Menu Close

Η Βαϊοφόρος

Βαϊοφόρος ή Βαϊφόρος λέγεται η θριαμβευτική είσοδος του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα λίγες ημέρες πριν από το Πάθος του. Λέγεται έτσι από τους κλάδους των φοινίκων (βάγια), που κρατούσαν τα πλήθη, που έτρεξαν να τον προϋπαντήσουν. Κυριακή των Βαΐων λέγεται και η ημέρα που πανηγυρίζουμε το γεγονός.

Η Βαϊοφόρος

Το θαύμα της ανάστασης του Λαζάρου που εορτάζεται την προηγούμενη ημέρα, είχε κινήσει την περιέργεια των Ιουδαίων και πολλοί από αυτούς έτρεξαν στη Βηθανία κατά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη «οὐ διᾶ τὸν Ἰησοῦν μόνον, ἀλλʾ ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἴδωσιν ὃν ἤγειρε ἐκ νεκρῶν». Και συνεχίζει ο ιερός Ευαγγελιστής:

«Τῇ ἐπαύριον ὄχλος πολὺς ὁ ἐλθὼν εἰς τὴν ἑορτήν, ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα, ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν φοινίκων καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ, καὶ ἔκραζον· ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ. Εὑρὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὀνάριον ἐκάθισεν ἐπʾ αὐτό, καθώς ἐστι γεγραμμένον· μὴ φοβοῦ, θύγατερ Σιών· ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται καθήμενος ἐπὶ πῶλον ὄνου» (Από το Ευαγγέλιο της εορτής, Ιω. 12, 12-15).

Όπως φαίνεται από τον τελευταίο στίχο του παραπάνω αποσπάσματος, η θριαμβευτική είσοδος του Μεσσία στα Ιεροσόλυμα έγινε, καθώς είναι γραμμένο στην Παλαιά Διαθήκη. Συγκεκριμένα ο προφήτης Ζαχαρίας είχε προφητέψει πως ο Μεσσίας θα ερχόταν στη «θυγατέρα Σιών», δηλαδή στα Ιεροσόλυμα, ως βασιλιάς δίκαιος, πράος και ειρηνικός καθισμένος πάνω σε πώλο νέο (πουλάρι).

Το πουλάρι που δεν είναι σε θέση να βαστάξει ζυγό, συμβόλιζε τους χριστιανούς που θα προέρχονταν από τους ειδωλολάτρες (έθνη). Αυτοί προτού να πιστέψουν στο Χριστό, ήταν αγύμναστοι στο να φέρουν το ζυγό και να βαστάξουν το φορτίο του θείου νόμου. Αυτά τα έχουν επισημάνει οι Πατέρες της Εκκλησίας. «Όπως ο πώλος δεν είχε δαμαστεί και δεν ήξερε να βαδίζει σωστά, έτσι και ο ειδωλολατρικός λαός δεν είχε παιδαγωγηθεί από το θείο νόμο» (Κύριλλος Αλεξανδρείας, PG 72, 145 C). Και ο Μ. Αθανάσιος βλέπει στον πώλο «των εθνών την αναλογίαν και την αγνωσίαν» (ΒΕΠ. 35, 43).

Την αλληγορική αυτή σημασία του πώλου τονίζουν και τα τροπάρια της εορτής. Έτσι ένα τροπάριο του μεγάλου εσπερινού της Κυριακής των Βαΐων λέει πως «τὸ ἀκάθεκτον τῶν ἐθνῶν ἡ καθέδρα τοῦ πώλου προετύπου ἐξ ἀπιστίας εἰς πίστιν μεταποιούμενον». Ακάθεκτοι και με τη δίψα της σωτηρίας οι ειδωλολάτρες θα έτρεχαν προς το χριστιανικό στρατόπεδο για να μεταστραφούν από άπιστοι σε πιστούς. (Πρβλ. της ίδιας ακολουθίας το «ὅθεν καὶ τῷ πώλῳ ἐπέβης συμβολικῶς, ὥσπερ ἐπʾ ὀχήματος φερόμενος, τὰ ἔθνη τεκμαιρόμενος (δηλώνοντας) Σωτήρ».

Οι κλάδοι των φοινίκων, που κρατούσαν τα χαρούμενα πλήθη, είναι σύμβολα νίκης και χαράς. Ήταν συνήθεια στους Ιουδαίους να κρατούν στα χέρια τους τέτοιους κλάδους, όταν υποδέχονταν επίσημα πρόσωπα. Συναντάμε τα «βαΐα των φοινίκων» και στις κατακόμβες και τους αρχαίους χριστιανικούς τάφους. Συμβόλιζαν την πεποίθηση των πρώτων χριστιανών για τη νίκη της χριστιανικής πίστεως.

Όπως θα δούμε πιο κάτω που θα περιγράψουμε την εικόνα της Βαϊοφόρου, ανάμεσα στα πλήθη που επευφημούσαν διακρίνονται αρκετά παιδιά. Με κλάδους φοινίκων στα χέρια υποδέχονται μαζί με τους μεγάλους τον Κύριο. Στην εικόνα μας μάλιστα βλέπουμε ένα μικρό παιδί, σκαρφαλωμένο σ’ ένα δέντρο, να κόβει κλαριά με κλαδευτήρι και να τα ρίχνει στη γη. Ένα άλλο εικονίζεται σε μια χαριτωμένη στάση: δίνει ένα κλαρί στο πουλάρι για να το φάει. Τέλος, άλλα στρώνουν στο δρόμο τα ρούχα τους, για να περάσει πάνω τους ο Χριστός.

Γεννιέται όμως το ερώτημα: Από πού ο ορθόδοξος αγιογράφος πληροφορείται το ρόλο που έπαιξαν τα παιδιά στην είσοδο του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα; Οι ιεροί Ευαγγελιστές δε μιλούν πάνω σ’ αυτό το θέμα. Απλά λέγουν ότι «ὁ δὲ πλεῖστος ὄχλος ἔστρωσαν ἑαυτῶν τὰ ἱμάτια ἐν τῇ ὁδῷ, ἄλλοι δὲ ἔκοπτον κλάδους ἀπὸ τῶν δένδρων καὶ ἐστρώννυον ἐν τῇ ὁδῷ» (Ματθ. 21, 8. Μάρκ. 11, 8).

Στο θέμα αυτό ο αγιογράφος στηρίζεται στην παράδοση της Εκκλησίας, όπως τη βλέπουμε σ’ αυτά που αφήνει να εννοήσουμε ο Ευαγγελιστής Ματθαίος. Αυτός κάνει λόγο για τις επευφημίες των παιδιών μετά τη λήξη της υποδοχής (21, 15-17). Έχουμε ακόμη και το απόκρυφο Ευαγγέλιο του Νικόδημου που γράφει˙ «καὶ οἱ παίδες τῶν Ἑβραίων κλάδους κατεῖχον ἐν ταῖς χερσὶν αὐτῶν… ἄλλοι δὲ ὑπεστρώννυον τὰ ἱμάτια αὐτῶν…». Όταν ο Κύριος έδιωξε από το ναό τους εμπόρους, που τον είχαν μετατρέψει σε σπήλαιο ληστών και θεράπευσε τους χωλούς και τους τυφλούς, ακούστηκαν τα παιδιά να επευφημούν τον Κύριο με το «ὡσαννὰ τῷ υἱῷ Δαυΐδ». Στους Φαρισαίους που αγανάκτησαν, ο Κύριος θύμισε το στίχο του ψαλμού˙ «ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων κατηρτίσω αἴνον» (Ψαλμ. 8, 3). Δηλαδή από στόμα νηπίων και μικρών παιδιών, που θηλάζουν ακόμη,έφτιαξες, Θεέ, τέλειο ύμνο˙ ΄Υμνοι και αλαλαγμοί αυθόρμητοι, ξεχείλισμα της χαράς των αγνών παιδιών, ήταν φυσικό να λέγονται και να ακούγονται κατά την υποδοχή. Συμμερίζονταν Άλλωστε τους γονείς τους.

Ο βυζαντινός αγιογράφος, προβάλλοντας τα παιδιά, εκτός ότι μένει πιστός στην παράδοση, όπως τη βλέπουμε άλλωστε και στα τροπάρια της εορτής, ικανοποιεί και μιαν ψυχική αξίωση των πιστών. Γι’ αυτούς δηλαδή που γνωρίζουν από τα Ευαγγέλια πόσο ο Κύριος αγάπησε τα παιδιά, θα ήταν αδιανόητο να μη συμμετέχουν τα παιδιά, στη λαμπρή αυτή υποδοχή. Οι Ιουδαίοι περίμεναν τον Μεσσία ως κοσμικό βασιλιά, με υλική δύναμη, που θα τιμωρούσε τους εχθρούς του Ισραήλ. Η υποδοχή που επιφύλαξαν στον Κύριο, δεν ήταν ανυστερόβουλη. Του απέδωσαν τιμές, γιατί έλπιζαν πως θα αντιχάριζε τιμή και δόξα. Στην προκείμενη περίπτωση μόνο τα παιδιά ήταν ανυστερόβουλα, άδολα και ειλικρινή. Διαισθανόταν κατά κάποιο τρόπο τη θεία μεγαλειότητα του Κυρίου και οι ύμνοι τους ήταν ειλικρινείς, αυθόρμητοι και πηγαίοι.

Την αντίθεση μεταξύ της διάθεσης των απειρόκακων παιδιών και της διάθεσης του υστερόβουλου και άστατου ιουδαϊκού όχλου υπογραμμίζει ένα τροπάριο του εσπερινού της εορτής. Απευθυνόμενος… στον Κύριο ο υμνωδός λέει˙ «…καὶ Παῖδές σε ἀνύμνουν θεοπρεπῶς˙ Ἰουδαῖοι ἐβλασφήμουν παρανόμως…» (γ΄ στιχηρό). Έτσι δικαιολογείται και η προτροπή της Εκκλησίας μας προς τους πιστούς: να επευφημήσουν τον Κύριο «ὡς οἱ Παῖδες, τὰ τῆς νίκης σύμβολα φέροντες» (απολυτίκιο).

Περιγραφή της εικόνας

Θριαμβική ήταν η είσοδος του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα. Τα πλήθη που κατάκλυσαν τους δρόμους, ο ενθουσιασμός που επικράτησε στην υποδοχή και οι επευφημίες που ακούστηκαν, απάρτισαν μιαν εικόνα γιορταστική. Τη χαρούμενη ατμόσφαιρα ο αγιογράφος αποδίδει με ζεστά και ζωηρά χρώματα. Τα βλέπουμε στα ενδύματα του Χριστού, των αποστόλων, των Ιουδαίων, στα κτίρια, στα ρούχα που στρώνονται από παιδιά στους δρόμους.

Το τελευταίο το συνήθιζαν οι Ιουδαίοι. Ήταν μια τιμητική εκδήλωση που γινόταν για ένα βασιλιά, που ανέβαινε στο αξίωμά του χριόμενος με αγιασμένο λάδι. Ο Κύριος ονομάζεται Μεσσίας δηλαδή χρισμένος από το Άγιο Πνεύμα. Στην εικόνα μόνο τα παιδιά στρώνουν ενδύματα, γιατί οι ηλικιωμένοι τον επευφήμησαν ως βασιλιά του κόσμου τούτου.

Η εικόνα έχει διμερή μορφή και στο πάνω και στο κάτω μέρος της. Κάτω έχουμε τους δύο ομίλους των προσώπων. Ο ένας είναι οι απόστολοι, που ακολουθούν τον Κύριο και ο άλλος οι άνδρες και τα παιδιά (σ’ άλλες εικόνες εικονίζονται και οι γυναίκες). Μεταξύ των δύο ομίλων δεσπόζει επιβλητικός ο Κύριος. Έχει γυρισμένο το κεφάλι του στους μαθητές, τους οποίους ευλογεί με το δεξί του χέρι. Με το άλλο κρατάει τυλιγμένο ειλητό. Η πραότητα, καθώς και η θλίψη, είναι ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Η είσοδός του στα Ιεροσόλυμα ήταν οδοιπορία προς το Πάθος. Ο Κύριος ως Θεός γνώριζε ότι πολλοί από εκείνους που τον επευφημούσαν ως βασιλιά, ύστερα από λίγες μέρες θα τον καταριόνταν ως κακούργο και θα ανέκραζαν το «ἆρον – ἆρον, σταύρωσον αὐτόν».

Στο πάνω μέρος έχουμε από τη μια μεριά τα χρυσοκίτρινα βουνά και από την άλλη την πόλη και στο κέντρο το ναό του Σολομώντα. Τις δύο παραστάσεις δένει όμορφα το δέντρο με το παιδί.

Η Εκκλησία μας, η οποία με τους ύμνους, τις εορτές και τις ακολουθίες συγχρονίζει τα ιερά γεγονότα, μας καλεί να δοξολογήσουμε κι εμείς τον Κύριο, συμμετέχοντας στο Πάθος του, συμπορευόμενοι και συσταυρούμενοι με Αυτόν. Ο ακόλουθος ύμνος του εσπερινού θυμίζει σ’ όλους μας ποιες υποχρεώσεις έχουμε ως μέλη της Εκκλησίας του Χριστού.

«Σήμερον ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡμᾶς συνήγαγε˙ καὶ πάντες αἴροντες τὸν Σταυρόν σου λέγομεν˙ Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου,. Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις».

Γκότσης Χρήστος, Ο μυστικός κόσμος των βυζαντινών εικόνων, Τόμος πρώτος, 2η έκδ., Αθήνα, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, 1995