Menu Close

Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου

Ὁ Χριστὸς ἀνάστησε τὸν Λάζαρο πρὶν νὰ σταυρωθῇ, γιὰ νὰ πιστέψουνε στὴ δύναμη τοῦ οἱ Ἰουδαῖοι καὶ γιὰ νὰ στερεωθῇ ἡ πίστη στοὺς μαθητές του, ὅπως πρωτήτερα εἶχε μεταμορφωθῇ στὸ ὄρος Θωβὼρ γιὰ τὴν ἴδια αἰτία, ὅπως λέγει τὸ τροπάρι: «Ἐπὶ τοῦ ὄρους μετεμορφώθης καὶ ὡς ἐχώρουν οἱ μαθηταί σου τὴν δόξαν σου, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐθεάσαντο, ἵνα, ὅταν Σε ἴδωσι σταυρούμενον, τὸ μὲν πάθος νοήσωσιν ἑκούσιον, τῷ δὲ κόσμῳ κηρύξωσιν ὅτι Σὺ ὑπάρχεις ἀληθῶς τοῦ Πατρὸς τὸ ἀπαύγασμα».

Ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου

Μά, μήτε ἡ Μεταμόρφωση, μήτε ἡ Ἀνάστάση τοῦ Λαζάρου μπορέσανε νὰ στερεώσουνε στὴν πίστη τοὺς μαθητὲς καὶ τὸν κόσμο. Ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι ἀδύνατη, καὶ κλίνει στὴν ἀπιστία, γιατὶ ἡ ἀπιστία εἶναι ἀδυναμία τῆς ψυχῆς. Ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ στερεώθηκε, μὲ τοὺς αἰῶνες, ὕστερα ἀπὸ πολλὰ θαύματα ποὺ γινήκανε στ᾿ ὄνομά Του κι᾿ ἀπὸ ὑπερφυσικὰ φανερώματα, ποὺ ἀποστομώσανε τοὺς ἄπιστους. Μὰ καὶ πάλι, οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ἀπομείνανε στὴν ἀπιστία.

Ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης γράφει καταλεπτῶς στὸ Εὐαγγέλιό του τὴν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου, γιατὶ ἤτανε μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, ὅπως ἤτανε μαζί του κ᾽ οἱ ἄλλοι μαθητάδες του.

Γράφει λοιπὸν πὼς ὁ Χριστὸς εἶχε φύγει ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα κ᾽ εἶχε πάγει πέραν ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη ποταμό, ἐπειδὴ οἱ Ἑβραῖοι θέλανε νὰ τὸν πιάσουνε καὶ νὰ τὸν σκοτώσουνε. Πῆγε λοιπὸν καὶ καθότανε στὸν τόπο πού, ἄλλη φορά, βάφτιζε τὸν λαὸ ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος.

Εἷχε ὁ Χριστὸς ἕναν φίλο ἀπὸ τὴν Βηθλεέμ, λεγόμενο Λάζαρο, κ᾽ ἡ Μάρθα κ᾽ ἡ Μαρία ποὺ ἀγαποῦσε ὁ Χριστὸς καὶ πήγαινε στὸ σπίτι τους, ἤτανε ἀδελφές του. Κ᾿ οἱ τρεῖς ἤτανε ἀνύπαντροι. Ὁ Λάζαρος λοιπὸν ἀρρώστησε βαρειά, κ᾽ οἱ ἀδελφές του στείλανε ἕναν ἄνθρωπο στὸν Χριστὸ νὰ τοῦ πῆ πὼς ὁ ἀγαπημένος του ὁ Λάζαρος εἶναι βαρειὰ ἄρρωστος. Ὁ Κύριος, σὰν ἄκουσε τί τοῦ εἶπε ὁ μαντατοφόρος, εἶπε: «Τούτη ἡ ἀσθένεια δὲν εἶναι γιὰ θάνατο, ἀλλὰ γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ δοξασθῆ ὁ γυιὸς τοῦ ἀνθρώπου μ᾽ αὐτή».

Μ᾿ ὅλο ποὺ ὁ Χριστὸς ἀγαποῦσε τὸν Λάζαρο, καθὼς ἀγαποῦσε καὶ τὶς ἀδελφές του, ποὺ ἥτανε κ᾿ οἱ τρεῖς θεοφοβούμενοι, ὡστόσο δὲν βιάστηκε νὰ πάγη στὴ Βηθανία, ἀλλὰ κάθησε ἐκεῖ ποὺ βρισκότανε.

Ἄξαφνα, λέγει στοὺς μαθητές του: «Πᾶμε πίσω στὴν Ἰουδαία». Καὶ κεῖνοι τὸν ρωτήσανε: «Δάσκαλε, οἱ Ἰουδαῖοι πρὶν ἀπὸ λίγες μέρες θέλανε νὰ σὲ λιθοβολήσουνε, καὶ πάλι θέλεις νὰ πᾶς στὸν τόπο τους;» Τοὺς ἀποκρίθηκε ὁ Κύριος: «Ὁ φίλος μας ὁ Λάζαρος κοιμήθηκε, καὶ πηγαίνω νὰ τὸν ξυπνήσω». Τοῦ εἴπανε τότε οἱ μαθητές του: «Κύριε, ἂν κοιμήθηκε, θὰ γλυτώση», γιατὶ νομίσανε πὼς κοιμήθηκε ὁ Λάζαρος, κι᾿ ὄχι πὼς πέθανε, ὅπως ἐννοοῦσε ὁ Χριστός. Τότε τοὺς εἶπε φανερά: «Ὁ Λάζαρος πέθανε, καὶ χαίρουμαι, γιὰ σᾶς, γιὰ νὰ πιστέψετε, ποὺ δὲν ἤμουνα ἐκεῖ γιὰ νὰ τὸν γιάνω ἀπὸ τὴν ἀρρώστεια του. Ἀλλὰ ἂς πᾶμε στὸ σπίτι του». Τότε ὁ Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος, εἶπε στοὺς ἄλλους μαθητές: «Πᾶμε κ᾽ ἐμεῖς νὰ πεθάνουμε μαζί του». Καὶ πήρανε τὸν δρόμο γιὰ τὴν Βηθανία, ποὺ βρισκότανε κοντὰ στὰ Ἱεροσόλυμα.

Σὰν φτάξανε ἐκεῖ, βρήκανε τὸν Λάζαρο πεθαμένον καὶ θαμμένον πρὶν ἀπὸ τέσσερες μέρες. Τὸ σπίτι του ἤτανε γεμᾶτο κόσμο, ἐπειδὴ πολλοὶ Ἰουδαῖοι εἴχανε πάγει γιὰ νὰ παρηγορήσουνε τὴ Μάρθα καὶ τὴ Μαρία.

Ἡ Μάρθα σὰν ἄκουσε πὼς ἐρχότανε ὁ Χριστός, ἔτρεξε νὰ τὸν προϋπαντήση, ἐνῶ ἡ Μαρία καθότανε στὸ σπίτι, κ᾽ εἶπε στὸν Χριστὸ ἡ Μάρθα: «Κύριε, ἂν ἤσουνα ἐδῶ, δὲν θὰ πέθαινε ὁ ἀδελφός μου. Ἀλλὰ καὶ τώρα ξέρω πὼς ὅσα ζητήσεις ἀπὸ τὸν Θεό, θὰ σοῦ τὰ δώση». Τῆς λέγει ὁ Χριστός: «Θ᾽ ἀναστηθῆ ὁ ἀδελφός σου». Τοῦ λέγει ἡ Μάρθα: «Γνωρίζω πὼς θ᾽ ἀναστηθῆ κατὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, τὴν τελευταία ἡμέρα». Τῆς λέγει ὁ Χριστός: «Ἐγὼ εἶμαι ἡ ἀνάσταση καὶ ἣ ζωή. Ὅποιος πιστεύει σὲ μένα, κι ἂν πεθάνη, θὰ ζήση. Κι ὅποιος εἶναι ζωντανὸς καὶ πιστεύει σὲ μένα, δὲν θ᾽ ἀποθάνη στὸν αἰῶνα. Πιστεύεις σ᾽ αὐτὸ ποὺ λέγω;» Τοῦ ἀποκρίνεται ἡ Μάρθα: «Ναί, Κύριε, ἐγὼ ἔχω πιστέψει πὼς ἐσὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ γυιὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔρχεται στὸν κόσμο νὰ τὸν σώση». Κι᾿ ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια, ἔτρεξε καὶ φώναξε τὴν ἀδελφή της τὴ Μαρία καὶ τῆς εἶπε κρυφά: «Ὁ δάσκαλος ἦρθε καὶ σὲ φωνάζει». Ἐκείνὴ, μόλις τ᾽ ἄκουσε, σηκώθηκε γρήγορα κ᾽ ἔτρεξε νὰ τὸν συναπαντήση, γιατὶ ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε φτάξει ἀκόμα στὸ χωριό, ἀλλὰ βρισκότανε στὸ μέρος ποὺ τὸν εἶχε ἀνταμώσει ἡ Μάρθα. Λοιπὸν οἱ Ἰουδαῖοι ποὺ ἤτανε στὸ σπίτι τοῦ Λαζάρου καὶ παρηγορούσανε τὴ Μαρία, σὰν τὴν εἴδανε νὰ σηκώνεται βιαστικὰ καὶ νὰ βγαίνη ἔξω, τὴν ἀκολουθήσανε, λέγοντας πὼς πηγαίνει στὸ μνῆμα τοῦ ἀδελφοῦ τῆς γιὰ νὰ τὸν κλάψη.

Ἡ Μαρία, λοιπόν, σὰν ἐπῆγε ἐκεῖ ποὺ ἤτανε ὁ Χριστός, μόλις τὸν εἶδε, ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τοῦ εἶπε: «Κύριε, ἂν ἤσουνα ἐδῶ, δὲν θὰ πέθαινε ὁ ἀδελφός μου». Ἐκεῖνος, σὰν τὴν εἶδε νὰ κλαίγη, καὶ νὰ κλαῖνε κ᾽ οἱ ἄλλοι ποὺ πήγανε μαζί της, τοῦ ἦλθε παράπονο καὶ ταράχθηκε, καὶ ρώτησε: «Ποῦ τὸν ἔχετε θαμμένον;» Τοῦ λένε: «Κύριε, ἔλα νὰ δῆς». Δάκρυσε ὁ Χριστός. Λέγανε λοιπὸν οἱ Ἰουδαῖοι: «Κύτταξε πόσο τὸν ἀγαποῦσε!» Καὶ κάποιοι ἀπ᾽ αὐτοὺς εἴπανε: «Δὲ μποροῦσε τοῦτος ποὺ ἄνοιξε τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ, νὰ κάνη ὥστε νὰ μὴν πεθάνη κι ὁ Λάζαρος;» Ὁ Χριστὸς λοιπόν, πάλι βουρκωμένος, πῆγε στὸ μνημεῖο ποὺ ἤτανε ἕνα σπήλαιο, σφαλισμένο μὲ μιὰ πέτρα. Λέγει ὁ Χριστός: «Σηκῶστε τὴν πέτρα». Τοῦ λέγει ἡ Μάρθα: «Κύριε, θὰ μυρίζη, γιατὶ ἔχει τέσσερις ἡμέρες ποὖναι θαμμένος». Τῆς λέγει ὁ Ἰησοῦς: «Δὲν σοῦ εἶπα πὼς ἂν πιστέψης, θὰ δῆς τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ;».

Τραβήξανε λοιπὸν τὴν πέτρα ἀπὸ τὸν τάφο ποὺ βρισκότανε ὁ πεθαμένος. Κι᾽ ὁ Χριστὸς σήκωσε τὰ μάτια τοὺ κ᾽ εἶπε: «Πάτερ, σὲ εὐχαριστῶ γιατὶ μὲ ἤκουσες. Ἐγὼ ἤξευρα πὼς πάντα μ᾿ ἀκοῦς, ἀλλὰ τὸ εἶπα γιὰ νὰ τ᾽ ἀκούση τὸ πλῆθος ποὺ στέκεται γύρω μου, καὶ νὰ πιστέψουνε πὼς ἐσὺ μ᾽ ἔστειλες». Κι ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια, ἔκραξε μὲ φωνὴ μεγάλη: «Λάζαρε, ἔλα ἔξω!» Καὶ βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὸ μνῆμα ὁ πεθαμένος τυλιγμένος χέρια καὶ πόδια μὲ λουρίδες, καὶ τὸ πρόσωπο ἤτανε τυλιγμένο μὲ τὸ σάβανο. Λέγει στοὺς ἀνθρώπους ὁ Χριστός: «Ξετυλίξετέ τον κι ἀφῆστε τον νὰ πάγη στὸ σπίτι του».

Μ᾽ αὐτὰ τὰ ἁπλᾶ καὶ συγκινητικὰ λόγια γράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης τὴ φρικτὴ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου, σὰν νὰ ἱστορίζη κάποιο πρᾶγμα συνηθισμένο. Παρακάτω γράφει πὼς πολλοὶ Ἰουδαῖοι, βλέποντας αὐτὸ τὸ μεγάλο θαῦμα, πιστέψανε στὸν Χριστό. Μὰ οἱ πολλοὶ ἀπομείνανε στὴν ἀπιστία, καὶ μάλιστα οἱ ἀρχιἐρεῖς ποὺ ἀποφασίσανε νὰ σκοτώσουν τὸν Λάζαρο καὶ τὸν Χριστό, γιατὶ πήγαινε πολὺς κόσμος στὴ Βηθανία γιὰ νὰ δῇ τὸν νεκραναστημένον καὶ τὸν Χριστό, ποὺ πῆγε στὸ σπίτι τοῦ Λαζάρου, ἕξη μέρες πρὶν ἀπὸ τὴν Ἀνάστασή του, καὶ δείπνησε μὲ κάποιους φίλους τοῦ σπιπιοῦ, καὶ στὸ τραπέζι κάθησε κι᾽ ὁ Λάζαρος.

Ἡ Ἐκκλησία μας γιόρταζε τὴν Ἔγερση τοῦ Λαζάρου χθές, Σάββατο, καὶ σήμερα γιορτάζει τὴ Βαϊοφόρο, δηλαδὴ τὸ ὅτι ἐμπῆκε ὁ Κύριος στὰ Ἱεροσόλυμα καθισμένος σ᾽ ἕνα γαϊδουράκι, καὶ τὸν ὑποδέχτηκε ὁ κόσμος μὲ τὰ βάγια. Γιὰ τοῦτο, οἱ ἁγιασμένοι ὑμνωδοὶ συνθέσανε ὕμνους καὶ κάποια τροπάρια ποὺ συνταιριάζουνται μαζὶ κ᾽ οἱ δύο αὐτὲς γιορτές.

Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ κατανυκτικὰ εἶναι τὸ ἀπολυτίκιο τῶν Βαΐων, ποὺ λέγει: «Τὴν κοινὴν ἀνάστασιν πρὸ τοῦ σοῦ πάθους πιστούμενος, ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τὸν Λάζαρον, Χριστὲ ὁ Θεός. Ὅθεν καὶ ἡμεῖς, ὡς οἱ παῖδες, τὰ τῆς νίκης σύμβολα φέροντες, Σοὶ τῷ Νικητῇ τοῦ θανάτου βοῶμεν: Ὡσαννὰ ἐν τοῖς Ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου». Μετάφραση: «Θέλοντας νὰ μᾶς βεβαιώσης πὼς ὅλοι θ᾽ ἀναστηθοῦμε κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία, ἀνάστησες τὸν Λάζαρο ἀπὸ τοὺς νεκρούς, Χριστὲ ὁ Θεός. Γι᾿ αὐτό, κι᾿ ἐμεῖς, ὅπως κάνανε τὰ παιδιὰ ποὺ σὲ ὑποδέχτηκαν στὰ Ἱεροσόλυμα, βαστοῦμε τὰ βάγια σὰν σύμβολα τῆς νίκης καταπάνω στὸν θάνατο, καὶ φωνάζουμε σὲ Σένα, ποὺ εἶσαι ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου: «Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου».

Ἄλλο τέτοιο τροπάρι εἶναι καὶ τοῦτο: «Τὴν σεπτὴν Ἀνάστασιν τὴν σὴν προτυπούμενος ἡμῖν, ἤγειρας θανόντα, τῇ προστάξει σου, τὸν ἄπνουν Λάζαρον τὸν φίλον, ἀγαθέ, ἐκ τοῦ μνήματως, τεταρταῖον ὀδωδότα. Ὅθεν καὶ τῷ πόλῳ ἐπέβης συμβολικῶς ὥσπερ ἐπ᾿ ὀχήματος φερόμενος, τὰ ἔθνη τεκμαιρόμενος, Σωτήρ. Ὅθεν καὶ τὴν ἄνεσιν προσφέρει ὁ ἠγαπημένος Ἰσραήλ, ἐκ στόματος θηλαζόντων, καὶ νηπίων ἀκάκων καθορώντων Σε, Χριστέ, εἰσερχόμενον εἰς τὴν ἁγίαν Πόλιν, πρὸ ἕξ ἡμερῶν τοῦ Πάσχα». Μετάφραση: Προτυπώνοντας σὲ μᾶς τὴ δική Σου Ἀνάσταση, πανάγαθε Κύριε, ἀνάστησες τὸν φίλο σου τὸν Λάζαρο, ποὺ δὲν εἶχε πνοὴ μέσα του, τετραήμερον καὶ κακομυρισμένον. Γιὰ τοῦτο κάθησες συμβολικὰ κι᾿ ἀπάνω στὸ πουλάρι, σὰν νὰ σὲ σηκώνανε ἀπάνω σὲ θρόνο τὰ διάφορα ἔθνη τῆς οἰκουμένης, ποὺ θὰ σὲ λατρεύανε ὕστερα σὰν Θεὸ ἀληθινόν. Λοιπόν, κι᾿ ὁ ἀγαπημένος λαός σου, ὁ Ἰσραήλ, σὲ ὑμνολογοῦσε μὲ τὰ στόματα τῶν ἀκάκων καὶ τῶν θηλαζόντων νηπίων, τὴν ὥρα ποὺ ἔμπαινες στὴν ἁγιασμένη Πολιτεία, ἕξη μέρες πρὶν ἀπὸ τὸ Πάσχα».

Ἰδοὺ κ᾽ ἕνα τρίτο τροπάρι μεταφρασμένο: «Μὲ δάκρυα ραίνεις μυστικά, Χριστέ, τὸν φίλο σου τὸν Λάζαρο, καὶ τὸν σηκώνεις ὄρθιον, αὖτὸν ποὺ κοιτότανε νεκρός. Καὶ σὰν φιλάνθρωπος, πόνεσες γι᾿ αὐτόν. Καὶ τὰ παιδάκια, σὰν μάθανε πὼς πήγαινες στὰ Ἱεροσόλυμα, βγήκανε σήμερα, βαστῶντας στὰ χέρια τοὺς βάγια, καὶ φωνάζοντας τὸ Ὡσαννά. Εὐλογημένος εἶσαι, γιατὶ ἦλθες στὸν κόσμο γιὰ νὰ τὸν σώσης».

Ὦ Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ. Ἐσὺ ποὺ ἔκλαψες γιὰ τὸν φίλο σου τὸν Λάζαρο, κάνε νὰ ἀναβρύσουνε δάκρυα ἀπὸ τὰ στεγνωμένα μάτια μας, γιὰ νὰ κλάψουμε γιὰ τὴν φοβερὴ ζάλη ποὺ βασανίζει τὸν κόσμο σήμερα, καὶ τὸν κάνει νὰ παραπατᾶ σὰν μεθυσμένος, μὴν ξέροντας ποῦ πηγαίνει, καὶ μὴ νοιώθοντας ἂν εἶναι ζωντανὸς ἢ πεθαμένος. Ἀνάστησέ τον, ὅπως ἀνάστησες τὸν Λάζαρο. Ἐσὺ ποὺ εἶσαι ὁ Ζωοδότης, Ἀμήν.

Κόντογλου Φώτης, Ανέστη Χριστός: Η δοκιμασία του λογικού, εκδ. Αρμός, Αθήνα, 2001.