Menu Close

Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος

Τί ὀχλοβοὴ κι ἀναταραχὴ ἀκούγεται πάλι γύρω μας! Ὁ κόσμος σὰν πέλαγο φουρτουνιασμένο βογχομανᾶ, μὲ γλεντοκοπήματα, μὲ ξενύχτια, μὲ πονηρὲς γιορτὲς ποὺ χορεύουνε καὶ μεθᾶνε οἱ ἄνθρωποι, τρώγοντας μὲ τὰ μάτια ὁ ἕνας τὶς σάρκες τοῦ ἄλλου, «συνευωχούμενοι ἀφόβως, ἑαυτοὺς ποιμαίνοντες», γλεντῶντας χωρὶς φόβο Θεοῦ, «σύννεφα χωρὶς νερὸ ποὺ τὰ σπρώχνουνε ἐδῷ κ᾽ ἐκεῖ οἱ ἄνεμοι, δένδρα φθινοπωρινά, ἄκαρπα, δυὸ φορὲς πεθαμένα, ξερριζωμένα, κύματα ἄγρια τοῦ πελάγου ποὺ ἀφρίζουνε ἀπὸ τὶς ντροπές τους, ἄστρα ποὺ πλανιόνται μέσα στὴ μαυρίλα τοῦ σκοταδιοῦ στὸν αἰῶνα» (Ἰουδ. 12-14).

Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος

Ὅπως λυσσομανοῦσε μὲ ἀδιαντροπιὰ ἡ ἁμαρτία τὸν καιρὸ τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι λυσσομανᾷ καὶ τώρα, «εὐωχουμένη ἀφόβως», ἔτσι καὶ τώρα ἡ ἀντάρα τῆς ζώνει, ὅπως καὶ τότε, τοὺς λίγους ποὺ περπατᾶνε πικραμένοι καὶ βουβοὶ πίσω ἀπὸ τὸν Χριστὸ ποὺ πάγει νὰ σταυρωθῇ. Κ᾽ Ἐκεῖνος γυρίζει καὶ τοὺς λέγει: «Μὴ φοβοῦ, τὸ μικρὸν ποίμνιον!», «Μὴ φοβᾶσαι, μικρὸ κοπάδι μου, λιγοστὰ προβατάκια μου, τριγυρισμένα ἀπὸ τοὺς λύκους ποὺ οὐρλιάζουνε μέρα νύχτα!»

Ἐκεῖνον τὸν καιρὸ βασίλευε ἀπάνω σ᾽ ὅλη τὴν οἰκουμένη ὁ αὐτοκράτορας Τιβέριος. Οἱ λεγεῶνες βαστούσανε τὸν κόσμο κάτ᾽ ἀπὸ τὰ πόδια του, ἄγριοι καὶ θηριόκαρδοι στρατιῶτες ἀπὸ διάφορες χῶρες, ἀρματωμένοι μὲ κοντάρια, μὲ σπαθιὰ ἀκονισμένα, μὲ τσεκούρια, καβάλλα σὲ ἄλογα, ποὺ ἤτανε καὶ κεῖνα σὰν θηρία. Ἡ τέχνὴ τοὺς ἀπὸ μικρὰ παιδιὰ ἤτανε ὁ σκοτωμός, νὰ σχίζουνε τὰ κορμιὰ μὲ τὰ κοντάρια, νὰ τὰ χώνουνε καὶ νὰ τὰ τραβᾶνε πίσω μαζὶ μὲ ἄντερα, μὲ καρδιὲς καὶ μὲ πνεμόνια, νὰ παίζουνε τὶς μαχαῖρες μὲ τέτοια τέχνη καὶ γρηγοράδα ποὺ νὰ χωρίζουνε τὸ κεφάλι μὲ τὸ πρῶτο χτύπημα καὶ νὰ γλείφουνε τὸ αἶμα ἀπὸ τὸ λεπίδι γιὰ νὰ ἀγριέψουνε πιὸ πολύ, νὰ κατεβάζουνε τὸ τσεκούρι καὶ νὰ κλαδεύουνε χέρια, πλάτες, σαγόνια, ὅπως κόβει ὁ ξυλοκόπος τὰ πουρνάρια μέσα στὸ λογγάρι.

Στὴ Ρώμη καὶ στὶς ἄλλες μεγάλες πολιτεῖες οἱ ἄνθρωποι ζούσανε κλέβοντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Ἡ ἀπάτη εἶχε τέτοια πέραση ποὺ τὴ διδάσκανε σὲ σχολειά, σὰν ἐπιστήμη, δάσκαλοι ξακουστοί. Ἄλλοι τρώγανε ἀπὸ τὴν πεῖνα σκουπίδια καὶ ψοφήμια, κι ἄλλοι ἐπιδινόντανε σὲ κάθε σαρκικὴ παραλυσία μὲ τέτοια μανία ποὺ δὲν γνωρίζανε πιὰ οὔτε ἀδελφή, οὔτε μάνα. Οἱ πεινασμένοι κ᾽ οἱ μπεκρῆδες φωνάζανε «Ψωμὶ καὶ θεάματα!» Φωνάζανε ὡς ποὺ τρέχανε ἀφροὶ ἀπὸ τὸ στόμα τους. Οἱ χορτᾶτοι, ποὺ γιὰ νὰ φᾶνε πολλὲς φορές, ξερνούσανε καὶ ξανατρώγανε, οἱ σαρκολάτρες ποὺ πότε γινόντανε ἄνδρες καὶ πότε γυναῖκες, ὥστε νὰ δοκιμάσουνε ὅλες τὶς ἁμαρτίες, γιὰ νὰ καλοπιάσουνε τοὺς πεινασμένους τοὺς μοιράζανε βουβαλίσια κρέατα καὶ ψωμιά, κ᾽ ὕστερα οἱ ντελάληδες φωνάζανε πὼς θὰ παλεύανε στὸ Κολοσσαῖο τὰ θηρία μὲ κάτι ἀγριανθρώπους ποὺ τοὺς λέγανε γκλαντιατόρους. Τοὺς γκλαντιαντόρους τοὺς φέρνανε ἀπὸ τὰ βορεινὰ μέρη, ἀπὸ τὴ Δανία, ἀπὸ τὴ Σκυθία, ἀπὸ τὴ Γερμανία, φέρνανε ὅμως κιʾ ἀραπάδες κιʾ Ἀνατολῖτες, σὰν τοὺς σημερινοὺς μπεχλιβάνηδες. Αὐτοὶ δὲν ἤτανε πιὰ καλά – καλὰ ἄνθρωποι, ἀλλὰ κάποια φοβερὰ ἀνθρωπόμορφα θηρίᾳ ποὺ μπορούσανε νὰ σπαράξουνε μὲ τὰ χέρια τοὺς μιὰν ἀρκοῦδα, ἕναν λύκο ἣ μιὰ πάρδαλη. Τὴν ὥρα ποὺ παλεύανε, πιὸ πολὺ λυπότανε κανένας τὰ καϋμένα τὰ ἀγρίμια, παρὰ αὐτοὺς τοὺς δράκους. Κ᾽ ἐκεῖνος ὁ κολασμένος κόσμος χοροπηδοῦσε, ρυαζότανε, γαύγιζε, γαργάλιζε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Οἱ ἄνδρες ἀγκαλιάζανε καὶ φιλούσανε τὶς γυναῖκες, καὶ κεῖνες ξεγυμνωνόντανε, ἀνεβαίνανε στὶς πλάτες τῶν ἀνδρῶν κάνοντας ἀδιάντροπες χειρονομίες.

Αὐτὰ γινόντανε κάθε λίγες μέρες, πολλὲς φορὲς καὶ κάθε μέρα. Ποῦ νὰ βρεθῇ πιὰ καρδιὰ μ᾽ ἀνθρώπινα αἰσθήματα! Μοναχὰ σὲ κανένα ξεχασμένο χωριό, στὴν ἄκρη τοῦ κόσμου, καὶ ἀπονήρευτοι ἄνθρωποι. Λιγοστοὶ τέτοιοι, τσομπάνηδες, ξωχάρηδες, ψαράδες, «τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου καὶ τὰ ἐξουθενωμένα», ποὺ δὲν τὰ θυμόντανε οἱ ἄλλοι πὼς ὑπάρχουνε στὸν κόσμο, βρήκανε ἕναν δάσκαλο ἁπλόψυχο σὰν κιʾ αὐτούς, φτωχὸν σὰν κιʾ αὐτούς, ξυπόλυτον, ἁπλόγλώσσον, καὶ πηγαίνανε ξωπίσω του, ὅπου πήγαινε. Κʾ Ἐκεῖνος τοὺς παρηγοροῦσε, τοὺς γιάτρευε, μοιραζότανε μαζί τους τὴ φτώχεια, καὶ τοὺς ἔλεγε ὁλοένα «Εἰρήνη σὲ σᾶς!». Καμμιὰ φορὰ ἐρχότανε ὣς τὰ αὐτιά τοὺς ἡ ἁμαρτωλὴ ἀνεμοζάλη ποὺ τοὺς ἔζωνε, καὶ δειλιάζανε οἱ κακόμοιροι, γιατὶ φοβόντανε μήπως τοὺς θυμηθοῦνε οἱ κακοὶ ἄνθρωποι καὶ τοὺς ρίξουνε στὰ θηρία, καὶ πάρουνε τὶς γυναῖκες τους γιὰ νὰ τὶς ἔχουνε στὰ γλέντια τους. Μὰ ὁ δάσκαλός τους, ὁ Χριστός, τοὺς ἔλεγε μὲ τὴ γλυκειὰ φωγή του: «Μὴ φοβόσαστε προβατάκια μου!»; «Μὴ φοβοῦ» τὸ μικρὸν ποίμνιον». Αὐτὰ γινόντανε τὸν καιρὸ ἐκεῖνον.

Ἀλλὰ καὶ σήμερα Κυριακὴ τῶν Βαΐων, μέσα στὴν ὀχλοβοὴ τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς, νά, πηγαίνει πάλι κατὰ τὴν κολασμένη πολιτεία ὁ Χριστός, καθισμένος ἀπάνω σ᾽ ἕνα γαϊδοῦρι, χωρὶς σέλλα, χωρὶς χρυσὰ χάμουρα κιʾ ἀπὸ πίσω του ἀκολουθοῦνε οἱ λίγοι δικοί του, «τὸ μικρὸν ποίμνιον». Κανένας δὲν δίνει προσοχὴ σ᾽ αὐτὴ τὴν ταπεινὴ συνοδεία. Κιʾ ἂν τύχη νὰ γυρίσουνε κάποιοι νὰ τὴ δοῦνε, μὲ τὰ πρησμένα μάτια τους ἀπὸ τὰ ξενύχτια, γελᾶνε κοροϊδευτικὰ καὶ κουνᾶνε τὰ κεφάλια τους.

Ποιοί εἶναι αὐτοὶ οἱ λίγοι ποὺ ἀκολουθοῦνε τὸ φτωχὸ τὸ γαϊδουράκι; Εἶναι οἱ «κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι», ποὺ τοὺς εἶπε αὐτὸς ποὺ εἶναι καβάλλα στὸ πουλάρι «Ἐλᾶτε σὲ μένα, κ᾿ ἐγὼ θὰ σᾶς ξεκουράσω».

Μὰ ποῦ πᾶς, Κύριε, ἀνάμεσα σ᾽ αὐτὸν τὸν ἄσπλαγχνον τὸν κόσμο, μὲ τὸ γαϊδουράκι ποὺ περπατᾶ σιγά – σιγά, μὲ τὰ γυμνὰ πόδια του ἀνάμεσα στὰ σιδερένια ἁμάξια ποὺ εἶναι σὰν κάστρα μπροστά του καὶ θὰ τὸ λυώσουνε ἂν παραπατήση; Ποῦ πᾶς καὶ μᾶς σέρνεις ἀπὸ πίσω σου κʾ ἐμᾶς, κουρελιασμένους, ξυπόλυτους, πεινασμένους ἀπὸ ψωμὶ κιʾ ἀπὸ ἀγάπη; Δυὸ χιλιάδες χρόνια περπατᾶς μὲ τὸ γαϊδοῦρι! Γιὰ κύτταξε πλάγι σου! Περνᾶνε, γρήγορα σιδερένια σπίτια ἴσαμε τὸν ναὸ τοῦ Σολομῶντος, ποὺ μουγκρίζουνε φοβερὰ καὶ βγάζουνε φωτιὰ ἀπὸ τὰ στόματά τους. Γιὰ κύτταξε ἀπὸ πάνω σου! Δὲν βλέπεις πῶς σχίζουνε τὸν οὐρανὸ σὰν ἀστραπὲς αὐτοὶ οἱ φτερωτοὶ σκορπιοὶ ποὺ κουβαλᾶνε ἀνθρώπους, ἄλογα, ἅρματα καὶ ποὺ τὰ πᾶνε στὰ τέσσερα σημάδια τοῦ κόσμου! Ποῦ πᾶς λοιπόν, Ἐσύ, μὲ τὸ γαϊδοῦρι! Κουράσθηκε τὸ φτωχό! Κουρασθήκαμε κ᾽ ἐμεῖς ποὺ σὲ ἀκολουθοῦμε! Ἐκεῖνον τὸν καιρὸ ἔστρωνε καὶ κανένας φτωχὸς τὸ ροῦχο του γιὰ νὰ πατήση, τὸ πουλάρι σου, ἔδινε μιὰ δράκα χορτάρι καμμιὰ γυναῖκα στὸ πεινασμένο γαϊδοῦρι σου. Τώρα λείψανε κιʾ αὐτοί, δὲν ἔχουνε καιρὸ νὰ χάνουνε. Ἄλλος πῆγε νὰ διασκεδάση σ᾽ ἕνα παλάτι ποὺ εἶναι πιὸ ἔμορφο ἀπὸ τὸν Παράδεισό σου καὶ ποὺ τὸ λένε Κινηματογράφο. Ἄλλος πῆγε σ᾽ ἕνα μέρος ποὺ παίζουνε μιὰ μπάλλα, κ᾽ ἐκεῖ εὐχαριστιοῦνται πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ποὺ φτερουγίζουνε οἱ Ἄγγελοί σου. Οἱ γυναῖκες, ἀκόμα κ᾽ οἱ φτωχές, χαθήκανε κ᾿ ἐκεῖνες ἀπὸ κοντά σου. Δὲν ἔρχεται πιὰ καμμιὰ νὰ κλάψη καὶ νὰ σφουγγίση μὲ τὰ μαλλιά της τὰ κουρασμένα πόδια σου, οὔτε νὰ σ᾽ ἀλείψη μὲ τὸ μυρωδικό της. Τὰ μυρωδικὰ τὰ κρατᾶνε οἱ γυναῖκες τώρα γιὰ τὸν ἑαυτό τους, ν᾿ ἀλείψουνε τὰ γυμνὰ κορμιά τοὺς καὶ νὰ περάσουνε μπροστὰ στοὺς ἄνδρες ποὺ τὶς διαλέγουνε ὅπως διαλέγει ὁ χασάπης τὰ ἀρνιά, ὅπως περνούσανε οἱ γκλαντιατόροι μπροστὰ στὸν κόσμο μέσα στὸ Κολοσσαῖο. Ἀκόμα καὶ τὰ παιδιὰ τὰ ἀθῶα πονηρέψανε, καὶ δὲν κόβουνε βάϊα ἀπὸ τὰ δέντρα, νὰ σὲ προϋπαντήσουνε, ἀλλὰ πᾶνε κι᾿ αὐτὰ στὰ πανηγύρια τῆς ἁμαρτίας. Κιʾ οἱ λιγοστοὶ ποὺ σὲ ἀκολουθούσανε ἀπομείνανε πιὸ λίγοι, ὁλοένα λιγοστεύουνε. Ὁλοένα φουσκώνει καὶ πληθαίνει ἡ πικρὴ θάλασσα ποὺ μᾶς ραντίζει μὲ τὰ κύματά της. Μὰ Ἐσὺ μᾶς λὲς ὁλοένα μὲ τὴ γλυκειὰ καὶ τὴν ἥσυχη φωνή σου: «Μὴ φοβοῦ, τὸ μικρὸν ποίμνιον!»

Ναί! Ναί! Ἡ σιγανὴ φωνὴ σου ἀκούγεται πάντα καθαρά, «τρανῶς», μέσα στὴν ἀντάρα, κιʾ ἀντρειεύει τὶς καρδιές μας. Οἱ βρόντοι ποὺ βγάζουνε τὰ σίδερα, τὸ βογγητὸ ποὺ γεμίζει τὸν οὐρανό, τὰ σφυρίγματα ποὺ βγάζει ὁ μαῦρος τσομπάνης ποὺ σαλαγᾶ τὰ ξεφρενιασμένα κοπάδια του, ὅλα πνίγονται ἀπὸ τὴν ἥμερη φωνὴ Σου ποὺ ἔρχεται στ᾿ αὐτιά μας καὶ μπαίνει στὴν καρδιά μας καὶ μᾶς γεμίζει θάρρος καὶ ἀνδρεία, κάποια ἀνδρεία πιὸ δυνατὴ ἀπὸ ἐκείνη ποὺ χρειάζεται στὸν πόλεμο τούτου τοῦ κόσμου: «Ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις».

«Δεῦτε οὖν καὶ ἡμεῖς, κεκαθαρμέναις διανοίαις, συμπορευθῶμεν αὐτῷ καὶ συσταυρωθῶμεν καὶ νεκρωθῶμεν δι᾽ αὐτοῦ ταῖς τοῦ βίου ἡδοναῖς.» Ἐμπρὸς λοιπὸν κ᾽ ἡμεῖς, μὲ καθαρισμένες διάνοιες, ἃς περπατήσουμε μαζί του, κι᾿ ἃς σταυρωθοῦμε μαζί του, κιʾ ἃς νεκρωθοῦμε μὲ τὴ χάρη του στὶς ἡδονὲς τῆς ζωῆς. Γιὰ νὰ ζήσουμε μαζί του, καὶ γιὰ νὰ τὸν ἀκούσουμε νὰ μᾶς λέγη: «Δὲν ἀνεβαίνω πιὰ στὴν ἐπίγεια Ἱερουσαλὴμ γιὰ νὰ βασανισθῶ καὶ νὰ σταυρωθῶ, ἀλλὰ ἀνεβαίνω στὸν Πατέρα μου καὶ Πατέρα σας, καὶ Θεό μου καὶ Θεό σας. Καὶ σᾶς ἀνεβάζω μαζί μου στὴν Ἐπάνω Ἱερουσαλήμ, στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν».

Πόσοι θὰ κουνήσουνε τὰ κεφάλια τοὺς βλέποντάς μας νὰ πηγαίνουμε ἀπὸ πίσω ἀπὸ τὸ γαϊδουράκι, ποὺ περπατᾶ σιγά – σιγὰ μὰ χωρὶς νὰ κουρασθῇ, σὲ καιρὸ ποὺ ὁ κόσμος εἶναι γεμᾶτος ἀπὸ αὐτοκίνητα κιʾ ἀεροπλάνα!

Μὰ ἐμεῖς θὰ μποῦμε πάλι μαζὶ μὲ τὸ φτωχὸ καβαλλάρη στὴν πολιτεία, ἀπὸ τὸν μεγάλο δρόμο ποὺ βγάζει βαρὺ βογγητὸ σὰν τὸ ξεροπόπαμο ὕστερα ἀπὸ βροχερὴ νύχτα. Πάλι ὁ Προφήτης Ἡσαΐας θὰ πηγαίνη μπροστὰ ἀπὸ τὸ ὁνάριο φωνάζοντας: «Εἴπατε τῇ θυγατρὶ Σιών, ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεταί σοι πραῢς καὶ ἐπιβεβηκὼς ἐπὶ ὄνον καὶ πῶλον, υἱὸν ὑποζυγίου». Κ᾽ ἐμεῖς θὰ κράζουμε χαρούμενοι «Ὡσαννά! Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου. Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις!» Κι ἃς πνίγωνται οἱ ψωνές μας μέσα στὸ βροντολόγημα καὶ στὶς ἀδιάντροπες στριξιὲς τῆς πόρνης Βαβυλώνας.

Ὅσοι, νοιώθετε μέσα σας ἀγάπη στὸν Χριστὸ μας ποὺ πηγαίνει νὰ βασανισθῆ καὶ νὰ σταυρωθῇ γιὰ τὸν κόσμο, ἐλᾶτε νὰ πᾶμε νὰ τὸν βροῦμε. Μὰ ποῦ θὰ τὸν βροῦμε; Θὰ τὸν βροῦμε σὲ κανένα φτωχικὸ λησμονημένο ἐρημοκκλῆσι, μακρυὰ ἀπὸ τοὺς δρόμους ποὺ περπατᾶνε οἱ περήφανοι ἄνθρωποι ποὺ τὸν ξεχάσανε ὁλότελα. Οἱ παλιοὶ τοῖχοι του θἆναι καταφαγωμένοι ἀπὸ τὸν βουνίσιο ἀγέρα κι᾽ ἀπὸ τὶς βροχές. Ρουπάκια καὶ πρῖνοι θἆναι τὰ στολίδια του, ψύλληθρα, θυμάρια, ἀγριολούλουδα, σπερδούκλια κιʾ ἄλλα ταπεινὰ φυτὰ θὰ πλουμίζουνε τὴν ξερολιθιὰ τῆς μάνδρας του. Πεταλούδια, χρυσοβασιλιάδες, μελίσσια καὶ κόκκινες λαμπρὲς θὰ φτερουγίζουνε ἥσυχα ἀνάμεσά τους. Μέσα στὸ σκοτεινὸ ἅγιο Βῆμα του οἱ ἅγιοι Ἱεράρχες Βασίλειος, Γρηγόριος, Χρυσόστομος, Σπυρίδωνας θὰ στέκουνται ζωγραφισμένοι γύρω στὴν ἁγία Τράπεζα, μισοσβυσμένοι ἀπὸ τὴν πολυκαιρία, κιʾ ἀπὸ τὸν καπνὸ τοῦ λιβανιοῦ. Στὸ εἰκονοστάσι θὰ στέκουνται ἡ Παναγία, ὁ Χριστὸς κι᾿ ὁ Πρόδρομος, περιμένοντας τοὺς Χριστιανούς. Τὰ καντήλια μὲ τὸ λίγο φῶς τοὺς θὰ γλυκοφέγγουνε μπροστά τους. Ἕνας καλογερόπαπας ἁπλός, βουνίσιος, θὰ λειτουργᾶ καὶ θὰ στέκεται ταπεινὰ μπροστὰ στὸ θυσιαστήριο, ντυμένος μὲ παλιὰ ἄμφια. Ἕνας ψάλτης, φτωχός, μὲ λιγοστὰ ἀχτένιστα γένεια, μὲ τριμμένα ροῦχα, θὰ ψέλνη στ᾿ ἀναλόγι μὲ μιὰ φωνὴ ταπεινή, βασανισμένη, ποὺ γίνεται ὥρες – ὥρες σὰν ἀναστεναγμὸς ὁποὺ βγαίνει «ἐκ βαθέων». Κάτι λίγοι προσκυνητές, οἱ πιὸ πολλοὶ γυναῖκες τοῦ λαοῦ, θὰ στέκουνται σταυροχεριασμένοι, καὶ κάθε τόσο θὰ γονατίζουνε στὶς πλάκες, ἀκουμπῶντας τὸ κεφάλι τοὺς χάμω. Γύρω ἀπὸ τὸ ἐρημοκκλῆσι βουνὰ ξερά, ἐρημικά, τὸ ἕνα πίσω ἀπὸ τ᾽ ἄλλο, χωρὶς ζῶο, χωρὶς ἄνθρωπο. Μονάχα κάτι σύννεφα βγαίνουνε σιγά – σιγὰ πίσω ἀπὸ τὶς κορφές τους.

Εἶναι πρωΐ. Δὲν ἐβγῆκε ἀκόμα ὁ ἥλιος. Μετὰ τὸ «Θεὸς Κύριος», ψέλνει ὁ ψάλτης «Μετὰ κλάδων νοητῶς κεκαθαρμένοι τὰς ψυχάς, ὡς οἱ παῖδες τὸν Χριστὸν ἀνευφημήσωμεν πιστῶς, μεγαλοφώνως κραυγάζοντες τῶ δεσπότῃ: Εὐλογημένος εἶ, Σωτήρ, ὁ εἰς τὸν κόσμον ἐλθών…» Κ᾽ ὕστερα ἀρχίζει νὰ ψέλνη τὸν κανόνα «Ὥφθησαν αἱ πηγαὶ τῆς ἀβύσσου νοτίδος ἄμοιροι καὶ ἀνεκαλύφθη θαλάσσης κυμαινούσης τὰ θεμέλια…», «Ρηξάτω εὐφροσύνην κραταιὰν ἐπ᾽ ἔλεον ὄρη καὶ πάντες βουνοὶ καὶ ξύλα τοῦ δρυμοῦ ἐπικροτησάτω. Χριστὸν αἰνεῖτε ἔθνη˙ καὶ τοῦτον πάντες λαοί, ἐπαινοῦντες βοᾶτε: Δόξα τῇ δυνάμει σου, Κύριε». «Σπιθαμῇ ὁ μετρήσας τὸν οὐρανόν, δρακὶ δὲ γῆν, Κύριος πάρεστι…», «Ὑπόδεξαι, Ἰσραὴλ τοῦ Θεοῦ τὸ βασἴλειον, καὶ ὁ βαίνων ἐν τῷ σκότει, τὸ φῶς θεασάσθω μέγα καὶ ραντίσματι καινουργείσθω λαός, θείου αἵματος», «Λελυμένους σοὺς δεσμίους, Σιών, ἐξαπόστειλον, καὶ ἐκ λάκκου ἀγνωσίας ἀνύδρου ἐξάγαγε, καὶ ραντίσματι καινουργείσθω λαός, θείου αἵματος». Στὸ τέλος τῆς λειτουργίας, ὁ φτωχοψάλτης, χωμένος μέσα στὸ παλιὸ στασίδι του, σὰν νὰ βρίσκεται ὁ νοῦς τοῦ σ᾽ ἄλλον κόσμο, ψέλνει μὲ βραχνὴ φωνή, λυπητερά, μὲ συντριβή, τὸ κοινωνικὸ «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου. Αλληλούια».

Βγαίνοντας ἀπὸ τὴν ἐκκλησία μετὰ τὴν ἀπόλυση καθόμαστε στὸ πεζοῦλι βαστῶντας στὸ χέρι τὸ κλωνὶ τῆς δάφνης. Τὰ βουνὰ εἶναι εἰρηνικά, «ἀποστάζοντα γλυκασμόν». Τὰ μελίσσια βουΐζουνε στὴν πρασινάδα. Παραπέρα βοσκᾶ ἥσυχα τὸ γαϊδουράκι τοῦ Χριστοῦ. Ἡ εἰρήνη στάζει, ὅπως στάζει τὸ βάλσαμο, στὶς καρδιές μᾶς, ποὺ λένε ὁλοένα μέσα μας: «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι! Κυρίου. Ἀλληλούια».

Κόντογλου Φώτης, Ανέστη Χριστός: Η δοκιμασία του λογικού, εκδ. Αρμός, Αθήνα, 2001.