Menu Close

«Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν…»

Η πιο κατανυκτική περίοδος της Εκκλησίας μας θεωρείται ότι είναι η Μεγάλη Σαρακοστή. Διότι κατ’ αυτήν προκαλείται ο πιστός να απεμπλακεί από οτιδήποτε τον δεσμεύει με το αμαρτωλό φρόνημα και να ανοίξει τα φτερά του στον χώρο της χάρης του Θεού. Κι επειδή η χάρη του Θεού ήδη μας έχει δοθεί στην καρδιά μας διά του αγίου βαπτίσματος -«ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστιν» κατά τον Κύριο (Λουκ. 17, 21)- η προσπάθεια του χριστιανού, ιδίως την περίοδο αυτή, έγκειται στην εν μετανοία στροφή μέσα στον εαυτό του και την εύρεση εκεί της ήδη υπάρχουσας χάρης. Η εύρεση αυτή συνιστά και τη χαρά του πιστού, η οποία ταυτίζεται με την εν Χριστώ βίωση της ᾽Αναστάσεως. Έτσι η Ανάσταση του Χριστού δεν προβάλλεται από την Εκκλησία μας παρά ως γεγονός που καλεί σε προσωπική μετοχή και που έδαφος καρποφορίας του έχει την καρδιά του μετανοημένου ανθρώπου. Με άλλα λόγια η Ανάσταση του Χριστού κατανοείται και ως ανάσταση του ανθρώπου.

Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν

Για την διπλή αυτή διάσταση της Αναστάσεως -Ανάσταση Χριστού και ανάσταση ανθρώπου- θα κάνουμε λόγο στην συνέχεια, αφορμώμενοι από έναν διάλογο ενός βεβαιωμένα αναστημένου ανθρώπου της εποχής μας, του εσχάτως ανακηρυχθέντος αγίου Γέροντα Πορφυρίου, με τον μακαριστό πια καθηγητή της Καρδιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Γεώργιο Παπαζάχο.

«Γ. Π.: Μια φορά πήγα στον Γέροντα μετά την Ανάσταση. Μόλις με είδε μου είπε:

– Άσε βρε το καρδιογράφημα σήμερα. Σήμερα είναι Ανάσταση. Κάθισε να σου πω. Ξέρεις το τροπάριο που λέει «θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν»;

– Το ξέρω, Γέροντα.

– Πέστο.

Άρχισα να το λέω. Όταν τελείωσα, μου είπε:

– Το κατάλαβες;

– Το κατάλαβα.

Πετάγεται τότε από το κρεβάτι του και μου λέει:

– Τίποτε δεν κατάλαβες. Το είπες σαν βιαστικός ψάλτης. Τι μπορεί να κατάλαβες απ’ αυτό; Ξέρεις τι σημαίνει «Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, ἅδου τὴν καθαίρεσιν»; Σημαίνει ότι εκεί που είμαστε καταδικασμένοι για τον αιώνιο θάνατο, ο Θεός μας πήρε και μας έβγαλε απέναντι, στην αιώνια ζωή, γεφυρώνοντας έτσι ένα χάσμα αιώνων. Αιώνες ολόκληρους ο κόσμος δεν μπορούσε να περάσει στην σωτηρία.

Κατάλαβες λοιπόν τι έκανε ο Χριστός; Ποιός μπορούσε να νεκρώσει τον θάνατο; Κανένας. Μόνο ο Χριστός μας. Και τώρα εορτάζομεν «ἄλλης βιοτῆς τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν» και «σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τὸν αἴτιον». Ξέρεις τι θα πεί «σκιρτῶντες»; Θα πει χοροπηδώντας. Έχεις δει τα κατσικάκια έξω στα χωράφια, μαζί με την μητέρα τους, που πηδάνε και πίνουν λίγο γάλα από την μητέρα τους και ξαναπηδάνε; Αυτό είναι το σκίρτημα. Εμείς οι χριστιανοί θα έπρεπε να ψάλλουμε το «Χριστὸς Ἀνέστη» και να σκιρτούμε, να χοροπηδούμε. ««Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν». Δεν υπάρχει χαρά μεγαλύτερη απ’ αυτή.

Μου έδωσε και μια συμβουλή σχετικά μ’ αυτό το τροπάριο:

– Όταν έχεις αθυμία, όταν είσαι στενοχωρημένος για οποιοδήποτε λόγο, κάθισε και πες αργά αυτό το τροπάριο. Συγκέντρωσε τον νου σου σ’ αυτά που λέει το τροπάριο. Κι άμα δεν αλλάξει αμέσως η διάθεσή σου, έλα να μου το πεις.

Και πράγματι το έχω δοκιμάσει, κύριε Ιωαννίδη. Σκέφτομαι τους στίχους του τροπαρίου και λέω στον εαυτό μου: «Τι προβλήματα έχεις; Εδώ ο Χριστός ανέστη. Δεν υπάρχουν προβλήματα».

Κλ. Ιωαννίδης: Αυτή την αναστάσιμη χαρά μας μετέδιδε πάντοτε ο Γέρων.

Γ. Π.: Και φεύγαμε γεμάτοι».

(Από το βιβλίο του Κλ. Ιωαννίδη: Σύγχρονοι άγιοι Γέροντες, σελ. 80-81).

2. Πάσχα: η μεγαλύτερη εορτή της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Πολύ συχνά ακούγεται ότι τα Χριστούγεννα είναι η μεγαλύτερη εορτή της Εκκλησίας. «Μητρόπολιν τῶν ἑορτῶν» άλλωστε την χαρακτηρίζουν οι Πατέρες και Διδάσκαλοί της. Κι ως ένα βαθμό τούτο είναι σωστό. Η Γέννηση του Χριστού αποτελεί το θεμέλιο της πίστεώς μας: με την ενανθρώπησή Του σωθήκαμε και ενωθήκαμε με τον Θεό. Όμως, μεγαλύτερη εορτή κι από τα Χριστούγεννα θεωρείται η Ανάσταση του Κυρίου, γιατί με αυτήν αποκτά νόημα και η Γέννηση και γίνεται πράξη ο σκοπός του ερχομού Του στην γη: η νίκη κατά του θανάτου και η εύρεση της αληθινής ζωής.

«Αν ο Χριστός δεν έχει αναστηθεί –κατά την νεοελληνική απόδοση των λόγων του αποστόλου– τότε το κήρυγμά μας είναι χωρίς νόημα, το ίδιο και η πίστη μας. Κι ακόμα παρουσιαζόμαστε ψευδομάρτυρες απέναντι στον Θεό, αφού είπαμε γι’ αυτόν ότι ανέστησε τον Χριστό ενώ δεν τον ανέστησε, αν βέβαια δεχτεί κανείς πως οι νεκροί δεν ανασταίνονται. Γιατί αν οι νεκροί δεν ανασταίνονται, τότε ούτε ο Χριστός έχει αναστηθεί. Κι αν ο Χριστός δεν έχει αναστηθεί, η πίστη σας είναι χωρίς περιεχόμενο. Ζείτε ακόμα μέσα στις αμαρτίες σας» (Α΄ Κορ. 15, 14-17).

Έτσι η Γέννηση παραπέμπει στο Πάσχα και το Πάσχα θεωρείται ως συνέχεια και αποκορύφωμα της Γέννησης. Όλα στην ζωή του Χριστού άλλωστε παρουσιάζονται ενοποιημένα, ενώ το τέλος (η Ανάσταση) αποκαλύπτει και τη σημασία της αρχής (της Γέννησης). Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ως εξής επισημαίνει την παραπάνω αλήθεια στον 45ο λόγο του, που είναι αφιερωμένος στο Πάσχα.

«Πάσχα του Κυρίου, Πάσχα, και πάλι θα πω Πάσχα, προς τιμή της Αγίας Τριάδος. Αυτή είναι η γιορτή των γιορτών και το πανηγύρι των πανηγυριών, που ξεπερνά τόσο πολύ όλες τις άλλες, όχι μόνο τις ανθρώπινες και απ’ τα κάτω προερχόμενες, αλλ’ ακόμη τις γιορτές του ίδιου του Χριστού και αυτές που τελούνται προς τιμήν Του, όσο ξεπερνά ο ήλιος τους αστέρες».

3. «Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν…».

Περιεχόμενο ακριβώς της εορτής της Αναστάσεως είναι η κατάργηση του θανάτου. Το αναστάσιμο τροπάριο που μνημόνευε ο άγιος Πορφύριος, επισημαίνει την πραγματικότητα: «Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, Ἅδου τὴν καθαίρεσιν...». Ο θάνατος εισήλθε στην ανθρωπότητα με την αμαρτία του ανθρώπου. «Διὰ τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος» (Ρωμ. 5, 12). Γιατί η αμαρτία ως επανάσταση κατά του θελήματος του Θεού απομακρύνει από Εκείνον που είναι η πηγή της ζωής. Έτσι ο άνθρωπος βίωσε πρώτα τον θάνατο στο πνευματικό επίπεδο -έχασε τη ζωντανή σχέση με τον Θεό- και ύστερα και στο σωματικό, λόγω της στενής σχέσεως ψυχής και σώματος. Ο θάνατος λοιπόν ήταν το τίμημα για τον άνθρωπο της κακής χρήσεως της ελευθερίας του. Ενώ είχε δημιουργηθεί με την προοπτική της αθανασίας, αν παρέμενε σε αρμονική εν υπακοή σχέση με τον Θεό Πατέρα, λόγω της ανυπακοής του και της υποδούλωσής του στην αμαρτία έφερε τον θάνατο.

Ο Χριστός ήλθε στον κόσμο ακριβώς «ἵνα ζωὴν ἔχωσιν (οι άνθρωποι) καὶ περισσὸν ἔχωσιν» (Ιωάν. 10, 10). Δεν ήλθε για να φέρει στον κόσμο μία νέα ίσως και βελτιωμένη φιλοσοφία – από φιλοσοφίες και ωραίες διδασκαλίες είχε χορτάσει ο κόσμος. Ήλθε και σήκωσε το φράγμα της αμαρτίας, από το οποίο στέναζε ο άνθρωπος: ο Χριστός πάνω στον Σταυρό είναι «ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», και γι’ αυτό κατήργησε και το αποτέλεσμα της αμαρτίας, τον θάνατο. Τον πνευματικό θάνατο καταρχάς, αφού συμφιλίωσε και πάλι τον άνθρωπο με τον Θεό, και βεβαίως και τον σωματικό έπειτα, ανασταίνοντας τον εαυτό Του και διά του εαυτού Του και όλους τους πιστούς σε Αυτόν, της εποχής Του και κάθε εποχής. Την αλήθεια αυτή τη βλέπουμε ανάγλυφα και στην ορθόδοξη εικόνα της Αναστάσεως: ο Κύριος «πατάει» τον θάνατο, ανασταίνεται μέσα στο φως της θεϊκής Του δόξας και δυνάμεως και «τραβάει» από τον άδη, τον χώρο των νεκρών, τον Αδάμ και την Εύα ως εκπροσώπους της ανθρωπότητος.

Έτσι η Ανάσταση του Χριστού, που είναι η νίκη της ζωής κατά του θανάτου, αφενός αποτελεί την άλλη όψη του Σταυρού Του, αφετέρου συνιστά και την ανάσταση του ανθρώπου, γεγονός που σημαίνει ότι ήδη ο πνευματικός θάνατος από τη ζωή αυτή έχει καταργηθεί. Ο πιστός άνθρωπος ζει από τώρα αναστημένος, δηλαδή συμφιλιωμένος με τον Θεό, ενώ προσδοκά με χαρά και το ξεπέρασμα του σωματικού θανάτου, που θα γίνει πραγματικότητα με τον ερχομό και πάλι του Χριστού στη Δευτέρα Του Παρουσία. «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν» κατά το σύμβολο της πίστεως.

Η εμπειρία των αγίων κάθε εποχής επιβεβαιώνει τα παραπάνω: νιώθουν ότι δεν υπάρχει πια θάνατος. Η παρουσία του αναστημένου Χριστού συνέχει την ζωή τους και γι’ αυτό η μόνιμη επωδός τους σε κάθε λόγο τους είναι το «Χριστός Ανέστη»! Γνωρίζουμε για παράδειγμα ότι ο χαιρετισμός του αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ όλο τον χρόνο ήταν το «Χριστός Ανέστη, χαρά μου!», ενώ, για να μνημονεύσουμε και πάλι τον Γέροντα Πορφύριο, όταν ρωτήθηκε ο ίδιος από κάποιον γιατρό τι συμβαίνει με τον θάνατο, απάντησε με χαμόγελο: μα δεν υπάρχει θάνατος! Για τους αγίους λοιπόν ο θάνατος έχει καταργηθεί εν Χριστώ, ενώ ο σωματικός θάνατος κατανοείται ως η θύρα, από την οποία εισέρχεται κανείς στην ατελεύτητη ζωή.

Το ζητούμενο πια μετά την Ανάσταση του Κυρίου και την ολοκλήρωση του απολυτρωτικού Του έργου στον κόσμο είναι η πίστη του ανθρώπου σε Εκείνον και η μετοχή και η κοινωνία στην ζωή Του, που επιτυγχάνεται μέσα στην Εκκλησία δια των μυστηρίων, ιδίως της Θείας Ευχαριστίας, και της τηρήσεως των εντολών του Χριστού. Διότι ναι μεν η Ανάσταση του Χριστού προσφέρεται και ως ανάσταση του ανθρώπου, όμως απαιτείται και η δική του συγκατάθεση και αποδοχή. Αν ο άνθρωπος δεν ανταποκριθεί στην κλήση του αναστημένου Χριστού, ο θάνατος, πνευματικός και σωματικός, θα συνεχίσει να καταδυναστεύει την ζωή του.

4. Καινή ἐν Χριστῷ ζωή.

Η συμμετοχή του ανθρώπου στην Ανάσταση του Χριστού σημαίνει, είπαμε, την κατάργηση από τη ζωή αυτή του πνευματικού θανάτου, της αποκοπής από τον Θεό. Ο άνθρωπος ζει αναστημένος, δηλαδή συμφιλιωμένος με τον Θεό, με τον συνάνθρωπό του, με τον εαυτό του, με τη φύση όλη. Με άλλα λόγια ο εν Χριστώ άνθρωπος ζει μια καινούργια ζωή, την εν Χριστώ ζωή. «Εἴ τις ἐν Χριστῷ καινὴ κτίσις», επισημαίνει ο απόστολος Παύλος (Β΄ Κορ. 5, 17). Πρόκειται για την πραγματικότητα που σημειώνει και πάλι το παραπάνω αναστάσιμο τροπάριο: «…ἄλλη βιοτῆς, τῆς αἰωνίου, ἀπαρχὴν (εορτάζομεν)». Με την Ανάσταση του Χριστού δηλαδή γιορτάζουμε το ξεκίνημα μίας άλλης ζωής, της αιώνιας, η οποίας όμως έχει τις απαρχές της ήδη στη ζωή αυτή, στο βαθμό που πιστεύει κανείς στον Χριστό.

Περιεχόμενο της αναστημένης νέας ζωής του χριστιανού είναι η αγάπη. Διότι «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί» (Α΄ Ιωάν. 4, 16) και ο Χριστός την αγάπη φανέρωσε με όλη την πορεία της ζωής Του. Έτσι ο χριστιανός όσο αγαπά, τον Θεό και τον συνάνθρωπό του, τόσο και γεύεται την αιώνια ζωή, ενώ νιώθει να ξεπερνά τον θάνατο, τον οποίο σταλάζει μέσα του ο εγωισμός της αμαρτίας.

Σχηματικά θα λέγαμε ότι η νέα εν Χριστώ ζωή του χριστιανού έχει τα εξής χαρακτηριστικά: την πιστη στον Χριστό, την αγαπη προς τον συνάνθρωπο, την ελπιδα στον «καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης» Χριστό. «Νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα. Μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη» (Α΄ Κορ. 13, 13).

5. «καὶ σκιρτῶντες τιμῶμεν τὸν αἴτιον».

Η αγάπη, η οποία αποτελεί το περιεχόμενο της νέας εν Χριστώ ζωής που έφερε η Ανάσταση του Χριστού, προκαλεί στον πιστό κύματα χαράς και δοξολογίας προς τον Θεό. Ο πιστός χαίρει και δοξάζει τον Θεό εν Χριστώ, γιατί ο μεγαλύτερος και «ἔσχατος ἐχθρός του ἀνθρώπου» (Α΄ Κορ. 15, 26), ο θάνατος, καταργήθηκε. Αυτό σημαίνει ότι η χαρά του χριστιανού δεν είναι κάτι το παροδικό. Δεν πρόκειται δηλαδή για εφήμερες αισθησιακές χαρές που συνήθως συνοδεύονται από θλίψη και εσωτερικό κενό. Η χαρά του χριστιανού είναι βαθειά, μόνιμη και αναφαίρετη. Διότι ήλθε ως το αποτέλεσμα της εγκατοίκησης του Χριστού στο βάθος της καρδιάς του. «Καὶ τὴν χαράν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ᾽ ὑμῶν» (Ιωάν. 16, 22). «Χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε» (Φιλ. 4, 4).

Έτσι η Ανάσταση δεν αφήνει περιθώρια θλίψεως, μελαγχολίας και απογοητεύσεως – τα συμπτώματα της αμαρτίας και του θανάτου. Αντιθέτως κινητοποιεί πάντοτε τον πιστό να σηκώνεται από οποιαδήποτε πτώση και θλίψη του και να βλέπει με αισιοδοξία τη ζωή. «Όταν έχεις αθυμία, όταν είσαι στενοχωρημένος για οποιοδήποτε λόγο, κάθισε και πες αργά αυτό τροπάριο…Κι άμα δεν αλλάξει αμέσως η διάθεσή σου, έλα να μου το πεις».

Χωρίς υπερβολή ο εν Χριστώ αναστημένος άνθρωπος κυριαρχείται από τα δύο αυτά «παράδοξα»: από βαθειά προσήλωση και αγάπη προς τον Χριστό και από μεγάλη χαρά. «…καὶ σκιρτῶντες τιμῶμεν τὸν αἴτιον, τὸν μόνον εὐλογητὸν τῶν Πατέρων, Θεὸν καὶ ὑπερένδοξον». Γίνεται δηλαδή από τη ζωή αυτή ο πιστός ένας μικρός Χριστός.

«Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, Ἅδου τὴν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν, καὶ σκιρτῶντες τιμῶμεν τὸν αἴτιον, τὸν μόνον εὐλογητὸν τῶν Πατέρων, Θεὸν καὶ ὑπερένδοξον».

(Αναστάσιμο τροπάριο εβδόμης (ζ´) ωδής του κανόνος της Κυριακής του Πάσχα).

Γεώργιος Δορμπαράκης, Του Πάθους και της Ανάστασης, 1η έκδ., Αθήνα, Αρχονταρίκι, 2014.