Menu Close

10/2/2022

Ο Αρμένιος Χριστιανός

Ένα βράδυ μας έφεραν νέο συγκάτοικο. Έπιασε το ανώι του απέναντι κρεβατιού. Πριν να κοιμηθεί πρόσεξα ότι στριμώχθηκε στη γωνιά σαν ανθρώπινο κουβάρι. Αντιλήφθηκα ότι έκανε προσευχή και μετά έβαλε το σταυρό του. Όλο το βράδυ τον σκεφτόμουνα. Σχημάτισα τη γνώμη ότι ήταν Έλληνας. Περίμενα να ξημερώσει για να μάθω.

Το πρωί, μετά που ξύπνησαν όλοι, ο παραχαράκτης ανέλαβε την έρευνα του νεοαφιχθέντος. Όχι, δεν ήταν Έλληνας και μιλούσε ρώσικα όπως και ο παραχαράκτης, ξένος και αυτός σε τούτη τη χώρα. Αλλά δεν άκουσα και δεν κατάλαβα τίποτα απολύτως, λόγω του ότι δεν γνωρίζω ρώσικα.

Όταν έφτασε η ώρα του καθαρού αέρα ο νεόφερτος ρωσόφωνος με συνόδεψε στο αέρινο κελί. Είχα τότε μπροστά μου εξήντα ολόκληρα λεπτά για να του κάνω ανάκριση. Ήλπιζα ότι θα μιλούσε λίγα αγγλικά. Με μεγάλη μου έκπληξη άρχισε αυτός να με ανακρίνει με πολύ καλά αγγλικά! Γνώριζε τα πάντα για μένα, του έδωσε όλες τις πληροφορίες ο παραχαράκτης και γι’ αυτό το λόγο είχε βγει μαζί μου για καθαρό αέρα, γιατί πίστευε ότι είχαμε την ίδια θρησκεία. Η χαρά μου ήταν μεγάλη, το νεαρό αυτό παιδί ήταν Χριστιανός Ορθόδοξος από την Αρμενία! Για να σιγουρευτώ για το «Ορθόδοξος», του ζήτησα να βάλει το σταυρό του. Έκανε το σημείο του σταυρού ακριβώς όπως έκανα κι εγώ που μερικές βδομάδες προηγουμένως γύρευα τα δάχτυλά μου για να σιγουρευτώ ότι τα σταύρωνα σωστά…

Μου είπε την ιστορία του, πώς είχε βρεθεί στη φυλακή. Αυτός, όμως, πλήρωσε και δυο χιλιάδες δολάρια για να καταλήξει εδώ μέσα!… Είχε πληρώσει κάποιον για να τον μεταφέρει σε αυτή την νέα, ευρωπαϊκή χώρα έτσι ώστε να μπορέσει να μεταβεί μετά στην Αγγλία για να εργαστεί. Πέρασε από τη Ρωσία μέσα σε τρένο, κρυμμένος σε ένα ξύλινο κιβώτιο. Όταν έφτασε σε τούτη τη χώρα οι μεσάζοντες του είπαν να μείνει σε ένα διαμέρισμα που του υπέδειξαν, για σαράντα οχτώ ώρες, μέχρι να του ετοίμαζαν διαβατήριο και μετά θα τον έστελναν στην Αγγλία. Αντί αυτού κτύπησε η πόρτα και αντί για διαβατήριο ήταν η Αστυνομία!… Καταλάβατε τι έγινε, όλα για τα χρήματα… Βρισκόταν δυο βδομάδες σε άλλα κρατητήρια πριν τον μεταφέρουν μαζί μας. Είχε ελπίδες να βγει γρήγορα διότι τον βοηθούσε ένας Ρώσος ιερέας. Μιλήσαμε μετά για μένα, για την Κύπρο και ξαφνικά έληξε η ώρα και έπρεπε να επιστρέψουμε πίσω στο κελί. Ανανεώσαμε το ραντεβού για την επόμενη.

Επιστρέφοντας στο κελί ένιωσα χαρά που μέσα σ’ αυτή την απομόνωση βρισκόταν ένας ομόθρησκός μου! Χαρά μεγάλη στ’ αλήθεια, ενώ αναλογιζόμουν ότι πριν μερικές βδομάδες βρισκόμουν και πάλι ανάμεσα σε χιλιάδες ομόθρησκούς μου, αλλά εγώ ούτε καν γνώριζα ή ήθελα να ξέρω περί θρησκείας… Τώρα, εδώ στην απομόνωση, μεταξύ έξι ατόμων, ξεχώρισα κάποιον με τον οποίο δεν μιλούσαμε την ίδια γλώσσα, είχαμε, όμως, την ίδια πίστη!

Κύλησε η μέρα δίχως τίποτα το ιδιαίτερο. Το βράδυ άργησε να έρθει. Ήταν άνοιξη. αργούσε να ξημερώσει και σκοτείνιαζε γύρω στις δέκα το βράδυ. Πρόσεξα τον Αρμένιο που είχε στριμωχθεί στη γωνιά του μεταλλικού διώροφου κρεβατιού και προσευχόταν! Ανακουφίστηκα αρκετά, γιατί ένιωσα ότι με την προσευχή αυτού και της δικής μου μαζί, θα δυνάμωνε και των δυο μας η εσωτερική κραυγή και η πιθανότητα να αποφυλακιστούμε σύντομα και να γυρίσουμε πίσω στις πατρίδες μας. Εγώ στην κοσμοπολίτικη Κύπρο και αυτός στη φτωχή Αρμενία όπως μου την είχε περιγράψει…

Γύρω στα μεσάνυχτα ησύχασαν τα πάντα. Το μόνο που ακουγόταν για λίγο ήταν ένα γυναικείο ουρλιαχτό, που έμοιαζε με ουρλιαχτό αγριμιού. Αυτό το δυνατό κλάμα γυναίκας ήταν τακτικό άκουσμα. όπως μου εξήγησαν οι πιο παλιοί και ακουγόταν από τις γυναικείες φυλακές που βρισκόντουσαν δίπλα. Τέλος, κατάφερα να κοιμηθώ.

Ξύπνησα απότομα μετά από ένα όνειρο πολύ ζωντανό, που δεν μπόρεσα να εξηγήσω ποτέ μου. Συνήθως δεν θυμάμαι όνειρα το πρωί όταν ξυπνήσω, όμως αυτό το όραμα το θυμάμαι λεπτό προς λεπτό, σαν να ήμουν ξύπνιος:

Κατέβαινα μια σκάλα μεγάλη, πέτρινη και πλατιά με δαδιά αναμμένα για φωτισμό. Ήμουν αλυσοδεμένος και με συνόδευαν δυο φρουροί. Οι στολές τους μου θύμιζαν Μεσαίωνα. Η πλατιά, πετρόκτιστη αίθουσα μου θύμιζε Κάστρο. Στο βάθος ήταν ένα μεγάλο, χοντρό τραπέζι και καθόντουσαν τρία άτομα. Βρισκόμουν λίγο μακριά και δεν έβλεπα καθαρά, ενώ μπροστά μου ήταν άλλοι αλυσοδεμένοι με τους φρουρούς τους. Σε λίγο πλησίασα και εγώ με του συνοδούς μου. Τώρα έβλεπα καθαρά το τι γινόταν στην εξέδρα. Ξαφνικά ακούω να ρωτάνε το όνομά μου. Οι συνοδοί μου, μου έγνεψαν να προχωρήσω και να πλησιάσω την έδρα. Οι τρεις σύνεδροι συνομιλούσαν και ξαφνικά ο πρόεδρος γυρίζει και μου λέει: «Εσύ εξέτισες την ποινή σου, έχεις «καθαρίσει» και θα επιστρέψεις σύντομα πίσω στην οικογένειά σου».

Εγώ τότε ανακουφίστηκα, πήρα θάρρος και αντί να γυρίσω πίσω στους φύλακες μου ρώτησα τι θα γινόταν με τον Αρμένιο. Ο πρόεδρος με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω σαν να με μετρούσε. Μου απάντησε με μια δυνατή φωνή: «Πήγαινε πίσω, είναι και αυτός ελεύθερος». Επέστρεψα πίσω στους συνοδούς μου. Κάναμε μεταβολή. Μόλις ανεβήκαμε τις σκάλες ξύπνησα!… Αχ, Θεέ μου Σε ευχαριστώ, Σε ευχαριστώ… Έτσι μονολογώντας έμεινα ξύπνιος μέχρι το πρωί…

Δεν περίμενα την ώρα να βγω έξω στο αερικό κελί για να συνομιλήσω με τον Αρμένιο, να του πω τα νέα. Μέσα μου ένιωθα ότι όλα είχαν τελειώσει και ότι σύντομα θα απελευθερωνόμουν. Ο Γέροντας Παΐσιος χαιρόταν κι ο ίδιος που ήμουν όλο χαρά. -Δεν στο είπα παιδάκι μου, όταν θα είσαι έτοιμος θα πάμε πίσω στην Νήσο των Αγίων;…

Πόσο αγαπούσε την Κύπρο και τους Κύπριους! Τους έτρεφε μια ξεχωριστή αγάπη. Όταν τον ρώτησα αν γνώριζε αρκετούς Κύπριους, μου απάντησε:

-Άνθρωποι βασανισμένοι από γη ευλογημένη, πολύ καλοί άνθρωποι, πρέπει όμως να ζητήσουν συγχώρεση, να κάνουν μετάνοια και όλα πάλι καλά και ρόδινα θα ’ρθούνε…

Ομολογώ δεν καταλάβαινα διότι ήμουν μακριά από την πραγματικότητα. Μετά, όταν ελευθερώθηκα, μελέτησα, συνομίλησα με Πατέρες και κατόρθωσα να ενταχθώ και εγώ στην Εκκλησία του Χριστού, τότε μόνο αντιλήφθηκα αυτά που μου έλεγε ο Γέροντας. Εύχομαι να ήμουν σε θέση να του έκανα περισσότερες ερωτήσεις, για να μπορούσα τώρα να λύσω προβληματισμούς όπως: η Ελευθερία της Κύπρου, της Κωνσταντινουπόλεως κ.ά. Νομίζω, όμως, ότι με την πάροδο του χρόνου και αναλύοντας τα λόγια του Γέροντα περί «μετάνοιας και συγχωρέσεως», όλα αυτά πια είναι κατανοητά και πως θα πρέπει όλοι μαζί με τους προεστώτες της Εκκλησίας να οργανώσουμε «Ομαδικές Παρακλητικές Μετάνοιες»!… Όπως παλιά μάζευαν ολόκληρα χωριά και έκαναν Παράκληση για βροχές για απαλλαγή θανατηφόρων ασθενειών και οι προσευχές τους εισακούγονταν.

Φυσικά, δεν είναι μόνο η παράκληση αλλά και η πράξη. Αυτά που σας γράφω βγαίνουν αυθόρμητα από μέσα μου, ούτε και έκατσα να σκεφτώ τι ακριβώς θα γράψω. Σας γράφω ότι μου συνέβηκε και ότι ακριβώς βγαίνει από την καρδιά μου. Σας λέω παιδικές αλήθειες…

Έφτασε και πάλι η ώρα του φρέσκου αέρα. Κατέβηκα τις τέσσερις ορόφους σκάλες πετώντας και άκουσα φωνές από τους δεσμοφύλακες επειδή προχώρησα πριν από αυτούς. Φτάνοντας στο αέρινο κελί αντίκρισα απέναντι το μουντό, σκουρόχρωμο δεσμωτήριο των παιδιών. Τι μπορούσα να κάνω; Τίποτα… Τους πρόσθεσα και αυτούς στην προσευχή μου.

Σε λίγο καταφθάνει ο Αρμένιος και αυτός χαρούμενος: «Όταν επιστρέψουμε στο κλί, μου ανέφεραν ότι θα έχω επίσκεψη!». Του διηγήθηκα το όραμά μου και στο τέλος ήμαστε και οι δυο πεπεισμένοι ότι σύντομα θα απελευθερωνόμαστε. Αφήσαμε, λοιπόν, τις ελπίδες μας στην πρόνοια του Θεού. Κάναμε σαν δυο μικρά παιδιά. Πηγαινοερχόμασταν με γοργό βήμα τα περίπου 25 πόδια «αέρινου κλουβιού» και συζητούσαμε περί Χριστού, εγώ φυσικά λίγα πράγματα γνώριζα, αυτός ήταν προχωρημένος σε θέματα θρησκείας. Μου ανέφερε επίσης ότι στη χώρα του υπάρχει Καθεδρικός Ναός του Αγίου Ιούδα του Θαδδαίου και ότι αυτός ο Άγιος ήταν που μετέφερε και δίδαξε πρώτος για τον Χριστό στην Αρμενία!… Γνώριζε κι αυτός το «Πιστεύω» και άλλες προσευχές.

Εγώ ένιωθα ένα μηδενικό μπροστά του. Το μόνο που γνώριζα για την Ορθοδοξία ήταν ό,τι είχα διαβάσει στα λίγα βιβλία που μου έστειλαν οι γονείς μου.

Πέρασε η ώρα και άνοιξε το κάγκελο. Επιστρέψαμε ένας ένας πίσω στο κελί με τη συνοδεία των δεσμοφυλάκων. Πίσω στην καθημερινότητα: Άλλοι έπαιζαν σκάκι, άλλος έβλεπε τηλεόραση και εγώ πίσω στον Κανόνα μου. Άρχισα μελέτη με το Γέροντά μου να με βοηθά. Ήμουν πολύ χαρούμενος γιατί πρόσθεσα και άλλες γνώσεις στον εσωτερικό μου κόσμο για τον Άγιο Ιούδα το Θαδδαίο. «Ο Απόστολος Ιούδας, παιδάκι μου», μου συμπληρώνει ο Γέροντας, «είναι από τους κορυφαίους Δώδεκα!»… Δεν μπορούμε να το αμφισβητήσουμε αυτό γιατί το επιβεβαιώνει και ο Γέροντας Παΐσιος…

Μερικοί Θεολόγοι, τώρα που είμαι στον κόσμο των αμφισβητήσεων, διαστρεβλώνουν την αλήθεια για τον Άγιο Ιούδα. Ο Άγιος Ιούδας ο Θαδδαίος ήταν αδελφός του Ιακώβου, πρώτου Επισκόπου Ιεροσολύμων και ήταν παιδιά του μνήστορος Ιωσήφ από τον πρώτο του γάμο. Ήταν, με λίγα λόγια, αδερφός του Κυρίου. Το πόνημα του Αγίου Ιούδα του Θαδδαίου το κρατούσα πάντα πάνω μου. Του ζητούσα βοήθεια και διάβαζα την προσευχή προς τον Άγιο αρκετές φορές την ημέρα. Διερωτήθηκα μια μέρα για τις προσευχές και ρώτησα το Γέροντα:

-Πατερούλη, του λέω, η προσευχή που κάνω στον Άγιο Ιούδα το Θαδδαίο… είναι σωστά που κάνω,

-Όλες οι προσευχές, παιδί μου, που κάνουμε στους Αγίους είναι για να γίνουν Πρεσβευτές στον Κύριο για να εισακουστεί η προσευχή μας. Πρέπει να προσευχόμαστε συνεχώς. Ο Κύριος μας δίδαξε να προσευχόμαστε με την Κυριακή προσευχή. το «Πάτερ Ημών»…

Τότε κατάλαβα τη σημασία της αδιάλειπτης προσευχής!…

Στη φυλακή με τον Άγιο Παΐσιο, εκδ. Σταμούλης, Κύπρος, 2015.