Menu Close

1/11/2022

Η ψυχή του ανθρώπου είναι σαν το βέλος

Ήταν ένας ασκητής που ζούσε ψηλά σε κάτι βουνά. Είχε τη σπηλιά του στην άκρη ενός μεγάλου βράχου και μπροστά στον βράχο υπήρχε ένα πλάτωμα με χορτάρι. Εκεί τριγύρω είχαν στήσει τα καλύβια τους οι υποτακτικοί του ασκητή, που με τον καιρό είχαν γίνει αρκετοί. Στη μέση του οικισμού, οι καλόγεροι της μικρής αυτής σκήτης είχαν φτιάξει το μικρό υποτυπώδες εκκλησάκι τους και πίσω από το «ιερό βήμα» έμενε ελεύθερος ένας αρκετά μεγάλος χώρος, μέχρι την αρχή του βράχου. Σ’ αυτόν ακριβώς τον χώρο είναι που βρήκε ένας επισκέπτης τους μοναχούς να παίζουνε μπάλα!

Έμεινε έκπληκτος, μα δεν είπε τίποτα. Είδε στην άκρη του «γηπέδου» τον λευκασμένο ασκητή να κάθεται σε μια πέτρα και να γελάει καλόκαρδα με το παιχνίδι που έπαιζαν τα καλογέρια του. Τον πλησίασε.

«Την ευχή σου γέροντα», είπε.

«Του Κυρίου», απάντησε ο γέροντας. «Πώς κι απ’ τα μέρη μας; Δεν βλέπουμε συχνά προσκυνητές εδώ και δεν φαίνεστε για κυνηγός».

«Ναι, δεν είμαι κυνηγός. Και η αλήθεια είναι ότι δεν είμαι ούτε προσκυνητής… Βασικά μου αρέσει η πεζοπορία στο βουνό και η ορειβασία. Επειδή όμως μου είχαν πει για τη δική σας τη σκήτη, είπα να ψάξω να σας βρω… Μου είπαν ότι υπάρχει στο βουνό μια σκήτη υποτυπώδης, όπου οι καλόγεροι είναι αφιερωμένοι… ξέρετε… σε αγρυπνίες και σε τέτοια… νηστείες, προσευχές… Όπως καταλαβαίνετε… βασικά, για να είμαι ειλικρινής… μου έκανε εντύπωση που σας βρήκα να παίζετε μπάλα…».

Ο ασκητής χαμογέλασε γαλήνια.

«Κοίταξε», είπε, «η ζωή εδώ είναι πολύ σκληρή. Οι καλόγεροι που βλέπεις τρώνε μονάχα χόρτα από το βουνό και παξιμάδια που φτιάχνουν μόνοι τους. Τα βράδια οι αγρυπνίες κρατάνε πολλές ώρες και κανείς τους δεν έχει στρώμα κανονικό να πλαγιάσει – πάνω σε σανίδες κοιμούνται. Όταν δεν κάνουμε ακολουθίες, κάνουν το διακόνημά τους: άλλος πλέκει καλάθια, που τα πουλάμε στα χωριά, άλλος φτιάχνει τα παξιμάδια. Και όλοι ταυτοχρόνως προσεύχονται. Οι καλύβες τους δεν κρατάνε ιδιαίτερα τις βροχές και τα χιόνια, και το καλοκαίρι που βλέπεις τώρα δεν διαρκεί για πολύ…». Έκανε μια παύση. Ο επισκέπτης κοιτούσε μπροστά και δαγκωνόταν. Σκεφτόταν μήπως ήταν άπρεπο αυτό που είχε πει.

«Όχι δεν είναι άπρεπο», είπε ο ασκητής απαντώντας σε μια ερώτηση που δεν του έγινε. «Αλλά βλέπεις ο άνθρωπος είναι σαν το τόξο κι η ψυχή του σαν το βέλος. Αν τεντώσεις το τόξο όσο πρέπει, το βέλος θα εκτοξευτεί μακριά και θα πετύχει τον στόχο του. Αν το τεντώσεις παραπάνω, θα σπάσει και το βέλος θα μείνει απλώς πεσμένο στο χώμα. Γι’ αυτό κι εμείς εδώ, φροντίζουμε καμιά φορά το καλοκαίρι να παίζουμε κάνα παιχνίδι, έτσι για να αποσυμπιέζονται οι εντάσεις του βίου και να παραμυθείται το ασκητικό τέντωμα. Κατόπιν, η ψυχή εκτοξεύεται πιο εύκολα για τα μεγάλα, χωρίς να κινδυνεύει το τόξο να σπάσει…».

Κάτι παρόμοιο με το παραπάνω λέγεται πως συνήθιζε και ο π. Σωφρόνιος του Έσσεξ να λέει, με τον χαριτωμένο και κάπως φλεγματικό του τρόπο: «Αν νιώσετε την πνευματική σας ζωή σαν να έχει φτάσει στο χείλος ενός γκρεμού και κινδυνεύετε να βυθιστείτε στην άβυσσο, τότε… κάντε ένα βήμα πίσω και πιείτε ένα φλιτζάνι τσάι!».

Αργυριάδης Βασίλης, Όσο μπορείς, 2η έκδ., Αθήνα, Εν πλω, 2013