Menu Close

Τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Τετάρτῃ

«Τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Τετάρτῃ τῆς ἀλειψάσης τὸν Κύριον μύρῳ πόρνης γυναικός, μνείαν ποιεῖσθαι οἱ θειότατοι πατέρες ἐθέσπισαν, ὅτι πρὸ τοῦ σωτηρίου πάθους μικρὸν τοῦτο γέγονεν».

Η σοφία των πατέρων της Εκκλησίας, που θέσπισε να μνημονεύουμε, στην καρδιά του κατανυχτικού και σταυροαναστάσιμου οδοιπορικού της Μεγάλης Εβδομάδας, της πόρνης γυναίκας του Ευαγγελίου, είναι μια απόφαση που ανατρέπει κάθε αυτονόητο ή ορθολογικό στο χώρο της θρησκευτικής και ηθικής αντιλήψεώς μας. Είναι η πράξη που αναιρεί κάθε γνώση ή άποψη, η οποία έχει σχηματισθεί ή συσχηματισθεί με θεωρίες νομικιστικές ή ιδεολογικές, που παρεμβάλλονται και διευρύνουν το χάσμα ανάμεσα στο Θεό και τον άνθρωπο. Η μνήμη της πόρνης γυναίκας έρχεται να επιβεβαιώσει και να επισφραγίσει την εμπειρία που γευτήκαμε τη Μεγάλη Τρίτη, να μας κάνει δηλαδή να εμβαθύνουμε στο μυστήριο της σωτηρίας μας: Τι ανοίγει από μέρους μας το δρόμο προς τον ερχόμενο Κύριο, ή τι είναι εκείνο που μας σώζει; Η ευσέβεια και η αρετή, η σοφία και η δύναμή μας, όλη εκείνη η αξιόμισθη φλυαρία και πολυπραγμοσύνη σε κάποιο σχήμα τυπικής θρησκευτικότητας και επιβαλλόμενου ηθικισμού, ή οι οικτιρμοί και τα ελέη, η χάρη και η φιλανθρωπία του τριαδικού Θεού, που έρχεται να μας συναντήσει στην αμαρτία μας και να μας αγαπήσει με όλη την αμαρτία μας; Η μνήμη της πόρνης γυναίκας μας μαθαίνει ότι εκείνο που είναι απαιτητό από μας είναι η αίσθηση της αμαρτίας μας ή η απόγνωση από τον εαυτό μας, που μας στρέφει, όταν εξακολουθεί να μας κατακαίει η δίψα της προσωπικής κοινωνίας και της πραγματικής αγάπης ή να μας φλογίζει ο άνθρωπος της οδύνης και του πόθου, του πληγωμένου έρωτα και της διακινδυνεύσεως, στην αγάπη και το έλεος του Θεού: «Ἁμαρτιών, ἡ τρικυμία χειμάζουσα, ἐπὶ βυθὸν καθέλκει με τῆς ἀπογνώσεως˙ ἀλλὰ σοῦ τῷ πελάγει, προστρέχω τοῦ ἐλέους. Σῶσόν με Κύριε» (Κανόνας Τριωδίου Δευτέρας Α΄ Νηστειών).

μεγάλῃ Τετάρτῃ

Το επαναλαμβάνουμε και πάλι: «Οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Ματθ. 21,31). Η Εκκλησία, και όχι βέβαια η μερίδα των θρησκευομένων, ψάλλει, πάντοτε και τώρα αυτή τη βεβαιότητα: «Χριστός ἐνηνθρώπησε, καλέσας εἰς μετάνοιαν ληστὰς καὶ πόρνας˙ ψυχὴ μετανόησον, ἡ θύρα ἠνέωκται, τῆς βασιλείας ἤδη˙ καὶ προαρπάζουσιν αὐτήν, Φαρισαῖοι καὶ τελῶναι, καὶ μοιχοὶ μεταποιούμενοι» (Τροπάριο Μεγ. Κανόνα). Η προτεραιότητα της πόρνης, και αργότερα του ληστή, καταξιώνεται από την αίσθηση της αποτυχίας και την επίγνωση του Άδη της, την ανάνηψη και την επιστροφή, τη μετάνοια και το άνοιγμα της έσχατης ένδειάς της στο Θεό. Δεν μπορούμε να ελπίζουμε στον εαυτό μας, αλλά να έχουμε πεποίθηση μόνο στο Θεό, που εγείρει τους νεκρούς, τους «νεκρωθέντας τῇ ἁμαρτίᾳ». Εκείνο που τελικά μας σώζει είναι η αγάπη, που σφραγίζει το μυστήριο της υπάρξεως του Θεού και της αιωνιότητας του ανθρώπου. Χωρίς την αγάπη τα πάντα γίνονται άχρηστα και μάταια, βρώμικα και κολασμένα. Χωρίς την αγάπη δεν υπάρχει σωτηρία, γιατί σωζόμαστε στην αγάπη και με την αγάπη: «Ἀφέωνται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησε πολύ˙ ᾧ δὲ ὀλίγον ἀφίεται, ὀλίγον ἀγαπᾷ» (Λουκ. 7, 47). Δεν πρόκειται ασφαλώς για κάποιον ανθρώπινο έρωτα ή για κάποια απροσδιόριστη συμπάθεια, αλλά την αγάπη ως μυστήριο ελευθερίας και σταυρώσεως, που έχει διδάσκαλο και μάρτυρα τον τριαδικό Θεό. Την αγάπη, που δεν είναι κάποιο ιδίωμα του Θεού και ένα καθήκον του ανθρώπου, αλλά τρόπος του είναι και της υπάρξεως του Θεού και του ανθρώπου, η ίδια η ζωή και η ποιότητα της ζωής. Η αγάπη είναι η μετάθεση στην καρδιά του άλλου, γεγονός που εκφράζει τον αληθινό χαρακτήρα της.

Κανένας δεν έχει εκπέσει από την αγάπη του Θεού, ούτε και η πόρνη. Γιατί «δεν είναι κακό η γυναίκα, αλλά η πορνεία», γράφει ο Όσιος Πέτρος Δαμασκηνός. Μπορούμε και πρέπει να μισούμε την πορνεία, αλλά οφείλουμε να αγαπούμε την πόρνη, που δεν παύει να είναι εικόνα του Θεού και όταν φέρνει την πληγή και την οδύνη των πταισμάτων της. Ποιος μπορεί να μας βεβαιώσει ότι ο άνθρωπος είναι ό,τι είναι οι πράξεις του, ή ότι είναι ελεύθερος στις πράξεις του ή αγαπά αυτό που πράττει; Ο άνθρωπος δεν είναι αυτό που λέει ή πράττει, αλλά ο πόθος ή το μυστικό της καρδιάς του, αυτό που κλήθηκε να είναι ή να γίνει. Και αυτή η κλήση δε νοείται έξω από τη μετάνοια, τη μόνη ελευθερία και αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Κάθε άσκησή μας είναι εργασία μετάνοιας και όλη η ζωή μας είναι μια ατέλευτη πράξη μετάνοιας. Η πόρνη γίνεται τύπος των πιστών, που τόσο παγιδεύονται στον πειρασμό της αυτοδικαιώσεως, γιατί δίνει αυτό που είναι: το είναι της γυμνό για να το ενδύσει και πάλι η χάρη. Δίνει ακριβώς αυτό που γνωρίζει και περιμένει ο Θεός από τον άνθρωπο, την άβυσσο του μυστηρίου της καρδιάς, της καρδιάς που μπορεί να μας σώσει και να μας αγιάσει. «Ἡ πόρνη ἐν κλαυθμῷ, ἀνεβόα οἰκτίρμων, ἐκμάσσουσα θερμῶς, τοὺς ἀχράντους σου πόδας, θριξὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς, καὶ ἐκ βάθους στενάζουσα˙ Μὴ ἀπώσῃ με, μηδὲ βδελύξῃ Θεέ μου, ἀλλὰ δέξαι με, μετανοοῦσαν καὶ σῶσον, ὡς μόνος φιλάνθρωπος» (Κάθισμα Όρθρου Μεγ. Τετάρτης).

Η πόρνη, απελπισμένη από τις πράξεις και απεγνωσμένη για τη ζωή της, επειδή φαίνεται ότι ο άνθρωπος είναι ανώτερος όχι μόνο από τις πράξεις αλλά και τη ζωή του, εγγίζει ουσιαστικά το μυστήριο της δικαιώσεως και της σωτηρίας του ανθρώπου. Οι κρουνοί των δακρύων της μετάνοιάς και οι βαθείς στεναγμοί της καρδιάς της, που εκφράζουν βαθιά κατανόηση του μυστηρίου της πτώσεως και της αναστάσεως, μαρτυρούν την τελική πράξη ελευθερίας από τον εαυτό της και την απαρχή της κοινωνίας ζωής με το Θεό. Ο Χρ. Γιανναράς μας θυμίζει, ότι «το πρότυπο στο οποίο απέβλεπε πάντοτε η Εκκλησία, δεν ήταν η πληρότητα της ηθικής αυτάρκειας, αλλά ο θρήνος της αδιάκοπης μετάνοιας (θρήνος χαροποιός), βεβαίωση της νίκης του Χριστού πάνω στην αμαρτία, που προϋποθέτει μια προσωπική αίσθηση της απουσίας του Θεού, δηλαδή μια πρώτη αποκάλυψη και γνωριμία του προσώπου Του. Μόνο τότε μπορεί να πενθήσει και να θρηνήσει ο άνθρωπος, όταν ξέρει τι ακριβώς έχει χαθεί και ζει την απώλεια σαν προσωπική στέρηση και δίψα. Το μήνυμα της Θεολογίας της πτώσεως είναι να βεβαιώσει πως αυτό που ζητάει ουσιαστικά ο Θεός από τον άνθρωπο δεν είναι ούτε η αρετή ούτε οι αξιομισθίες, αλλά μια κραυγή εμπιστοσύνης και αγάπης από τα βάθη της αβύσσου μας, ή ποιος ξέρει, ίσως μια στιγμή ανανήψεως και αγωνίας μέσα από τον κλειστό και καλοασφαλισμένο υποκειμενισμό της ευτυχίας μας». Φαίνεται ότι η ζωή μας ως ενώδυνη και αποφασιστική συνάντηση με τον Κύριό μας, συνοψίζεται και διασώζεται σε κάποιες αποκαλυπτικές στιγμές, και γιατί όχι, σε μια ευλογημένη στιγμή: «Ακόμα μια στιγμούλα, κύριε δήμιε, μια στιγμούλα μοναχά. Και να, γι’ αυτή τη στιγμούλα, ίσως να τη συγχωρέσει ο Θεός, γιατί είναι αδύνατο να φανταστεί κανείς μεγαλύτερη μιζέρια της ανθρώπινης ψυχής» (Ντοστογιέφσκι).

Πόσο κακοποιείται το κατανυχτικό τροπάριο της Κασσιανής, όταν κατανοείται στο επίπεδο των πρόσκαιρων θρησκευτικών συναισθημάτων, της αστικής αιχμαλωτεύσεώς μας, για να αγνοούμε τότε το θεολογικό και σωτηριολογικό περιεχόμενο και μήνυμά του. Ας ξαναδούμε την τραγυκή ομορφιά του: «Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή, τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν, ὀδυρομένη μύρα σοι πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει. Οἴμοι, λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἷστρος ἀκολασίας, ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος, ἔρως τῆς ἁμαρτίας. Δέξαι μου τὰς πηγάς τῶν δακρύων, ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ. Κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας, ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει. Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας, ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις˙ ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη. Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη, καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους, τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου; Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος» (Δοξαστικό Αποστίχων Όρθρου Μεγ. Τετάρτης). Το τροπάριο συγκεφαλαιώνει την ορθόδοξη πνευματικότητα, που λειτουργείται μέσα στον πλούτο της αγαθότητας του Θεού και έξω από τα κριτήρια της ανθρώπινης δικαιοσύνης και που επίκεντρό της είναι η επάνοδός μας από τον έρωτα της αμαρτίας στον έρωτα του Θεού. Ή που βασική της προϋπόθεση είναι η αίσθηση της ανθρώπινης αμαρτίας και αποτυχίας, που δια του Σταυρού και της Αναστάσεως ανοίγεται ως οδός μετάνοιας και χαράς, υπερβάσεως του αδιεξόδου και της απελπισίας μας. Όπου υπάρχει μετάνοια, δεν υπάρχει απελπισία˙ δεν υπάρχει ο Άδης, υπάρχει η Ανάσταση.

Η κόλαση δεν είναι για τους αμαρτωλούς, αλλά για τους αμετανόητους. Για εκείνους που δεν αισθάνονται την αναξιότητά τους, που δεν έχουν καλοσύνη, που δε γνωρίζουν την ομορφιά της συγγνώμης, που αγνοούν τον παράδεισο της αγάπης, που δε γεύονται το αμέτρητο θείο έλεος, που δεν εορτάζουν την κάθοδο του Χριστού στον Άδη, που δε ζουν την ελπίδα, ότι αφού το Θεό δεν μπορούμε να τον αντέξουμε στο φως, Εκείνος έρχεται και φανερώνεται στο σκοτάδι μας. Είναι, μ’ ένα λόγο, για εκείνους, που τοποθετούν την αυτοδικαίωση και τα αξιόμισθα έργα τους πάνω από το σωτήριο πάθος και το μέγα έλεος του Θεού. Η μετάνοια και τα δάκρυα είναι η απόρριψη της εμπιστοσύνης στον εαυτό μας και της απάτης της αυτοσωτηρίας και άνοιγμα και ελπίδα στην ευσπλαχνία και τη συγγνώμη του Θεού. Η Εκκλησία μπορεί να λέει στον κάθε άνθρωπο, με το στόμα του Ντοστογιέφσκι: «Τίποτα μη φοβάσαι, ποτέ μη φοβάσαι και μη θλίβεσαι. Μια και μετανοείς όλα θα στα συγχωρέσει ο Θεός. Μα κι ούτε υπάρχει ούτε μπορεί να γίνει στον κόσμο τέτοιο κρίμα, που να μην το συγχωρέσει ο Κύριος σε κείνον που μετανοεί αληθινά. Μα κι ούτε μπορεί ο άνθρωπος να κάνει ένα τόσο μεγάλο αμάρτημα που θα μπορούσε να εξαντλήσει την αστείρευτη αγάπη του Θεού. Ή μήπως μπορεί να υπάρξει τάχα ένα τόσο μεγάλο αμάρτημα που να ξεπεράσει την αγάπη του Θεού; Φρόντιζε μονάχα για τη μετάνοια, για την αδιάκοπη μετάνοια, κι όσο για το φόβο, διώξε τον εντελώς από την καρδιά σου. Πίστευε πως ο Θεός σε αγαπάει τόσο που εσύ ούτε και να το φανταστείς δεν μπορείς. Σ’ αγαπάει παρόλο που αμάρτησες. Σ’ αγαπάει μέσα στην αμαρτία σου. Για ένα μετανοούντα στον ουρανό χαίρονται περισσότερο παρά για χίλιους αναμάρτητους είπεν ο Χριστός». Στην πραγματικότητα η αμετανοησία και η απελπισία είναι η μεγαλύτερη αμαρτία και το μοναδικό αδιέξοδο του ανθρώπου.

Η διαρκής μετάνοια, που εκφράζει την εμπιστοσύνη μας στο Θεό και όχι στον εαυτό μας, είναι η χάρη του Θεού, που από το θάνατο μας μεταβιβάζει στη ζωή, από την αφροσύνη, στην οποία μας δουλώνει η ακόρεστη επιθυμία, μας επαναφέρει στη σωφροσύνη, στην οποία μας ελευθερώνει η απόλυτη υπακοή στο Θεό: «Ἡ πρώην ἄσωτος γυνὴ ἐξαίφνης σώφρων ὥφθη, μισήσασα τὰ ἔργα τῆς αἰσχρᾶς ἁμαρτίας καὶ ἡδονὰς τοῦ σώματος, διενθυμουμένη τὴν αἰσχύνην τὴν πολλὴν καὶ κρίσιν τῆς κολάσεως, ἣν ὑποστῶσι πόρνοι καὶ ἄσωτοι˙ ὦνπερ πρῶτος πέλω καὶ πτοοῦμαι, ἀλλ᾽ ἐμμένω τῇ φαύλῃ συνηθείᾳ ὁ ἄφρων˙ ἡ πόρνη δὲ γυνὴ καὶ πτοηθεῖσα καὶ σπουδάσασα ταχύ, ἦλθε βοῶσα πρὸς τὸν λυτρωτήν˙ Φιλάνθρωπε καὶ οἰκτίρμον, ἐκ τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου ρῦσαί με» (Οίκος Όρθρου Μεγ. Τετάρτης). Η σωφροσύνη ταυτίζεται με την επιστροφή μας στο Θεό, με μια μυστική ευωδία, που γεμίζει την ύπαρξη, αφού την απελευθερώσει από τη δυσωδία των αμαρτιών. Ταυτίζεται με την ολοκληρωτική-αγαπητική αφοσίωση σε Εκείνον που από πολλή αγαθότητα δε θεώρησε την πόρνη βδέλυγμα, με την επιστροφή στον Ευεργέτη, που «ἐκ βυθοῦ θανοῦσαν ἐξανέστησε» την πόρνη, που υπήρξε η χάρη της μετάνοιας και ο λιμένας της σωτηρίας της. Ταυτίζεται, τέλος, με το κήρυγμα και τη μαρτυρία της θείας ευεργεσίας και συγγνώμης, ανάμεσα σε εκείνους, που στην πλήρη εγκατάλειψή τους από την υποκρισία μας, περιμένουν την κάθοδο του πάσχοντος Θεού στην άβυσσο της καρδιάς τους: «Σὺ τὸν τῆς Παρθένου Υἱόν, πόρνη ἐπιγνοῦσα Θεόν, ἔλεγεν ἐν κλαυθμῷ δυσωποῦσα, ὡς δακρύων ἄξια πράξασα. Διάλυσον τὸ χρέος ὡς κἀγὼ τοὺς πλοκάμους˙ ἀγάπησον φιλοῦσαν, τὴν δικαίως μισουμένην, καὶ πλησίον τελωνῶν σε κηρύξω, εὐεργέτα φιλάνθρωπε» (Τροπάριο Αίνων Μεγ. Τετάρτης).

Το θαύμα της σώφρονος πόρνης είναι από τα παράδοξα του ευαγγελικού ήθους. Για τη λογική διάνοια θα υπάρχει πάντοτε το σκάνδαλο, πώς μια πόρνη γίνεται παρθένος και προφήτης, που αισθάνεται τη θεότητα του Χριστού και προσκυνεί, προαισθανόμενη, το πάθος Του. Το σκάνδαλο, πώς μπορούν να συμβαίνουν τόσο συγκλονιστικά και θαυμαστά πράγματα σε μια γυναίκα, που βρίσκεται έξω από τον «κύκλο» των μαθητών, κι ένας μαθητής από τον κύκλο των Δώδεκα, να παγιδεύεται σε μια τέτοια αναισθησία και σε ένα τέτοιο έγκλημα κατά του Διδασκάλου. Η υμνολογία του Όρθρου της Μεγάλης Τετάρτης, στη διαλεκτική της ανάμεσα στην πόρνη και τον Ιούδα, αποκαλύπτει ότι το τελικό κριτήριο του ήθους μας είναι η ελευθερία μας ενώπιον εκείνου που ο Θεός θέλησε να γίνει για μας και η ευχαριστία μας για εκείνο που ο Θεός θέλησε να κάνει για μας. «Πόρνη προσῆλθέ σοι, μύρα σὺν δάκρυσι κατακενοῦσά σου, ποσί, φιλάνθρωπε, καὶ δυσωδίας τῶν κακῶν, λυτροῦται τῇ κελεύσει σου˙ πνέων δὲ τὴν χάριν σου, μαθητὴς ὁ ἀχάριστος, ταύτην ἀποβάλλεται, καὶ βορβόρῳ συμφύρεται, φιλαργυρίᾳ ἀπεμπολῶν σε. Δόξα, Χριστέ, τῇ εὐσπλαχνίᾳ σου» (Κάθισμα Όρθρου Μεγ. Τετάρτης). «Ὅτε ἡ ἁμαρτωλὸς προσέφερε τὸ μύρον, τότε ὁ μαθητὴς συνεφώνει τοῖς παρανόμοις˙ ἡ μὲν ἔχαιρε κενοῦσα τὸ πολύτιμον, ὁ δὲ ἔσπευδε πωλῆσαι τὸν ἀτίμητον˙ αὕτη τὸν δεσπότην ἐπεγίνωσκεν, οὗτος τοῦ δεσπότου ἐχωρίζετο˙ αὕτη ἠλευθεροῦτο, καὶ ὁ Ἰούδας δοῦλος ἐγεγόνει τοῦ ἐχθροῦ. Δεινὸν ἡ ραθυμία! μεγάλη ἡ μετάνοια! ἦν μοι δώρησαι, Σωτήρ, ὁ παθὼν ὑπὲρ ἡμῶν, καὶ σῶσον ἡμᾶς» (Τροπάριο Αίνων Μεγ. Τετάρτης).

Φαίνεται ότι εκείνο που κρίνει τον άνθρωπο και τον καταδικάζει σε απώλεια, είναι η προδοσία της εμπιστοσύνης του στο Θεό, η άρνηση της αγαπητικής δυνάμεως, που Εκείνος έβαλε μέσα μας. Η Εκκλησία μας καλεί να μιμηθούμε τη σωφροσύνη της πόρνης, που την οδηγεί από το σκοτάδι στο φως, από την αμαρτία στη χάρη, από την απόγνωση στην αγάπη και να μισήσουμε την αθλιότητα του Ιούδα, που τον οδηγεί από το φως στο σκοτάδι, από τη χάρη στην κακία, από τη φιλία στην προδοσία. Σημασία, γιατί αυτό τελικά κρίνει τον άνθρωπο, έχει η αγάπη του στο Θεό, που τον αγάπησε ως το θάνατο, η απόφαση της μετάνοιάς του, ως δριμύς πόθος του προσώπου του Θεού, που σημαίνει και την οριστική λύση του δράματός του. Αν θέλουμε να επαναφέρουμε το ερώτημα που θέσαμε παραπάνω και να ανακεφαλαιώσουμε την απάντησή μας σ’ αυτό, θα μπορούσαμε να επαναλάβουμε την ορθόδοξη θέση, ότι η σωτηρία του ανθρώπου ή η ανθρώπινη τελειότητα δεν κρύβεται στις ανθρώπινες αρετές ή δεν είναι μισθός για τα καλά μας έργα, αλλά είναι χάρη που χαρίζεται στους πιστούς ή αγάπη που είναι ο Θεός για τον κόσμο. Έτσι πρωταρχικό ρόλο από μέρους του ανθρώπου έχει η πίστη ή η εμπιστοσύνη στο Θεό και όχι η αμαρτία ή η απουσία της αρετής. Το παν είναι να μην πάψουμε να είμαστε άνθρωποι του πόθου, «ἄνδρες ἐπιθυμιῶν». Άνθρωποι, που με την ανερχόμενη αγάπη τους κυριολεκτικά πάσχουν να συναντήσουν την κατερχόμενη αγάπη του Θεού.

Η σωτηρία κρύβεται στο Σταυρό του Χριστού, στον οποίο πραγματικά τερματίζεται η ανθρώπινή αυθάδεια και αποτυχία, καταλύονται τόσα αυτονόητα και άχρηστα πράγματα, συντρίβεται η ανυπακοή και η αμετανοησία του ανθρώπου, απογυμνώνεται η δύναμη και η αρετή μας. Πόσο σωτήρια είναι η αποδοχή της γυμνότητάς μας ή η απόγνωση από τον εαυτό μας, σε σύγκριση με την ασφάλεια και την αυτοδικαίωση, που μας παρέχει η θρησκευτικότητα και η ηθικολογία μας! Πόσο ψευδείς ή ανεπαρκείς είναι οι αυτονόητες ή αυτάρκεις καταστάσεις των ανθρώπων, όταν στην καρδιά του κάθε μαθητή μπορεί να κρύβεται και ένας προδότης ή όταν στην καρδιά μιας πόρνης μπορεί να φυλάσσεται μια παρθένος. «Η ομορφιά, διαβάζουμε στους Αδελφούς Καραμάζοφ, είναι κάτι τρομερό και φοβερό. Είναι τρομερή γιατί είναι ακαθόριστη και δεν μπορείς να την καθορίσεις, γιατί ο Θεός μονάχα αινίγματα μας έθεσε. Εδώ σμίγουν τα πιο απόμακρα ακρογιάλια, εδώ ζουν όλες μαζί οι αντιφάσεις. Τα μυστήρια είναι πάρα πολλά, πάρα πολλά αινίγματα βασανίζουν τον άνθρωπο σε τούτη τη γη. Η ομορφιά. Δεν μπορώ να το υποφέρω πως υπάρχουν μερικοί, πολλές φορές μάλιστα μεγαλόκαρδοι και μυαλωμένοι, πούχουν για ιδανικό τους τα Σόδομα. Πιο φοβεροί ακόμα είναι εκείνοι, που, έχοντας πια για ιδανικό τους τα Σόδομα, δεν απαρνούνται και το ιδανικό της Μαντόνας κι η καρδιά τους φλογίζεται για χάρη της, και στ’ αλήθεια φλογίζεται όπως και στα εφηβικά, αγνά τους χρόνια. Αυτό που ο νους το θεωρεί ντροπή, στην καρδιά φαντάζει σαν καθαρή ομορφιά. Στα Σόδομα να βρίσκεται άραγε η ομορφιά; Νάσαι βέβαιος, πως για τη μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων, στα Σόδομα ακριβώς είναι θρονιασμένη. Τόξερες αυτό το μυστικό η όχι; Το τρομερό είναι που η ομορφιά είναι όχι μονάχα φοβερή μα και μυστηριώδης. Είναι ο διάβολος που παλεύει με το Θεό και το πεδίο της μάχης είναι οι καρδιές των ανθρώπων».

Καρδαμάκης Μιχαήλ, Κεφάλαια Κατανυκτικά, Ακρίτας, Αθήνα, 1988.