Menu Close

Τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Δευτέρᾳ

«Τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Δευτέρᾳ, μνείαν ποιούμεθα τοῦ μακαρίου Ἰωσὴφ τοῦ παγκάλου καὶ τῆς ὑπὸ τοῦ Κυρίου καταρασθείσης καὶ ξηρανθείσης συκῆς».

Το πρώτο βήμα στην οδοιπορία μας, ο πρώτος αναβαθμός για να συναντήσουμε τον ερχόμενο Κύριο, να κοινωνήσουμε των μεγαλείων και των θαυμασίων Του, να μεταλάβουμε τη χάρη των παθημάτων και τη δύναμη της αναστάσεώς Του, είναι η απελευθέρωσή μας από τις αισθησιακές ηδονές, τις σαρκικές αισθήσεις, τις ανέραστες απαιτήσεις της σάρκας. Είναι δηλαδή η διαφύλαξη αδούλωτου του αξιώματος της ψυχής μας, η κατάκτηση της βασιλικής ελευθερίας, της «αρχοντιάς» στην καρδιά μας. Για τούτο και από την Εκκλησία προβάλλεται για μίμηση η νίκη και η σωτηρία του σώφρονα και πάγκαλου Ιωσήφ, ο οποίος «τῆς Αἰγυπτίας ταῖς ἡδοναῖς μὴ δουλεύσας, ἀντεδοξάζετο παρὰ τοῦ βλέποντος τὰς τῶν ἀνθρώπων καρδίας, καὶ νέμοντος στέφος ἄφθαρτον» (Κοντάκιο Όρθρου Μεγ. Δευτέρας). Πρόκειται για την πρώτη και τη μεγάλη ελευθερία, που είναι νίκη και κυριαρχία πάνω στην τυραννίδα του εαυτού μας, των αυθαίρετων επιθυμιών και γνωμών μας, υπέρβαση και απάρνηση των εμπαθών παθών και αισθήσεων, των άλογων παθών και ορμών μας. «Ρύπον πάντα ἐμπαθῆ ἀπωσάμενοι, ἐπάξιοι τῆς θείας βασιλείας, γνώμην ἀναλάβετε ἔμφρονα, τοῖς σοῖς Ἀποστόλοις προέφης, ἡ πάντων σοφία, ἐν ᾗ δοξασθήσεσθε, λάμποντες ἡλίου τηλαυγέστερον.» (Τροπάριο Κανόνα Όρθρου Μεγ. Δευτέρας).

μεγάλῃ Δευτέρᾳ

Η πραγματική ελευθερία είναι ταυτόσημη με την άβυσσο της σοφίας της καρδιάς μας, με την άσκηση του βασιλικού αξιώματός μας, με την αυστηρή κυριαρχία στον εαυτό μας. Με την απόφασή μας να μην υποκύπτουμε στις δαιμονικές προσβολές των απαιτήσεων και των παθών για να επανέλθουμε στην προπτωτική αγιότητα και λαμπρότητα του ανθρώπου. Με τον αγώνα μας να απεκδυθούμε τους «δερμάτινους χιτώνες» της αμαρτίας και των αμαρτημάτων για να επιστρέψουμε στην κατά φύση ζωή των πρωτοπλάστων, που «ἦσαν γυμνοὶ καί οὐκ ἠσχύνοντο» (Γεν. 2,25): «Δευτέραν Εὔαν τὴν Αἰγυπτίαν, εὑρὼν ὁ δράκων, διὰ ρημάτων, ἔσπευδε κολακείας, ὑποσκελίσαι τὸν Ἰωσήφ˙ ἀλλ᾿ αὐτὸς καταλιπὼν τὸν χιτῶνα, ἔφυγε τὴν ἁμαρτίαν, καὶ γυμνὸς οὐκ ᾐσχύνετο, ὡς ὁ πρωτόπλαστος πρὸ τῆς παρακοῆς˙ αὐτοῦ ταῖς ἱκεσίαις, Χριστέ, ἐλέησον ἡμᾶς» (Δοξαστικό Αποστίχων Όρθρου Μεγ. Δευτέρας). Μόνο μια τέτοια ελευθερία κάνει δυνατή την άσκηση του βασιλικού μας αξιώματος σε σχέση με τον κόσμο. Γίνεται η αγαπητική ελευθερία για τον κόσμο, η θυσιαζόμενη πατρότητα, η σταυρωμένη διακονία των άλλων, που αποτελεί κεντρική διδασκαλία στον Όρθρο της Μεγάλης Δευτέρας (και βέβαια και της Μεγάλης Πέμπτης): «Κύριε, τὰ τελεώτατα φρονεῖν, τοὺς οἰκείους παιδεύων μαθητάς, μὴ ὁμοιοῦσθαι τοῖς ἔθνεσιν ἔλεγες, εἰς τὸ κατάρχειν τῶν ἐλαχιστοτέρων· οὐχ οὕτω γὰρ ἔσται ὑμῖν τοῖς ἐμοῖς μαθηταῖς, ὅτι πτωχὸς θέλων ὑπάρχω· ὁ πρῶτος οὖν ὑμῶν, ἔστω πάντων διάκονος, ὁ δὲ ἄρχων ὡς ὁ ἀρχόμενος, ὁ προκριθεὶς δὲ ὡς ὁ ἔσχατος· καὶ γάρ ἐλήλυθα αὐτός, τῷ πτωχεύσαντι Ἀδὰμ διακονῆσαι, καὶ λύτρον δοῦναι ἀντὶ πολλῶν, τὴν ψυχὴν τῶν βοώντων μοι· Δόξα σοι.» (Απόστιχο Όρθρου Μεγ. Δευτέρας).

Έτσι κατανοούμε ότι ελευθερία δεν είναι μόνο ελευθερία από το κακό, την αμαρτία και τα πάθη, αλλά ελευθερία και για το καλό, την αρετή και τη διακονία. Άλλωστε δεν μπορούμε να νικήσουμε τα πάθη αν στη θέση τους δεν μπουν οι αρετές. Ένας αληθινός μαθητής, φίλος των πνευματικών αναβάσεων της Μεγάλης Εβδομάδας, γνωρίζεται από το φόβο των εντολών του Θεού, από την τήρηση των αρετών του Χριστού. Στο πνεύμα αυτής της απαιτήσεως τοποθετείται η παραβολή της ξηρανθείσης συκής: «Τῆς ξηρανθείσης συκῆς διὰ τὴν ἀκαρπίαν, τὸ ἐπιτίμιον φοβηθέντες ἀδελφοί, καρποὺς ἀξίους τῆς μετανοίας, προσάξωμεν Χριστῷ, τῷ παρέχοντι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος» (Απόστιχο Όρθρου Μεγ. Δευτέρας). Η άσκηση των ευαγγελικών αρετών ή η τήρηση των θεανθρώπινων εντολών του Σωτήρος Χριστού, δεν απαιτείται για λόγους αξιομισθίας, αλλά καθαρής ασκήσεως, με την οποία μαρτυρούμε ότι βρισκόμαστε στο δρόμο της ολοκληρωμένης ελευθερίας. Οφείλουμε να καρποφορήσουμε καρπούς πίστεως ή μετάνοιας και όχι αξιομισθίας ή υποκρισίας. Επειδή το πρωταρχικό είναι η πίστη, η δίψα του προσώπου του Κυρίου, η οριστική απόφασή μας να εξαρτούμε τη ζωή μας από το Θεό ή το θέλημα του Θεού και όχι από τον εαυτό μας ή τις πράξεις μας: «Ἄνθρωπός τις εἶχε τέκνα δύο˙ καὶ προσελθὼν τῷ πρώτῳ εἶπε· τέκνον, ὕπαγε σήμερον ἐργάζου ἐν τῷ ἀμπελῶνί μου. Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· οὐ θέλω· ὕστερον δὲ μεταμεληθεὶς ἀπῆλθε. Καὶ προσελθὼν τῷ δευτέρῳ εἶπεν ὡσαύτως. Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἐγώ, Κύριε· καὶ οὐκ ἀπῆλθε. Τίς ἐκ τῶν δύο ἐποίησε τὸ θέλημα τοῦ Πατρός; Λέγουσιν αὐτῷ· ὁ πρῶτος. Λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. Ἦλθε γὰρ πρὸς ὑμᾶς Ἰωάννης ἐν ὁδῷ δικαιοσύνης, καὶ οὐκ ἐπιστεύσατε αὐτῷ· οἱ δὲ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι ἐπίστευσαν αὐτῷ· ὑμεῖς δὲ ἰδόντες οὐ μετεμελήθητε ὕστερον τοῦ πιστεῦσαι αὐτῷ.» (Ματθ. 21,28-82). Η πίστη προϋποθέτει τη μετάνοια και η μετάνοια τελειώνεται στην πίστη, ως η ακόρεστη δίψα του προσώπου ή η ανεξάντλητη επιθυμία της καρδιάς. Μόνο τα έργα της πίστεως και οι καρποί της μετάνοιας εκφράζουν ουσιαστικά πράγματα στη ζωή του πιστού, όπως ανακεφαλαιώνονται στην αγάπη. Τα έργα χωρίς πίστη και μετάνοια, που είναι η πραγματική μας ελευθερία, είναι υποκριτικά και νεκρά.

Τον αληθινό έρωτά μας στο Θεό, την εγκάρδια αναζήτησή Του, τη δημιουργική ελευθερία μας, τη γρηγορούσα συνείδησή μας, οφείλουμε να εκφράσουμε σε συγκεκριμένο τρόπο ζωής, σε πλούσια καρποφορία. Όπως ήδη σημειώσαμε, ελευθερία δεν είναι η αυθαιρεσία για το κακό ή η ανεξέλεγκτή διάθεσή μας να μην κάνουμε τίποτα, αλλά η διάθεση που θέλει πάντοτε το καλό, το χάρισμα της πνευματικής καρποφορίας. Η πνευματική μας ωρίμανση, η συνειδητή πνευματική μας ανάβαση εκφράζεται στην αλληλοπεριχώρηση ορθοδοξίας και ορθοπραξίας. Εδώ γίνεται κατανοητό το «σημείο» της καταρασθείσης συκής: «Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ᾽ ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς… Πᾶν δένδρον ἀγαθὸν καρποὺς καλοὺς ποιεῖ… Πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλόν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται… Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν ὅτι ἀρθήσεται ἀφ᾽ ὑμῶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ δοθήσεται ἔθνει ποιοῦντι τοὺς καρποὺς αὐτῆς» (Ματθ. 7,2. 7,17.19 21,43). Αυτός ο ευαγγελικός λόγος, που αναιρεί κάθε ιδεολογική ή υποκριτική έκπτωση ή παγίδευση της χριστιανικής ζωής, γέννησε την ορθόδοξη διδασκαλία για τη σύζευξη θεωρίας και πράξεως, που συνιστά βασικό κεφάλαιο της ορθόδοξης πνευματικότητας, όπως το συνοψίζει ο Όσιος Ηλίας ο Πρεσβύτερος: «Οὔτε πρᾶξις ἀσφαλής, θεωρίας ἐκτός, οὔτε θεωρία ἀληθής, ἄνευ πράξεως. Χρὴ γὰρ καὶ πρᾶξιν ἐλλόγιμον εἶναι καὶ θεωρίαν ἔμπρακτον˙ ἵνα τῇ μὲν ἀνίσχυρος εὑρίσκεται ἡ κακία˙ τῇ δὲ δυνατὴ ἡ ἀρετὴ ἐν εὐδοκίαις χρηστότητος».

Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής διδάσκει ότι «ολόκληρος είναι εκείνος που εργάζεται την πράξη μετά γνώσεως και τη θεωρία μετά πράξεως. Eκείνος, που στη ζωή του και η πράξη και η θεωρία συνέχονται μεταξύ τους και καμιά δε χωρίζεται από την άλλη, αλλά η πράξη φανερώνει τη γνώση της θεωρίας και η θεωρία προφυλάσσεται διά της εργασίας της αρετής. Ολόκληρος είναι εκείνος που έχει διατηρήσει, πιστός στη συμφωνία θεωρίας και πράξεως, τις έξεις του σταθερές στο συντονισμό τους με το θείο πόθο. Και αυτός, που γνωρίζει μετά πράξεως και πράττει μετά γνώσεως, είναι θρόνος καi υποπόδιο του Θεού. Θρόνος για τη γνώση και υποπόδιο για την πράξη». Κανένας πάντως δεν μπορεί να πλησιάσει το Χριστό και να συμπορευτεί μαζί Του, χωρίς το πνευματικό ένδυμα, που υφαίνεται όταν «τῷ διδακτικῷ λόγῳ ἐπιπλέκεται πρᾶξις»: «Τὸν νυμφῶνά σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον, καὶ ἔνδυμα οὐκ ἔχω, ἵνα εἰσέλθω ἐν αὐτῷ· λάμπρυνόν μου τὴν στολὴν τῆς ψυχῆς, φωτοδότα, καὶ σῶσόν με» (Εξαποστειλάριο Μεγ. Εβδομάδας). Στο χορό των μαθητών και των συνδαιτημόνων του Χριστού, στους γάμους και τη γαμήλιο τράπεζα του Νυμφίου και της Νύμφης – Εκκλησίας, μετέχουν εκείνοι που στη ζωή τους έχει συντελεστεί ο γάμος της πράξεως με τη θεωρία, των έργων με την πίστη. Οφείλουμε να αρνηθούμε κάθε σχιζοφρένεια ή μονομερή ακρότητα για να φανερώσουμε τη χριστιανική ζωή ως το μυστήριο της ενεργού πίστεως, της τελειωμένης πίστεως. Η χριστιανική ζωή δεν είναι μόνο φύλλα (κάποια φλύαρα λόγια), αλλά προπαντός καρποί (έργα μετάνοιας), πίστη διά των έργων και έργα διά της πίστεως. Δεν είναι κάποιος μετέωρος, αυθαίρετος, άκαρπος στοχασμός, ζωή κατά δόκηση ή φαντασία ή εικασία, αλλά καθημερινός σταυρός, οδός ασκητική, φλεγόμενη πίστη, εργασία ή τήρηση ή φύλαξη των εντολών ή αρετών ή έργων του Θεού. Με την επίγνωση αυτής της χριστιανικής ζωής, συμπορευόμαστε, συσταυρωνόμαστε και συνδοξαζόμαστε με το Χριστό, απαντούμε στην κλήση Του για αληθινή ελευθερία ή σωτηρία, που είναι μυστήριο χάρης και ασκήσεως ή ασκήσεως στη χάρη. Οι άνθρωποι πεινούν και πρέπει να τους δώσουμε καρπούς και όχι ξυλοκέρατα, τα έργα του Θεού, για να χορτάσουν την πείνα τους. Ή να τους προτείνουμε την ολοκληρωμένη ζωή και όχι κάποιες ιδέες περί ζωής, για να νικήσουν το θάνατό τους. Έτσι θα κάνουμε φανερή την παρουσία του Κυρίου μέσα στο σκοτάδι από την «αργία του Ευαγγελίου».

Καρδαμάκης Μιχαήλ, Κεφάλαια Κατανυκτικά, Ακρίτας, Αθήνα, 1988.