε τι που προκαλεί ηδονή και ευχαρίστηση, μαθαίνουν να εκτιμούν και πλησιάζουν περισσότερο τη φύση. Η έξοδος αυτή σημαίνει ότι «αναλαμβάνουν» τη φύση και τη συμφιλιώνουν με τον εαυτό τους.[10] Δέχονται τον κόσμο «ευχαριστιακά», ως δώρο του Θεού προς τον άνθρωπο και παίρνουν έτσι ορθή στάση απέναντί του, όχι ως κυρίαρχοι αλλά ως οικονόμοι, σε μια αρμονική σχέση μαζί του.[11] Αποτελούν στην ουσία ζωντανό παράδειγμα ότι είναι εφικτή μια τέτοια σχέση ανθρώπου και κόσμου.

Με τον τρόπο ζωής τους αποκτούν παρρησία ενώπιον του Θεού και δια της προσευχής τους τα στοιχεία της φύσης υποτάσσονται σ’ αυτούς. Οι άνθρωποι, αναγνωρίζοντας αυτή την πραγματικότητα, σε περιπτώσεις ανομβρίας ή λειψυδρίας, επιδρομές βλαπτικών για τις καλλιέργειες εντόμων ή ασθένειες ζώων, καταφεύγουν στη μεσιτεία των αγίων για την απαλλαγή τους από τη μάστιγα.[12]

Τα αγιολογικά κείμενα μας προσφέρουν αμέτρητα παραδείγματα συμφιλίωσης του ανθρώπου με τη φύση. Στη ζωή πολλών αγίων είναι φανερή η αρχέγονη οικειότητα με το φυσικό κόσμο και στο Γεροντικό και στα συναξάρια, αναφέρονται ιστορίες οσίων μοναχών που είχαν αποκτήσει με τη χάρη του Θεού, λόγω της αγιότητάς τους, εξουσία πάνω στα στοιχεία της φύσης.

Χαρακτηριστικότερα αλλά και ενδεικτικά σημεία αγιότητας θεωρούνται εκείνα τα οποία περιγράφουν την ικανότητα επικοινωνίας των ανθρώπων με τα άγρια θηρία και τα ζώα γενικότερα. Σύμφωνα με τον αββά Ισαάκ το Σύρο, τα ζώα παύουν να είναι άγρια προς τον άνθρωπο όταν οσφραίνονται το άρωμα της αγιότητας. Παρακάτω σημειώνουμε μερικά τέτοια παραδείγματα από τη ζωή διαφόρων αγίων.

Ο Θεός φροντίζει μέσω άλλων δημιουργημάτων Του για την τροφή και τις ανάγκες αυτών που δεν μεριμνούν και έχουν αφιερώσει τη ζωή τους σε Εκείνον. Ο όσιος Παύλος ο Θηβαίος (3ος αι. μ.Χ.), καθημερινά ελάμβανε το ψωμί του από ένα κοράκι. Όταν τον επισκέφθηκε ο Μέγας Αντώνιος, το κοράκι έφερε διπλή ποσότητα ψωμιού. Όταν τον ξαναεπισκέφθηκε μετά από μερικούς μήνες τον βρήκε νεκρό και δύο λιοντάρια έστεκαν κοντά στον τάφο του, τον οποίο τα ίδια με τα νύχια τους είχαν σκάψει.[13]

Η οικειότητα των αγίων με τα άγρια ζώα αποτελεί τόσο συνηθισμένο φαινόμενο στην καθημερινή τους ζωή, ώστε δεν φοβούνται τίποτε, αντίθετα τα χρησιμοποιούν χωρίς ενδοιασμούς σε κάθε τους ανάγκη.[14] Ο Όσιος Ζωσιμάς, προσπαθώντας να σκάψει στο σκληρό χώμα προκειμένου να ενταφιάσει το νεκρό σώμα της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, αισθάνθηκε ανήμπορος. Τότε είδε να στέκεται μπροστά στα πόδια της ένα λιοντάρι. Θεωρώντας το γεγονός ως θεϊκό σημείο, παρακάλεσε το λιοντάρι να κάψει με τα νύχια του το λάκκο αντί για εκείνον και να τον βοηθήσει στην ταφή.[15] Και ο Άγιος Γεράσιμος ο Ιορδανίτης ανταποκρίθηκε χωρίς φόβο στην παράκληση ενός τραυματισμένου λιονταριού για βοήθεια Το περιποιήθηκε και αυτό σε αντάλλαγμα έμεινε κοντά του για όλη τη ζωή του και τον υπηρετούσε. Γι’ αυτό και εικονίζεται στην Ορθόδοξη εικονογραφία έχοντας δίπλα του ένα λιοντάρι. Μάλιστα το λιοντάρι ξεψύχησε πάνω στον τάφο του αγίου, θέλοντας να δείξει σύμφωνα με τον Ιωάννη Μόσχο, ότι «ο Θεός θέλει να δοξάσει όσους Τον δοξάζουν όχι μόνο στη ζωή τους, αλλά και μετά θάνατον και να δείξει ποια υποταγή είχαν τα θηρία στον Αδάμ, πριν αυτός παρακούσει την εντολή και ξεπέσει από την παραδείσια απόλαυση».[16]

Είναι παροιμιώδης η ελεήμων διάθεση του αββά Ιωάννου του ευνούχου, όχι μόνο προς τους ανθρώπους, αλλά και προς τα ζώα. Κάθε πρωί, αφού τάιζε όλα τα σκυλιά του μοναστηριού, «έβαζε σιμιγδάλι στα μικρά μυρμήγκια, στάρι δε στα μεγάλα, έβρεχε και παξιμάδια και τα έριχνε στις αυλές για να φάνε τα πουλιά».[17]

Ο Άγιος Μόδεστος, Αρχιεπίσκοπος Ιεροσολύμων, είχε μια αγαπητική σχέση με τα ζώα. Αναφέρεται στο συναξάρι του ότι ανέστησε τα δηλητηριασθέντα ζώα κάποιου Ιεροσολυμίτη. Γι’ αυτό και θεωρείται προστάτης των ζώων. Σώζεται στο ευχολόγιο της Εκκλησίας «εὐχὴ εἰς κτήνη» επ’ ονόματί του.

Σύμφωνα με τον συναξαριστή, τα άγρια ζώα εμπιστεύονταν τον μάρτυρα Άγιο Μάμα και του επέτρεπαν να τα αρμέγει. Από το γάλα τους έπηζε τυρί, το οποίο και μοίραζε στους πτωχούς, ασκώντας συγχρόνως την αρετή της φιλοζωίας και της φιλανθρωπίας.

Ο Όσιος Μακάριος Αλεξανδρείας φθάνει στο σημείο να αυτοτιμωρείται μέσα στο έλος για μισό χρόνο περίπου, με αποτέλεσμα να υποφέρει από τα κουνούπια που βρίσκονταν εκεί, γιατί φόνευσε κάποιο κουνούπι χωρίς αιτία.[18]

Ο Όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ, με την απόλυτη υπακοή του στο θέλημα του Θεού, είχε φθάσει σε τέλεια απάθεια, στην κατάσταση του προπτωτικού ανθρώπου, γι’ αυτό και είχε συμφιλιωθεί απόλυτα με όλη τη φύση. Τα ζώα, άγρια και ήμερα, υποτάσσονταν σ’ αυτόν όπως και στον Αδάμ. Όπως αναφέρουν μαρτυρίες από τη ζωή του, λαγοί, αλεπούδες, λύκοι και αρκούσες ακόμη, συγκεντρώνονταν τα μεσάνυχτα γύρω από την είσοδο του κελιού του, περιμένοντας ήρεμα και ειρηνικά να τελειώσει ο άγιος την προσευχή του και να βγει να τους δώσει ψωμί που πάντα κρατούσε γι’ αυτά. Διάφορα πρόσωπα επίσης ομιλούν για μια αρκούσα που υπήκουε τις διαταγές του και του έκανε διάφορα θελήματα, όπως για παράδειγμα έφερνε μέλι όταν υπήρχε κάποιος επισκέπτης. Τα παιχνίδια της αρκούδας τον ευχαριστούσαν ιδιαίτερα και πολύ τον διασκέδαζαν.[19]

Ο πολύ πρόσφατος Όσιος Σιλουανός ο Αθωνίτης έδειχνε μεγάλη φροντίδα για τα φυτά και θεωρούσε αδιανόητη κάθε τραχύτητα, η οποία θα τους προξενούσε την οποιαδήποτε βλάβη, ούτως ώστε ακόμη κα τα χόρτα στα μονοπάτια ή τα φύλλα των δέντρων απέφευγε να κόβει «άνευ ανάγκης», χωρίς όμως ποτέ να φθάνει σε προσκόλληση για τα πράγματα ετούτα της κτίσης. Όπως έλεγε, «το Άγιο Πνεύμα διδάσκει την αγάπη για όλα και η ψυχή συμπάσχει με κάθε ύπαρξη. Αγαπάει ακόμη και τους εχθρούς και λυπάται ακόμη και τα δαιμόνια, διότι ξέπεσαν από το αγαθό…»[20]

Ο Άγιος Νεκτάριος Μητροπολίτης Πενταπόλεως έδειχνε μεγάλη αγάπη και φροντίδα εκτός από τους ανθρώπους για τα φυτά και τα δέντρα. Ως διευθυντής της Ριζαρείου περιποιούνταν προσωπικά τον κήπο της σχολής. Λέγεται ότι κάθε πρωί, πριν από την Ακολουθία του Όρθρου, ο Άγιος έσκαβε τον κήπο, φύτευε νέα λουλούδια και δέντρα και παρακολουθούσε την αύξηση των ήδη υπαρχόντων, αποδεικνύοντας έμπρακτα την αγάπη του προς τη φύση. Κατά προφορική μαρτυρία της μακαριστής Γερόντισσας της Ιεράς Μονής Αγίου Μηνά, Νεκταρίας, ανήμερα το Πάσχα έστελνε ο άγιος μία Μοναχή μαζί με τα παιδιά που φιλοξενούνταν στο Μοναστήρι του να ψάλουν στο βουνό το «Χριστός Ανέστη», για να το ακούσει όλη η φύσις…

Επίσης, σύγχρονοι άγιοι γέροντες, διατηρούσαν μια ζωντανή επαφή με το φυσικό περιβάλλον και με τα ζώα. Ο γέροντας Πορφύριος, ο οποίος έφυγε από την επίγεια ζωή το 1991, είχε μέριμνα για όλους τους ανθρώπους, γνωστούς και αγνώστους, και ταυτόχρονα αγάπη για όλη τη Δημιουργία. Αγαπούσε την κτίση, θαύμαζε την αρμονία της, φρόντιζε τα δέντρα, τα λουλούδια, εξημέρωνε άγρια πουλιά, θεράπευε τα ζώα. Συνήθιζε να λέει ότι «οι ομορφιές της φύση είναι οι μικρές αγάπες που μας οδηγούν στο Θεό και ότι η ίδια η φύση είναι μυστικό ευαγγέλιο».[21]

Ο γέροντας Αμφιλόχιος Μακρής στην Πάτμο, τη δεκαετία του ’60, συνήθιζε να λέει: «Ξέρετε ότι ο Θεός έχει δώσει κι άλλη μια εντολή που δεν είναι καταγεγραμμένη στην Αγ. Γραφή; Είναι η εντολή “Αγαπάτε τα δέντρα”. Όποιος δεν αγαπάει τα δέντρα δεν αγαπάει το Χριστό. Όταν φυτεύετε δέντρα, φυτεύετε ελπίδα, φυτεύετε αγάπη, φυτεύετε ειρήνη και θα λάβετε την ευλογία του Θεού». Όταν άκουγε την εξομολόγηση των ντόπιων, συνήθιζε ως επιτίμιο να τους βάζει να φυτεύουν δέντρα και στη συνέχεια να τα περιποιούνται. Έτσι χάρη στη δική του συμβολή το κέντρο του νησιού δεν είναι τοπίο γυμνό αλλά γεμάτο δέντρα, που τα ονομάζουν «αμφιλοχίες».[22]

Αναφέρεται για το γέροντα Παΐσιο τον Αγιορείτη ότι συνομιλούσε και περιποιούταν πουλιά, ακόμη και φίδια.[23] Ένας άλλος Αγιορείτης, ο παπα-Τύχων, δεχόταν τακτικές επισκέψεις από μια αλεπού και μοιραζόταν το λιγοστό φαγητό του µε τα άγρια ζώα, ενώ ευχαρίστως άφηνε τα έντομα να «θηλάζουν» το αίμα του ανενόχλητα.[24]

Όσον αφορά στη σχέση των αγίων µε τους ανθρώπους, χαρακτηρίζονταν από απέραντη ανιδιοτελή αγάπη, ακολουθώντας το πρότυπο του Χριστού. Μοιράζονταν µε τους άλλους τα υλικά αγαθά που είχαν στα χέρια τους, κρατώντας για τον εαυτό τους µόνο τα απολύτως απαραίτητα, διότι τα θεωρούσαν δώρα του Θεού. Στη διδασκαλία τους τόνιζαν ότι το να μάθει κανείς να μοιράζεται, να δίνει, μαζί µε την ασκητική ζωή, όχι µόνο τον απελευθερώνει από τα πάθη αλλά και τον κάνει άνθρωπο. Όταν προσφέρουμε στο συνάνθρωπό ότι µας περισσεύει, αποφεύγουμε το εσωτερικό κενό, τη ματαιοδοξία και την κενότητα, το άγχος του ανταγωνισμού (της επιβολής της παρουσίας µας δια των περισσότερων υλικών αγαθών που κατέχουμε) και της άμιλλας για απόκτηση περισσότερων υλικών αγαθών.[25]

π. Ευάγγελος Μαρκαντώνης, Η θρησκευτική αγωγή και η εκπαίδευση για το περιβάλλον και την αειφορία, εκδ. Χρήστος Ε. Δαρδανός, Αθήνα, 2013.

[1] Βλ. Μπαλατσούκας Σ., Οι Άγιοι και το Φυσικό Περιβάλλον, εκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 39.

[2] Μπαλατσούκας Σ., Οι Άγιοι και το Φυσικό Περιβάλλον, εκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 180.

[3] Βλ. Ισαάκ Σύρου, Σωζόμενα ασκητικά, (μτφρ. Καλλινίκου Παντοκρατορινού), εκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1976, Λόγος ΠΑ΄, σ. 381 ( σε ελεύθερη απόδοση).

[4] Μπαλατσούκας Σ., Οι Άγιοι και το Φυσικό Περιβάλλον, εκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 52.

[5] Ακολουθώντας το «νεκρώσατε τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, … καὶ τὴν πλεονεξία ἥτις ἐστὶ εἰδωλολατρεία»(κολ. 3, 5).

[6] Μπαλατσούκας Σ., Οι Άγιοι και το Φυσικό Περιβάλλον, εκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 67.

[7] Ό.π., σ. 180.

[8] Ό.π., σ. 82.

[9] Η βασιλεία των ουρανών κληρονομείται μέσα από θλίψεις και στενοχωρίες.

[10] Μπαλατσούκας Σ., Οι Άγιοι και το Φυσικό Περιβάλλον, εκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 96.

[11] Βλ. ό.π., σ. 180.

[12] Μπαλατσούκας Σ., Οι Άγιοι και το Φυσικό Περιβάλλον, εκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 140.

[13] Βλ. Συναξάριο 15ης Ιανουαρίου.

[14] Μπαλατσούκας Σ., Οι Άγιοι και το Φυσικό Περιβάλλον, εκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 147.

[15] Σωφρονίου Ιεροσολύμων, Βίος οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, εκδ. Ι.Μ. Σταυρονικήτα, Άγιον Όρος 1987, σ. 93.

[16] Ιωάννου Μόσχου, Λειμωνάριον, (μτφρ. Μον. Θεολόγου Σταυρονικητιανού), εκδ. Ι.Μ. Σταυρονικήτα, Άγιον Όρος 1983, σ. 120.

[17] Ὀ.π., σ. 203.

[18] Παλλαδίου, Λαυσαϊκή Ιστορία, Μτφρ.-Εισαγωγή-Σχόλια Ν Μπουγάτσος-Δ. Μπατιστάτος, Εκδ. Τήνος Αθήναι, Β΄ έκδοση, τόμος Α΄, σ. 103. «Ενώ κάθονταν τις πρωινές ώρες στο κελί του, ένα κουνούπι στάθηκε στο πόδι του και τον τσίμπησε. Επειδή ο γέροντας πόνεσε, το έλιωσε με το χέρι του, το οποίο γέμισε αίμα. Επειδή όμως κατηγόρησε τον εαυτό του ότι με την πράξη του εκδικήθηκε το κουνούπι, αυτοκαταδικάτηκε να καθίσει γυμνός στο έλος της σκήτης, το οποίο βρισκόταν στη φοβερή έρημο, όπου τα κουνούπια είναι μεγάλα σαν σφήκες και τρυπούν με τα τσιμπήματά τους και τα δέρματα των αγριόχοιρων. Με αυτόν τον τρόπο όλο του το σώμα καταφαγώθηκε και πρήσθηκε τόσο που μερικοί νόμισαν ότι έπαθα ελεφαντίαση. Όταν λοιπόν επέστρεψε στο κελί του μετά από έξι μήνες αναγνωρίστηκε από τους άλλους ασκητές μόνο από τη φωνή ότι είναι ο Μακάριος».

[19] Μπότσης Π., Διδαχές οσ. Σεραφείμ του Σάρωφ, β΄ έκδοση, Αθήναι 1984, σ. 28.

[20] Σωφρονίου (Σαχάρωφ) Αρχιμ., Ο Όσιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, έκδ. Ι. Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής Τιμ. Προδρόμου Essex, έκδ. Στ΄, σ. 117 και σς. 582-583.

[21] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου – Βίος και Λόγοι, εκδ. Ι. Μονής Χρυσοπηγής, Χανιά 2002, σ. 448.

[22] Βλ. Wear K. επισκ. Διοκλείας, Οικολογική κρίση και ελπίδα, (μτφρ. Π. Τσαλίκη, Ε. Τσιγκρή, Ν. Χριστοδούλου και πρόλογος Θ. Νάντσου), εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2008, σ. 43.

[23] π. Καποδίστριας Π., Κεφάλαια Θεολογίας του Περιβάλλοντος, εκδ. Ι. Μητρ. Ζακύνθου, Ζάκυνθος 2006, σ. 79.

[24] Παϊσίου μον. Αγιορείτου, Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα, εκδ. Ι. Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης 1993, σ. 29.

[25] Μπαλατσούκας Σ., Οι Άγιοι και το Φυσικό Περιβάλλον, εκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 177.