Menu Close

Ἠγέρθη ὄντως

«Οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλ᾿ ἠγέρθη».
(Λουκ. κδ΄, 6)

Δεν είναι απαραίτητη της Απολογητικής η επιχειρηματολογία, για ν’ αποδειχθή το γεγονός της Αναστάσεως. Το διακηρύσσει με άφθαστη πειστικότητα και η σύγχρονη πείρα και ζωή. Οι ναοί, που θα γεμίσουν ασφυκτικά από του λάτρεις του αναστάντος Χριστού. Οι καμπάνες, που θα διαλαλήσουν το χαρμόσυνο μήνυμα, ότι ο Χριστός ανέστη. Η κτίσι, που με την αναστάσιμη φορεσιά της, θα επικυρώση, ότι αληθώς ανέστη ο Κύριος, προσφέρουν απτά τα πειστήρια της Αναστάσεως.

Ἠγέρθη ὄντως

Θα πρέπει να είναι παράφρονες ή εκείνοι που θ’ αρνηθούν το γεγονός της Αναστάσεως ή οι άνθρωποι, είκοσι τώρα αιώνων, που με τόση εμμονή πιστεύουν στην εκ τάφου έγερσιν του Κυρίου. Αλλά τέτοια ομαδική και αιωνόβια παραφροσύνη ή πλάνη δεν έχει να παρουσιάση η Ιστορία.

Μπορεί να πλανηθή, έλεγε πολύ σοφά ο Λίνκολν, λίγος κόσμος για πολύν καιρό. Και μπορεί επίσης να απατηθή όλος ο κόσμος, για λίγο όμως καιρό. Είναι όμως εντελώς αδύνατο να απατάται όλος ο κόσμος για όλο τον καιρό.

Πώς είναι λοιπόν δυνατό να ζουν στην πλάνη τόσοι άνθρωποι επί τόσους αιώνες, που βλέπουν και ψηλαφούν τον Ιησούν, «ζῶντα μετᾶ τὸ παθεῖν αὐτόν;»

***

Είναι πράγματι πολλά τα τεκμήρια, που αποδεικνύουν τρανώς την ανάστασι του Χριστού. Όχι μονάχα εκείνα, που απευθύνονται στη λογική, αλλά και τόσα άλλα, που συνέχουν την καρδιά του πιστού. «Οὐχὶ ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἧν ἐν ἡμῖν, ὡς ἐλάλει ἡμῖν ἐν τῇ ὁδῷ, καὶ ὡς διήνοιγεν ἡμῖν τὰς γραφάς;».

Οι λόγοι αυτοί των πορευομένων εις Εμμαούς επαναλαμβάνονται αιώνες τώρα από τόσους και τόσους, που συναντούν στο δρόμο τους τον αναστάντα Χριστόν. Και δεν είναι ένα τυχαίο και παροδικό αίσθημα η συνάντησι αυτή. Είναι πείρα ισόβια ενός πλήθους ανθρώπων, που μπορούν να διαβεβαιώσουν με κατηγορηματικότητα, ότι «ἑωράκαμεν τὸν Κύριον». Ναι! Τον είδαν. Σε στιγμές θλίψεως ή χαράς. Ανεωγμένων ή κεκελισμένων των θυρών της καρδιάς του. Σε ώρες αμφιβολίας, «ἑὰν μὴ ἴδω οὐ μὴ πιστεύσω» ή κατανύξεως «ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Στα πρώτα βήματα ή στα υστερνά της ζωής του. Στον πένθιμο κήπο της αγωνίας τους «δοκοῦντες ὅτι ὁ κηπουρὸς ἐστιν», σαν τη Μαρία, ή παρά τον ορθρινόν αιγιαλόν, «δοκοῦντες ὅτι πνεῦμα θεωροῦσι», σαν του Μαθητάς. Στο υπερώον της απογνώσεως, όπου «ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν αὐτοῖς· εἰρήνη ὑμῖν».

Άλλοι τον βλέπουν, χωρίς να προλάβουν να τον περιπτυχθούν «Μή μου ἅπτου -ἀκοῦν- οὔπω γὰρ ἀναβέβηκα πρὸς τὸν Πατέρα μου». Άλλοι όμως καλούνται, όχι μόνο να τον δουν, αλλά και να τον ψηλαφήσουν: «Φέρε τὸν δάκτυλόν σου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων καὶ βάλε τὴν χεῖρά σου εἰς τὴν πλευράν μου καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός». Άλλοι συντρώγουν μαζύ Του, «ἰχθύος ὀπτοῦ μέρους καὶ ἀπὸ μελισσίου κηρίου». Και άλλοι τον αισθάνονται «δι᾿ ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενον αὐτοῖς καὶ λέγοντα τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ».

Μόνο όσοι δεν θελήσουν δεν θα μπορέσουν να δουν τον αναστάντα Χριστόν. Οι «ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεῦειν», των οποίων «οἱ ὀφθαλμοὶ κρατοῦνται τοῦ μὴ ἐπιγνῶναι αὐτόν».

Απεναντίας, όσοι πιστοί, θα προσέρχωνται μέχρι συντελείας των αιώνων λαμπαδηφόροι, για να διακηρύξουν ότι «ἠγέρθη ὁ Κύριος ὄντως» «καὶ ὤφθη Κηφᾷ, εἶτα τοῖς δώδεκα, ἔπειτα ὤφθη ἐπάνω πεντακοσίοις ἀδελφοῖς ἐφάπαξ, ὧν οἱ πλείους μένουσι ἕως ἄρτι, τινὲς δὲ ἐκοιμήθησαν· ἔπειτα ὤφθη Ἰακώβῳ, εἶτα τοῖς ἀποστόλοις πᾶσιν, ἔσχατον δὲ πάντων, ὡσπερεὶ τῷ ἐκτρώματι ὤφθη καμοί».

Κούρκουλας Κωνσταντίνος, Σκηνές από το πάθος, Αθήνα, 1968