Menu Close

Τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Τρίτῃ

«Τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Τρίτῃ τῆς τῶν δέκα παρθένων παραβολῆς, τῆς ἐκ τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου μνείαν ποιούμεθα».

Ο Χριστός είναι ο αιώνια ερχόμενος Κύριος, ο Νυμφίος των καρδιών μας, ο εραστής ομού και ο ερωμένος, που έρχεται και μας αναζητά για να μας σώσει «ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός». Η νύχτα δεν είναι μόνο η κατάσταση του κακού και της αθλιότητας, των παθών και των δαιμόνων, της δαιμονικής απάτης και ακαθαρσίας, της πονηρίας και της αλλοτριώσεως, του φόβου και του σκότους, του τρόμου και του θανάτου. Στην ασκητική μας παράδοση γίνεται καιρός στεναγμών και δακρύων, μετάνοιας και αναμονής των μεγάλων γεγονότων της σωτηρίας εν Χριστώ, γεγονότων οριακών για την προσωπική μας ζωή. Όπως ομολογεί ο Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός, «όποιος έφτασε σε πνευματική γνώση, θαυμάζει και τη νύχτα, γιατί σε όλους είναι ωφέλιμη. Στους πρακτικούς δίνει ησυχία και ευκαιρία προσευχής. Τους πενθικούς τους οδηγεί στη μνήμη του θανάτου και του Άδη. Και εκείνους που επιδιώκουν την ηθική, τους οδηγεί στην ακριβέστερη μελέτη και έρευνα των θείων ευεργεσιών και την τακτοποίηση των ηθών (Ψαλμ. 4,5). Για τους θεωρητικούς η νύχτα έχει πολλές θεωρίες. Τους θυμίζει την κοσμοποιΐα… και (ο θεωρητικός) έχει την αίσθηση ότι είναι μόνος σαν τον Αδάμ, και υμνεί τον Κτίστη και Δημιουργό της Κτίσεως, με γνώση μαζί με τους Αγγέλους. Όταν γίνονται βροντές και αστραπές, συλλογίζεται την ημέρα της κρίσεως. Από την ανατολή του αυγερινού και της αυγής κατανοεί τη φανέρωση του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού (Ματθ. 24, 30). Από το ξύπνημα των ανθρώπων από τον ύπνο, συμπεραίνει την κοινή ανάσταση, ενώ από την ανατολή του ηλίου, την έλευση του Κυρίου».

μεγάλῃ Τρίτῃ

Επιθυμούμε να επαναλάβουμε τους λόγους του Ν. Μπερντιάεφ, σύμφωνα με τους οποίους «η νύχτα δεν έχει λιγότερη αίγλη, δεν είναι λιγότερο θεία από την ημέρα. Τη νύχτα λάμπουν τα άστρα. Η νύχτα φέρνει αποκαλύψεις, που η ημέρα δεν τις ξέρει. Είναι ‘η ώρα της ανέκφραστης νοσταλγίας’… Είναι αγία, είναι πιο μεταφυσική, πιο οντολογική από την ημέρα». Η ελπίδα αυτής της μεταμορφώσεως της νύκτας είναι ο καρπός της ελεύσεως και παρουσίας του Χριστού «ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός», ο οποίος «ἐρρύσατο ἡμᾶς ἐκ τῆς ἐξουσίας τοῦ σκότους καὶ μετέστησεν εἰς τὴν βασιλείαν τῆς ἀγάπης» (Κολ. 1, 13). Εμείς βέβαια εξακολουθούμε να κατασκευάζουμε τη μυστηριώδη νύκτα ή να ερωτοτροπούμε με τη νύκτα για να κρύβουμε τα έργα του σκότους, τα φαύλα έργα, να αποκρύπτουμε τον αργό θάνατο της άθεης ζωής μας. Και ο Χριστός, αυτός ο αμετανόητα ερωτευμένος μαζί μας, εξακολουθεί να έρχεται τη νύκτα, «ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός», στην καρδιά της νύκτας, στο σκοτάδι του Άδη της καρδιάς και της ιστορίας μας και να απογυμνώνει, να κρίνει και να φωτίζει τα πάντα στο φως της αναστάσεώς Του, στην οποία χαιρόμαστε το φως της πρώτης και όγδοης ημέρας της Δημιουργίας. Μπορούμε λοιπόν να Τον προσδοκούμε γιατί Εκείνος επιμένει πραγματικά να έρχεται στην αφεγγή νύκτα των τυραννικών παθών μας, στη θλίψη των εσκοτισμένων καρδιών μας, στην τρέλα της κακής μοναξιάς, στον τρόμο «της αθεΐας της νύχτας» των καιρών μας.

Ο Χριστός είναι «ὁ ὦν, ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος» (Αποκ. 1, 4). Έρχεται γιατί δε θέλει να μείνουμε μόνοι στο φόβο της νύκτας μας, αλλά προπαντός γιατί πρώτος Εκείνος ποθεί τη σωτηρία μας στην κοινωνία της αγάπης, όπως φανερώθηκε στο Σταυρό Του. Έρχεται για να αυτοαποκαλυφθεί ως το εσώτατο μυστήριο των πάντων και το όνομα που συγκρατεί σύμπαντα τον κόσμο, ως το αρχέτυπο και το τέλος όλων των δημιουργημένων όντων, των προσώπων και των πραγμάτων, ως το κατάλυμα όλων των ανθρώπινων ερώτων και η κατάπαυση όλων των έσχατων ερωτημάτων μας. Η έλευση του Κυρίου, Νυμφίου της Εκκλησίας, αποτελεί πρόσκληση και τιμή στην ελευθερία και την αγάπη μας, στην ελεύθερη αγάπη μας ή την ελευθερία των υιών, για να θελήσουμε να συνειδητοποιήσουμε, έστω και την έσχατη ώρα, το θεανθρώπινο χαρακτήρα της προσωπικής μας φύσεως, ότι δηλαδή εμείς οι άνθρωποι και στην πτώση μας είμαστε αδελφοί και φίλοι Του, οικείοι και συνδαιτυμόνες στην τράπεζα της ζωής και της αναστάσεώς Του. Γι’ αυτήν την πρόσκληση και την τιμή ο Χριστός γίνεται ο επαιτών, ο παρακαλών, ο καρτερών, ο αναμένων, για να μη μείνει ο άνθρωπος ενδεής, απαρηγόρητος, μεθυσμένος, απελπισμένος. «Ἐγὼ ὅσους φιλῶ, ἐλέγχω καὶ παιδεύω· ζήλευε οὖν καὶ μετανόησον.Ἰδοὺ ἕστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω· ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καὶ ἀνοίξῃ τὴν θύραν, καὶ εἰσελεύσομαι πρὸς αὐτὸν καὶ δειπνήσω μετ᾿ αὐτοῦ καὶ αὐτὸς μετ᾿ ἐμοῦ» (Αποκ. 3, 19-20).

Η αληθινή θεογνωσία, που ανοίγει την οδό του αγιασμού και της θεώσεως, της σωτηρίας και της αιωνιότητας, δε σχετίζεται με το να γνωρίσουμε τι ο Θεός είναι καθεαυτόν, στην ουσία Του, επειδή αυτό οδηγεί στην τρέλα, στην αληθινή άγνοια. Σχετίζεται με το τι είναι ο Θεός στην κένωση και τη χάρη Του σε σχέση με μας, με το τι κάνει για μας και σε μας. Με όλη εκείνη την οικονομία, τον πλούτο των άκτιστων ενεργειών Του, με τις οποίες έρχεται κοντά μας και μέσα μας, πολυέλεος και αληθινός, προσευχόμενος και μετανοών για τις κακίες μας. Το «προνόμιο της απελπισίας» μας είναι ότι ο Θεός ταπεινώνεται ενώπιον της σκληροκαρδίας ή της αρνήσεώς μας να Τον αναζητήσουμε και να παραμείνουμε μαζί Του: «Αν και ξεχάσατε το δρόμο που οδηγεί στο Ναό, υπάρχει Κάποιος που θυμάται το δρόμο που οδηγεί στη θύρα σας» (Τ. Έλιοτ). Μήπως ο Θεός δεν κρύβεται σε όλα τα γεγονότα, σε όλες τις αναζητήσεις μας, σε όλη την καθημερινή και ανεξήγητη πραγματικότητα, που επίμονα χτυπά τη θύρα της καρδιάς μας και μας ζητά να παραμείνουμε άγρυπνοι, προφήτες του αληθινού νοήματος; Γιατί ο Θεός αγαπά να είναι κρυμμένος στον κόσμο, αόρατος στην ιστορία, αλλά φανερός στις αναζητήσεις μας, ζωντανός στη δίψα της καρδιάς μας, αν βέβαια η προσωπική μας ζωή λειτουργείται ενσωματωμένη στο εκκλησιαστικό θαύμα και το ευχαριστιακό μυστήριο, θαύμα και μυστήριο του κενωθέντος και φανερωθέντος Χριστού. Η ζωή του κόσμου, γράφει ο π. Γ. Φλωρόφσκι, εξαρτάται από την απάντηση του Θεού Πατρός, αλλά αυτή η απάντηση εξαρτάται από την απάντηση της καρδιάς μας στην κλήση του Θεού Πατρός. Θα την κρατήσουμε κλειστή ή θα κατορθώσουμε να την ανοίξουμε στην αγάπη του Θεού Πατρός;

Η παραβολή των δέκα παρθένων (Ματθ. 24, 36-26, 2) θυμίζει στους πιστούς την ανάγκη της διαρκούς ετοιμότητας, την κατάσταση της νήψεως στην οποία οφείλουν να βρίσκονται για την προϋπάντηση του πάντοτε ερχομένου Νυμφίου. Θυμίζει κυρίως τον τρόπο της όλης ετοιμασίας και αναμονής, που δεν εντάσσεται σε καμιά νομική απαίτηση ή σε κάποια εξωτερική ηθική συμμόρφωση. Στο υπόμνημα της Μεγάλης Δευτέρας μιλήσαμε για την καρποφορία της πίστεως, δηλαδή για τα έργα της πίστεως ή της μετάνοιας, που πρέπει να στολίζουν τη χριστιανική μας ζωή, να αποτελούν το θείο κάλλος του ευαγγελικού μας ήθους. Αυτό όμως σε καμιά περίπτωση και με κανένα τρόπο δε σημαίνει ότι τα έργα μας καθεαυτά είναι η σωτηρία μας. Η βιβλική και πατερική συμφωνία είναι απόλυτη και σαφής: Σωτηρία μας δεν είναι τα έργα μας αλλά ο Θεός μας. Ο Όσιος Μάρκος ο Ασκητής επαναλαμβάνει ότι «οὐκ ἔστι μισθὸς ἔργων ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἀλλὰ χάρις Δεσπότου πιστοῖς δούλοις ἡτοιμασμένη. Ὅσοι τοῦ λουτροῦ τῆς παλιγγενεσίας ἠξιώθημεν, τὰ ἀγαθὰ ἔργα οὐ δι᾿ ἀνταπόδοσιν προσφέρομεν, ἀλλὰ διὰ φυλακὴν τῆς δοθείσης ἡμῖν καθαρότητος». Τα αγαθά έργα μας δεν είναι προϋπόθεση ή σκοπός, αλλά συνέπεια της πίστεως ή μαρτυρία της ζωής εν Χριστώ. Σκοπός της χριστιανικής ζωής είναι να γίνουμε πνευματοφόροι, επειδή χωρίς το Άγιο Πνεύμα δεν μπορούμε να σωθούμε αλλά και να εργαστούμε τα αγαθά έργα.

Εκείνο που διδάσκει η παραβολή είναι ότι στην αδιάλειπτη αναμονή του Νυμφίου της Εκκλησίας, το πρωταρχικό από μέρους μας είναι η νήψη και η εγρήγορση της καρδιάς, το αντίθετο της ραθυμίας και της μέθης. Επειδή για τη σωτηρία μας, στη συνάντηση και την κοινωνία μας με τον Κύριο, ουσιαστικό και μοναδικό ρόλο διαδραματίζει η χάρη του Θεού, η οποία επίσης εργάζεται και τελειώνει κάθε αρετή ή κατόρθωμά μας. Το αποφασιστικό και αποτελεσματικό από μέρους του ανθρώπου είναι το άνοιγμα της καρδιάς στο άνοιγμα πρώτα της καρδιάς του Θεού, η καιόμενη και καθαρή, η ελεήμονα και φιλάνθρωπη καρδιά που κάνει δυνατή και ορατή τη συνάντηση και τη συνεστίαση με το σταυρωθέντα και αναστάντα Κύριο. Στην ουσία της, η σχέση μας με το Θεό είναι προσωπική-αγαπητική, κοινωνία ζωής και αγάπης, συμμετοχή στη γαμήλια και ευχαριστιακή, μυστική και μυστηριακή τράπεζα: «Χρὴ πρῶτον ἐν τῇ καρδίᾳ ἐνεργοῦσαν ἔχειν τὴν χάριν τοῦ Ἀγίου Πνεύματος καὶ οὕτω κατὰ ἀναλογίαν εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Όσιος Μάρκος ο Ασκητής). Δεν έχει σημασία το τι πράξαμε ή το τι θα πράξουμε, αλλά το τι είμαστε ή το τι θα γίνουμε, για να επιστρέψουμε στο αρχέγονο κάλλος του ανθρώπου. Αν δηλαδή αρνηθούμε την αμαρτία που μας παραμορφώνει και μας ασχημίζει και ξαναποκτήσουμε τη χάρη που μας ανθρωποποιεί και μας κοσμεί, ώστε να κοινωνήσουμε του Νυμφίου στην πνευματική εστίασή Του: «Ὁ νυμφίος, ὁ κάλλει ὡραῖος, παρὰ πάντας ἀνθρώπους, ὁ συγκαλέσας ἡμᾶς, πρὸς ἑστίασιν πνευματικὴν τοῦ νυμφῶνος σου, τὴν δυσείμονά μου μορφὴν τῶν πταισμάτων ἀπαμφίασον, τῇ μεθέξει τῶν παθημάτων σου, καὶ στολὴν δόξης κοσμήσας, τῆς σῆς ὡραιότητος, δαιτυμόνα φαιδρὸν ἀνάδειξον, τῆς βασιλείας σου, ὡς εὔσπλαχνος» (Απόστιχο Όρθρου Μεγ. Τρίτης).

Η συναίσθηση της αναξιότητάς μας, η αίσθηση απουσίας γαμικού ενδύματος, εξαιτίας της αμαρτίας μας, που αμαυρώνει τη λαμπρότητα και ρυπαίνει την καθαρότητά μας, που δυσχεραίνει και ματαιώνει τη συμμετοχή μας στο μυστικό δείπνο της αθάνατης ζωής, βρίσκεται στην καρδιά της ορθόδοξης ευσέβειας και πνευματικότητας: «Ἐν ταῖς λαμπρότησι τῶν ἁγίων σου, πῶς εἰσελεύσομαι ὁ ἀνάξιος; ἐὰν γὰρ τολμήσω συνεισελθεῖν εἰς τὸν νυμφῶνα, ὁ χιτών με ἐλέγχει, ὅτι οὐκ ἔστι τοῦ γάμου καὶ δέσμιος ἐκβαλοῦμαι ὑπὸ τῶν ἀγγέλων. Καθάρισον, Κύριε, τὸν ρύπον τῆς ψυχῆς μου, καὶ σῶσόν με ὡς φιλάνθρωπος» (Τροπάριο των Αίνων Μεγ. Τρίτης). Οφείλουμε, για τούτο, να αποφεύγουμε την οίηση της εξ έργων δικαιοσύνης, γιατί εκείνο που μας σώζει και μας κάνει κοινωνούς της θεότητας δεν είναι η ευσέβεια και η αρετή, η σοφία και η δύναμή μας, αλλά το έλεος και η ευσπλαχνία του Θεού, η αναμονή και το άνοιγμα της καρδιάς μας στην έκχυση και τη δωρεά αυτού του ελέους και αυτής της ευσπλαχνίας: «Εὐσπλαχνίᾳ κινούμενος Χριστέ, ἑκουσίως προέρχῃ τοῦ παθεῖν εὐεργέτα, θέλων τῶν παθῶν ἡμᾶς λυτρώσασθαι, καὶ τῆς ἐν Ἅδῃ κατακρίσεως˙ διό σου τὰ τίμια ἀνυμνοῦμεν παθήματα, καὶ δοξάζομεν Σωτήρ, τὴν ἄκραν σου πάντες συγκατάβασιν» (Κανόνας Αποδείπνου Μεγ. Δευτέρας).

Οι παρθένες της παραβολής, φρόνιμες και μωρές, δε διαφέρουν ως προς τα έργα ή τις αρετές (όλες είναι παρθένες), αλλά ως προς την εγρήγορση ή την πίστη, τη συμπάθεια ή την αγάπη Διαφέρουν δηλαδή ως προς τη στάση της ζωής ή τον τρόπο της αναμονής του Κυρίου, που οφείλει να σφραγίζεται από την τέλεια ελευθερία ή να φυλάσσεται σε μια καρδιά, πληγωμένη από αγάπη στον Κύριό της. «Τὸν νυμφίον, ἀδελφοί, ἀγαπήσωμεν, τὰς λαμπάδας ἑαυτῶν εὐτρεπίσωμεν, ἐν ἀρεταῖς ἐκλάμποντες καὶ πίστει ὀρθῇ˙ ἵνα, ὡς αἱ φρόνιμοι, τοῦ Κυρίου παρθένοι, ἕτοιμοι εἰσέλθωμεν, σὺν αὐτῷ εἰς τοὺς γάμους. Ὁ γὰρ Νυμφίος δῶρον, ὡς Θεός, πᾶσι παρέχει τὸν ἄφθαρτον στέφανον» (Κάθισμα Όρθρου Μεγ. Τρίτης). Αν θέλουμε ο Νυμφίος Χριστός να μας συναριθμήσει με τις φρόνιμες παρθένες, να μας συντάξει στην εκλεχτή ποίμνη Του, οφείλουμε να ασκηθούμε για να αποχτήσουμε το αληθινό φρόνημα της πίστεως, τη γρηγορούσα καρδιά, την παρθενία της καρδιάς, την ελευθερία της ταπεινής αγιότητας. Κατά τον Όσιο Μάρκο τον Ασκητή, «αἱ μωραὶ παρθένοι τὴν μὲν ἔξωθεν παρθενίαν ἐφύλαξαν˙ οὐδὲ γὰρ περὶ τούτου ἐνεκλήθησαν, ἀλλὰ καὶ ἔλαιον μερικῶς ἐν τοῖς ἀγγείοις εἶχον, τοὐτέστιν ἀρετῶν τινων καί κατορθωμάτων ἐξωτέρων καὶ τινων χαρισμάτων μέτοχοι ἐτύγχανον, διὸ καὶ αἱ λαμπάδες αὐτῶν μέχρι τινος ἧπτον˙ διὰ δὲ ἀμέλειαν καὶ ἄγνοιαν καὶ ραθυμίαν, πρόνοιαν οὐκ ἐποιήσαντο, καὶ τὸν κρυπτόμενον ἔσωθεν τῶν παθῶν ἑσμὸν τὸν ὑπὸ τῶν πονηρῶν πνευμάτων ἐνεργούμενον, ἀκριβῶς οὐκ ἐπέγνωσαν˙ ἀλλ᾽ ὑπὸ τῶν ἀντικειμένων ἐνεργειῶν τὰ νοήματα αὐτῶν ἐφθείροντο, ἐν τῇ τῶν λογισμῶν συγκαταθέσει κοινωνοῦσαι αὐτοῖς καὶ δελεαζόμεναι κρυπτῶς καί ἡττώμεναι… Καὶ τοῖς πάθεσι κοινωνοῦσαι, ἐμείγνυον τὰ καλὰ ἐπιτηδεύματα τοῖς πονηροῖς καὶ σαρκικοῖς φρονήμασι˙ διὸ ἀπρόσδεκτα καὶ ἀκάθαρτα αὐτὰ ἀπειργάζοντο˙ νυμφίου χαρᾶς στερηθεῖσαι καὶ νυμφῶνος ἐπουρανίου ἀποκλεισθεῖσαι».

Η έλευση βέβαια του Νυμφίου «ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός» έχει σαφώς εσχατολογικό χαρακτήρα. Η προετοιμασία και η αναμονή μας, με όλη την εγρήγορση και την ελεύθερη αγάπη μας, είναι προσανατολισμένη προς τη δεύτερη και ένδοξη παρουσία του Κυρίου. Και επειδή ο χρόνος αυτής της παρουσίας παραμένει άγνωστος, οφείλουμε να παραμένουμε άγρυπνοι. Ο Κύριος θα έρθει «ὡς κλέπτης ἐν νυκτί» (Α΄ Θεσ. 5,2) και αυτό απαιτεί αγρυπνία και ετοιμασία: «Ἑτοίμαζε, σεαυτὴν ὦ ψυχή μου, πρὸς τὴν σὴν ἔξοδον˙ ἡ παρουσία ἐγγίζει, τοῦ ἀδεκάστου Κριτοῦ. Ἤκουσας ψυχή, τοῦ Κριτοῦ προαναφωνοῦντος, καὶ διδάσκοντός τε, τῆς συντελείας τὸν χρόνον˙ ἑτοίμαζε τὰ πρὸς τὴν ἔξοδον ἔργα, μήπως ὡς ἀδόκιμος, Θεοῦ ἐκριφθῇς» (Κανόνας Αποδείπνου Μεγ. Δευτέρας). Η αναμονή μιας τόσο φοβερής και λαμπρής παρουσίας δεν μπορεί να σχετίζεται με τη μοιρολατρία ή την αδράνεια, αλλά και ούτε με κάποια αγωνιώδη προσπάθεια ή πολυπραγμοσύνη. Σχετίζεται μάλλον με την ασκητιτή και ενεργό εν χάριτι χριστιανική ζωή. Η αναμονή της δεύτερης και έσχατης παρουσίας του Κυρίου απαιτεί την καθαρότητα και την καρποφορία της χριστιανικής ζωής στην ιστορία, αλλά ταυτόχρονα γίνεται και η πηγή για μια χριστιανική ζωή, γεμάτη από προσοχή και προφητεία στην ιστορία. Οφείλουμε σε κάθε περίπτωση να συγκεντρώνουμε την προσοχή μας, όσο ακόμα έχουμε καιρό, απαλλαγμένοι από κάθε ρεμβασμό και αργία, ακηδία και υποκρισία, σε εκείνη την ασκητική προσπάθεια, που θα μας οδηγήσει σε μια απελευθερωτική αυτογνωσία και σε μια δημιουργική επίγνωση, στην αύξηση των χαρισμάτων του Πνεύματος και την εργασία των έργων του Θεού.

Δεν πρέπει ασφαλώς να αγνοούμε ότι η χριστιανική ζωή, πρόγευση της τελειότητας των εσχάτων στο παρόν, είναι ένας διαρκής αγώνας για τη θέωσή μας και την υπερύψωσή μας πάνω από όλα τα δημιουργηθέντα όντα, γιατί μόνο έτσι μπορούμε να απαντήσουμε στην απειλή της φθοράς και του θανάτου, αλλά και στην κλήση μας να εργαστούμε για τον αγιασμό και τη μεταμόρφωση του κόσμου. Όταν η ραθυμία ζητά να καταλάβει την ψυχή μας και η αργία να νεκρώσει τη ζωή μας, τότε θαρρούντες στον πλούτο της ευσπλαχνίας του Χριστού, μπορούμε να θυμούμαστε τους λόγους της Εκκλησίας: «Τί ραθυμεῖς, ἀθλία ψυχή μου; τί φαντάζῃ ἀκαίρως μερίμνας ἀφελεῖς; τί ἀσχολεῖς πρὸς τὰ ρέοντα; ἐσχάτη ὥρα ἐστὶν ἀπ᾿ άρτι καὶ χωρίζεσθαι μέλλομεν τῶν ἐνταῦθα˙ ἕως καιρὸν κεκτημένη, ἀνάνηψον κράζουσα˙ Ἡμάρτηκά Σοι, Σωτήρ μου˙ μὴ ἐκκόψῃς με, ὥσπερ τὴν ἄκαρπον συκῆν, ἀλλ᾿ ὡς εὔσπλαγχνος, Χριστέ, κατοικτίρησον, φόβῳ κραυγάζουσαν˙ Μὴ μείνωμεν ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ» (Οίκος Μεγ. Τρίτης). Και θα μείνουμε έξω από το νυμφώνα του Χριστού, αν χάσουμε την εγρήγορσή μας και μαζί κρύψουμε τα τάλαντα του Θεού, ή αν πάψουμε, με τα τάλαντά μας, να καταγγέλλουμε τα θαυμάσια του Θεού στον κόσμο, να γινόμαστε καθημερινά μάρτυρες του θαύματος της θείας αγάπης και ελεημοσύνης ανάμεσα στους ανθρώπους: «Δεῦτε, πιστοί, ἐπεργασώμεθα προθύμως τῷ δεσπότῃ˙ νέμει, γὰρ τοῖς δούλοις τὸν πλοῦτον˙ καὶ ἀναλόγως ἕκαστος, πολυπλασιάσωμεν τὸ τῆς χάριτος τάλαντον˙ ὁ μὲν σοφίαν κομιείτω δι᾿ ἔργων ἀγαθῶν, ὁ δὲ λειτουργίαν λαμπρότητας ἐπιτελείτω, κοινωνείτω δὲ τοῦ λόγου πιστὸς τῷ ἀμυήτῳ καὶ σκορπιζέτω τὸν πλοῦτον πένησιν ἂλλος˙ οὕτω γὰρ τὸ δάνειον πολυπλασιάσομεν, καὶ ὡς οἰκονόμοι πιστοί τῆς χάριτος, δεσποτικῆς χαρᾶς ἀξιωθῶμεν. Αὐτῆς ἡμᾶς καταξίωσον, Χριστὲ ὁ Θεός, ὡς φιλάνθρωπος» (Τροπάριο Αποστίχων Μεγ. Τρίτης). Ιδού λοιπόν η κλήση και η μαρτυρία μας: «Ἐργασίας ὁ καιρός, σωτηρίας ὁ σκοπός, τὸ τάλαντον˙ λαβοῦσα τὴν ἀρχαίαν εἰκόνα, ψυχή μου, ἐμπορεύου τὴν αἰώνιον ζωήν» (Κανόνας Αποδείπνου Μεγ. Τρίτης).

Καρδαμάκης Μιχαήλ, Κεφάλαια Κατανυκτικά, Ακρίτας, Αθήνα, 1988.