Menu Close

Τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Παρασκευῇ

«Τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Παρασκευῇ τὰ ἅγια καὶ σωτήρια καὶ φρικτὰ πάθη τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπιτελοῦμεν˙ τοὺς ἐμπτυσμούς, τὰ ραπίσματα, τὰ κολαφίσματα, τὰς ὕβρεις, τοὺς γέλωτας, τὴν πορφυρᾶν χλαῖναν, τὸν κάλαμον, τὸν σπόγγον, τὸ ὄξος, τοὺς ἥλους, τὴν λόγχην˙ καὶ πρὸ πάντων τὸν σταυρὸν καὶ τὸν θάνατον, ἃ δι᾿ ἡμᾶς ἑκὼν κατεδέξατο˙ ἔτι δὲ καὶ τὴν τοῦ εὐγνώμονος ληστοῦ, τοῦ συσταυρωθέντος αὐτῷ, σωτήριον ἐν τῷ Σταυρῷ ὁμολογίαν».

Το να αγαπήσουμε ένα Θεό παθόντα και σταυρωθέντα και θανατωθέντα, ένα Θεό πάσχοντα, σταυρούμενο, θανατούμενο, αυτό ακριβώς είναι το μεγάλο θαύμα της πίστεως, η ταπείνωση ή η μετάνοιά μας ενώπιον του μυστηρίου της φοβερής κενώσεως ή ένσαρκης οικονομίας του Χριστού. Είναι η αποδοχή ή η κατάφασή μας στη χάρη της σωτηρίας μας, στη δίψα της αιώνιας ζωής. Είχαμε και έχουμε την ανάγκη ενός Θεού πάσχοντος, σταυρούμενου και θανατούμενου εκουσίως, από αγάπη, που θα λύσει την αλογία και την τραγωδία της πτώσεως και της αμαρτίας μας, της φθοράς και του θανάτου μας. Ενός Θεού που παραμένει βέβαια «σημείον ἀντιλεγόμενον» ή σκάνδαλο πτώσεως για τη θρησκεία και τη φιλοσοφία και σήμερα για την αθεΐα των αστικών και καταναλωτικών, των δυτικών και χριστιανικών (μεταχριστιανικών) κοινωνιών. Το πάθος, ο σταυρός και ο θάνατος ενός αγνού ή ζηλωτή ή ιδεολόγου που υπόκεινται πάντοτε σε κάποια βία εσωτερική ή εξωτερική, παραμένουν και εξαντλούνται, συνήθως συμβολικά, στο χώρο της ιδεολογίας, της πολιτικής και της επαναστάσεως, γεγονός που δεν μπορεί να νικήσει οριστικά την ανθρώπινη αποτυχία, την αθλιότητα και το αδιέξοδο. Μόνο ο Χριστός, μας διδάσκει ο Μέγας Αθανάσιος, «ἔπαθεν, ἵνα ἑτοιμάσῃ ἐλευθερίαν ἐκ τοῦ πάθους διὰ τοὺς πάσχοντας ἐν αὐτῷ, κατῆλθεν, ἵνα ἡμᾶς ἀνυψώσῃ, ὑπέμεινε τὴν γέννησιν, ἵνα ἀγαπήσωμεν τὸν ἀγέννητον, ὑπέστη φθοράν, ἵνα ἐνδυθῇ ἀφθαρσίαν, ἔγινεν ἀσθενὴς δι᾿ ἡμᾶς, ἵνα ἀναστηθῶμεν ἐν δυνάμει, ὑπέστη θάνατον, ἵνα χαρίσῃ εἰς ἡμᾶς ἀθανασίαν καὶ ζωὴν εἰς τοὺς νεκρούς. Τελικῶς ἔγινεν ἄνθρωπος, ἵνα ἡμεῖς μὲν ἀποθνήσκοντες ὡς ἄνθρωποι ζήσωμεν πάλιν, ὁ δὲ θάνατος μὴ βασιλεύῃ πλέον ἐφ᾽ ἡμᾶς».

μεγάλῃ Παρασκευῇ

Όταν μιλούμε για το πάθος του Χριστού, για τα άγια και σωτήρια και φρικτά πάθη του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, υπερβαίνουμε τη συγκίνηση της αθωότητας, της αδικίας, της συμπάθειας. Επειδή δεν πρόκειται για το πάθος ή τα πάθη ενός ανθρώπου, αδύνατου ενώπιον της κακίας, του μίσους και της εκδικήσεως. Αλλά για το πάθος του Θεού, για τα άγια και σωτήρια και φρικτά πάθη του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, πάθη φρικτά, χωρισμένα από κάθε ανθρώπινη ή ιδεολογική σκοπιμότητα, πάθη σωτήρια, που χαρίζουν την ελευθερία στον άνθρωπο, πάθη άγια, που παραμένουν ακατανόητα στην ιστορία. Στο ανθρώπινο πάθος την οδύνη ή τον πόνο, δεν ήρθε να προστεθεί ένα ακόμα πάθος ή μια οδύνη ή ένας πόνος, έστω και ιερός για να βυθιστούμε σε κάποια, μεγαλύτερη τάχα συγκίνηση και βέβαια σε μια βαθύτερη τραγικότητα, σε μια πιο αβυσσαλέα κόλαση. Αλλά η αποκάλυψη και η έσχατη ταπείνωση και η αυτοπαράδοση ενός Θεού, του Δημιουργού, που μέσα από την ασθένεια, ή πτωχεία, η εγκατάλειψή Του, είναι ο Σωτήρας της δημιουργίας Του, που γνωρίζεται ως φίλος και αδελφός και συνοδίτης των ανθρώπων. Ο Άγιος Μάξιμος εκφράζει τη χαρά του πάσχοντος ανθρώπου για τον πάσχοντα Θεό: «Αν ο Θεός πάσχει σαρκικά με το να γίνει άνθρωπος, ποιος από μας που πάσχει, δε χαίρεται όταν, έχει συμμέτοχο του πάθους του το Θεό; Το να συμπάσχουμε με το Θεό, αυτό γίνεται πρόξενος της Βασιλείας, σύμφωνα με την αληθινή υπόσχεσή Του: αν συμπάσχουμε θα συνδοξαστούμε».

Ο Θεός με το Χριστό αρνείται αυτό που είναι και γίνεται αυτό που δεν είναι˙ ως ένας από μας που μας διακονεί, αίροντας τις αμαρτίες μας κι οδυνώμενος για τα παθήματά μας. Είναι το μυστήριο της κοινωνικότητας, της ανθρωπινότητας και της αγαθότητας του Θεού, που αναιρεί κάθε ιδέα δυνάμεως, εξουσίας και βίας, κάθε ιδέα αντιπαλότητας, αντιδικίας και εχθρότητας στη σχέση Του με τους ανθρώπους. Είναι πραγματικά φοβερό γιατί εξακολουθούμε να παραμένουμε τυφλοί ενώπιον της Ενσαρκώσεως του Θεού ή της ιστορικής κενώσεώς Του. Ο Θεός δεν επεμβαίνει στην ιστορία χάρη του ανθρώπου με τη δικαιοσύνη, τη δύναμη και τη βία, αλλά με την αγαθότητα, την ταπείνωση και το έλεος. Γιατί δεν είναι εξουσία αλλά αλήθεια. Η αλήθεια που αγαπά και ελευθερώνει και αγιάζει, αλλά που για τούτο είναι πάντοτε πάθος και σταυρός και θάνατος. Όλα αυτά που είναι η αλήθεια, αληθεύουν στην αγάπη, στην οποία και με την οποία σωζόμαστε. Στην αγάπη που είναι ο Θεός. Σωτηρία μας είναι ο Θεός στο πάθος και το σταυρό και το θάνατο της αγάπης Του, αυτής της δυνάμεως που νικά κάθε θλίψη πάθους και σταυρού και θανάτου στον άνθρωπο. Ο πάσχων και συμπάσχων Θεός είναι ο Θεός των ανθρώπων, των προσωπικών υπάρξεών, που με το σωτήριο πάθος Του μας ελευθερώνει από το αδιέξοδο πάθος μας ή την τυραννίδα των παθών μας. Εκείνος που με τα άγια και σωτηρία και φρικτά πάθη Του μας σώζει από τη φρίκη των εμπαθών παθών μας, μεταμορφώνοντάς τα σε μοναδικό πάθος, σε χάρισμα της αγάπης, μεταβάλλοντας τις σαρκικές μας αισθήσεις και μέριμνες σε επιθυμίες και αναζητήσεις πνευματικές.

Αυτή η μεταμόρφωση και μεταβολή δια του πάθους ή των παθών του Χριστού περνά από την εμπειρία της μετάνοιας ή του θανάτου μας. Με άλλα λόγια, μια προσέγγιση ή προσκύνηση του πάθους ή των παθών του Χριστού απαιτεί ασκητική προσπάθεια, ώστε «τὰς αἰσθήσεις ἡμῶν καθαρὰς τῷ Χριστῷ παραστήσωμεν, καὶ ὡς φίλοι αὐτοῦ τὰς ψυχὰ ἡμῶν θύσωμεν δι᾿ αὐτόν, καὶ μὴ ταῖς μερίμναις τοῦ βίου συμπνιγῶμεν, ὡς ὁ Ἰούδας˙ ἀλλ᾽ ἐν τοῖς ταμείοις ἡμῶν κράξωμεν˙ Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἀπὸ τοῦ πονηροῦ ρῦσαι ἡμᾶς» (Αντίφωνο Όρθρου Μεγ. Παρασκευής). Και θα απαιτείται στο διηνεκές η ασκητική προσπάθεια και μάλιστα η σταύρωση της διάνοιάς μας για να νικήσουμε προπαντός το σκάνδαλο του φρικτού πάθους του Θεού και να δεχτούμε την υπέρλογη δωρεά Του. Ή για να πάψουμε επιτέλους, όπως το υπαινιχθήκαμε, να ανταλλάσσουμε ή να υποκαθιστούμε το πάθος του Θεού με το πάθος του ανθρώπου, από το οποίο μπορούμε τάχα να περιμένουμε λύση των δεινών και των οδυνών και των συμφορών μας. Επειδή στην ουμανιστική έξαρση των βασάνων και των παθών του ανθρώπου, ξεχνούμε, αιώνες τώρα, την οδύνη και το πάθος του Θεού. Είναι μάλιστα αφάνταστα αποκαρδιωτικό οι άνθρωποι να κάνουν τα βάσανα και τα πάθη τους πολιτική ή τέχνη ή φιλοσοφία, με τα οποία οδηγούνται σε αδιέξοδο, και απόγνωση, όταν μάλιστα απορρίπτουν ή αγνοούν με κυνισμό ή υπεροψία το άγιο και σωτήριο πάθος του Χριστού. Άγιο και σωτήριο γιατί δεν είναι το πάθος ενός δίκαιου ή αθώου, αλλά του Κυρίου και Θεού μας, που μας σώζει και μας ζωοποιεί. Το μεγάλο ερώτημα είναι ασφαλώς η ελευθερία του ανθρώπου από τα βάσανα και τα παθήματά του. Η πολιτική ή η επανάσταση μπορεί να έχει τους ήρωες ή τους μάρτυρές της, αλλά τα δεινά και τα πάθη των ανθρώπων αυξάνουν και γεμίζουν τη γη. Και οι άνθρωποι, πάντοτε στο όνομα της ανεξαρτησίας τους, θα αρνούνται το πάθος του Θεού για να εμπορεύονται τα παθήματά τους ή να προκαλούν συμπάθειες, αρπάζοντας τη θέση του πάσχοντος Θεού.

Αλλά το μυστήριο, το φοβερό και σωτηριώδες, είναι ότι ο Θεός πάσχει με τον άνθρωπο και για τον άνθρωπο. Έτσι ο πάσχων άνθρωπος μπορεί να αναζητά τον πάσχοντα Θεό, να συμπορεύεται και να συμπάσχει μ’ Αυτόν στην ιστορική του περιπέτεια ή την αναζήτηση του έσχατου νοήματος του κόσμου. Ο Χριστός δεν είναι μακριά ή πάνω από τον άνθρωπο για τούτο και συνιστά αλαζονεία η εμμονή στο πάθος μας και η άρνηση των παθημάτων του Χριστού, η άρνηση δηλαδή της ελευθερίας ή της σωτηρίας που μας χαρίζεται με το πάθος του Χριστού. Ο Χριστός είναι παντοδύναμος και ελευθερωτής στο πάθος Του, στο πάθος της παράδοξης παντοδυναμίας της αγάπης Του. Έτσι δεν αισχυνόμαστε να απευθυνόμαστε στον πάσχοντα Κύριο και να επικαλούμαστε το μέγα έλεός Του: «Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός, ἀτιμίαν δι᾿ ἡμᾶς ὑπέμεινε˙ τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή, ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα, αἱ σιαγόνες τὰ ραπίσματα, τὸ στόμα τὴν ἐν ὄξει κερασθεῖσαν χολὴν τῇ γεύσει, τὰ ὦτα τὰς δυσσεβεῖς βλασφημίας, ὁ νῶτος τὴν φραγγέλωσιν καὶ ἡ χεὶρ τὸν κάλαμον˙ αἱ τοῦ ὅλου σώματος ἐκτάσεις ἐν τῷ σταυρῷ˙ τὰ ἄρθρα τοὺς ἥλους καὶ ἡ πλευρὰ τὴν λόγχην˙ ὁ παθῶν ἐλευθερώσας ἡμᾶς, ὁ συγκαταβὰς ἡμῖν φιλανθρωπίᾳ, καὶ ἀνυψώσας ἡμᾶς, παντοδύναμε Σωτήρ, ἐλέησον ἡμᾶς» (Τροπάριο Αίνων των Αγίων Παθών).

Η οδός της σωτηρίας, που ανοίγει ο Κύριος ερχόμενος προς τους ανθρώπους και για τους ανθρώπους, είναι η οδός του πάθους, πάθους σταυρικού, που παραμένει μυστήριο άρρητο στην άβυσσο της θείας οικονομίας: «Πρὸ τοῦ τιμίου σου σταυροῦ, στρατιωτῶν ἐμπαιζόντων σε, Κύριε, αἱ νοεραὶ στρατιαὶ κατεπλήττοντο. Ἀνεδήσω γὰρ στέφανον ὕβρεως, ὁ τὴν γῆν ζωγραφήσας τοῖς ἄνθεσι καὶ τὴν χλαῖναν χλευαζόμενος ἐφόρεσας, ὁ νεφέλαις περιβάλλων τὸ στερέωμα˙ τοιαύτῃ γὰρ οἰκονομίᾳ ἐγνώσθη σου ἡ εὐσπλαχνία, Χριστέ, τὸ μέγα ἔλεος˙ δόξα σοι» (Τροπάριο Γ΄ Ώρας Μεγ. Παρασκευής). Η ευσπλαχνία του Χριστού μαρτυρείται με το σταυρικό πάθος Του, επειδή δεν υπάρχει αγάπη που να μην πάσχει και να υποφέρει, που να μη σταυρώνεται και να πεθαίνει. Αυτό είναι το παράδοξο της παντοδυναμίας της αγάπης, εκείνης που δίνει τα πάντα αλλά δεν παίρνει η δε ζητά τίποτα. Μιας αγάπης που χαρίζεται ή πεθαίνει για τους κακούς και τους πονηρούς, τους αμαρτωλούς και τους αχάριστους. Το σταυρικό πάθος του Χριστού δεν είναι μια πράξη δικαιοσύνης αλλά αποκάλυψη της αγαθότητας του Θεού: «Φοβερὸν καὶ παράδοξον μυστήριον, σήμερον ἐνεργούμενον καθορᾶται˙ ὁ ἀφανὴς κρατεῖται˙ δεσμεῖται, ὁ λύων τὸν Ἀδὰμ τῆς κατάρας˙ ὁ ἐτάζων καρδίας καὶ νεφροὺς ἀδίκως ἐτάζεται˙ εἱρκτῇ κατακλείεται, ὁ τὴν ἄβυσσον κλείσας. Πιλάτῳ παρίσταται, ᾧ τρόμῳ παρίστανται οὐρανῶν αἱ δυνάμεις˙ ραπίζεται χειρὶ τοῦ πλάσματος, ὁ Πλάστης˙ ξύλῳ κατακρίνεται, ὁ κρίνων ζῶντας καὶ νεκρούς˙ τάφῳ κατακλείεται, ὁ καθαιρέτης τοῦ Ἅδου˙ ὁ πάντα φέρων συμπαθῶς, καὶ πάντας σώσας τῆς ἀρᾶς, ἀνεξίκακε Κύριε, δόξα σοι» (Τροπάριο Εσπερινού Μεγ. Παρασκευής).

Το πάθος ή τα πάθη του Χριστού κορυφώνονται στο Σταυρό και το θάνατο, στο σταυρικό θάνατό Του. Αυτή είναι η έσχατη αποκάλυψη της αγάπης και της αγαθότητας του Θεού, που γίνεται το μέγα θαύμα της Ορθοδοξίας και η απαρχή του θαύματος της αναστάσεως των ανθρώπων. Το μέγα θαύμα της Ορθοδοξίας είναι ο Θεός επί του σταυρού, που είναι ο Θεός που περιμένει και συνεργάζεται για μια καινούργια εποχή, εποχή εσχατολογική στην ιστορία του κόσμου, για μια νέα ζωή, ζωή καινή στην καρδιά των προσωπικών υπάρξεων: «Ἐσταυρώθης δι᾿ ἐμέ, ἵνα ἐμοὶ πηγάσῃς τὴν ἄφεσιν˙ ἐκεντήθης τὴν πλευράν, ἵνα κρουνοὺς ζωῆς ἀναβλύσῃς μοι˙ τοῖς ἥλοις προσήλωσαι, ἵνα ἐγὼ τῷ βάθει τῶν παθημάτων σου, τὸ ὕψος τοῦ κράτους σου, πιστούμενος κράζω σοι˙ ζωοδότα Χριστέ, δόξα καὶ τῷ Σταυρῷ, Σῶτερ, καὶ τῷ Πάθει σου» (Τροπάριο Μακαρισμών Μεγ. Παρασκευής). Ο σταυρός του Χριστού είναι το κέντρο της καινής ζωής της ανθρωπότητας. Είναι το μέγα σημείο ή το μέγα θαύμα της ελεύθερης αγάπης, της παντοδύναμης αγάπης που χωρίζει σε δυο την ιστορία του ανθρώπου και γίνεται η απαρχή της υπάρξεως και της ιστορίας εν Χριστώ, που νοείται κυρίως ως ύπαρξη και ιστορία πνευματική και εσωτερική: «Πρὸ τοῦ σωτηρίου Σταυροῦ, τῆς ἁμαρτίας βασιλευούσης, τῆς ἀσεβείας ἐπικρατούσης, τῶν ἀνθρώπων ἐμακαρίζετο τρυφὴ σωματική, καὶ σαρκικῶν ὀρέξεων ὀλίγοι κατεφρόνουν˙ ἀφ᾽ οὗ δέ, τὸ τοῦ Σταυροῦ μυστήριον πέπρακται, καὶ δαιμόνων ἐσβέσθη τυραννὶς τῇ θεογνωσίᾳ, ἡ τῶν οὐρανῶν ἐπὶ γῆς ἀρετὴ πολιτεύεται˙ διὸ νηστεία τιμᾶται, ἐγκράτεια λάμπει, προσευχὴ κατορθοῦται, καὶ μάρτυς καιρός, ὁ παρὼν δεδομένος ἡμῖν, ὑπὸ τοῦ σταυρωθέντος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν» (Απόστιχο των Αίνων Παρασκευής Τυρινής).

Ο σταυρός και ο θάνατος του Χριστού είναι σταυρός και θάνατος εκούσιος, μυστήριο της ελευθερίας και της αγάπης Του και όχι αποτέλεσμα της ανθρώπινης θελήσεως και της ιστορικής αναγκαιότητας. Ο Σταυρός είναι μυστήριο φοβερό όχι γιατί είναι όργανο μιας φρικτής τιμωρίας, αλλά γιατί ενσαρκώνει τη δύναμη του Θεού στην ταπείνωσή Του, τη δόξα Του στον εμπαιγμό Του, του Θεού βέβαια που δεν ήρθε να εξουσιάσει αλλά να διακονήσει, να κρίνει αλλά να σώσει. Και ο Θεός μας σώζει με έναν τρόπο οδυνηρό αλλά και παράδοξο: μας σώζει όχι με τη βία αλλά με την αγάπη. Σταυρώνεται για να μη σταυρώσει, ελαττώνεται για να υπάρξουμε, πεθαίνει για να ζήσουμε: «Ἐξέτεινας παλάμας ἐν τῷ Σταυρῷ σου, ἐνέκρωσας νεκρώσει σου τὴν κατάραν, ἐζώωσας τῷ πάθει σου τοὺς ἀνθρώπους˙ διὸ ὑμνοῦμέν σου, τὴν θείαν Σταύρωσιν, Ἰησοῦ φιλάνθρωπε ὁ Θεὸς ἡμῶν» (Κανόνας Όρθρου Τετάρτης Τυρινής). Ο Σταυρός είναι το μυστήριο της χριστιανοσύνης που κλήθηκε να είναι το μυστήριο του Σταυρού στην ιστορία. Είναι το ζωηφόρο φυτό στον παράδεισο της Εκκλησίας, η άρρητη και ανερμήνευτη, ακατάληπτη και ακατάλυτη δύναμή της. Η Εκκλησία μας καλεί πάντοτε να τον προσκυνούμε γιατί ο Θεός μ’ αυτόν εργάστηκε τη σωτηρία μας εν μέσω της γης, τη ζωή, την ανάσταση και την αθανασία μας: «Δεῦτε προσκυνήσωμεν, τὸ τῆς ζωῆς ἡμῶν πρόξενον, πεφηνὸς ξύλον σήμερον, Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμὥν, τὸν Σταυρόν, δι᾿ οὗπερ θάνατος ἐτρώθη, καὶ ἡ ἀνάστασις ἡμῖν τοῖς ἐπταικόσιν ἐκαινουργήθη σαφῶς, τῷ ρυσαμένῳ κράζοντες˙ Ὁ δι᾽ ἡμᾶς ἑκουσίως παθών, ἵνα σώσῃς τὰ σύμπαντα, ὁ Θεὸς ἡμῶν, δόξα σοι» (Τροπάριο της Τρίτης Δ΄ Εβδ. Νηστειών).

Ο σταυρός και ο θάνατος του Χριστού ή ο σταυρικός θάνατός Του είναι το μυστήριο της αήττητης αδυναμίας ή της πανσθενούς ασθένειας του Θεού, το φοβερό μυστήριο της σιωπής Του, που δεν είναι βέβαια κάποια αφασία, αλλά ο τρόπος να υπομένει και να υποφέρει, να θεραπεύει την ανθρώπινη ατέλεια και αθλιότητα: Σταυρωθήτω! ἔκραζον, οἱ τῶν σῶν χαρισμάτων ἀεὶ ἐντρυφῶντες, καὶ κακοῦργον ἀντ᾿ εὐεργέτου ἠτοῦντο λαβεῖν, οἱ τῶν δικαίων φονευταί˙ ἐσιώπας δέ, Χριστέ, φέρων αὐτῶν τὴν προπέτειαν, παθεῖν θέλων, καὶ σῶσαι ἡμᾶς ὡς φιλάνθρωπος» (Αντίφωνο Όρθρου Μεγ. Παρασκευής). Στην Ορθοδοξία δεν επιχειρείται μια μονομερής ανάπτυξη της θεολογίας του Σταυρού ή δεν παρασυρόμαστε σε ένα μυστικισμό του πάθους, αλλά διασώζεται και διαλαλείται η βασιλική όψη του Χριστού, που είναι βασιλέας στην κένωσή Του μέχρι σταυρικού θανάτου «ὑπὲρ τῶν φίλων αυτόῦ». Κατά τον Άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό «κάθε πράξη και κάθε έργο του Χριστού είναι θείο και θαυμαστό, αλλά το πιο θαυμαστό από όλα είναι ο τίμιος Σταυρός Του. Γιατί τίποτα δε δάμασε το θάνατο, δεν εξιλέωσε το πρώτο ζευγάρι, δεν απογύμνωσε τον Άδη, δεν έφερε την Ανάσταση, δε μας χάρισε τη δύναμη να καταδικάσουμε τον ίδιο το θάνατο, δεν ετοίμασε την επιστροφή μας στην πρωταρχική ευλογία, δεν άνοιξε τη θύρα του παραδείσου, δεν έβαλε τη φύση μας να καθίσει στα δεξιά του Θεού και δε μας έκανε παιδιά Του, όσο ο σταυρός του Κυρίου μας».

Ο Σταυρός είναι η κλήση του Θεού που απευθύνεται στην ελευθερία του ανθρώπου, αλλά που πολλές φορές γίνεται το σκάνδαλό της. Δεν μπορούμε παρά να είμαστε φίλοι ή εχθροί του δεσποτικού Σταυρού, του Θεού που πεθαίνει επί του σταυρού, δηλαδή μάρτυρες ή αρνητές της θεότητάς Του με την οποία μας χάρισε τη σωτηρία. Οφείλουμε πραγματικά να σταυρώσουμε τη διάνοιά μας για να αποφύγουμε τον πειρασμό της αρνήσεως της θεότητας του Χριστού, επειδή είναι σταυρωμένος, ή της αρνήσεως της Σταυρώσεως επειδή ο Θεός δεν είναι λογικό και ιερό να υποφέρει και να σταυρώνεται: «Τὸν δι᾽ ἡμᾶς σταυρωθέντα, δεῦτε πάντες ὑμνήσωμεν˙ αὐτόν γὰρ κατεῖδε Μαρία ἐπὶ τοῦ ξύλου καὶ ἔλεγεν˙ εἰ καὶ σταυρὸν ὑπομένεις, σὺ ὑπάρχεις, ὁ υἱὸς καὶ Θεός μου» (Κοντάκιο Ωρών Μεγ. Παρασκευής). Το μέγα σκάνδαλο είναι ο σταυρός και ο θάνατος του Θεού. Και είναι βέβαια για τη θρησκεία και τη φιλοσοφία. Γιατί για την Εκκλησία ο Χριστός είναι ο Κύριος και ο Σωτήρας μας προπαντός στο σταυρό και το θάνατό Του. Η πίστη ή η αγάπη μας είναι η άρνηση της δαιμονικής παγίδας, ότι ο σταυρούμενος και θανατούμενος Χριστός δεν είναι ο αληθινός Θεός, που εκουσίως σταυρώνεται και πεθαίνει για τη σωτηρία και τη ζωή του κόσμου: «Σήμερον ἔλεγεν ὁ Κτίστης οὐρανοῦ καὶ γῆς, τοῖς ἑαυτοῦ μαθηταῖς˙ “Ἤγγικεν ἡ ὥρα, καὶ ἔφθασεν Ἰούδας ὁ παραδιδούς με˙ μὴ τίς με ἀρνήσηται, βλέπων με ἐν τῷ σταυρῷ ἐν μέσῳ δύο ληστῶν˙ πάσχω γὰρ ὡς ἄνθρωπος καὶ σῴζω ὡς φιλάνθρωπος, τοὺς εἰς ἐμὲ πιστεύοντας» (Αντίφωνο Ακολουθίας Αγίων Παθών).

Στο Σταυρό είναι κρυμμένο και φανερώνεται, με τρόπο αυθεντικό και μοναδικό, το μυστήριο της θεότητας και της αγάπης του Θεού. Ο Σταυρός μαρτυρεί την αγάπη που είναι ο Θεός και που γυμνώνει και κενώνει αυτούς που αγαπούν χάρη των αγαπημένων τους. αγάπη είναι η δύναμη που «μεταβάλλει τη φύση των πραγμάτων». Δεν είναι λοιπόν παράδοξο ότι ο πάσχων Θεός «ασχημίζει» χάρη των ανθρώπων γιατί δίνει τα πάντα, το κάλλος του Προσώπου Του, για τους ανθρώπους και τη σωτηρία τους. Αυτό ακριβώς είναι η αγάπη: Δίνουμε τα πάντα στους άλλους και δεν κρατούμε τίποτε για τον εαυτό μας, ασχημίζουμε για να ομορφαίνουν οι άλλοι. «Ἐπὶ ξύλου βλέπουσα, κρεμάμενον, Χριστέ, σὲ τῶν πάντων Κτίστην καὶ Θεόν, ἡ σὲ ἀσπόρως τεκοῦσα, ἐβόα πικρῶς˙ Υἱέ μου, ποῦ τὸ κάλλος ἔδυ τῆς μορφῆς σου; οὐ φέρω καθορᾶν σε, ἀδίκως σταυρούμενον˙ σπεῦσον οὖν ἀνάστηθι, ὅπως ἴδω κἀγώ, σοῦ τὴν ἐκ νεκρῶν τριήμερον ἐξανάστασιν» (Τροπάριο Αποστίχων Όρθρου Μεγ. Παρασκευής). Αυτός ο θρήνος και ο σπαραγμός της Παναγίας είναι ο θρήνος και ο σπαραγμός και της Εκκλησίας το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, όταν κηδεύει το Νυμφίο της, τον ωραιότερο από τους υιούς των ανθρώπων: «Ὁ ὡραῖος κάλλει, παρὰ πάντας βροτούς, ὡς ἀνείδεος νεκρὸς καταφαίνεται, ὁ τὴν φύσιν ὡραΐσας τοῦ παντός… Κάλλος Λόγε πρίν, οὐδὲ εἶδος ἐν τῷ πάσχειν ἔσχες, ἀλλ᾽ ἐξαναστὰς ὑπερέλαμψας, καλλωπίσας τοὺς βροτοὺς θείαις αὐγαῖς… Ὧ γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, ποῦ ἔδυ σου τὸ κάλλος;» (Εγκώμια Όρθρου Μεγ. Σαββάτου). Την ομορφιά του ανθρώπου δεν καταλύει ο θάνατος αλλά τη σταυρώνει η αγάπη. Ο Σταυρός είναι αγάπη και η αγάπη σταυρός.

Ο ευγνώμων ληστής που ανεφώνησε στο Σταυρό το «μνήσθητι Κύριε ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου» είναι ο φίλος του δεσποτικού Σταυρού. Εκείνος που με τη μετάνοιά του ομολόγησε τη θεότητα του Χριστού και κοινώνησε της αγάπης Του: «Βλέπων ὁ ληστὴς τὸν ἀρχηγὸν τῆς ζωῆς ἐπὶ σταυροῦ κρεμάμενον, ἔλεγεν˙ Εἰ μὴ Θεὸς ὑπῆρχε σαρκωθείς, ὁ σὺν ἡμῖν σταυρωθείς, οὐκ ἂν ὁ ἥλιος τὰς ἀκτίνας ἐναπέκρυψεν, οὐδὲ ἡ γῆ σειομένη ἐκυμαίνετο. Ἀλλ᾽ ὁ πάντων ἀνεχόμενος, μνήσθητί μου, Κύριε, ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Τροπάριο Θ΄ Ώρας Μεγ. Παρασκευής). Ο Σταυρός που είναι η κρίση της κρίσεώς μας, υπήρξε η δικαιοσύνη για τους δύο συσταυρούμενους ληστές, γεγονός δηλαδή οριακό για τη σωτηρία ή την απώλειά τους: «Ἐν μέσῳ δύο ληστῶν ζυγός, δικαιοσύνης εὑρέθη ὁ Σταυρὸς σου˙ τοῦ μέν, καταγομένου εἰς Ἅδην, τῷ βάρει τῆς βλασφημίας˙ τοῦ δέ, κουφιζομένου πταισμάτων, πρὸς γνῶσιν θεολογίας, Χριστὲ ὁ Θεός, δόξα σοι» (Τροπάριο Ωρών Δευτέρας Α΄ Εβδομάδας Νηστειών). Η ομολογία του ληστή για το σταυρούμενο Κύριο, ο ίδιος ο Σταυρός, είναι το κρίσιμο σημείο της θεολογίας μας, που ταυτίζεται με την πίστη και τη μετάνοιά μας και όχι με τη φλυαρία και τους ευτελείς λόγους μας για το Θεό: «Μικρὰν φωνὴν ἀφῆκεν ὁ ληστὴς ἐν τῷ σταυρῷ, μεγάλην πίστιν εὖρε, μιᾷ ροπῇ ἐσώθη καὶ πρῶτος Παραδείσου, πύλας ἀνοίξας εἰσῆλθεν, ὁ αὐτοῦ τὴν μετάνοιαν προσδεξάμενος, Κύριε, δόξα σοι» (Αντίφωνο Όρθρου Μεγ. Παρασκευής). Ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος διδάσκει ότι: «εἷς λόγος τελωνικὸς, τὸν Θεὸν ἐξιλεώσατο˙ καὶ ἓν ρῆμα πιστόν, τὸν ληστὴν διέσωσεν». Η πίστη και η θεολογία είναι λοιπόν ένα θαύμα που σχετίζεται με το Σταυρό και τη μωρία Του.

Το αποφασιστικό είναι η μετάνοια, που μας κάνει συνοδοιπόρους του Κυρίου στην επιστροφή μας στο Θεό, συνοικήτορες του Χριστού, που είναι ο νέος παράδεισος της ζωής και της αγάπης. Ένα μυστήριο που φωτίζεται από το Σταυρό, το μυστήριο της μετάνοιας του Θεού για τον αμετανόητο άνθρωπο. Ο Σταυρός μας απογυμνώνει από κάθε ανθρώπινη δικαιοσύνη, νικά κάθε αποτυχία μας, θραύει πραγματικά το αδιέξοδό μας, καταδικάζει την καταδίκη μας. Στο Θεό πάμε με το Θεό, δηλαδή με την ανάνηψη, την επίγνωση την απόλυτη εμπιστοσύνη μας σ’ Αυτόν, με μια λέξη, με τη μετάνοια, που είναι χάρη και εντολή του Θεού, με την οποία ξαναβρίσκουμε την αξιοπρέπεια και την ελευθερία μας. Ο Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός συμβουλεύει «ἀνακαλέσθαι τὸ θεῖον βάπτισμα διὰ τῆς μετανοίας, ἧς χωρὶς οὐδεὶς δύναται σωθῆναι». Σωτηρία δεν είναι τα έργα μας αλλά ο Θεός, όπως μας αποκαλύφθηκε στο Σταυρό και όπως τον πίστεψε ο ληστής: «Τὸν ληστὴν αὐθημερόν, τοῦ παραδείσου ἠξίωσας, Κύριε, κἀμὲ τῷ ξύλῳ τοῦ σταυροῦ, φώτισον καὶ σῶσὀν με» (Εξαποστειλάριο Μεγ. Παρασκευής). Ιδού μια ευλογία για να ανακαλύψουμε εκ νέου την Εκκλησία των αμαρτανόντων και των μετανοούντων, του ληστή και του τελώνη, της πόρνης και του ασώτου υιού.

Η ομολογία του ευγνώμονα ληστή μπορεί κάποτε να μας μάθει ότι ο χριστιανισμός δε διαδραματίζεται ανάμεσα στο καλό και το κακό της ηθικής, αλλά ανάμεσα στη μετάνοια και την αμετανοησία του ανθρώπου: «Ληστὴς κατηγόρει σοι, Ληστὴς ἐθεολόγει σοι˙ ἀμφότεροι γάρ, σταυρῷ συνεχρέμαντο˙ Ἀλλ᾽ ὦ Πολυεύσπλαχνε, ὡς τῷ πιστῷ Ληστῇ σου, τῷ ἐπιγνόντι σε Θεόν, κἀμοὶ ἄνοιξον τὴν θύραν, τῆς ἐνδόξου Βασιλείας σου» (Τροπάριο Μεγάλου Κανόνα). Όλοι μας είμαστε σταυρωμένοι και πάνω από όλα όλοι είμαστε ληστές και εκείνο που μας διαφοροποιεί είναι η αίσθηση των εγκλημάτων μας, η δίψα της μετάνοιάς μας, η φλόγα της πίστεώς μας στο Θεό, η άβυσσος της αγάπης στο σταυρό του Χριστού. Καθένας μας μπορεί με συντριβή της καρδιάς να ομολογεί: «Ὁδοὺς σωτηριώδεις καταλιπών, τὰς εἰς Ἅδην φερούσας διώδευσα, σκότος βαθύ, ἔχων περικύκλῳ τὰς ἡδονάς, καὶ τῶν παθῶν τὸν ὄλισθον, καὶ τὴν καταιγίδα τῶν πειρασμῶν˙ διό σε ἱκετεύω. Τῷ σῷ Σταυρῷ με σῷσον, Χριστὲ ὡς μόνος πολυέλεος» (Κανόνας Τετάρτης Ε΄ Εβδ. Νηστειών). Στη θύρα του παραδείσου δε μας υποδέχεται ο Πέτρος, αλλά ο ληστής με το σταυρό του, που αγιάστηκε στο σταυρό του Χριστού.

Καρδαμάκης Μιχαήλ, Κεφάλαια Κατανυκτικά, Ακρίτας, Αθήνα, 1988.