Menu Close

Τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Πέμπτῃ

Τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Πέμπτῃ, οἱ τὰ πάντα καλῶς διαταξάμενοι θεῖοι Πατέρες, ἀλληλοδιαδόχως ἔκ τε τῶν θείων Ἀποστόλων καὶ τῶν ἱερῶν Εὐαγγελίων παραδεδώκασιν ἡμῖν τέσσαρά τινα ἑορτάζειν˙ τὸν ἱερὸν Νιπτῆρα, τὸν μυστικὸν Δεῖπνον (δηλαδὴ τὴν παράδοσιν τῶν καθ᾿ ἡμᾶς φρικτῶν Μυστηρίων), τὴν ὑπερφυᾶ Προσευχὴν καὶ τὴν Προδοσίαν αὐτήν.

Η μετάνοια, ως διαρκής και ατελείωτη άσκηση, στην οποία και με την οποία οφείλει να εκφραστεί η χριστιανική μας ζωή, παραμένει ακατανόητη και απραγματοποίητη χωρίς την ταπεινοφροσύνη και την ταπείνωση. Επειδή η ταπεινοφροσύνη ή η ταπείνωση είναι εκείνη που μας ανοίγει στην οδό της μετάνοιας, όταν μάλιστα μετάνοια είναι η ίδια η ταπεινοφροσύνη ή μια μορφή ταπεινώσεως. Είναι «η έλλειψη πεποιθήσεως στον εαυτό μας και την αρετή μας, που κάνει δυνατή την κοινωνία με το Θεό, μια προσφορά της ανθρώπινης αδυναμίας στο Θεό, μια καθολική ετοιμότητα αποδοχής της χάρης του Θεού, που μόνο αυτή ‘αγνώστως’ οδηγεί τον άνθρωπο στη χαρισματική κατάστασή της νεκρώσεως των ‘παρά φύσιν’ επιθυμιών», όπως σημειώνει ο Χρ. Γιανναράς. Η ασκητική παράδοση ταυτίζει την ταπεινοφροσύνη ή την ταπείνωση με την τελειότητα, που δε νοείται χωρίς την αυτογνωσία μας, στην οποία και πάλι μας οδηγεί η ταπεινοφροσύνη ή η ταπείνωση. Αυτογνωσία βέβαια δε σημαίνει κάποια ψυχολογική ανάλυση και προσέγγιση του εαυτού μας ή κάποια ανακάλυψη και έξαρση της αυτάρκειάς μας, αλλά τη βαθιά αίσθηση της αμαρτωλότητας και την επίγνωση της αδυναμίας μας. Και αυτό σημαίνει απελευθέρωσή μας από το βασανιστικό εγώ, την εγωκεντρική ειδωλολατρία και την ένοχη φιλαυτία, θραύση της υποκρισίας, της ανθρωπαρέσκειας και της υπερηφανείας και αποδοχή της χάρης του Πνεύματος, στροφή στο Θεό και δίψα του ελέους Του. Ο άνθρωπος ξαναβάζει κέντρο της ζωής και της αποστολής του το Θεό και το θέλημα του Θεού.

μεγάλῃ Πέμπτῃ

Όπου υπάρχει η ταπεινοφροσύνη ή η ταπείνωση εκεί, κατά τον Όσιο Φιλόθεο, υπάρχει «ὁ τόπος τοῦ Θεοῦ˙ ἤτοι καρδιακὸς οὐρανός, ἐν ᾧ δαιμόνιος φάλαγξ δέδοικε προσκαρτερεῖν, διὰ τὸν ἐν τῷ τόπῳ κατοικοῦντα Θεόν». Και η μετάνοιά μας, η αλλαγή στην κίνηση της καρδιάς μας για να επιστρέψει στον αληθινό θησαυρό της, η αδιάκοπη ασκητική μας προσπάθεια να αποχτήσει η ζωή μας εσχατολογικό θεμέλιο, να πραγματοποιήσουμε τον αληθινό άνθρωπο στον αληθινό Θεό, χωρίς την ταπεινοφροσύνη ή την ταπείνωση είναι, όπως ήδη επισημάναμε, καθαρή ματαιοπονία ή υποκρισία. Η ταπείνωση, ριζωμένη στην αυτογνωσία ή στο ταπεινό φρόνημα για τον εαυτό μας (ταπεινοφροσύνη), έχει ως καρπό το να άρχουμε στον εαυτό μας και τα πάθη μας, το να ασκούμε δηλαδή το βασιλικό μας αξίωμα, ώστε να φτάσουμε σε μια γνώση καθολική, σε μια κυριαρχία πατρική και δημιουργική πάνω σε όλα: «Σ’ αυτόν που γνωρίζει τον εαυτό του, διδάσκει ο Άγιος Ισαάκ, δίνεται η γνώση των πάντων. Γιατί το να γνωρίζει κανείς τον εαυτό του είναι το πλήρωμα της γνώσεως όλων. Στην υποταγή της ψυχής σου θα σου υποταχθούν τα πάντα. Κατά το διάστημα, που η ταπείνωση βασιλεύει στη συμπεριφορά σου, υποτάσσεται σε σένα. η ψυχή σου και μ’ αυτήν θα σου υποταχθούν τα πάντα».

Τη δύναμη της ταπεινώσεως, που υπήρξε η οδός του Χριστού προς τον κόσμο, οδός που αποκορυφώνεται στο σταυρικό θάνατό Του (Φιλ. 2,3.8) και διασχίζει όλες τις αβύσσους της ανθρώπινης περιπέτειας, επιβεβαιώνει και επιμαρτυρεί ο Ιερός Νιπτήρας: «Ταπεινωθείς, δι᾿ ἡμᾶς ὁ πλούσιος, τοῦ δείπνου ἐξαναστάς, λέντιον λαβών, τοῦτο περιεζώσω, καὶ κλίνας τὸν αὐχένα, ἔνιψας τοὺς πόδας τῶν μαθητῶν καὶ τοῦ προδότου» (Κανόνας Αποδείπνου Μεγ. Τετάρτης). Η ταπείνωση κοσμεί τη χαρισματική και ασκητική ζωή της Εκκλησίας, ως «δεσποτική εντολή και στολή», ως δεσποτική αρετή και στάση ζωής, που έρχεται να ανατρέψει την παρά φύση διαγωγή και πολιτεία του πρώτου και πεπτωκότος Αδάμ, που είναι η οίηση και η κενοδοξία, η αυθάδεια και η αυτάρκεια, η υπερηφάνεια και η ύβρη, η επαναστατικότητα και η ανταρσία. Μια ζωή δηλαδή χωρίς Θεό, επειδή χωρίς Θεό τα μπορούμε όλα και μας επιτρέπονται όλα. Ο Χριστός με την κένωσή Του μας ξαναδίνει μια σταθερή βάση για να ξανακοιτάξουμε τον εαυτό μας και τον κόσμο, ένα ήθος ελευθερίας και αυτό είναι η ταπείνωση. Τι είναι η ελευθερία, αν δεν είναι η ταπεινοφροσύνη, που μας απελευθερώνει από τον εαυτό μας για να μας οδηγήσει στην ταπείνωση, την ελευθερία μας με τους άλλους; Ελεύθερος είναι εκείνος που θεωρεί τον εαυτό του ως τον ελεεινότερο και εσχατότερο, που είναι κάτω από όλους και όλα και υπεύθυνος για όλους και για όλα. Είναι βέβαια ένας νόμος, που ηχεί παράδοξα σε εκείνους που δε γνωρίζουν παρά μόνο τη ματαιότητα της αυτοκαυχήσεως και την ψευδαίσθηση της παντοδυναμίας τους.

Το φοβερό δεν είναι το πώς ένας άνθρωπος γίνεται Θεός, αλλά το πώς ένας Θεός γίνεται άνθρωπος, δούλος, διάκονος. Αλλ’ αυτό είναι το μυστήριο της δυνάμεως της θεότητας, της παντοδυναμίας της αγάπης, της ελευθερίας εν τη ταπεινώσει του Θεού, που νικά όλους τους φόβους, θραύει όλα τα αδιέξοδα, κάνει να πηγάζει από το θάνατο η ζωή, να προβάλλει από το χάος μια νέα δημιουργία. Η αγάπη και η ευσπλαχνία του Θεού είναι η ακένωτη κένωση και βασιλική συγκατάβασή Του, με την οποία έρχεται να συναντήσει τον άνθρωπο στην πτώση του και να τον υψώσει εκεί απ’ όπου έπεσε. «Ὁ λίμνας καὶ πηγὰς καὶ θαλάσσας ποιήσας, ταπείνωσιν ἡμᾶς, ἐκπαιδεύων ἀρίστην, λεντίῳ ζωννύμενος, μαθητῶν πόδας ἔνιψε, ταπεινούμενος, ὑπερβολῇ εὐσπλαχνίας, καὶ ὑψῶν ἡμᾶς, ἀπὸ βαράθρων κακίας, ὁ μόνος φιλάνθρωπος» (Κάθισμα Όρθρου Μεγ. Πέμπτης). Τι άλλο είναι η σοφία του Θεού, που πρέπει να γίνει και η δική μας σοφία, παρά η δια φιλανθρωπία ταπείνωσή Του, η ταπεινή αγάπη Του, που αντί να βιάσει, βιάζεται, αντί να σταυρώσει, σταυρώνεται, αντί να θανατώσει, θανατώνεται, συντρίβοντας έτσι όλους τους όρους της ανθρώπινης δικαιοσύνης; Πόσο αυτή η σοφία της ταπεινώσεως του Θεού παραμένει έξω από την υπερήφανη γνώση μας, που είναι ανίκανη να προσκυνήσει το μυστήριο, να αποδεχτεί το πώς «ἡ τὸ ἄσχετον κρατοῦσα, καὶ ὑπερῶον ἐν αἰθέρι ὕδωρ, ἡ ἀβύσσους χαλινοῦσα, καὶ θαλάσσας ἀναχαιτίζουσα, Θεοῦ σοφία, ὕδωρ Νιπτῆρι βάλλει, πόδας ἀποπλύνει δὲ δούλων Δεσπότης» (Κανόνας Όρθρου Μεγ. Πέμπτης).

Αυτή η πράξη ταπεινώσεως του Χριστού γίνεται ένα ανυπόκριτο μάθημα ταπεινώσεως των μαθητών, με την οποία καλούνται να μπουν στον κόσμο, ως γνήσιοι απόστολοί Του: «Ὑπέδειξας Δέσποτα, τοῖς οἰκείοις μαθηταῖς ὑψοποιὸν ταπείνωσιν, τῷ λεντίῳ ζωννύμενος τὴν ὀσφύν, τοὺς πόδας ἀπέπλυνας καὶ τὸν τρόπον μιμεῖσθαι παρεσκεύασας» (Κανόνας Τελώνου και Φαρισαίου). Γιατί δε θα μπουν ως κυρίαρχοι πάνω στον κόσμο, αλλά ως διάκονοι των ανθρώπων, επειδή και ο Χριστός «οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν» (Ματθ. 20, 28). «᾿Εγένετο δὲ καὶ φιλονεικία ἐν αὐτοῖς, τὸ τίς αὐτῶν δοκεῖ εἶναι μείζων. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς˙ οἱ βασιλεῖς τῶν ἐθνῶν κυριεύουσιν αὐτῶν, καὶ οἱ ἐξουσιάζοντες αὐτῶν εὐεργέται καλοῦνται˙ ὑμεῖς δὲ οὐχ οὕτως, ἀλλ᾽ ὁ μείζων ἐν ὑμῖν γινέσθω ὡς ὁ νεώτερος, καὶ ὁ ἡγούμενος ὡς ὁ διακονῶν. Τίς γὰρ μείζων, ὁ ἀνακείμενος ἢ ὁ διακονῶν; οὐχὶ ὁ ἀνακείμενος; ἐγὼ δὲ εἰμί ἐν μέσῳ ὑμῶν ὡς ὁ διακονῶν» (Λουκ. 22, 1-39). Όλη η βασιλεία και η δύναμη και η δόξα του Χριστού κρύβεται στην ταπείνωση, την οδύνη και τη διακονία των ανθρώπων, με τα οποία οφείλει να στολίζεται και το αποστολικό ήθος, για να αποφύγει τον πειρασμό της εκκοσμικεύσεως, το σκάνδαλο της εξουσίας, την ανάγκη της βίας πάνω στους ανθρώπους. «Διακονῆσαι, αὐτὸς ἐλήλυθα, οὗ τὴν μορφὴν ὁ Πλαστουργός, ἑκὼν περίκειμαι, τῷ πτωχεύσαντι Ἀδάμ, ὁ πλουτῶν θεότητι, θεῖναι ἐμήν τε αὐτοῦ ψυχὴν ἀντίλυτρον, ὁ ἀπαθὴς θεότητι» (Κανόνας Όρθρου Μεγ. Δευτέρας).

Ο Χριστός δεν ήρθε να κρίνει αλλά να σώσει τον κόσμο (Ιωάν. 12,4). Αυτή η σωτηρία είναι μια θεία, θεανθρώπινη μυσταγωγία, μια λειτουργία ελευθερίας και αγάπης, μια πρωτοβουλία και συγkατάβαση του Θεού εν Χριστώ, που δεν έρχεται nα βιάσει ή να επιβληθεί, αλλά να παρακαλέσει και να παρηγορήσει. Ο κόσμος, πάντοτε και τώρα, δεν έχει ανάγκη από τυράννους αλλά παράκλητους, δε ζητά αφέντες αλλά διάκονους, δε διψά από ιδεολογίες αλλά από νόημα, αλήθεια και ομορφιά, των οποίων καλούμαστε να γίνουμε απόστολοι, προφήτες και μάρτυρες. Η υποθήκη του Χριστού, που σφραγίζεται με τη ζωή Του, είναι να μην κυριαρχούμε πάνω στους άλλους και να τους καταδυναστεύουμε, αλλά να τους διακονούμε και να δίνουμε το είναι μας γι’ αυτούς. Και η ταπείνωση, καρπός της ταπεινοφροσύνης, της γνώσεως του εαυτού μας, είναι ο δρόμος προς το Θεό και τους ανθρώπους, ο δρόμος της ελεύθερης και σταυρωμένης αγάπης. Ποιος από τους  αυτοαποκαλούμενους σωτήρες της ανθρωπότητας έπλυνε ποτέ τα πόδια των ανθρώπων, όταν αυτοί οι σωτήρες αντιστρέφουν τα πράγματα και χάρη της ζωής τους θυσιάζουν τη ζωή της ανθρωπότητας; Στον αιώνα της δυνάμεως και της εξουσίας, όπως μπορεί να χαρακτηριστεί ο αιώνας μας, η Εκκλησία μπορεί να προσέχει τους λόγους του Κυρίου και Θεού της: «Μυσταγωγῶν σου, Κύριε, τοὺς μαθητάς, ἐδίδασκες λέγων: Ὦ φίλοι, ὁρᾶτε, μηδεὶς ὑμᾶς χωρίσει μου φόβος˙ εἰ γὰρ πάσχω, ἀλλ᾽ ὑπὲρ τοῦ κόσμου˙ μὴ οὖν σκανδαλίζεσθε ἐν ἐμοί˙ οὐ γὰρ ἦλθον διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι, καὶ δοῦναι τὴν ψυχήν μου, λύτρον ὑπὲρ τοῦ κόσμου. Εἰ οὖν ὑμεῖς φίλοι μου ἐστέ, ἐμὲ μιμεῖσθε˙ ὁ θέλων πρῶτος εἶναι, ἔστω ἔσχατος˙ ὁ δεσπότης, ὡς ὁ διάκονος˙ μείνατε ἐν ἐμοί, ἵνα βότρυν φέρητε˙ ἐγὼ γάρ εἰμι τῆς ζωῆς ἡ ἄμπελος» (Τροπάριο Αποστίχων Όρθρου Μεγ. Πέμπτης).

Αυτή η ταπείνωση του Χριστού ως το θάνατο, η θυσία Του για τον κόσμο, ενσαρκώνεται στο μυστικό Δείπνο, στο μυστήριο της «αμπέλου της ζωής», της λειτουργίας της Ευχαριστίας του Θεού. Τα φρικτά μυστήρια του Χριστού καταγγέλλουν το θάνατο και ομολογούν την ανάστασή Του, φανερώνουν δηλαδή στο διηνεκές το θαύμα της σωτηρίας μας δια του Σταυρού και της Αναστάσεώς Του. «Συνεσθίων Δέσποτα, τοῖς Μαθηταῖς σου, μυστικῶς ἐδήλωσας, τὴν σὴν ἁγίαν τελευτήν, δι᾿ ἧς φθορᾶς ἐλυτρώθημεν, οἱ τὰ σεπτά σου τιμῶντες παθήματα» (Κανόνας Αποδείπνου Μεγ. Τετάρτης). Ο π. Γ. Φλωρόφσκυ σημειώνει: «Φαίνεται ίσως παράξενο ότι η Ευχαριστία προηγείται του Γολγοθά και ότι στο Υπερώο έδωσε ο ίδιος ο Σωτήρ το σώμα Του και το αίμα Του στους μαθητές (Λουκ. 22, 20). Εν τούτοις ο μυστικός Δείπνος δεν ήταν απλώς μια προφητική ιεροτελεστία, ακριβώς όπως και η Ευχαριστία δεν είναι απλώς συμβολική ανάμνηση, είναι αληθινό μυστήριο, γιατί ο Χριστός που εκτελεί και τα δυο είναι ο Μέγας Αρχιερέας της Καινής Διαθήκης. Η Ευχαριστία είναι το μυστήριο της σταυρώσεως του τεμαχισθέντος Σώματος και του εκχυθέντος Αίματος. Και μαζί μ’ αυτό είναι επί πλέον το μυστήριο της μεταμορφώσεως, της μυστικής και μυστηριακής μετατροπής της σάρκας σε ένδοξη πνευματική τροφή. Το τεμαχισμένο σώμα που πεθαίνει κι όμως μέσα στον ίδιο του το θάνατο εγείρεται ξανά. Γιατί ο Κύριος προχώρησε θεληματικά προς το σταυρό της ντροπής και της δόξης».

Αξίζει να επιμείνουμε σ’ αυτή τη θέση, την κατανόηση δηλαδή του μυστικού Δείπνου, των φρικτών Μυστηρίων, ως μυστηρίου της πραγματικής θυσίας του Χριστού. Θα επικαλεστούμε την πατερική μας παράδοση διά στόματος του Αγίου Γρηγορίου του Νύσσης: «Ο Χριστός δεν αναμένει τον εξαναγκασμό της προδοσίας, ούτε περιμένει τους Ιουδαίους να επιτεθούν σαν κλέφτες, ή την παράνομη εκδίκαση του Πιλάτου έτσι, ώστε το κακό που έκαναν εκείνοι να γίνει πηγή της καθολικής σωτηρίας του ανθρώπου. Μέσα στη δική Του οικονομία, προσλαμβάνει τα παραπτώματά τους σε μια ιερουργική τελετή, ανέκφραστη και ασυνήθιστη. Δίνει τον εαυτό Του προσφορά και θυσία για μας και γίνεται ταυτόχρονα ο Αρχιερέας και ο Αμνός του Θεού, που διώχνει την αμαρτία από τον κόσμο. Προσφέροντας το Σώμα Του τροφή έδειξε ότι η προσφορά της θυσίας του Αμνού είχε ήδη συντελεστεί. Γιατί το Σώμα της θυσίας δε θάταν βρώσιμο αν είχε ακόμη μέσα του ζωή. Κι έτσι, όταν έδωσε στους μαθητές να φάνε από το Σώμα και να πιούν από το Αίμα, με ελεύθερη τη θέληση και με τη δύναμη του μυστηρίου, το Σώμα Του είχε ήδη προσφερθεί, κατά τρόπο που δεν μπορεί κανείς να πει ή να δει, ενώ η ψυχή Του και η θεϊκή δύναμή Του, ενωμένη μ’ αυτήν, ετράβηξε για κείνους τους τόπους, που έταξε η θεϊκή Του δύναμη».

Η θεία Ευχαριστία -ο μυστικός Δείπνος- είναι η παράταση του καιρού της Ενσαρκώσεως, η αποκάλυψη του φοβερού μυστηρίου της Ενανθρωπήσεως: «Τὸ μέγα μυστήριον, τῆς σῆς ἐνανθρωπήσεως, ἐπὶ τοῦ δείπνου, συνανακειμένου σου, τοῖς Μύσταις Φιλάνθρωπε, ἀνακαλύψας ἔφης˙ Φάγετε ἄρτον τὸν ζωτικόν, πίστει πίετε τὸ αἷμα, κενωθέν, τῆς θεοπλεύρου σφαγῆς» (Κανόνας Αποδείπνου Μεγ. Τετάρτης). Η ιερατική θυσία του Χριστού είναι η άβυσσος της Ενανθρωπήσεώς Του, το έσχατο της ταπεινώσεώς Του, που είναι υπακοή μέχρι σταυρικού θανάτου (Φιλ. 2, 8). Αυτή η θυσία λειτουργείται στην Ευχαριστία, που είναι «φάρμακον ἀθανασίας», «ἀντίδοτον τοῦ μὴ ἀποθανεῖν», επειδή ο θάνατος του Χριστού νικά και αφανίζει το θάνατο και γίνεται πρόξενος αναστάσεως και αθανασίας. Η Καινή Διαθήκη είναι η ιερατική πράξη του Χριστού, ο οποίος πληγωμένος από έρωτα για τον άνθρωπο αποκαθιστά δια της θυσίας Του την αγαπητική σχέση της ανθρωπότητας με. το Θεό. Είναι δηλαδή η έσχατη κένωση της αγάπης, γιατί δεν υπάρχει αγάπη χωρίς σταυρό ή αγάπη που να μην είναι ισχυρή ως το θάνατο και να νικά το θάνατο. Σωζόμαστε στην αγάπη και με την αγάπη, τη σταυρωμένη αγάπη του Πατρός, που ο ίδιος παρέδωσε στο θάνατο «ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς».

Η λειτουργία της Ευχαριστίας είναι το μυστήριο της πασχάλιας χαράς, της εισόδου στη χαρά του Κυρίου μας, επειδή ο Θεός πεθαίνει από υπερβολική αγάπη για εκείνους που πεθαίνουν από έλλειψη αγάπης. Επειδή ο Θεός πεθαίνει από αγάπη για να ζήσει ο κόσμος εν αγάπη, όταν η ζωή είναι η αγάπη και η αγάπη η ζωή. Σ’ αυτόν το θάνατό Του ο Χριστός είναι το Πάσχα, η διάβαση από το θάνατο στη ζωή: «Τὸ Πάσχα Χριστός ἐστι, τὸ μέγα καὶ σεβάσμιον, βρωθεὶς ὡς ἄρτος, τυθεὶς δὲ ὡς πρόβατον˙ αὐτὸς γὰρ ἀνήνεκται, ὑπὲρ ἡμῶν θυσία, αὐτοῦ τὸ Σῶμα εὐσεβῶς καὶ αὐτοῦ τὸ Αἷμα πάντες μυστικῶς μεταλαμβάνομεν» (Κανόνας Μεγ. Τετάρτης εσπέρας). Αυτή η μετάληψη ταυτίζεται με τη ζωή, επειδή το μυστήριο της Ευχαριστίας είναι το μυστήριο της αληθινής ζωής, που δεν υπάρχει χωρίς το Χριστό. Όλοι μας ποθούμε μια ζωή, που να νικά τη βιολογική φθορά, το φόβο εκείνης της ζωής που μετριέται με το μέτρο του θανάτου. Αυτή η ζωή είναι η Ευχαριστία, που είναι το σώμα του Χριστού, Εκείνου που είναι η ζωή: «Ἐπουράνιος τροφή, τῶν πεινώντων ἡ ζωή, αὐτὸς ὑπάρχων, εἱστιάθης Χριστέ, τοῖς ἀνθρώποις προδεικνύς, σὴν συγκατάβασιν» (κανόνας Αποδείπνου Μεγ. Τρίτης). Ο άνθρωπος δεν έχει δική του ζωή. Η ζωή του είναι ο Χριστός, που μας χαρίζεται καθημερινά με το μυστήριο της Ευχαριστίας, την κοινωνία του μυστικού Δείπνου, στην οποία ο Χριστός προσφέρει τον ίδιο τον εαυτό Του. Η ζωή δεν είναι ιδέες και οι ιδεολογίες νεκρώνουν τη ζωή. Ο Χριστός δε μας δίνει ιδέες ή μια νέα ιδεολογία, αλλά τον εαυτό Του, την όντως ζωή, την άφθαρτη ζωή: «Τὸν ἄρτον εὐλογήσας, ὁ Ἄρτος ὁ οὐράνιος, εὐχαριστήσας, Πατρὶ τῷ γεννήτορι, λαβὼν καὶ Ποτήριον, τοῖς Μαθηταῖς ἐδίδως˙ Λάβετε, φάγετε βοῶν, τοῦτο μού ἐστι τὸ Σῶμα, καὶ τὸ Αἷμα τῆς ἀφθάρτου ζωῆς» (Κανόνας Μεγ. Τετάρτης εσπέρας).

Ο Θεός παραδίνοντας τον εαυτό Του στον κόσμο και για τον κόσμο, δε μας αφήνει θεωρίες ή δε διατυπώνει απόψεις περί ζωής, αλλά μας προτείνει ή μας χαρίζει τη ζωή. Έτσι η συμμετοχή στην ευχαριστιακή τράπεζα, το μυστικό Δείπνο, δεν είναι ζήτημα διανοητικής διαδικασίας ή ηθικής νοοτροπίας, αλλά αγαπητικής διαθέσεως ή προσωπικής εγρηγόρσεως. Όταν η Εκκλησία εορτάζει «τὸν μυστικὸν Δεῖπνον, δηλαδὴ τὴν παράδοσιν τῶν καθ᾽ ἡμᾶς φρικτῶν μυστηρίων», και εορτάζει καθημερινά, μας καλεί να πλησιάσουμε αυτά τα μυστήρια στο καθαρά προσωπικό επίπεδο, στο επίπεδο της προσωπικής συμμετοχής, του πάθους της ζωής και της κοινωνίας, της χαράς και της ευχαριστίας, της εορτής και της πανηγύρεως. Γιατί είναι η ευλογημένη τράπεζα, όπου ο άνθρωπος τρώει τον ουράνιο άρτο της ζωής και που τρώγοντάς τον, φωτίζει την εγκόσμια οδύνη του και νικά το παράλογο του θανάτου του. Εδώ ο άνθρωπος είναι ή γίνεται αυτό που τρώει και μαθαίνει ότι αν αυτό που τρώει δεν είναι ο Θεός, τότε πεθαίνει. Σ’ αυτό έγκειται η φρίκη του μυστηρίου. Μια φρίκη βέβαια που μπορεί να πάρει τη διάσταση της απώλειας, αν μιμηθούμε την αφροσύνη και τη θρασύτητα του Ιούδα: Ο Θεός να μας δίνει τη ζωή Του κι εμείς να μελετούμε το θάνατό Του. «Τὸν ἄρτον λαβὼν εἰς χεῖρας ὁ προδότης, κρυφίως αὐτὰς ἐκτείνει καὶ λαμβάνει τὴν τιμὴν τοῦ πλάσαντος ταῖς οἰκείαις χερσὶ τὸν ἄνθρωπον˙ καί ἀδιόρθωτος ἔμεινεν Ἰούδας ὁ δοῦλος καὶ δόλιος» (Κοντάκιο Όρθρου Μεγ. Πέμπτης).

Η Εκκλησία ζει την Ευχαριστία ως την καρδιά της ζωής και της μαρτυρίας της, γιατί ποτέ δεν αμφέβαλε για τη φρικτή αλήθεια της αυτοπαραδόσεως του Θεού, του σώματος και του αίματός Του υπέρ του κόσμου. Αν ο Θεός είναι αγάπη, η αγάπη δεν μπορεί να εκφραστεί παρά με τη θυσία της: Ο Θεός ελαττώνεται για να υπάρξει ο άνθρωπος, ο Θεός πεθαίνει για να ζήσει ο άνθρωπος, ο Θεός γίνεται άνθρωπος για να γίνει ο άνθρωπος Θεός. Αυτός είναι ο φρικτός νόμος της ζωής ή της αγαθότητας του Θεού, που θραύει τα όρια της ανθρώπινης δικαιοσύνης και γνωρίζεται ως ο θρίαμβος του θαύματος της ελεύθερης αγάπης. Για το Θεό δεν υπάρχουν αλλοιώσεις και το να πεθαίνει, να γίνεται βρώση και πόση, είναι μια ελευθερία από το πλήρωμα της θεότητάς Του, πλήρωμα της ζωής Του, από το οποίο «ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν, καὶ χάριν ἀντὶ χάριτος. Ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι» (Ιωάν. 1, 16.12). Τίποτα δεν είναι πιο αληθινό και πιο αγαπητό, από του να δίνει ο Θεός τη ζωή Του στα τέκνα Του ή να νικά με το θάνατό Του το θάνατό τους. Εκείνο στο οποίο η Εκκλησία επιθυμεί να ρίχνει το βάρος, είναι η απάντηση ή ο τρόπος του ανθρώπου, η ελευθερία ή η αγάπη του στην πρόσκληση του Θεού να καθίσει στην ευχαριστιακή τράπεζα του μυστικού Δείπνου του Υιού Του. Επειδή το φρικτότερο είναι αυτό που σου χαρίζεται να το εμπορεύεσαι, αυτό που σου αυτοπαραδίνεται με αγάπη να το προδίνεις με κυνισμό. Ο Ιούδας είναι το πιο δυστυχισμένο πλάσμα στην ιστορία γιατί δε θέλησε να αγαπήσει τον Κύριο, γιατί τον αρνήθηκε χάρη μιας μικροεπιχειρήσεως, που πολλές φορές είναι η ζωή μας, και διάλεξε το θάνατο αντί της ζωής.

Η καρδιά του ανθρώπου, λέει το Ευαγγέλιο, είναι όπου βρίσκεται ο θησαυρός του. Αλλά το μεγάλο σκάνδαλο για τον άνθρωπο θα είναι πάντοτε αυτός ο θησαυρός. Αν δηλαδή αυτός ο θησαυρός είναι ο Θεός ή τα είδωλα. Και εδώ κάποτε κυριαρχεί το δαιμονικό περίπαιγμα και θριαμβεύει η δαιμονική λογική, που και τα πιο γλοιώδη ή κενά πράγματα τα κάνει σκόπιμα ή χρήσιμα για τον άνθρωπο. Κι όμως αν χάσω τον Κύριο και το Θεό μου, έχω χάσει τη δυνατότητα της απεριόριστης ομορφιάς και καλοσύνης, το δώρο μιας άπειρης ζωής και ελπίδας. Ιδού γιατί πάνω από τον Ιούδα βρίσκεται η πόρνη. Επειδή εκείνη μπορεί να αγαπά μέσα από τη μιζέρια της, ενώ ο Ιούδας, μέσα από τα ενδιαφέροντα και τις φροντίδες του, δεν αγάπησε ποτέ ή αγάπησε τα πράγματα, όντας θλιβερός υπάλληλος της «φιλανθρωπίας». Κοινωνούμε των φρικτών μυστηρίων όταν μπορούμε να αρνηθούμε το ανέραστο του Ιούδα, τη στάση του απέναντι στο πρόσωπο του Κυρίου, όπως ορίζεται από τη δολιότητα, την πώρωση, την προδοσία: «Μηδείς, ὦ πιστοί, τοῦ δεσποτικοῦ δείπνου ἀμύητος, μηδεὶς ὅλως ὡς ὁ Ἰούδας, δολίως προσίτω τῇ τραπέζῃ˙ ἐκεῖνος γὰρ τὸν ψωμὸν δεξάμενος κατά τοῦ ἄρτου ἐχώρησε, σχήματι μὲν ὦν μαθητής, πράγματι δὲ παρὼν φονευτής, τοῖς Ἰουδαίοις μὲν συναγαλλόμενος, τοῖς δὲ Ἀποστόλοις συναυλιζόμενος˙ μισῶν ἐφίλει, φιλῶν ἐπώλει, τὸν ἐξαγοράσαντα ἡμᾶς τῆς κατάρας, τὸν Θεὸν καὶ Σωτῆρα τῶν ψυχῶν ἡμῶν» (Απόστιχο Όρθρου Μεγ. Πέμπτης).

Ο Ιούδας είναι η μαρτυρία μέχρι ποιοy σημείου μπορεί να φτάσει η διαστροφή του ανθρώπου, όταν αρνείται ή μισεί το Θεό. Το πόσο απάνθρωπος γίνεται ο άνθρωπος, όταν στη θέση της θείας αγάπης για τον άνθρωπο βάζει το προσωπείο μιaς ανθρώπινης συμπάθειας (αθεϊστική συμπόνια) και συγχέει ύστερα τη φιλοπτωχεία με τη φιλαργυρία, την ανάγκη με την πλεονεξία. Εδώ ο Ιούδας είναι χειρότερος από την πόρνη: «Σήμερον ὁ Ἰούδας τὸ τῆς φιλοπτωχείας κρύπτει προσωπεῖον καὶ τῆς πλεονεξίας ἀνακαλύπτει τὴν μορφήν˙ οὐκέτι τῶν πενήτων φροντίζει˙ οὐκέτι τὸ μύρον πιπράσκει τὸ τῆς ἁμαρτωλοῦ, ἀλλὰ τὸ οὐράνιον μύρον, καὶ ἐξ αὐτοῦ νοσφίζεται τὰ ἀργύρια˙… ἡ γὰρ λύσσα τῆς φιλαργυρίας, κατὰ τοῦ ἰδίου Δεσπότου, μαίνεσθαι ἐποίησεν αὐτόν˙ ἧς τὴν πεῖραν φύγωμεν κράζοντες˙ μακρόθυμε Κύριε, δόξα σοι» (Απόστιχο Όρθρου Μεγ. Πέμπτης). Η πόρνη πωλεί το μύρο (της αμαρτίας) για τον Κύριό της και ο Ιούδας πωλεί τον Κύριό του (της σωτηρίας) για τα αργύρια. Ο Ιούδας είναι, για τούτο, το παράδειγμα ή ο κανόνας ζωής, που η Εκκλησία μας προτρέπει να αποφύγουμε για να μας ανοίξει ο δρόμος για την ευχαριστιακή τράπεζα: «Τοῦ δείπνου σου τοῦ μυστικοῦ σήμερόν, Υἱὲ Θεοῦ, κοινωνόν με παράλαβε˙ οὐ μὴ γὰρ τοῖς ἐχθροῖς σου τὸ μυστήριον εἴπω, οὐ φίλημά σοι δώσω, καθάπερ ὁ Ἰούδας. Ἀλλ᾽ ὡς ὁ ληστὴς ὁμολογῶ σοι˙ Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Τροπάριο αντί Χερουβικού και Κοινωνικού Μεγ. Πέμπτης).

Εκείνο που ο Θεός και η Εκκλησία ζητά από μας για να κοινωνήσουμε των φρικτών μυστηρίων του Χριστού είναι η μετάνοια, ως επιβεβαίωση του Βαπτίσματός μας, η μόνη ελπίδα στην απελπισία μας. Η μετάνοια είναι η υπερνίκηση του δαιμονικού πειρασμού της αυτοδικαιώσεως και της αυτοσωτηρίας, όπως εκφράστηκε με τρόπο θαυμαστό από την πόρνη και το ληστή, στους οποίους το θαύμα δεν έρχεται «ως επιβράβευση της αρετής, αλλά ως χάρισμα για το έσχατο σημείο της καταστάσεώς τους». Είναι η οδός της ελευθερίας και της σωτηρίας μας, που είναι ο Θεός και όχι τα έργα ή οι αρετές μας, μια αδιάκοπη και κατακαίουσα άσκηση, που μας κρατά σε διαρκή νήψη και επαγρύπνηση, όταν βέβαια έχουμε αίσθησή της πολλής αναξιότητας και αθλιότητάς μας. «Νυσταγμῷ διαβολικῷ, συσχεθεὶς ὁ Ἰούδας, ὕπνωσεν εἰς θάνατον˙ καιρὸς γρηγορεῖν, καιρὸς νήφειν˙ στεναζέτω καρδία, δακρυέτωσαν βλέφαρα, ψαλμός ἐπαγρυπνείτω˙ μεγάλη γὰρ ἡ ἰσχὺς τοῦ Σταυροῦ. Χριστὸς ἐπί θύραις˙ τὸ θυόμενον Πάσχα προῆλθε˙ δόξα σοι Κύριε, δόξα σοι» (Τροπάριο Ακολουθίας Ι. Νιπτήρα). Με άλλα λόγια, εκείνο που απαιτείται για τη μετάληψη του σώματος και αίματος του Χριστού είναι η καθαρότητα και η καύση της καρδιάς, η επαγρύπνηση της συντριμμένης και θρηνούσης καρδιάς, η καρδιά της βαθιάς ταπεινώσεως και της ταπεινής αγάπης, που ποτέ δε θα τολμήσει να αρνηθεί το σταυρωθέντα Κύριό της, αλλά αντίθετα Τον ποθεί ως τον αιώνιο θησαυρό της, στον οποίο προσκολλάται όπως το πρόβατο στον ποιμένα του: «Χριστὸς εἱστιάσατο, τὸν κόσμον ὁ οὐράνιος, καὶ θεῖος Ἄρτος. Δεῦτε οὖν φιλόχριστοι, πηλίνοις ἐν στόμασιν, ἁγναῖς δὲ ταῖς καρδίας, ὑποδεξώμεθα πιστῶς, τὸν θυόμενον τὸ Πάσχα, ἐν ἡμῖν ἱερουργούμενον» (Κανόνας Αποδείπνου Μεγ. Τετάρτης).

Δεν πρέπει βέβαια να αγνοήσουμε ότι αυτή η καθαρότητα και ταπεινοσύνη της καρδιάς, το πάθος και η φιλία μας στο Χριστό, τελειώνεται στη φιλανθρωπία και ελεημοσύνη μας: «Ἐν ἐλέει τὸν Θεὸν θεραπεύσωμεν, ὥσπερ Μαρία ἐπὶ τοῦ Δείπνου καὶ μὴ κτησώμεθα φιλαργυρίαν, ὡς ὁ Ἰούδας, ἵνα πάντοτε μετὰ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἐσώμεθα» (Αντίφωνο Ακολουθίας Αγίων Παθών). Η Μεγάλη βδομάδα δεν είναι μόνο συμπόρευση με τον πάσχοντα Κύριό μας, αλλά και συμπόρευση με τον πάσχοντα αδελφό μας. Είναι κλήση να ασκήσουμε την ελεημοσύνη στους ελάχιστους αδελφούς του πτωχεύσαντος Κυρίου μας, καιρός να πολλαπλασιάσουμε τα τάλαντα του Θεού, αποβλέποντες όχι σε ιδικά μας οφέλη, αλλά στην πραγμάτωση της εντολής της αγάπης προς τον πλησίον μας: «Τὴν φιλαδελφίαν κτησώμεθα ὡς ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, καὶ μὴ τὸ ἀσυμπαθὲς πρὸς τὸν πλησίον ἡμῶν, ἵνα μὴ ὡς ὁ δοῦλος κατακριθῶμεν, ὁ ἀνελεήμων, διὰ τὰ δηνάρια, καὶ ὡς ὁ Ἰούδας μεταμεληθέντες, μηδὲν ὠφελήσωμεν» (Αντίφωνο Ακολουθίας Αγίων Παθών). «Ἰδού σοι τὸ τάλαντον ὁ Δεσπότης ἐμπιστεύει ψυχή μου˙ φόβῳ δέξαι τὸ χάρισμα, δάνεισαι τῷ δεδωκότι, διάδος πτωχοῖς καὶ κτῆσαι φίλον τὸν Κύριον˙ ἵνα στῇς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ, ὅταν ἔλθῃ ἐν δόξῃ, καὶ ἀκούσῃς μακαρίας φωνῆς˙ εἴσελθε, δοῦλε, εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου σου. Αὐτῆς ἀξίωσόν με, Σωτήρ, τὸν πλανηθέντα, διὰ τὸ μέγα σου ἔλεος» (Δοξαστικό Αποστίχων Όρθρου Μεγ. Τρίτης). Είναι χαρακτηριστικό ότι στην παράδοσή της Εκκλησίας συναντούμε την απαίτηση μεταβάσεώς μας από το λίθινο στο λογικό θυσιαστήριο, τον άνθρωπο, όπου καλούμαστε να ιερουργήσουμε, εν ταπεινώσει και ευχαριστία, το μυστήριο της θείας ευσπλαχνίας και ελεημοσύνης.

Ο Ι. Χρυσόστομος είναι απόλυτα σαφής: «Τοῦτο τὸ θυσιαστήριον ἐξ αὐτῶν τῶν τοῦ Χριστοῦ σύγκειται μελῶν, καὶ τὸ σῶμα τοῦ Δεσπότου θυσιαστήριόν σοι γίνεται. Αἰδέσθητι τοῦτο αὐτό˙ ἐν τῇ σαρκὶ θύεις τοῦ Δεσπότου τὸ ἱερεῖον. Τοῦτο τὸ θυσιαστήριον καὶ τούτου τοῦ νῦν φρικωδέστερον (τῆς τραπέζης τοῦ Ι. Ναοῦ), οὐχὶ τοῦ παλαιοῦ μόνον (Π. Διαθήκης). Ἀλλὰ μὴ θορυβηθῆτε˙ τοῦτο μὲν γὰρ θαυμαστὸν διὰ τὴν ἐπιτιθεμένην ἐν αὐτῷ θυσίαν˙ ἐκεῖνο δὲ τὸ τοῦ ἐλεήμονος οὐ διὰ τοῦτο μόνον, ἀλλὰ καὶ ὅτι καὶ ἐξ αὐτῆς ἔγκειται τῆς θυσίας τῆς τοῦτο ποιούσης. Θαυμαστὸν τοῦτο πάλιν, ὅτι λίθος μέν ἔστι τὴν φύσιν, ἅγιον δὲ γίνεται, ἐπειδὴ σῶμα δέχεται Χριστοῦ˙ ἐκεῖνο δὲ ἐπειδὴ αὐτὸ σῶμά ἐστι Χριστοῦ. Ὤστε τοῦτο φρυκωδέστερον ἐκείνου, ᾧ σὺ παρέστηκας ὁ λαϊκός… Σὺ δὲ τὸ μὲν θυσιαστήριον τοῦτο τιμᾶς, ὅτι δέχεται τοῦ Χριστοῦ σῶμα˙ τὸν δὲ αὐτὸ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ ὃν καθυβρίζεις, καὶ περιορᾷς ἀπολλύμενον. Τοῦτο τὸ θυσιαστήριον πανταχοῦ δυνήσῃ κείμενον ἰδεῖν, καὶ ἐν στενωποῖς καὶ ἐν ἀγοραῖς, καί καθ᾽ ἑκάστην ἐν αὐτῷ θύειν τὴν ὥραν˙ καὶ γὰρ καὶ ἐνταῦθα θυσία τελεῖται. Καὶ καθάπερ ὁ ἱερεὺς ἔστηκε τὸ πνεῦμα καλῶν, οὕτω καὶ σὺ τὸ πνεῦμα καλεῖς˙ ἀλλ᾽ οὐ διὰ φωνῆς, ἀλλὰ δι᾽ ἔργων. Οὐδὲν γὰρ οὕτω κατέχει καὶ ἀνάπτει τοῦ Πνεύματος τὸ πῦρ, ὡς τοῦτο τὸ ἔλαιον δαψιλὲς ἐπιχεόμενον… Ὅταν οὖν ἴδῃς πένητα πιστόν, θυσιαστήριον ὁρᾶν νόμιζε˙ ὅταν ἴδῃς πτωχὸν τοιοὔτον, μὴ μόνον μὴ ὑβρίσῃς, ἀλλὰ καὶ αἰδέσθητι˙ κἂν ἕτερον ἴδῃς ὑβρίσαντα, κώλυσον, ἄμυνον. Οὔτῶ γὰρ δυνήσῃ καὶ αὐτὸς τῷ Θεῷ ἵλεων ἔχειν καὶ τῶν ἐπηγγελμένων ἐπιτυχεῖν ἀγαθῶν».

Αλλά καμιά θυσία του ανθρώπου για τον άνθρωπο δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη θυσία του Θεού για τον άνθρωπο. Το μέτρο κάθε θυσίας, στο ανθρώπινο επίπεδο, το δίνει πάντοτε η θυσία του Θεού, γιατί Εκείνος μας έμαθε να αγαπούμε, θυσιάζοντας τον εαυτό μας για τους άλλους. Αποφασιστικό είναι να μάθουμε αυτό που ο Θεός έπραξε και πράττει διά Ι. Χριστού και εν Αγίω Πνεύματι, για τους ανθρώπους και τη σωτηρία τους. Να μάθουμε αν οι άνθρωποι αποδέχονται το σχέδιο της οικονομίας του Θεού, σχέδιο ελευθερίας και αγάπης, που ανοίγει δρόμους στα ανθρώπινα αδιέξοδα και κάνει δυνατή τη ζωή. Όλα είναι μια θεανθρώπινη συνεργασία. Ο Θεός δεν είναι αντίδικος και αντίπαλος του ανθρώπου και ο άνθρωπος δεν είναι εχθρός και πολέμιος του Θεού. Ο Θεός και ο άνθρωπος δεν αντιλέγουν αλλά διαλέγονται. Έτσι μπορούμε τη ζωή, τα μικρά ή μεγάλα συμβαίνοντα ή γεγονότα, να τα απελευθερώνουμε από τα ασφυκτικά όρια και τις περιορισμένες προοπτικές τους, για να ανοίγονται σε μια πραγματικότητα, ασφαλώς εσχατολογική, στην οποία αποκτούν το αληθινό νόημά τους και κερδίζουν την αποκαλυπτική σημασία τους. Είναι κρίσιμο να μην υποτάσσουμε το Θεό στα πράγματα ή τα γεγονότα της ζωής, αλλά τα πράγματα και τα γεγονότα της ζωής στο Θεό και τούτο όχι για να τα καταργήσουμε, αλλά για να τα τελειώσουμε.

Αυτή η αναφορά της ζωής, όλων των πραγμάτων και των γεγονότων στο Θεό, η άνοδος του ανθρώπου προς συνάντηση του κατερχόμενου Θεού, είναι η προσευχή. Αν και φαίνεται να είναι μια δραστηριότητα του ανθρώπου, στο βάθος είναι μια εργασία του Θεού στον άνθρωπο και την ιστορική του ζωή. Το ύψιστο ή το έσχατο είναι η αίσθηση του προσευχόμενου ότι ο Θεός εν Αγίω Πνεύματι προσεύχεται μέσα του, πολεμεί το κακό, την κακή μοναξιά και εργάζεται τη σωτηρία του, ή ότι ο ίδιος γίνεται προσευχή, μια προσευχόμενη ύπαρξη, ένας φλεγόμενος τόπος φανερώσεως του Θεού. Το πρωταρχικό ή αποφασιστικό στην προσευχή δεν είναι να προβάλουμε το θέλημά μας, αλλά να αποδεχόμαστε, με υπομονή ως το τέλος, το θέλημα του Θεού για μας. Η προσευχή είναι η οδός της θεανθρώπινης φιλίας, κοινωνίας και ενώσεως. Ένας αληθινός άνθρωπος έχει βαθιά συναίσθηση της αδυναμίας και της ανικανότητάς του να πραγματοποιεί τον εαυτό του με τον εαυτό του, όντας δηλαδή αιχμάλωτος στην ειδωλολατρική πίεση του εγώ του. Σ’ αυτή την αδυναμία και την αιχμαλωσία του ο άνθρωπος είναι οδυνηρό και απελπιστικό να ζει, όταν η γεύση του φόβου και του θανάτου γίνεται η καθημερινή εμπειρία του. Η νίκη πάνω στο φόβο και το θάνατο είναι η κοινωνία μας με το Θεό, στον οποίο πραγματοποιούμε τον εαυτό μας και ασκούμε τη ζωή μας, ως χαρισματική και αποκαλυπτική λειτουργία, ως προφητεία του νοήματος και του οράματος των δημιουργημάτων.

Όλα αυτά βεβαιώνουν ότι όταν προσευχόμαστε δεν εκπληρώνουμε κάποιο θρησκευτικό μας καθήκον, αλλά εκφράζουμε τη φυσιολογία της ανθρώπινής προσωπικότητας. Διασώζουμε αυθεντικά την επιθυμία να ξαναβρούμε την προσωπική ακεραιότητά μας, που καθημερινά απειλείται στην επανάληψη του προπατορικού αμαρτήματος: να είμαστε θεοί χωρίς το Θεό. Εκφράζουμε την απόφασή μας, άσκηση αδιάκοπη, να απαλλαγούμε απ’ όλες τις παρά φύση ή δουλικές καταστάσεις και να ταυτιστούμε με την τέλεια, την ελεύθερη ελευθερία, που βρίσκεται στην αναζήτηση του Θεού. Στην προσευχή και με την προσευχή νικούμε την απάτη της αυθαιρεσίας, της ανεξαρτησίας, της ανταρσίας, που συνιστούν την πτώση, την τραγωδία, την αδιέξοδη περιπέτειά μας. Είμαστε ελεύθεροι όχι στην αυθαιρεσία μας, παντοδύναμοι όχι στην ανεξαρτησία μας, σοφοί όχι στην ανταρσία μας, αλλά στο σαρκωθέντα, σταυρωθέντα και αναστάντα Θεό, που γνωρίζει τον εαυτό μας, τη ζωή μας και τον κόσμο μας καλύτερα από μας, που μας καταξιώνει, νοηματίζει τη ζωή μας, κοσμεί τον κόσμο μας. Η μεγαλύτερη υποκρισία ή το μεγαλύτερο έγκλημα είναι να χωρίζουμε τον κόσμο από το Θεό, το Δημιουργό και Σωτήρα Του, και να τον παραδίνουμε στα είδωλα και τους τυράννους, τη βία και το δεσποτισμό. Μια αληθινή βέβαια προσευχή βρίσκει όλη τη δυναμική και τις πραγματικές της διαστάσεις στη Λατρεία και μάλιστα στη Λειτουργία της Εκκλησίας. Η ευχαριστιακή λατρεία ή η λειτουργική προσευχή είναι η καρδιά κάθε προσευχής και όλης της προσευχής. Προσευχόμαστε πριν από τη Λειτουργία και μετά τη Λειτουργία. Μόνο τότε ξέρουμε να προσευχόμαστε και γιατί προσευχόμαστε.

Η προσευχή έχει πάντοτε καθολικό χαρακτήρα. Είναι προσευχή για όλες τις καταστάσεις του κόσμου, για όλες τις θλίψεις των ανθρώπων. Η σωτηρία μου είναι συνυφασμένη με τη σωτηρία του κόσμου. Η προσευχή, κάθε προσευχή, είναι εγρήγορση, αδιάλειπτη προσοχή για να μη χάσει η ανθρωπότητα το όραμα της όντως ζωής, υποκύπτοντας στους καθημερινούς ή αιφνίδιους πειρασμούς της: «Καὶ γενόμενος ἐν ἀγωνίᾳ ἐκτενέστερον προσηύχετο» (Λουκ. 22, 44). Είναι η αγωνία ενώπιον του Σταυρού για τα πράγματα ενός καθεύδοντος κόσμου, μια αγωνία που παρατείνεται ως το τέλος του κόσμου. Ο Ιησούς, γράφει ο Πασκάλ, «βρίσκεται σε αγωνία ωστόσο ας μη μας καταλάβει ο ύπνος. Αφού ο Ιησούς βρίσκεται σε αγωνία και βάσανα, ας προσευχηθούμε ακόμα πιο πολύ». Η αγωνία, του Χριστού περιμένει και τη δική μας αγωνία, όταν μας ζητά να είμαστε έτοιμοι για τα επερχόμενα γεγονότα, νήφοντες ενώπιον των «σημείων» του σατανά, με τα οποία θα περιπαίξει τον κόσμο, θα θεατρίσει τον άνθρωπο, θα διακωμωδήσει τη ζωή. Και πάνω απ’ όλα, θα μας σκανδαλίζει με το σταυρό ή το θάνατο του Θεού. «Κύριε, ἐπὶ τὸ πάθος τὸ ἑκούσιον παραγενόμενος, ἐβόας τοῖς μαθηταῖς σου. Κἂν μίαν ὥραν οὐκ ἰσχύσατε ἀγρυπνῆσαι μετ᾽ ἐμοῦ, πῶς ἐπηγγείλασθε ἀποθνήσκειν δι᾿ ἐμέ; Κἂν τὸν Ἰούδαν θεάσασθε, πῶς οὐ καθεύδει, ἀλλὰ σπουδάζει προδοῦναί με τοῖς παρανόμοις. Ἐγείρεσθε, προσεύξασθε, μὴ τις με ἀπαρνήσηται βλέπων με ἐν τῷ Σταυρῷ. Μακρόθυμε δόξα σοι» (Αντίφωνο Ακολουθίας Αγίων Παθών).

Ο ύπνος ή η μέθη συνιστούν καταστάσεις χαυνώσεως και νεκρώσεως, αρνήσεως και βλασφημίας του Αγίου Πνεύματος, μέσα στις οποίες ο άνθρωπος καταστρέφει και χάνει την τιμή και την ευθύνη να είναι άνθρωπος, ή αρνείται και προδίνει το αποστολικό και προφητικό του αξίωμα: «Απὸ βλεφάρων, μαθηταί, νῦν ὕπνον ἔφης, Χριστέ, τινάξατε, ἐν προσευχῇ δὲ γρηγορεῖτε πειρασμῷ μήπως ὄλησθε, καὶ μάλιστα Σίμων˙ τῷ κραταιῷ γὰρ μείζων πεῖρα˙ γνῶθί με, Πέτρε, ὃν πᾶσα κτίσις εὐλογεῖ, δοξάζουσα εἰς τοὺς αἰῶνας» (Κανόνας Ακολουθίας Αγίων Παθών). Είναι μεγάλη ευλογία το να δεχτούμε ότι με την προσευχή μπορούμε να διακονήσουμε τον κόσμο, ότι είμαστε στην καρδιά του αληθινού μας προορισμού και των παλμών του κόσμου. Η ύπαρξη και η ζωή μας είναι μια ιερατική και προφητική λειτουργία, που ξεπερνά τον πειρασμό των ατομικών απαιτήσεων και διεκδικήσεων και αποβλέπει στην υπηρεσία των ανθρώπων και των πραγματικών αναγκών τους. Δεν μπορούμε να βυθιζόμαστε στην πώρωση ή το λήθαργο, όταν άθεες ή αντίθεες δυνάμεις ασχολούνται με τον προορισμό του κόσμου ή απεργάζονται τις καινούργιες προοπτικές του. Ο κόσμος βέβαια μπορεί να χωρίζεται από το Θεό, αλλά εμείς δεν έχουμε το δικαίωμα να χωρίζουμε το Θεό από τον κόσμο, επειδή αυτό συνιστά άρνηση της θεολογικής και ποιμαντικής μας ευθύνης και διακονίας. Οφείλουμε, για τούτο, μιμούμενοι τον Κύριό μας, να «ἁγιάζωμεν ἑαυτούς, ἵνα ὁ κόσμος ἧ ἡγιασμένος ἐν ἀληθείᾳ» (Ιωάν. 17, 19).

Η υπερφυής προσευχή της αγωνίας και η καλούμενη αρχιερατική προσευχή του Κυρίου Ιησού, πριν από το κοσμογονικό γεγονός του πάθους και του Σταυρού, είναι προσανατολισμένες προς την υπόθεση της διακονίας του κόσμου και της σωτηρίας του. Το κύριο αίτημα της αρχιερατικής προσευχής είναι η ενότητα του κόσμου, με την οποία εκφράζεται η σωτηρία του: «Ἵνα πάντες ἓν ὧσι, καθὺς σύ, Πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἓν ὦσιν, ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσῃ ὅτι σύ με ἀπέστειλας» (Ιωάν. 17, 21). Ο Σταυρός είναι το σημείο αλλά και το ίδιο το γεγονός της ενότητας και σωτηρίας του σύμπαντος, γιατί πάνω στο Σταυρό και με το Σταυρό του Χριστού καταλύθηκε η δύναμη του σατανά, που είναι δύναμή διαιρέσεως και καταστροφής, σκίστηχε το χειρόγραφο της αρνήσεως και της έχθρας ανάμεσα στην ανθρωπότητα και το Θεό. «Τὸ χειρόγραφον ἡμῶν, ἐν τῷ Σταυρῷ διέρρηξας Κύριε, καὶ λογισθεὶς ἐν τοῖς νεκροῖς, τὸν ἐκεῖσε τύραννον ἔδησας, ρυσάμενος ἅπαντας, ἐκ δεσμῶν θανάτου τῇ ἀναστάσει σου…» (Τροπάριο Μακαρισμών Αγίων Παθών). Σ’ έναν κόσμο συνεχών και αυξανόμενών διαιρέσεων και αντιθέσεων, σε σχέση με μια Εκκλησία που δεν έχει ακόμα ανακαλύψει την ενότητα ή δεν έχει συνειδητοποιήσει την αγωνία της για τον κόσμο, η προσευχή και μάλιστα η λειτουργική προσευχή, είναι το όπλο και το ήθος μας ανάμεσα και απέναντι στην ανθρωπότητα. Το πιο επίκαιρο και επαναστατικό θα παραμένει η λειτουργική προσευχή ή η Λειτουργία της Εκκλησίας μας, ως δυνατότητα και φανέρωση της ενότητας και της κοινωνίας των προσώπων, γεγονότα που συνιστούν το σημείο και την πράξη αποδοχής του Ιησού ως σώματος της Εκκλησίας.

Κι όμως ο εσταυρωμένος Ιησούς, πάντοτε και τώρα, θα είναι «μωρία καὶ σκάνδαλον» (Α΄ Κορ. 1, 23). Ο άνθρωπος αρέσκεται να αρκείται στον εαυτό του, ο κόσμος εξακολουθεί να κλείνεται στον εαυτό του. Ο άνθρωπος και ο κόσμος δε θα πάψουν ποτέ, στο όνομα μιας τυραννικής ελευθερίας ή μιας εωσφορικής λογικής, ωφέλιμης και χρήσιμης ιδεολογικά και κοινωνικά, να προδίδουν το Θεό και να αρνούνται την Εκκλησία Του. Ο άνθρωπος και ο κόσμος δεν αντέχουν φαίνεται στις απαρνήσεις και τις υπερβάσεις, που απαιτούν ο σταυρωμένος Θεός και η σταυρωμένη Εκκλησία. Έτσι ο αγώνας τους περιορίζεται στην προστασία της επικρατούσας τάξεως και της ιδεολογίας που τη στηρίζει, έναν αγώνα, που πάντοτε θα υπηρετεί κάποιος προδότης, ένας λογικός και φοβισμένος άνθρωπος, που θα υπερασπίζεται μια κοινωνία, που εφησυχάζει στην αυτοκρατορία της, ή που φοβάται την απογύμνωσή της ενώπιον του Χριστού. Ο Χριστός βέβαια δεν ήρθε να εξευτελίσει αλλά να καταξιώσει, δεν ήρθε να κατακρίνει αλλά να κατακριθεί, γιατί ένας άνθρωπος και ένας κόσμος που έχουν ήδη αυτοκατακριθεί, είναι δυστυχισμένοι, δεν μπορούν παρά μέσα από την οδύνη και την απόγνωσή τους να περιμένουν το έλεος και την ευσπλαχνία του Θεού. Κι όμως ο άνθρωπος και ο κόσμος συγκεντρώνουν όλο τον ψευδοηρωισμό τους στις ώρες της έσχατης ένδειας και αποτυχίας τους, όταν ο σατανάς παίζει την τελευταία πράξη του περιπαίγματος ή του μηδενισμού του. Έτσι κατανοούμε, ότι όταν ο Ιησούς προσεύχεται με αγωνία για τον κόσμο, ο κόσμος στρέφεται με τυφλότητα εναντίον του. Προτιμούμε να θεωρήσουμε ανεύθυνο το Χριστό, παρά να έχουμε μιαν απάντηση με το Πάθος Του στο πάθος μας. Κάποτε αισθανόμαστε πιο δυνατοί στο μίσος παρά στην αγάπη.

Στην πράξη προδοσίας του Ιούδα, που θα ολοκληρωθεί στο χλευασμό των Ιουδαίων, των αρχόντων και του λαού, ανακεφαλαιώνεται όλη η αφροσύνη και το μίσος του υποχθόνιου και δαιμονισμένου ανθρώπου, εκείνου που βυθίζει τον κόσμο στο σκοτάδι και την απώλεια. Γιατί το μεγαλύτερο έγκλημα εναντίον του κόσμου είναι το να τον κλείνεις ενώπιον του φωτός του προσώπου του Θεού, ένα έγκλημα διαστροφής της ανθρώπινης φύσεως, που συνεπάγεται την αιώνια κατάκριση. «Συνέφερέ σοι Ἰούδα, κἂν μὴ συνελήφθης ἐν τοῖς ἐγκάτοις τῆς μητρός˙ συνέφερέ σοι προδότα, κἂν μὴ ἐγεννήθης, ἀπηλλοτριωμένε τῷ Υἱῷ τοῦ Θεοῦ˙ διὰ σὲ διερράγη τὸ στῖφος τῶν Μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, καὶ τὴν ἀληθινὴν ἄμπελον, τρυγᾷ Λῃστὴς σταυρούμενος˙ διὰ σὲ διεκόπη ὁ φραγμός, καὶ ναὸν τὸν ἀχειροποίητον λύουσιν οἱ παράνομοι˙ ἔστω, τὸ μύρον τὸ τῆς ἁμαρτωλοῦ ᾐδέσθης ὡς πολύτιμον˙ πῶς τὸ τοῦ Δικαίου αἷμα, χερσὶν ἀνόμων παραδοῦναι οὐκ ἔφριξας; συνέφερέ σοι προδότα, κἂν μὴ ἐγεννήθης, ἀπηλλοτριωμένε τῷ Υἱῷ τοῦ Θεοῦ» (Τροπάριο Ακολουθίας Ι. Νιπτήρα). Κανένας άλλος στην ιστορία της Εκκλησίας δε συγκεντρώνει τόση κατάκριση και τόση περιφρόνηση, όσο ο Ιούδας, ο μαθητής και απόστολος που γίνεται προδότης και διάβολος, ο εραστής της φιλαργυρίας που γίνεται δούλος της αγνωμοσύνης, ο δούλος της φιλοδοξίας που γίνεται εραστής της αχαριστίας. «… Οὗτος ὁ δυσσεβής, τὸν οὐράνιον Ἄρτον, ἐν τῷ στόματι βαστάζων, κατὰ τοῦ Σωτῆρος τὴν προδοσίαν εἰργάσατο. Ὢ γνώμης ἀκορέστου, καὶ τόλμης ἀπανθρώπου! τὸν τρέφοντα ἐπώλει, καὶ ὃν ἐφίλει Δεσπότην, παρεδίδου εἰς θάνατον˙ ὄντως ἐκείνων υἱὸς ὁ παράνομος, καὶ σὺν αὐτοῖς τὴν ἀπώλειαν ἐκληρώσατο. Ἀλλὰ ρῦσαι, Κύριε, τοιαύτης ἀπανθρωπίας τὰς ψυχὰς ἡμῶν, ὁ μόνος ἐν μακροθυμίᾳ ἀνείκαστος» (Δοξαστικό Εσπερινού Μεγ. Πέμπτης). Η απανθρωπία δεν ορίζεται από την έλλειψη κάποιας καλής κοινωνικής συμπεριφοράς, αλλά από την εωσφορική στάση του ανθρώπου απέναντι στο Θεό. Είμαστε απάνθρωποι στην προσβολή ή την άρνηση του Θεού, γιατί αν αφαιρέσεις ή θανατώσεις το Θεό στον άνθρωπο, δεν έχεις παρά το κτήνος ή το διάβολο. Η ανθρωπιά είναι η εικόνα του Θεού και η διαφύλαξή της στον άνθρωπο. Ιδού γιατί η προδοσία του Θεού δεν είναι απλώς απανθρωπία, αλλά θάνατος του ανθρώπου, αληθινή αυτοκτονία. Το έγκλημα που διέπραξε ο Ιούδας δεν είναι ο θάνατος του Θεού, αλλά ο δικός του θάνατος, ένα έγκλημα που κάθε άνθρωπος μπορεί να επαναλαμβάνει στο όνομα της ελευθερίας του.

Ο θάνατος του Θεού είναι το απ’ αιώνος κρυμμένο μυστήριο της σοφίας Του, ο θρίαμβος της παντοδυναμίας της αγάπης Του. Δεν είναι το αποτέλεσμα της προδοσίας ή της κακίας μας. Εκείνο που κρίνει τον άνθρωπο και τον καταδικάζει σε θάνατο είναι η άρνηση της προσφερόμενης χάρης, της κοινωνίας της αγάπης. Είναι η σκληροκαρδία ή η αχαριστία του, που κτίζει την κόλαση και το θάνατό του. «Ποῖός σε τρόπος Ἰούδα, προδότην τοῦ Σωτῆρος εἰργάσατο˙ μὴ τοῦ χοροῦ σε τῶν ἀποστόλων ἐχώρισε; μὴ τοῦ χαρίσματος τῶν ἰαμάτων ἐστέρησε; μὴ συνδειπνήσας ἐκείνοις, σὲ τῆς τραπέζης ἀπώσατο; μὴ τῶν ἄλλων νίψας τοὺς πόδας, τοὺς σοὺς ὑπερεῖδεν; Καὶ σοῦ μὲν ἡ ἀχάριστος, στηλιτεύεται γνώμη, αὐτοῦ δὲ ἡ ἀνείκαστος, μακροθυμία κηρύττεται, καὶ τὸ μέγα ἔλεος» (Κάθισμα Ακολουθίας Αγίων Παθών). Πόσο πρέπει να έχουμε την τόλμη της αυτομεμψίας και της αυτοκατακρίσεως για να θεωρούμε το κακό ριζωμένο στη γνώμη και τη θέλησή μας, στην «εσφαλμένη και αλόγιστη κίνησή μας». Και πόσο είναι εύκολο τότε στην καρδιά του κάθε μαθητή να κρύβεται και ένας προδότης ή στη ζωή του κάθε χριστιανού και μια προδοσία του Χριστού. Πόσες φορές με τις πράξεις ή τα λάθη μας δε βγάζουμε το Χριστό έξω από τη ζωή και πόσες φορές εξαιτίας μας δε βλασφημείται το όνομά Του στον κόσμο; Μην ξεχνούμε ότι η σημερινή αμφισβήτηση και άρνηση βρίσκει τη δικαιολογία της στη μικρότητα, την ασυνέπεια, την υποκρισία και την προδοσία των χριστιανών, κληρικών και λαϊκών. Αυτό οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε, ιδιαίτερα οι κληρικοί και οι θεολόγοι, που τόσο συχνά ερωτοτροπούμε με κάθε πειρασμό που διαστρέφει και γελοιογραφεί το Ευαγγέλιο του Χριστού, που ευτελίζει και κενώνει το μυστήριο του Σταυρού και της Αναστάσεώς Του. «Εἴ τις οὐ φιλεῖ τὸν Κύριον Ἰησοῦν, ἀνάθεμα ἔστω» (Α΄ Κορ. 16, 22). Αλλά με μια φιλία ή ένα φίλημα όχι ασφαλώς «καθάπερ ὁ Ἰούδας». «Δεῦτε, χριστοφόροι λαοί, κατίδωμεν, τί συνεβουλεύσατο Ἰούδας ὁ προδότης, σὺν ἱερεῦσιν ἀνόμοις κατὰ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν˙ σήμερον ἔνοχον θανάτου τὸν ἀθάνατον Λόγον πεποίηκαν, καὶ Πιλάτῳ προδώσαντες, ἐν τόπῳ Κρανίου ἐσταύρωσαν˙ καὶ ταῦτα πάσχων, ἐβόα ὁ Σωτὴρ ἡμῶν λέγων˙ Ἄφες αὐτοῖς, Πάτερ, τὴν ἁμαρτίαν ταύτην, ὅπως γνῶσι τὰ ἔθνη, τὴν ἐκ νεκρῶν μου Ἀνάστασιν» (Τροπάριο ΣΤ΄ Ώρας Μεγ. Παρασκευής). Στο αδιέξοδο και την αμετανοησία του Ιούδα και κάθε Ιούδα, η Εκκλησία προβάλλει την αγάπη και τη μετάνοια της πόρνης και του ληστή.

Καρδαμάκης Μιχαήλ, Κεφάλαια Κατανυκτικά, Ακρίτας, Αθήνα, 1988.