Menu Close

Ο Ιερός Κλήρος κατά την περίοδο της κατοχής

Κλήρος κατά την περίοδο της κατοχής

Η ιταμή εισβολή των Ιταλών εναντίον της Πατρίδος μας και τα μαύρα χρόνια της Κατοχής γίνονται αφορμή να αποκαλυφθούν τα πατριωτικά χαρίσματα και η ελπίδα της πίστης του ιερού Κλήρου. Οι Ιερείς, κάτω από τον βαρύ αχό των όπλων και το βουητό των σειρήνων, τελούν καθημερινά τις Ακολουθίες στις Εκκλησίες. Ποιος δεν θυμάται την κοσμοπλημμύρα, η οποία κατά την θύελλα εκείνη γινόταν στους ναούς, για να κλάψουν οι Έλληνες στους οίκους των Πατέρων τους, για να αντλήσουν δύναμη, ελπίδα και θάρρος.

Προσεύχονται για τους αγωνιζόμενους στρατιώτες και τις οικογένειές τους. Εκφωνούν πύρινους λόγους, με τους οποίους ενθαρρύνουν και παρηγορούν. Συμμετέχουν στις διάφορες Επιτροπές των μετόπισθεν. Γίνονται οι εμψυχωτές και παρηγορητές των οικογενειών εκείνων, των οποίων οι σύζυγοι και τα παιδιά έπεσαν μαχόμενοι υπέρ της Πατρίδος στο πεδίο της τιμής και του καθήκοντος. Συμμετέχουν και μοιράζονται την κατοχική πείνα και δυστυχία με το ποίμνιό τους. Βοηθούν όσο μπορούν, με όλες τους τις δυνάμεις για την αντιμετώπιση της πείνας και της δυστυχίας. Είναι μεταξύ των πρωτεργατών για την απελευθέρωση της κατεχόμενης και δοκιμαζόμενης Πατρίδος. Στην πρώτη γραμμή του Αγώνος. Στο Μέτωπο, στις μυστικές ομάδες της Αντίστασης, στα νοσοκομεία, στα σανατόρια, στα σχολεία, στις φυλακές, στα υπόγεια της Γκεστάπο, στα στρατόπεδα, τους τόπους εκτελέσεως, στα ολοκαυτώματα, στα συσσίτια, στις διαμαρτυρίες… Παντού. Μέρα και νύχτα.

Κάθε φορά που δινόταν στον κατακτητή ευκαιρία από αυτό ή εκείνο το πρόσχημα, από αυτή ή εκείνη την αφορμή, στρεφόταν κατά των ιερέων, για να καλλιεργήσει τον φόβο και τον πανικό στον λαό. Αγαθοί λευίτες, νέοι και πρεσβύτεροι στην ηλικία, Μοναχοί, Διάκονοι, Πρεσβύτεροι, Ιερομόναχοι, Επίσκοποι, πλήρωσαν με το αίμα τους την προσήλωσή τους στην Πατρίδα, στην ελευθερία και στην αξιοπρέπεια, στο καθήκον και στο χρέος. Άλλοι εκτελέσθηκαν κατά τον πλέον απάνθρωπο τρόπο, άλλοι απέθαναν από τις κακουχίες, τις στερήσεις και τα βασανιστήρια, άλλοι φυλακίσθηκαν, κακοποιήθηκαν, υπέμειναν απερίγραπτο όργιο βασανισμών, εξορίσθηκαν στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, απήχθησαν ως όμηροι σε εχθρική γη, είδαν τα παιδιά και τις συζύγους τους να κακοποιούνται και να δολοφονούνται μπρος στα μάτια τους, εξευτελίσθηκαν και λοιδωρήθηκαν. Υπέστησαν τα πάνδεινα, μα δε λύγισαν. Τρέφονταν με λίγο ξερό ψωμί που βρέχανε με το αίμα και το δάκρυ τους. Παρέμειναν πιστοί άχρι θανάτου στην παράδοση του Γένους. Και ήσαν πολλοί. Ήταν τον νέφος των μαρτύρων και των ηρώων της Φυλής. Για να αποδείξουν με την ζωή τους, για μια φορά ακόμα, ότι ποτέ η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είχε μείνει μακρυά από τους Εθνικούς αγώνες του Ελληνικού λαού.[1]

Αριθμός 57.754

Ο Αρχιμανδρίτης Δαμασκηνός Χατζόπουλος, μετέπειτα Μητροπολίτης Τριφυλίας και Ολυμπίας και στη συνέχεια Δημητριάδος, που οδηγήθηκε σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως με αριθμό κρατουμένου 57.754,[2] θα γράψει για την κόλαση του Νταχάου και την απάνθρωπη μεταχείριση των κληρικών κρατουμένων.

«Οὐδεὶς ἐξ αὒτῶν διετήρησε τὸ ἱερὸν του σχῆμα. Μὲ ἀδαμιαίαν περιβολὴν πάντες ἅμα τῇ εἰσόδῳ των εἰς τὸ στρατόπεδον, ὡδηγοῦντο εἰς τὸ λουτρὸν διὰ νὰ ὑποστοῦν τὴν δοκιμασίαν καὶ τὸν ἐξευτελισμὸν τοῦ ξυρίσματος τῆς κεφαλῆς, μύστακος, γενείου καὶ ἀποκρύφων μερῶν ὑπὸ τοὺς σαρκαστικοὺς γέλωντας

τῶν σαδιστῶν Ἔς-Ἔς καὶ τοὺς χλευασμούς, οὐχί σπανίως δὲ καὶ τὰ ραπίσματα καὶ λακτίσματα αὐτῶν καὶ τῶν ἄλλων καταδίκω».[3]

Στο Χαϊδάρι, ξύριζαν τη γενειάδα των Κληρικών, τους αφαιρούσαν τα ράσα και τους επέβαλαν σε βαρύτατες χειρονακτικές εργασίες. Ο Γερμανός Δήμιος Ρομτόσκυ, ο αποκαλούμενος Δράκος του Χαϊδαρίου, τους έλεγε χαρακτηριστικά: «Εγώ είμαι ο Θεός σας…». Παρά ταύτα, οι φυλακισμένοι Ιερείς μας, εκεί στην φυλακή με τα δεσμά τους, επιτελούσαν μεγάλο ποιμαντικό έργο: «…Οι ιερείς μας αυτοί,, τόνωναν τους φυλακισμένους. Συμπροσευχόντουσαν με τους φυλακισμένους. Ο παπάς στο κελί ήταν για κάθε φυλακισμένο πατέρας και μάνα. Καρδιά π’ ακουμπούσαν μ’ εμπιστοσύνη. Ο Άγγελος της φυλακής, που τους μηνούσε ότι ο Θεός υφαίνει τη λευτεριά τους με τα βάσανά τους».[4]

Η θεία Λειτουργία στις φυλακές

Μα το πιο μεγάλο, το πιο αληθινό δώρο των φυλακισμένων ιερέων προς τους συγκρατουμένους τους ήταν η θεία Λειτουργία που τελούσαν.

«…Από καιρού σε καιρό οι δεσμοφύλακες άφηναν τους φυλακισμένους να εκκλησιάζωνται. Κάθε Κυριακή και μεγάλη γιορτή, στο προαύλιο των φυλακών ή μέσα σε ένα μεγάλο θάλαμο εγίνετο η λειτουργία από τον πιο ηλικιωμένο παπά, με συλλειτουργούς τους άλλους φυλακισμένους ιερωμένους. Δεν υπήρχε ιερό, δεν υπήρχαν άμφια, δεν υπήρχαν κεράκια και δισκοπότηρα για τα Άγια των Αγίων. Υπήρχε όμως μία βαθειά, απαράμιλλη πίστις που έκανε το περίεργο εκείνο εκκλησίασμα πιο ευλαβικό, πιο συγκινημένο, πιο βαθειά παραδομένο στην παραμυθητική επίδραση της Θρησκείας. Είναι χαρακτηριστικό ότι κάθε λειτουργία ετελείωνε με το “Τῇ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια”, που το έψαλλον όλοι μαζί…

»Μια λειτουργία που εψάλη στις Ιταλικές φυλακές των Αθηνών είναι η Λειτουργία της 15ης Αυγούστου 1943. …Ήθελαν οι φυλακισμένοι να δείξουν με κάποιον τρόπο, ότι δεν ξεχνούσαν πως εδώ και τρία χρόνια οι σημερινοί των δεσμοφύλακες είχαν διαπράξει το αξέχαστο εκείνο έγκλημα της “Έλλης”. Εσκέφθησαν αρκετά και ευρήκαν ένα αληθινά χαριτωμένο τρόπο. Ο λόγος που υπενθύμιζε τον αισχρό τορπιλισμό του Ελληνικού καταδρομικού μπροστά από τον πανηγυρίζοντα Ναό της Ευαγγελιστρίας της Τήνου, εγγράφηκε με ψιλά-ψιλά γράμματα… και ο ιερωμένος, ωραία μορφή Έλληνος αγωνιστού της ελευθερίας, εδέχθηκε πρόθυμα και με ευχαρίστηση μάλιστα να “ψάλη” τον έντονο αυτό αντιϊταλικό λόγο, σαν μια συνέχεια του Ευαγγελίου της ημέρας. Έτσι όλοι οι φυλακισμένοι άκουσαν με βαθεία συγκίνηση την υπόμνηση του μεγάλου Ιταλικού εγκλήματος να ψέλνεται από τον παπά, ενώ οι Ιταλοί δεσμοφύλακες παρακολουθούσαν, χωρίς να καταλάβουν τίποτε.

»Ίσως να ήταν οι φυλακές αυτές το μόνο μέρος της υπόδουλης Ελλάδος, όπου κάτω από την απειλή των στημένων στις σκοπιές Ιταλικών πολυβόλων, ετιμήθη η επέτειος της ανάνδρου Ιταλικής επιθέσεως.

»Οι φυλακισμένοι παπάδες, ηγούμενοι, καλογήροι, φυσικοί παραστάται των βασανισμένων και των μελλοθανάτων, έπαιρναν τις στιγμές εκείνες τον χαρακτήρα και την σημασία, που είχαν οι μαθηταί των Αποστόλων του Ναζωραίου στους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού, τους αιώνες των κατακομβών και των διώξεων…»[5]

Η διακονία στις Φυλακές

Όμως «τὴν δυσμενῆ διὰ τὴν ἀνθρωπίνην ἐλευθερίαν ἀντίληψιν, τὴν ὁποίαν προξενεῖ πᾶσα φυλακή», γλύκαινε όχι μόνο η παρουσία των Ιερέων αλλά και των γυναικών Μοναχών, από την Ιερά Μονή Αγίου Ιεροθέου Μεγάρων, που διακονούσαν τις κρατούμενες γυναίκες και τα παιδιά τους στις γυναικείες φυλακές της Εμπειρικείου Σχολής.[6]

Η μαρτυρική θυσία του παπαδάσκαλου Δημητρίου Βαστάκη

Ο π. Δημήτριος ήταν Εφημέριος και Δημοδιδάσκαλος του Μεγάλου Χωριού Ευρυτανίας. Με την κήρυξη του πολέμου του ανατίθεται η Διεύθυνση του Ταχυδρομικού γραφείου σε αντικατάσταση του στρατευθέντος τηλεγραφητού. Γίνεται μέλος της μυστικής αντιστασιακής ομάδος ΒΥΡΩΝΕΣ. Οι ΒΥΡΩΝΕΣ ήταν μονάδα μυστικού πολέμου με τα κρυπτογραφικά στοιχεία Ν.Ν. 707 του Συμμαχικού Στρατηγείου Μέσης Ανατολής, εξαρτώμενη από την Βρετανική Υπηρεσία «Αντβάνς Φόορς 133».[7] Περιέθαλπε Βρετανούς στρατιώτες[8] και ήταν εφοδιασμένος με ασύρματο, στον οποίο τον εκπαίδευσε Υπολοχαγός με το ψευδώνυμο Γιάννης Γρυπάρης.[9] Κάθε Σάββατο, σε απογευματινή ώρα, άκουγε την ελληνική ραδιοφωνική εκπομπή του B.B.C. του Λονδίνου, για να μεταφέρει τα νέα στους άλλους Έλληνες. Στις 18 Δεκεμβρίου 1942, ο Ιταλικός στρατός Κατοχής πήγε στο Μεγάλο Χωριό. Ο ηρωικός Ιερεύς μετείχε στην Επιτροπή υποδοχής προς διάσωση του χωριού. Τον συνέλαβαν, με άλλους δώδεκα ενορίτες του, και τον βασάνισαν, για επτά ημέρες, απάνθρωπα. Εκείνος, κυλισμένος από τα βασανιστήρια στη γη, έκανε το σημείο του Σταυρού. Τον άφησαν γυμνό, χωρίς ράσο. Το πρόσωπό του παραμορφωμένο, χωρίς γένια και καταματωμένο. Τον έκαψαν ζωντανό στις 24 Δεκεμβρίου 1942.[10]

Το μαρτύριο του Ιερέως Αθανασίου Τόσκα

Ο μαρτυρικός Κληρικός ήταν Εφημέριος του χωριού Κυδωνιές Γρεβενών. Στις 7 Ιουλίου 1944, ενώ οι κάτοικοι του χωρίου του έφευγαν στα βουνά, για να σωθούν από την καταστροφική επιδρομή των Γερμανοβουλγάρων, ο π. Αθανάσιος παρέμεινε, ελπίζοντας ότι η παρουσία του θα απέτρεπε την πυρπόληση του χωριού. Όμως οι επιδρομείς όχι μόνο πυρπόλησαν το χωριό, αλλά και τον οδήγησαν δέσμιο έξω από το χωριό, στην θέση «Παληοχέρωνα», τον κατακρεούργησαν. Το σώμα του βρέθηκε μετά από λίγες ημέρες. Τα χέρια και τα ώτα είχαν αποκοπεί. Η γενειάδα είχε ξεριζωθεί. Στο στήθος και στα νώτα έφερε πολλά χτυπήματα με μαχαίρι.[11]

Στην μάχη του Νικολίτσε – 15 Νοεμβρίου 1940

Σύμφωνα με την μαρτυρία του Συνταγματάρχου Πεζικού Βασιλείου Παναγιωτόπουλου, Διοικητού του 68ου Συντάγματος Πεζικού, ο έφεδρος Ανθυπολοχαγός Ιερεύς Λαδάς Γεώργιος, Εφημέριος του Ναού των Εισοδίων της Θεοτόκου Καρβελίων Μεσσηνίας, υπηρέτησε στο Σύνταγμα (ζώνη πρόσω) από την έναρξη των επιχειρήσεων μέχρι το τέλος. Του απενεμήθη το μετάλλιο Νίκης, διότι «παρέσχεν» συνεχώς παράδειγμα ευψυχίας και φιλοπατρίας εμψυχώνοντας τους άνδρες. Κατά την μάχην «Νικολίτσε», στις 15 Νοεμβρίου 1940μ έσπευσε με δική του πρωτοβουλία, διαρκούντος του αγώνος, στο 3ο Τάγμα και ανήλθε μετά του Υποδιοικητού και των πρώτων κλιμακίων του Τάγματος στην κορυφή 1827 του Μοράβα διανυκτερεύσας εκεί, υπό το εχθρικό πυρ και εμπνέων με το παράδειγμά του την καρτερία, την αυτοθυσία και την αφοσίωση προς την Πατρίδα.[12]

Συλλογικό, Μνήμες και μαρτυρίες από το ’40 και την Κατοχή: η προσφορά της Εκκλησίας το 1940-1944, Κλάδος Εκδόσεων Επικοινωνιακής και Μορφωτικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα, 2000

[1] «…Σ’ όλες τις φυλακές», γράφει ο Αχιλλέας Κύρου, «ήταν αρκετοί παπάδες και καλόγεροι, που είχαν συλληφθή από τους Βουλγάρους, για την συμμετοχήν των στην Εθνική Αντίσταση». Α. Κύρου, Σκλαβωμένοι νικηταί, Αθήναι 1945, σελ. 78. Α. Απελεύθερου, Εθνική Αντίσταση, Προς την νίκην, τεύχος 396, σελ. 131.

[2] Νίκου Καράμπελα, Μοραΐτικη Πεζογραφία, 1821-1956, Καλαμάτα 1957, σελ. 131.

[3] Περιοδικό Απόστολος Παύλος, 1955.

[4] Α. Απελεύθερου, Εθνική αντίσταση, Προς την νίκην, τεύχος 396, σελ. 131. Δημ Γατοπούλου, Ιστορία της Κατοχής, σελ. 217 κ.εξ.

[5] Α. Κύρου, Σκλαβωμένοι νικηταί, Αθήναι 1945, σελ. 116-117. Α. Απελεύθερου, Εθνική αντίσταση, Προς την νίκην, 396, ο.π. σ. 131.

[6] Έκθεση Ιερέως Χαραλάμπους Παναγιωτοπούλου, εφημερίου Κοιμήσεως της Θεοτόκου (Κυνοσάργους), 19 Ιουνίου 1943, Αρχείον Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, Εκτελεσθέντες επί Κατοχής, Πρόλογος και φροντίδα Ιωάννας Τσάτσου, εκδ. Αετός, Αθήναι 1947(1), σελ. 158-162.

[7] Βλ. Γιάννη Β. Ιωαννίδη, Έλληνες και ξένοι κατάσκοποι στην Ελλάδα, Αθήνα (χ.χ.), σελ. 142 κ.έ.

[8] Στάθη Καρρά, Λοχίας Λομπάρντι, Αθήναι 1983, σελ. 68.

[9] Παναγιώτου Κώνστα, Αντιναυάρχου, Η Ελλάς της δεκαετίας 1940-1950, Αθήναι 1955, σελ. 399 κ.έ.

[10] Βλ. σχετικά το έργο του υιού του Εθνομάρτυρος Ιερέως: Πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Δ. Βαστάκη, Μεγαλοχωρίτες και Μικροχωρίτες εθνομάρτυρες της 24ης Δεκεμβρίου 1942, Αθήναι 1995, έκδ. συνδέσμου Μεγαλοχωριτών.

[11] Αρχείον Ιεράς Συνόδου, Φάκελος Εθνομαρτύρων Κληρικών, Έκθεση 87/9ης Μαΐου 1945 του Μητροπολίτου Γρεβενών Θεοκλήτου προς την Ιερά Σύνοδο.

[12] Αρχείον Ιεράς Συνόδου, Φάκελος στρατιωτικών Ιερέων.