Menu Close

Νηστεύσωμεν νηστείαν δεκτὴν εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ

«Περιμέναμε πολύ, αλλά στο τέλος οι προσδοκίες μας εκπληρώθηκαν», γράφει ο Σέρβος επίσκοπος Νικόλαος της Οχρίδας, περιγράφοντας την πασχαλινή Λειτουργία στα Ιεροσόλυμα. «Όταν ο Πατριάρχης έψαλε το “Χριστὸς ανέστη», οι ψυχές αλάφρωσαν από ένα βαρύ φορτίο. Νιώσαμε σαν να είχαμε υψωθεί και εμείς πάνω από το θάνατο. Μονομιάς, από παντού, η ίδια κραυγή αντήχησε “ὡς φωνὴ ὑδάτων πολλῶν”. “Χριστὸς ἀνέστη” έψαλαν οι Έλληνες, οι Ρώσοι, οι Άραβες, οι Σέρβοι, οι Κόπτες, οι Αρμένιοι, οι Αιθίοπες – ο ένας μετά τον άλλο, ο καθένας στη δική του γλώσσα, στη δική του μελωδία… Όταν, οι Σέρβοι, οι Κόπτες, οι Αρμένιοι, οι Αιθίοπες – ο ένας μετά τον άλλο, ο καθένας στη δική του γλώσσα, στη δική του μελωδία… Όταν, κατά το πρωινό, βγήκαμε από τη Θεία Λειτουργία, τα πάντα φάνταζαν διαφορετικά κάτω από το φως της ένδοξης Ανάστασης του Χριστού, όλα έμοιαζαν ωραιότερα, περισσότερο εκφραστικά, πιο μεγαλόπρεπα. “Μόνο υπό το θάμβος της Ανάστασης βρίσκει η ζωή το νόημά της!”».[1]

Αυτή η αίσθηση της αναστάσιμης χαράς, που με τόση γλαφυρότητα περιγράφει ο επίσκοπος Νικόλαος, ορίζει τα θεμέλια όλης της λατρείας της Ορθόδοξης Εκκλησίας, είναι η μία και μοναδική βάση για την Ορθόδοξη ζωή και Ελπίδα μας. Ωστόσο, για να γευτούμε πλήρως τη δύναμη αυτής της πασχαλινής αγαλλίασης, ο καθένας από εμάς χρειάζεται να περάσει μία περίοδο προετοιμασίας. «Περιμέναμε». λέει ο επίσκοπος Νικόλαος, «και στο τέλος οι προσδοκίες μας εκπληρώθηκαν». Χωρίς αυτή την αναμονή, χωρίς αυτή τη γεμάτη προσδοκίες προετοιμασία, το βαθύτερο νόημα του πασχαλινού εορτασμού χάνεται.

Γι’ αυτό το λόγο, λοιπόν, πριν από τη γιορτή του Πάσχα, έχει καθιερωθεί μία μακρά, προπαρασκευαστική περίοδος μεταμέλειας και νηστείας, η οποία διαρκεί στη σημερινή Ορθόδοξη πρακτική πάνω από δέκα εβδομάδες. Η αρχή γίνεται με είκοσι δύο ημέρες (τέσσερις διαδοχικές Κυριακές) προκαταρκτικής τήρησης, ακολουθούν οι έξι εβδομάδες ή σαράντα ημέρες της Μεγάλης Νηστείας της Σαρακοστής και τέλος έρχεται η Μεγάλη Εβδομάδα. Για να επέλθει ισορροπία πια μετά τη Σαρακοστή και τη Μεγάλη Εβδομάδα, έπονται του Πάσχα ευχαριστίας, με αποκορύφωμα την Πεντηκοστή.

νηστείαν δεκτὴν εὐάρεστον

Ακριβώς όπως τα τέκνα έφαγαν «ἄρτον κακώσεως» (Δευτ. 16:3) ως προετοιμασία για το Πάσχα, έτσι και οι χριστιανοί προετοιμάζονται για τον εορτασμό του νέου Πάσχα ακολουθώντας μία περίοδο νηστείας. Όμως, τί άραγε να εννοούμε με τη λέξη «νηστεία»; Στο σημείο αυτό απαιτείται να επιδείξουμε ιδιαίτερη προσοχή, ώστε να διατηρήσουμε την ισορροπία που χρειάζεται ανάμεσα στην εξωτερική και την εσωτερική πτυχή της νηστείας. Το πρώτο επίπεδο, το εξωτερικό, περιλαμβάνει την αποχή από φαγητά και ποτά – χωρίς αυτό το σκέλος, μια πλήρης και αληθινή νηστεία δεν μπορεί να τηρηθεί. Βέβαια, οι σχετικοί κανόνες δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να θεωρηθούν αυτοσκοπός, διότι το άθλημα της νηστείας ανέκαθεν υπηρετούσε έναν εσώτερο και αφανή σκοπό. Ο άνθρωπος αποτελεί μία ενότητα σώματος και ψυχής, ένα πλάσμα που διαμορφώθηκε «ἐξ ἀοράτου τε καὶ ὁρατῆς φυσεως»[2] και η άσκηση της νηστείας, κατά συνέπεια, θα πρέπει να περιλαμβάνει και τις δυο αυτές φύσεις. Η τάση να αποδίδεται υπερβολική σημασία στους εξωτερικούς κανόνες, κάτω από ένα δικανικό πνεύμα, όπως επίσης και η αντίθετη, να περιφρονούνται, δηλαδή, αυτοί οι κανόνες ως αναχρονιστικοί και περιττοί, μπορούν και οι δυο να αποδοκιμαστούν ως προδοσία της αληθινής Ορθοδοξίας. Και στις δυο περιπτώσεις, η πρέπουσα ισορροπία μεταξύ του εξωτερικού και του εσωτερικού χαρακτήρα της νηστείας έχει κλονιστεί.

Η δεύτερη αυτή τάση, της περιφρόνησης, είναι δίχως αμφιβολία η πιο διαδεδομένη στις ημέρες μας – ιδιαίτερα στη Δύση. Μέχρι το δέκατο τέταρτο αιώνα, οι περισσότεροι χριστιανοί της Δύσης, από κοινού με τους αδελφούς τους της Ορθόδοξης Ανατολής, απείχαν κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής όχι μονάχα από το κρέας, αλλά και από τα ζωικά προϊόντα όπως, για παράδειγμα, τα αβγά, το γάλα, το βούτυρο και το τυρί. Τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση, η νηστεία της Σαρακοστής περιελάμβανε μία επίπονη σωματική προσπάθεια. Αλλά στη Χριστιανοσύνη της Δύσης, στη διάρκεια των τελευταίων πέντε αιώνων, οι σωματικές επιταγές της νηστείας έχουν σταθερά περιοριστεί, ώστε σήμερα μόλις και μετά βίας να υπερβαίνουν το επίπεδο του συμβολισμού. Έτσι αναρωτιέται κανείς, πόσοι άραγε από αυτούς που τρώνε τηγανίτες την Τρίτη της Τυρινής γνωρίζουν τον αυθεντικό σκοπό αυτής της συνήθειας (που είναι να χρησιμοποιούμε τα αβγά και το βούτυρο που έχουν απομείνει), προτού ξεκινήσει η νηστεία της Σαρακοστής. Ο Ορθόδοξος κόσμος καθώς είναι εκτεθειμένος, στις ημέρες μας, στη δυτική εκκοσμίκευση αρχίζει και να ακολουθεί το ίδιο μονοπάτι της ολιγωρίας.

Ένας λόγος που εγκαταλείφθηκε η νηστεία στις ημέρες μας είναι, ασφαλώς, και η αιρετική στάση έναντι της ανθρώπινης φύσης: ο εσφαλμένος «πνευματισμός» που αρνείται ή αγνοεί το σώμα, καθώς βλέπει τον άνθρωπο μόνο υπό το πρίσμα της εγκεφαλικής του νοημοσύνης. Κατά συνέπεια, πολλοί σύγχρονοι χριστιανοί έχουν απωλέσει την αυθεντική θέαση του ανθρώπου ως αδιάσπαστης ενότητας του ορατού και του αόρατου και παραγνωρίζουν τη θετική επίδραση του σώματος στην πνευματική ζωή, ξεχνώντας τη διαβεβαίωση του αγίου Παύλου ότι «τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίου Πνεύματος ἐστίν… δοξάσατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν» (Α΄ Κοριν. 6:19-20). Ένας άλλος λόγος, που ευθύνεται για το ότι η νηστεία φθίνει στην Ορθοδοξία, είναι ο ισχυρισμός, ευρύτατα διαδεδομένος στις ημέρες μας, ότι οι παραδοσιακοί κανόνες δεν είναι πια εφαρμόσιμοι. Αυτοί οι κανόνες προϋποθέτουν, καθώς λέγουν, μια στενά οργανωμένη και μη πλουραλιστική Ορθόδοξη κοινότητα, η οποία έναν αγροτικό τρόπο ζωής, που σήμερα όλο και περισσότερο τείνει να εκλείψει, πράγμα που εν μέρει είναι αληθινό. Ωστόσο, πρέπει επίσης να ειπωθεί ότι η νηστεία, όπως παραδοσιακά ετηρείτο στην Εκκλησία, ήταν πάντα δύσκολη και συνυφασμένη με την κοπιώδη άσκηση. Πολλοί σύγχρονοί μας είναι πρόθυμοι να νηστέψουν για λόγους υγείας ή ομορφιάς – προκειμένου να χάσουν βάρος. Δεν μπορούμε και εμείς, οι χριστιανοί, να κάνουμε το ίδιο για τη χάρη της ουράνιας Βασιλείας; Γιατί η αυταπάρνηση, που με τόση χαρά αποδέχονται οι προηγούμενες γενιές χριστιανών, να αποδεικνύεται ένα τόσο ανυπέρβλητο εμπόδιο για τις σημερινές; Όταν κάποτε ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ ρωτήθηκε γιατί τα θαύματα της χάριτος, που φανερώνονταν άφθονα στο παρελθόν, δεν ήταν πλέον ορατά στις ημέρες του, απάντησε: «Μονάχα ένα πράγμα μας λείπει, μια ακλόνητη αποφασιστικότητα».[3]

Ο πρωταρχικός στόχος της νηστείας είναι να μας μεταδώσει τη συνείδηση της εξάρτησής μας από το Θεό. Αν η αποχή από το φαγητό κατά τη Μεγάλη Σαρακοστή εφαρμοσθεί σοβαρά – ιδιαίτερα τις πρώτες ημέρες-, συνοδεύεται από πραγματική πείνα, καθώς επίσης και από ένα αίσθημα κόπωσης και φυσικής εξάντλησης. Αυτό στο οποίο αποβλέπει είναι να μας οδηγήσει σε μία εσωτερικής ρήξης και μεταμέλειας, για να μας φέρει, και αυτός είναι ο σκοπός της, στο σημείο να εκτιμήσουμε την απόλυτη ισχύ της δήλωσης του Χριστού ότι «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν»(Ιω. 15:5). Εάν πάντα είμαστε χορτάτοι από τροφές και ποτά, τότε ότι εύκολα αναπτύσσουμε μία υπερβολική εμπιστοσύνη στις δυνάμεις μας, αποκτώντας μία λανθασμένη αντίληψη αυτονομίας και αυτάρκειας. Η τήρηση μιας εξωτερικής νηστείας υποσκάπτει την εμφάνιση αυτής της ανόητης αυταρέσκειας. Απογυμνώνοντάς μας από την πλανερή αυτοπεποίθηση του Φαρισαίου -που νήστευε, είναι η αλήθεια, αλλά όχι με το ανάλογο πνεύμα-, -η αποχή της Μεγάλης Σαρακοστής μας προσφέρει τη σωτήρια αμφισβήτηση προς τον ίδιο μας τον εαυτό την οποία βίωσε ο τελώνης. Αυτή είναι η λειτουργία της πείνας και της κόπωσης: να μας μεταβάλει σε «πτωχοὺς τῷ πνεύματι», γνώστες της αδυναμίας μας και της εξάρτησής μας από τη βοήθεια του Θεού.

Ωστόσο, θα ήταν παραπλανητικό αν αναφερόμασταν αποκλειστικά στις συνιστώσες της κούρασης και της πείνας Εκτός από αυτά τα δύο, η αποχή οδηγεί επίσης και σε μία αίσθηση αποφόρτισης, εγρήγορσης, ελευθερίας και χαράς. Αν και η νηστεία αποδεικνύεται„ στην αρχή τουλάχιστον, εξουθενωτική, στη συνέχεια διαπιστώνουμε ότι μας δίνει τη δυνατότητα να κοιμόμαστε λιγότερο, να σκεφτόμαστε διαυγέστερα και να εργαζόμαστε πιο αποτελεσματικά. Όπως πολλοί γιατροί αναγνωρίζουν, η περιοδική νηστεία συμβάλλει στη σωματική υγεία. Παράλληλα με την αληθινή αυταπάρνηση, η νηστεία δεν επιδιώκει να ασκήσει βία στο σώμα μας, αλλά να το επαναφέρει σε μία κατάσταση υγείας και ισορροπίας. Οι πιο πολλοί από εμάς, τους ανθρώπους του δυτικού κόσμου, τρώμε συνήθως περισσότερο από αυτό που χρειαζόμαστε. Η νηστεία ελευθερώνει το σώμα μας από τα δεσμά του υπερβολικού σωματικού βάρους, και το καθιστά πρόθυμο συνεργάτη στο χρέος της προσευχής, της ετοιμότητας και της ανταπόκρισης προς τα καλέσματα του Αγίου Πνεύματος.

Θα πρέπει να ειπωθεί ότι στην κοινή Ορθόδοξη πρακτική οι λέξεις «νηστεία» και «αποχή» χρησιμοποιούνται εναλλακτικά. Πριν από τη δεύτερη Σύνοδο του Βατικανού, η Καθολική Εκκλησία προχώρησε σε μία σαφή διάκριση ανάμεσα στους δυο όρους: η αποχή αφορούσε τα είδη φαγητού που καταναλώνονταν, ανεξαρτήτως ποσότητας, ενώ η νηστεία υποδήλωνε έναν περιορισμό στον αριθμό των γευμάτων ή στην ποσότητα της τροφής που μπορούσε να ληφθεί. Έτσι, μερικές ημέρες, η νηστεία με την αποχή μπορεί να συνέπιπταν. Σε διαφορετική περίπτωση, μπορεί να απαιτείτο το ένα και όχι το άλλο. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία, δεν υπάρχει μία ανάλογη, ξεκάθαρη διάκριση των δυο λέξεων. Κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Σαρακοστής υπάρχει συνήθως μια περιστολή των γευμάτων κάθε ημέρας αλλά, όταν ένα γεύμα επιτρέπεται, δεν υπάρχει περιορισμός στην ποσότητα. Οι πατέρες διακηρύσσουν με απλότητα, εν είδει συμβουλευτικού κανόνα, ότι δε θα πρέπει ποτέ να τρώμε μέχρι πλησμονής, αλλά πάντα να σηκωνόμαστε από το τραπέζι νιώθοντας ότι θα μπορούσαμε να φάμε περισσότερο και ότι τώρα είμαστε έτοιμοι να προσευχηθούμε.

Αν, λοιπόν, είναι σημαντικό να μην παραβλέπουμε τις σωματικές επιταγές της νηστείας, άλλο τόσο είναι καίριο να μην αγνοήσουμε την εσωτερική της σπουδαιότητα. Η νηστεία, βέβαια, δεν είναι μονάχα ένα ζήτημα δίαιτας. Είναι ταυτόχρονα ζήτημα ηθικό και σωματικό. Η αληθινή νηστεία πρέπει, το δίχως άλλο, να επενεργεί στην καρδιά και τη θέληση του ανθρώπου· να επιστρέφει στο Θεό, να γυρίζει στο σπίτι, όπως ο άσωτος υιός στον οίκο του Πατέρα. Για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου: «νηστεία σημαίνει αποχή όχι μόνο από τις τροφές αλλά και από τις αμαρτίες. Η νηστεία», επιμένει, «θα έπρεπε να τηρείται όχι μόνο μέσω του στόματος, μα και από τα μάτια, τα αφτιά, τα πόδια, τα χέρια και όλα τα μέρη του σώματος: τα μάτια θα πρέπει να απέχουν από αισχρά θεάματα, τα αφτιά από κακόβουλες διαδόσεις, τα χέρια από άδικες πράξεις».[4] Είναι περιττό να νηστεύουμε την τροφή, διατρανώνει ο άγιος Βασίλειος, και παρ’ όλα αυτά να ενδίδουμε στη βάναυση κριτική και τις συκοφαντίες: «Μπορεί να μην τρως κρέας, αλλά κατασπαράζεις τον αδερφό σου».[5] Η ίδια παρατήρηση γίνεται και στο Τριώδιο, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της πρώτης εβδομάδας της Μεγάλης Σαρακοστής:

«Νηστεύσωμεν, ὥσπερ ἐν τοῖς βρώμασιν, ἐκ παντός πάθους…»

«Νηστεύσωμεν νηστείαν δεκτήν, εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ…»[6]

Το βαθύτερο νόημα της νηστείας συνοψίζεται με τον καλύτερο τρόπο στην ακόλουθη τριάδα: προσευχή, νηστεία, ελεημοσύνη. Η νηστεία μας, αν διαχωριστεί από την προσευχή και τη μετοχή στα ιερά μυστήρια, αν δε συνοδεύεται από πράξεις συμπόνιας, καταλήγει φαρισαϊκή ή ακόμα και δαιμονική. Οδηγεί, όχι στη συντριβή και τη χαρά, αλλά στην περηφάνια, την εσωτερική υπερένταση και την οξυθυμία. Η σχέση ανάμεσα στην προσευχή και τη νηστεία καταδεικνύεται ορθά από τον πατέρα Αλέξανδρο Ελτσανίνωφο. Κάποιος που στέκεται κριτικά απέναντι στη νηστεία λέει: «Το εργασιακό μας περιβάλλον υποφέρει και γινόμαστε ευέξαπτοι… Δεν έχω δει ποτέ υπαλλήλους (στην προεπαναστατική Ρωσία) με πιο άσχημη συμπεριφορά απ’ όσο κατά τις τελευταίες ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας. Είναι ολοφάνερο ότι η νηστεία επιδρά αρνητικά στα νεύρα». Σε αυτά τα λόγια ο πατέρας Αλέξανδρος απαντά: «Έχεις απόλυτο δίκιο… Αν δεν ακολουθείται από προσευχή και μία πιο ζωηρή πνευματική ζωή, η νηστεία καταλήγει σε έναν άπελπι κόπο. Είναι λογικό το γεγονός ότι οι υπάλληλοι, οι οποίοι νήστεψαν αυστηρά και αναγκάστηκαν να εργαστούν σκληρά κατά τη Σαρακοστή, χωρίς να έχουν παράλληλα τη δυνατότητα να πάνε στην εκκλησία, παρουσιάζονταν θυμωμένοι και ευέξαπτοι».[7]

Επιπλέον, η νηστεία καθίσταται ανούσια ή και επιβλαβής, όταν δε συνδυάζεται με προσευχή. Στα Ευαγγέλια, ο διάβολος εξοβελίζεται όχι μόνο με τη νηστεία, αλλά «ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ» (Ματθ. 17:21, Μαρκ. 9:29), ενώ για τους πρώτους χριστιανούς λέγεται όχι απλώς ότι νήστεψαν, αλλά ότι «νηστεύσαντες καῖ προσευξάμενοι» κατέληξαν να επιλέξουν τον Βαρνάβα και τον Σαύλο για το αποστολικό έργο (Πράξεις 13:3, και σύγκρινε Πράξεις 14:23). Τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη, η νηστεία δε λογίζεται ως αυτοσκοπός, αλλά σαν μία συνδρομή στην πιο θερμή και ζωντανή προσευχή, σαν μία προετοιμασία για αποφασιστική δράση ή ευθεία επαφή με το Θεό. Έτσι, η επί σαράντα ημέρες νηστεία του Κυρίου μας στην έρημο αποτέλεσε την προετοιμασία για το δημόσιο έργο Του (Ματθ. 4:1-11). Όταν ο Μωυσής νήστεψε στο όρος Σινά (Έξοδ. 34:28) και ο Ηλίας στο όρος Χωρήβ (Α΄ Βασιλ. 19:8-12), η νηστεία, και στις δυο αυτές περιπτώσεις πτώσεις, συνοδεύτηκε από μία εμφάνιση του Θεού. Η ίδια συνάφεια ανάμεσα στη νηστεία και στη θέαση του Θεού παρατηρείται και στην περίπτωση του αποστόλου Πέτρου (Πράξεις 10: 9-17) : «Ἀνέβη Πέτρος ἐπὶ τὸ δῶμα προσεύξασθαι περὶ ὥραν ἕκτην. Ἐγένετο δὲ πρόσπεινος καὶ ἤθελε γεύσασθαι. Παρασκευαζόντων δὲ ἐκείνων ἐπέπεσεν ἐπ᾿ αὐτὸν ἔκστασις… καὶ ἐγένετο φωνὴ πρὸς αὐτόν…».Αυτός είναι πάντοτε ο σκοπός της νηστείας, να μας καταστήσει ικανούς, όπως το θέτει το Τριώδιο, «νηστείᾳ προβάλλοντες τῷ τῶν εὐχῶν ὅρει καὶ ἡμεῖς, καρδίᾳ καθαρᾷ, ἴδωμεν Θεόν…»[8]

Η νηστεία και η προσευχή θα έπρεπε να συνοδεύονται από ελεημοσύνη από αγάπη για τους άλλους- η οποία θα εκφράζεται με απτό τρόπο, με πράξεις ελέους και συγχώρεσης. Οκτώ ημέρες πριν από την έναρξη της Σαρακοστής, την Κυριακή της Τελικής Κρίσης, διαβάζεται απ’ το καθορισμένο Ευαγγέλιο (Ματθ. 25:31-46) η παραβολή των προβάτων και των εριφίων, η οποία μας υπενθυμίζει ότι το κριτήριο της επερχόμενης κρίσης δε θα είναι η αυστηρότητα της νηστείας μας, αλλά το πόση βοήθεια προσφέραμε σε όσους είχαν ανάγκη. Με τα λόγια του Τριωδίου: «Τὰς τοῦ Κυρίου γνόντες ἐντολάς, οὕτω πολιτευθῶμεν, πεινῶντας διαθρέψωμεν, διψῶντας ποτίσωμεν, γυμνοὺς περιβαλώμεθα, ξένους συνεισαγάγωμεν, ἀσθενοῦντας καὶ τοὺς ἐν φυλακῇ ἐπισκεψώμεθα, ἵνα εἴπῃ καὶ πρὸς ἡμᾶς ὁ μέλλων κρῖναι πᾶσαν τὴν γῆν δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου, κληρονομήσατε, τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν».[9]

Ο Ποιμήν του Ερμά (Β΄ αιώνας)[10] επιμένει ότι τα χρήματα που αποταμιεύονται κατά την περίοδο της νηστείας πρέπει να δίνονται στις χήρες, τα ορφανά και τους φτωχούς. Όμως, η αρωγή προς το συνάνθρωπο δε σημαίνει μονάχα αυτό. Το ζητούμενο είναι να δώσουμε όχι μόνο τα χρήματα, μα και τον χρόνο μας, όχι μόνο αυτό που έχουμε, αλλά και αυτό που είμαστε· να προσφέρουμε κάτι από τον εαυτό μας. Όταν βλέπουμε να μιλά το Τριώδιο για προσφορά, θα πρέπει πάντα να αντιλαμβανόμαστε αυτή τη λέξη στην πιο βαθιά της έννοια. Κι αυτό, γιατί μόνη η χρηματική βοήθεια μπορεί να αποτελέσει υποκατάστατο ή πρόφαση, ένα τέχνασμα για να αποφύγουμε μια πιο ουσιαστική προσωπική ενασχόληση με όσους βιώνουν κάθε λογής αντιξοότητες. Από την άλλη πλευρά, όταν απευθυνόμαστε σε ανθρώπους που αντιμετωπίζουν επείγουσες υλικές ανάγκες με ένα λόγο απλώς καθησυχαστικό και συμβουλευτικό, τότε και πάλι ενεργούμε υπεκφεύγοντας από τις υποχρεώσεις μας (βλ. Ιακ. 2:16). Έχοντας πάντα κατά νου την ενότητα ανάμεσα στο σώμα και την ψυχή του ανθρώπου, ενότητα στην οποία δώσαμε έμφαση, ας προσπαθούμε ώστε η βοήθεια που προσφέρουμε να κινείται συγχρόνως στον υλικό και στον πνευματικό χώρο.

Η ανατολική λειτουργική παράδοση, από κοινού με την αντίστοιχη της Δύσης, θεωρεί το κείμενο του προφήτη Ησαΐα (58:3-8) βασικό για την περίοδο της Σαρακοστής. Έτσι, διαβάζουμε στο Τριώδιο: «Νηστεύοντες ἀδελφοὶ σωματικῶς, νηστεύσωμεν καὶ πνευματικῶς, λύσωμεν πάντα σύνδεσμον ἀδικίας, διαρρήξωμεν στραγγαλιᾶς βιαίων συναλλαγμάτων, πᾶσαν συγγραφήν ἄδικον διασπάσωμεν· δώσωμεν πεινῶσιν ἄρτον, καὶ πτωχοὺς ἀστέγους εἰσαγάγωμεν εἰς οἴκους, ἵνα λάβωμεν παρὰ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, τὸ μέγα ἔλεος».[11]

Πάντοτε, όταν ασκούμαστε στην εγκράτεια και την αποχή, θα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας την προειδοποίηση του αγίου Παύλου να μην κατακρίνουμε εκείνους που νηστεύουν λιγότερο αυστηρά: «ὁ μὴ ἐσθίων τὸν ἐσθίοντα μὴ κρινέτω» (Ρωμ. 14:3). Κατά παρόμοιο τρόπο καταδικάζει και ο Χριστός τη δημόσια επίδειξη της προσευχής, της νηστείας και της ελεημοσύνης. Και τα δυο αυτά αγιογραφικά χωρία συχνά εμφανίζονται μέσα στο Τριώδιο:

«Δεῦτε ἐκκαθάρωμεν ἑαυτοὺς ἐν ἐλεημοσύναις καὶ οἰκτιρμοῖς πενήτων, μὴ σαλπίζοντες, μὴ δημοσιεύοντες ἡμῶν τὴν εὐποιΐαν, μὴ ἐπιγνώτω ἡ ἀριστερά τῆς δεξιᾶς τὸ ἔργον, μὴ σκορπίσῃ ἡ κενοδοξία τὸν καρπὸν τῆς ἐλεημοσύνης, ἀλλʾ ἐν κρυπτῷ τῷ τὰ κρυπτὰ εἰδότι κράξωμεν, πάτερ, ἄφες τὰ παραπτώματα ἡμῶν, ὡς φιλάνθρωπος».[12]

Προκειμένου να κατανοήσουμε ορθά το κείμενο του Τριωδίου και την πνευματικότητα που το χαρακτηρίζει, θα πρέπει να αποφύγουμε πέντε παρανοήσεις σχετικά με τη νηστεία της Μεγάλης Σαρακοστής. Πρώτον, η νηστεία δεν προορίζεται αποκλειστικά για τους μοναχούς και τις μοναχές, αλλά επιβάλλεται σε όλους τους χριστιανούς. Πουθενά δεν αναφέρεται από τους Κανόνες είτε των Οικουμενικών είτε των Τοπικών Συνόδων ότι η νηστεία είναι μόνο για μοναχούς και όχι για τους λαϊκούς. Με τη χάρη του Βαπτίσματός τους, όλοι οι Χριστιανοί -είτε είναι παντρεμένοι είτε φέρουν το μοναχικό σχήμα- είναι φορείς του Σταυρού, ακολουθώντας το ίδιο πνευματικό μονοπάτι. Παρ’ ότι οι εξωτερικές συνθήκες εντός των οποίων πραγματώνουν την πίστη τους παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία, η ζωή, σε ό,τι άφορά την εσωτερική της φύση, παραμένει μία. Ακριβώς όπως ο μοναχός, με την εκούσια αυταπάρνησή του, αποβλέπει στο να αποδείξει την εγγενή καλοσύνη και ομορφιά της Δημιουργίας του Θεού, έτσι και κάθε παντρεμένος Χριστιανός υπηρετεί τον ίδιο ακριβώς σκοπό, όταν του ζητείται να γίνει κι αυτός, στο βαθμό που μπορεί, ένας ασκητής. Ο δρόμος της άρνησης και ο δρόμος της αποδοχής (των εγκοσμίων) είναι αλληλένδετοι, και κάθε χριστιανός καλείται να πορεύεται ταυτόχρονα και στους δυο.

Κατά δεύτερον, η νηστεία της Σαρακοστής δε θα πρέπει να παρερμηνευθεί κάτω από ένα Πελαγιανό πνεύμα. Αν τα κείμενα της Σαρακοστής κατ’ επανάληψη μας παρωθούν σε μεγαλύτερη ατομική προσπάθεια, αυτό δε θα πρέπει να θεωρηθεί ως υπαινιγμός ότι τάχα η πρόοδός μας εξαρτάται αποκλειστικά από την καλλιέργεια της δικής μας θέλησης. Αντιθέτως, καθετί που επιτυγχάνουμε κατά τη νηστεία της Σαρακοστής θα πρέπει να λογίζεται ως μία πηγαία δωρεά χάριτος από πλευράς του Θεού. Ο Μεγάλος Κανόνας του Αγίου Ανδρέα της Κρήτης δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία επ’ αυτού:»

«Οὐ δάκρυα, οὐδὲ μετάνοιαν ἔχω, οὐδὲ κατάνυξιν αὐτὸς μοὶ ταῦτα, Σωτήρ, ὡς Θεὸς δώρησαι».[13]

Το τρίτο στοιχείο είναι ότι η νηστεία μας δε θα πρέπει να είναι εγωκεντρική αλλά πειθαρχημένη. Όταν νηστεύουμε, δε χρειάζεται να επινοούμε ιδιαίτερους κανόνες για τον εαυτό μας, αλλά να ακολουθούμε όσο το δυνατόν πιο πιστά το καθιερωμένο πλαίσιο που ορίστηκε, πριν από εμάς, από την Ιερή Παράδοση. Αυτή η κοινή πρακτική, καθώς εκφράζει τη συλλογική συνείδηση των ανθρώπων του Θεού, κατέχει μία κρυμμένη σοφία και ισορροπία, στοιχεία που δεν μπορούν να βρεθούν σε καμία από τις ευφυείς μορφές στέρησης που σκαρώνει η φαντασία μας. Όταν η εφαρμογή των παραδοσιακών κανόνων φαντάζει ανέφικτη για την περίπτωσή μας, τότε καλό είναι να αναζητήσουμε την καθοδήγηση του πνευματικού μας πατέρα -όχι με σκοπό την εξασφάλιση από μέρους του μιας απαλλαγής κάτω από ένα νομικίστικο πνεύμα-, αλλά αποσκοπώντας να ανακαλύψουμε, ταπεινά και με τη βοήθειά του, ποιο είναι το θέλημα του Θεού για εμάς. Και πάνω απ’ όλα αν επιζητούμε για τον εαυτό μας μεγαλύτερη αυστηρότητα στη νηστεία, και όχι κάποια απλούστευση της προσπάθειας, να μην επιδοθούμε σε αυτό τον αγώνα, προτού λάβουμε την ευχή του πνευματικού μας. Ακριβώς τέτοια ήταν και η πρακτική της εκκλησιαστικής ζωής ήδη από τους πρώτους αιώνες:

Ο αββάς Αντώνιος έλεγε: «Γνωρίζω μοναχούς οι οποίοι έπεσαν ύστερα πολλούς κόπους και περιέπεσαν στην τρέλα, επειδή εμπιστεύθηκαν το δικό τους έργο και παραμέλησαν την εντολή που λέει : “Ἐπερώτησον τὸν πατέρα σου καὶ ἀναγγελεῖ σοι (Δευτερ. 32:7)”».

Και πάλι είπε: «Όσο είναι δυνατόν, για κάθε βήμα που κάνει ο μοναχός, για κάθε σταγόνα νερό που πίνει στο κελί του, πρέπει να συμβουλεύεται τους γέροντες, μήπως ο ίδιος κάνει κάποιο λάθος».[14]

Τα λόγια αυτά μπορούν να εφαρμοσθούν όχι μόνο από μοναχούς, μα και από ανθρώπους λαϊκούς, οι οποίοι ζουν στον «κόσμο», μολονότι αυτοί πιθανόν να οφείλουν μία λιγότερο αυστηρή υπακοή στον πνευματικό τους πατέρα. Αν η νηστεία μας γίνεται με αλαζονεία και σκόπιμη αδιαφορία, τότε αποκτά ένα διαβολικό χαρακτήρα και μας φέρνει πιο κοντά στο Σατανά παρά στον Θεό. Άλλωστε, ακριβώς επειδή μας καθιστά ευαίσθητους ως προς τις αλήθειες του πνευματικού κόσμου, η νηστεία μπορεί να μας βγάλει έξω από τον πραγματικό σκοπό μας, μια και υπάρχουν πνεύματα όχι μόνο καλά μα και διαβολικά.

Το τέταρτο σημείο που πρέπει να τονίσουμε είναι ότι, παρ’ όλο που μπορεί να φαντάζει παράδοξο, η Σαρακοστή δεν είναι μία περίοδος κατήφειας αλλά ευφροσύνης. Ασφαλώς και αληθεύει ότι η νηστεία οδηγεί τους ανθρώπους στη μεταμέλεια και τη θλίψη που πηγάζει από τη συνείδηση των αμαρτιών, όμως αυτή ακριβώς η νηστεία οδηγεί τους ανθρώπους στη μεταμέλεια και τη θλίψη που πηγάζει από τη συνείδηση των αμαρτιών, όμως αυτή ακριβώς η μελαγχολία της μετάνοιας αποτελεί, σύμφωνα με την παραστατική φράση του αγίου Ιωάννη της Κλίμακος, «μια λύπη που κυοφορεί τη χαρά».[15] Το Τριώδιο έχει τους λόγους του, όταν μιλά ταυτόχρονα για δάκρυα και ευτυχία μέσα σε μία πρόταση:

«Μετανοίας ὄμβροις μὲ καθάρας, νηστείᾳ καὶ δεήσει… ἐκλάμπρυνον…»[16]

Είναι πραγματικά αξιοσημείωτη η συχνότητα με την οποία τα θέματα της χαράς και του φωτός επανέρχονται στα κείμενα που αφορούν την πρώτη ημέρα της Σαρακοστής:

«Φαιδρῶς εἰσδεξώμεθα τῆς νηστείας τὴν εἴσοδον, πιστοὶ καὶ μὴ σκυθρωπάσωμεν…»

«Τὸν φωτεινὸν τῆς νηστείας ἐνδυθέντες χιτῶνα…»

«Τὴν πάνσεπτον ἐγκράτειαν ἐναρξώμεθα φαιδρῶς, ἀκτῖνας ἀπολάμποντες τῶν ἁγίων ἐντολῶν…»[17]

Θα πρέπει να τονιστεί ότι η περίοδος της Σαρακοστής δεν τοποθετείται χρονικά στο καταχείμωνο, όταν η φύση είναι παγωμένη και άγονη, αλλά την άνοιξη, τότε που τα πάντα επιστρέφουν στη ζωή. Η αγγλική λέξη lent είχε αρχικά τη σημασία «περίοδος της άνοιξης», ενώ σε ένα θεμελιώδες κείμενο του Τριωδίου η Μεγάλη Νηστεία περιγράφεται κατά ίδιο τρόπο ως «περίοδος της άνοιξης»:

«Ἀνέτειλε τὸ ἔαρ τῆς νηστείας, καὶ τὸ ἄνθος τῆς μετανοίας ἁγνίσωμεν οὖν ἑαυτοὺς ἀδελφοί, ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ, τῷ φωτοδότῃ ψάλλοντες εἴπωμεν δόξα Σοι, μόνε φιλάνθρωπε».[18]

Η Σαρακοστή συμβολίζει την άνοιξη και όχι το χειμώνα, το φως και όχι το σκοτάδι, την ανανεωμένη ζωντάνια και όχι το θάνατο. Ασφαλώς, περιλαμβάνει και μία πιο μελαγχολική πτυχή, με το επαναλαμβανόμενο γονάτισμα στις καθημερινές λειτουργίες, τα σκουρόχρωμα άμφια των ιερέων και τους ύμνους οι οποίοι ψάλλονται σε έναν τόνο που απηχεί για τον άνθρωπο τύψεις και εξάρτηση. Στη Χριστιανική Αυτοκρατορία του Βυζαντίου, κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής, τα θέατρα παρέμεναν κλειστά και τα δημόσια θεάματα απαγορεύονταν,[19] ενώ ακόμη και σήμερα δεν τελούνται γάμοι κατά τις επτά εβδομάδες της νηστείας.[20] Ωστόσο, αυτά τα στοιχεία αυστηρότητας δε θα πρέπει να μας απομακρύνουν από το γεγονός ότι η νηστεία δεν αποτελεί ένα φορτίο ή μία τιμωρία, αλλά ένα δώρο της χάρης του Θεού.

«Δεῦτε, λαοί, σήμερον ὑποδεξώμεθα, τῶν νηστειῶν τὸ χάρισμα, ὣς θεοδώρητον καιρὸν τῆς μετανοίας, ἐν ταύτῃ τὸν Σωτήρα ἱλεωσόμεθα».[21]

Πέμπτο και τελευταίο στοιχείο είναι ότι η εγκράτεια της Σαρακοστής σε καμιά περίπτωση δεν υποδηλώνει μία απόρριψη της Δημιουργίας του Θεού. Όπως διδάσκει ο απόστολος Παύλος, «οὐδὲν κοινὸν διʾ ἑαυτοῦ» (Ρωμ. 14:14). Όλα όσα δημιούργησε ο Θεός είναι «καλὰ λίαν», νηστεύοντας δεν αρνούμαστε αυτή την ενύπρακτη καλοσύνη, απλώς καταφάσκουμε εκ νέου σε αυτήν. «Πάντα μὲν καθαρὰ τοῖς καθαροῖς» (Τίτ. 1:15), και επομένως στο Μέγα Δείπνο, στη βασιλεία του Παραδείσου, δε θα υπάρχει καμία ανάγκη νηστείας και ασκητικής αυταπάρνησης. Όμως, ζώντας σε έναν πεπτωκότα κόσμο και υποφέροντας με τον τρόπο που υποφέρουμε από τις συνέπειες της αμαρτίας, τόσο της προπατορικής όσο και της ατομικής, δεν μπορούμε να είμαστε αγνοί, γι’ αυτό και χρειαζόμαστε τη νηστεία. Το κακό δεν κατοικεί στα κτιστά πράγματα καθεαυτά, αλλά στη στάση μας απέναντί τους, δηλαδή στη θέλησή μας. Ο σκοπός της νηστείας, συνεπώς, δεν είναι να αποκηρύξουμε τη Θεία Δημιουργία, αλλά να εξαγνίσουμε τη βούλησή μας. Κατά τη διάρκεια της νηστείας αντιστεκόμαστε στις σωματικές μας παρορμήσεις -π.χ. στην ενστικτώδη διάθεση για φαγητό και ποτό-, όχι διότι αυτές είναι από μόνες τους διαβολικές, αλλά γιατί έχουν διασαλευθεί λόγω της αμαρτίας και επιζητούν την κάθαρσή τους μέσα από την αυτοπειθαρχία Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα, η νηστεία είναι ένας αγώνας όχι ενάντια στο αλλά υπέρ του. Σκοπός της είναι απαλλάξει το σώμα από κάθε εξωγενές μίασμα και να το καταστήσει πνευματικό. Αρνούμενοι καθετί αμαρτωλό που είναι δυνατόν να μολύνει τη θέλησή μας, δεν καταστρέφουμε το σώμα που δημιούργησε ο Θεός, αλλά το επαναφέρουμε στην αληθινή ισορροπία και ελευθερία του. Με τα λόγια του πατρός Σεργκέι «σκοτώνουμε τη σάρκα για να αποκτήσουμε ένα σώμα».

Ωστόσο, για να καταστήσουμε το σώμα μας πνευματικό, δεν απαιτείται να το εξαϋλώσουμε, να του στερήσουμε το χαρακτήρα του ως φυσικής οντότητας. Ο όρος «πνευματικό» δεν πρέπει να εξισωθεί με το μη υλικό, όπως επίσης και ο όρος «σαρκικό» δεν πρέπει να ταυτιστεί με το σωματικό. Όπως συχνά το εκφράζει ο απόστολος Παύλος, η «σάρκα» υποδηλώνει τον άνθρωπο στην ολότητά του, ψυχή και σώμα μαζί, καθώς πίπτει και χωρίζεται από τον Θεό· με τον ίδιο τρόπο, το «πνεύμα» υποδηλώνει και πάλι τον άνθρωπο καθ’ ολοκληρίαν, ψυχή και σώμα μαζί, καθώς απολυτρώνεται και θεοποιείται από τη χάρη. Συνεπώς, η ψυχή, ακριβώς όπως και το σώμα, μπορεί να καταστεί σαρκική ή πνευματική. Όταν ο απόστολος Παύλος απαριθμεί τα «ἔργα τῆς σαρκός» (Γαλ. 5:19-21), περιλαμβάνει σε αυτά πράγματα όπως η εξέγερση, η αίρεση και η ζηλοφθονία, τα οποία αφορούν περισσότερο την ψυχή παρά το σώμα. Άρα, στην προσπάθειά μας να κάνουμε το σώμα μας πνευματικό, η νηστεία της Σαρακοστής δεν έρχεται για να καταπιέσει τη σωματική πλευρά της ανθρώπινης φύσης μας, αλλά για να επαναφέρει την υλικότητά μας στον δρόμο που ο Θεός προόριζε γι’ αυτήν.

Αυτό είναι το πνεύμα, κάτω από το οποίο ερμηνεύουμε την εγκράτειά μας ως προς το φαγητό. Το ψωμί, το κρασί και οι διάφοροι καρποί της γης είναι δώρα του Θεού, τα οποία γευόμαστε με ευλάβεια και ευγνωμοσύνη. Αν η Ορθόδοξη Εκκλησία απέχει από το κρέας σε συγκεκριμένες περιστάσεις, ή κάποιες φορές εξακολουθητικά, αυτό δε σημαίνει ότι εκ πεποιθήσεως δέχεται μόνο τη χορτοφαγία ή ότι θεωρεί την κατανάλωσή του αμαρτία. Και αν κάποια στιγμή απέχουμε από το κρασί, δε σημαίνει πως τασσόμαστε εναντίον του αλκοόλ. Δε νηστεύουμε επειδή θεωρούμε τη βρώση επαίσχυντη, αλλά προκειμένου να καταστήσουμε αυτή την ενέργεια πνευματική, θυσιαστική και ευχαριστιακή – όχι πια μία παραχώρηση στην απληστία αλλά ένα μέσο κοινωνίας με τον Θεό, ο οποίος άλλωστε μας τη χαρίζει. Η νηστεία όχι απλώς δε μας κάνει να αντιλαμβανόμαστε το φαγητό ως μίασμα, αλλά έχει το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Κι αυτό, γιατί μόνο αυτοί που έχουν μάθει να ελέγχουν τις ορέξεις μέσα από την αποχή, μπορούν να εκτιμήσουν πλήρως τη δόξα και την ομορφιά όσων ο Θεός μας δώρισε. Σε κάποιον που παρέμεινε νηστικός για ένα εικοσιτετράωρο, μια ελιά μπορεί να φαντάζει πεντανόστιμη. Μία φέτα πλήρες τυρί ή ένα «σφιχτό» αβγό ποτέ δεν έχουν πιο ωραία γεύση απ’ ότι το πρωί του Πάσχα, μετά από επτά εβδομάδες νηστείας.

Αυτοί που νηστεύουν, δεν αποκηρύσσουν τα υλικά πράγματα, αλλά αντιθέτως συμβάλλουν στην κάθαρσή τους. Εκπληρώνουν την κλήση που επιφυλάσσει στους υιούς του Θεού ο απόστολος Παύλος: «Ἡ γὰρ ἀποκαραδοκία τῆς κτίσεως τὴν ἀποκάλυψιν τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ ἀπεκδέχεται. Tῇ γὰρ ματαιότητι ἡ κτίσις ὑπετάγη οὐχ ἑκοῦσα ἀλλὰ διὰ τὸν ὑποτάξαντα, ἐπ᾿ ἐλπίδι ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ κτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπὸ τῆς δουλείας, τῆς φθορᾶς, εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. Οἴδαμεν γὰρ ὅτι πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν» (Ρωμ. 8:19-22). Έχοντας ως μέσο τη νηστεία της Σαρακοστής, επιζητούμε, με τη βοήθεια του Θεού, να εξασκήσουμε αυτή την κλήση μας ως ιερέων της Δημιουργίας, αποκαθιστώντας τα πάντα στο πρωταρχικό τους μεγαλείο. Η ασκητική αυτοπειθαρχία, επομένως, συμβολίζει μία απόρριψη του κόσμου, μόνο στον βαθμό που έχει διαφθαρεί από την πτώση, και υποδηλώνει μία άρνηση του σώματος, μόνο στο μέτρο που αυτό κυριαρχείται από αμαρτωλά πάθη. Η λαγνεία εξορίζει την αγάπη: όσο «λιμπιζόμαστε» άλλα πρόσωπα και άλλα πράγματα, τόσο δε θα μπορούμε να τα αγαπήσουμε αληθινά. Η νηστεία, ελευθερώνοντάς μας από έναν τέτοιο πόθο, μας καθιστά ικανούς να γευτούμε την αληθινή αγάπη. Καθώς πια δε θα χειραγωγούμαστε από την εγωιστική επιθυμία να εξουσιάζουμε και να εκμεταλλευόμαστε, θα αρχίσουμε πια να βλέπουμε τον κόσμο με τα μάτια του Αδάμ στον Παράδεισο. Η αυταπάρνησή μας είναι το μέσο που οδηγεί στην αυτοεπιβεβαίωσή μας. Είναι ο δικός μας τρόπος για να εισέλθουμε στην κοσμική ιερουργία, δια της οποία όλα τα κτιστά, ορατά και αόρατα, δοξάζουν τον Δημιουργό τους.[22]

Κάλλιστος Ware, Καθ’ οδόν, 1η έκδ., Αθήνα, Ακρίτας, 2010

[1] Επίσκοπος Νικόλαος (Βελιμίροβιτς), Missionary Letters, περίληψη από τη μετάφραση, στο The Journal of the Fellowship of St. Alban and St. Sergius, Νο 24 (1934), σελ. 26-27.

[2] Εσπερινός Σαββάτου προ της Απόκρεω.

[3] Βλ. Β. Λόσκι Η Μυστική Θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας, σελ. 216.

[4] Λόγοι εις τους ανδριάντας, ΙΙΙ, 3-4 (P.G.) 1 xlix, 51-53.

[5] Λόγοι εις την Νηστείαν, I 10 (P.G. xxxi 181B).

[6] Εσπερινός της Κυριακής της Συγγνώμης, Εσπερινός Καθαράς Δευτέρας και Τρίτης.

[7] The diary of a Russian Priest (London, 1967), σελ. 128.

[8] Όρθρος Καθαράς Τρίτης.

[9] Εσπερινός Σαββάτου προς της Κρίσεως.

[10] Similitudes, V, iii, 7.

[11] Εσπερινός Τετάρτης Καθαράς Εβδομάδος.

[12] Ιδιόμελον Κατανυκτικού Εσπερινού Κυριακής της Ορθοδοξίας.

[13] Ωδή β΄, τροπάριο 25ο.

[14] Αποφθέγματα Πατέρων, αλφαβητική συλλογή (P.G. 1xv), Αντώνιο 37 και 38.

[15] Κλίμαξ, Βαθμίδα 7, τίτλος.

[16] Κατανυκτικός εσπερινός Κυριακής της Τυροφάγου.

[17] Όρθρος Καθαράς Δευτέρας.

[18] Εσπερινός Τετάρτης της Τυροφάγου.

[19] Μ. Φώτιος, Νομοκανόνας, Δε θα έπρεπε αυτός ο κανόνας να τηρείται από τους σύγχρονους Ορθόδοξους χριστιανούς για την τηλεόραση;

[20] Σύνοδος Λαοδικείας (364 μ.Χ.), Κανών 52. Εξαίρεση από τον κανόνα αυτό απαιτεί επισκοπική άδεια, η οποία δε θα πρέπει να δίδεται χωρίς σοβαρό λόγο.

[21] Όρθρος Καθαράς Δευτέρας.

[22] Στα λειτουργικά κείμενα, μερικές φορές, η λέξη «σάρκα» χρησιμοποιείται ως συνώνυμο της λέξης «σώμα».