Menu Close

Μεγάλη Πέμπτη

Τη Μεγάλη Πέμπτη οι Πατέρες μας, μάς παρέδωσαν να εορτάζουμε τέσσερα πράγματα: τον ιερό Νιπτήρα, τον Μυστικό Δείπνο, την υπερφυά προσευχή και ακόμη την προδοσία του Ιούδα. Εκείνο το τροπάριο που συγκεφαλαιώνει και συνδέει τα περισσότερα από αυτά, επισημαίνοντας τις προεκτάσεις τους και στη δική μας ζωή, είναι κυρίως ο οίκος του κοντακίου του όρθρου της ημέρας: «Τῇ μυστικῇ ἐν φόβῳ τραπέζῃ προσεγγίσαντες πάντες, καθαραῖς ταῖς ψυχαῖς, τὸν ἄρτον ὑποδεξώμεθα, συμπαραμένοντες τῷ Δεσπότῃ, ἵνα ἴδωμεν τοὺς πόδας πῶς ἀπονίπτει τῶν Μαθητῶν, καὶ ἐκμάσσει τῷ λεντίῳ, καὶ ποιήσωμεν ὥσπερ κατίδωμεν, ἀλλήλοις ὑποταγέντες καὶ ἀλλήλων τοὺς πόδας ἐκπλύνοντες. Αὐτὸς γὰρ ὁ Χριστὸς οὕτως ἐκέλευσε τοῖς αὐτοῦ μαθηταῖς ὡς προέφησεν. Ἀλλ᾿ οὐκ ἤκουσεν Ἰούδας ὁ δοῦλος καὶ δόλιος».

(Αφού προσεγγίσαμε όλοι τη Μυστική Τράπεζα με φόβο, ας υποδεχτούμε τον άρτο με καθαρές τις ψυχές, μένοντας κοντά στον Δεσπότη, προκειμένου να δούμε πώς πλένει τα πόδια των Μαθητών και τα σκουπίζει με το λεντίο. Κι ας κάνουμε όπως ακριβώς είδαμε, με το να υποτασσόμαστε ο ένας στον άλλον και με το να πλένουμε τα πόδια ο ένας του άλλου. Διότι ο ίδιος ο Χριστός έτσι έδωσε εντολή στους μαθητές Του, όπως προείπε. Αλλά δεν άκουσε ο Ιούδας ο δούλος και δόλιος).

Μεγάλη Πέμπτη

1. «Τὸν ἄρτον ὑποδεξώμεθα»: Ο υμνογράφος, εκφράζοντας την πίστη της Εκκλησίας, μας καλεί να προσεγγίσουμε τη μυστική Τράπεζα, προκειμένου να κοινωνήσουμε των αχράντων μυστηρίων. Βρισκόμαστε ενώπιον του κέντρου της Εκκλησίας μας, του μυστηρίου της Θ. Ευχαριστίας, το οποίο συνέστησε ο Κύριος ακριβώς την ημέρα αυτή, κατά το Μυστικό Δείπνο.

Ο Κύριος στο Δείπνο αυτό τέλεσε για πρώτη φορά επί της γης τη Θεία Λειτουργία, καλώντας τους μαθητές Του να φάνε το άγιο σώμα Του και να πιούνε το τίμιο αίμα Του. Το «λάβετε, φάγετε, τοῦτο γάρ ἐστι το σῶμά μου» και το «πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτο γάρ ἐστι τὸ αἷμά μου» συνιστούν τα ιδρυτικά του μυστηρίου της Θ. Ευχαριστίας λόγια, τα οποία έκτοτε επαναλαμβάνονται σε κάθε αντίστοιχη σύναξη πιστών, κατά την εντολή του Κυρίου «τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν», διαιωνίζοντας ακριβώς εν Πνεύματι τον Μυστικό Δείπνο. Η Θεία Λειτουργία έτσι κατανοείται από την Εκκλησία μας: ως η συνέχεια του Μ. Δείπνου, γι’ αυτό και πάντοτε θεωρήθηκε ως το κέντρο, όπως είπαμε, της Εκκλησίας, γύρω από το οποίο «πλέχτηκαν» και όλα τα υπόλοιπα μυστήρια αυτής. Κι είναι θα λέγαμε λογικό: ο Κύριος που ερχόμενος στον κόσμο μας έσωσε, με την έννοια ότι μας ενσωμάτωσε στον εαυτό Του και έτσι μας συμφιλίωσε με τον Θεό -κάτι που ενεργοποιείται για τον πιστό από την ώρα που βαπτίζεται και χρίεται στο όνομα του Τριαδικού Θεού- ο Ίδιος μας τρέφει με το σώμα και το αίμα Του, για να διατηρηθεί αυτή η σχέση Του μαζί μας και να αυξηθεί «μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ».

Ταυτοχρόνως στο μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας ο Χριστιανός βιώνει αυτό που η Εκκλησία μας κατανοεί ως Παράδοσή της. Παράδοση δεν είναι αυτό που έχει επικρατήσει ή επικρατεί ως ευλογημένη ίσως συνήθεια σε κάποιους χριστιανικούς χώρους, μάλλον δεν είναι η σώζουσα Παράδοση της Εκκλησίας. Παράδοση καθαυτό είναι η ίδια η Θεία Λειτουργία, το μυστήριο της προσφοράς της ζωής του ίδιου του Κυρίου, το οποίο Εκείνος παρέδωσε στους μαθητές Του και οι μαθητές Του στη συνέχεια παρέδωσαν στις μετέπειτα γενιές. Το διατυπώνει έξοχα ο απ. Παύλος στην Α΄ προς Κορ. επιστολή του, όταν λέει: «ἐγὼ γὰρ παρέλαβον ἀπὸ τοῦ Κυρίου ὃ καὶ παρέδωκα ὑμῖν, ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἐν τῇ νυκτί ᾗ παρεδίδοτο ἔλαβεν ἄρτον καὶ εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ εἶπε: λάβετε φάγετε, τοῦτό μού ἐστι τὸ σῶμα τὸ ὑπὲρ ὑμῶν κλώμενον. Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν. Ὡσαύτως καὶ τὸ ποτήριον μετὰ τὸ δειπνῆσαι λέγων: τοῦτο τὸ ποτήριον ἡ καινὴ διαθήκη ἐστὶν ἐν τῷ ἐμῷ αἵματι. Τοῦτο ποιεῖτε, ὁσάκις ἂν πίνητε, εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν. Ὁσάκις γὰρ ἂν ἐσθίητε τὸν ἄρτον τοῦτον καὶ τὸ ποτήριον τοῦτο πίνητε, τὸν θάνατον τοῦ Κυρίου καταγγέλλετε, ἄχρις οὗ ἂν ἔλθῃ» (11, 23-26). Κι αυτή βεβαίως η Παράδοση της ζωής του Χριστού υπό τα είδη του άρτου και του οίνου γίνεται με τη δύναμη του αγίου Πνεύματος, που σημαίνει ότι η Παράδοση έχει αγιοπνευματικό και δυναμικό χαρακτήρα, άρα είναι ζωή και απαιτεί τη ζωή των ανθρώπων για τη συνάντηση μαζί της. Καταλαβαίνει κανείς από την άποψη αυτή πόσο πλανεμένη και εκτός πραγματικότητας είναι η αντίληψη ορισμένων ότι η Παράδοση είναι μουσειακή κατάσταση και συντηρητισμός, καλύτερα: πίσω από την αντίληψη αυτή κρύβεται η απιστία και η αθεΐα του ανθρώπου.

2. Ο υμνογράφος, λοιπόν, για να επανέλθουμε, μας καλεί να κοινωνήσουμε «τὸν ἄρτον», υπενθυμίζοντας όμως και τις προϋποθέσεις της κοινωνίας αυτής: το φόβο και την καθαρότητα της ψυχής. Η συμμετοχή στη Θ. Κοινωνία δηλαδή δεν γίνεται απροϋπόθετα. Μια συμμετοχή στα άχραντα μυστήρια «εἰκῇ καὶ ὡς ἔτυχεν», χωρίς την ενδεδειγμένη μετάνοια και χωρίς επίγνωση, δημιουργεί τις συνθήκες επανάληψης του δαιμονισμού του Ιούδα. Μη ξεχνάμε ότι και ο Ιούδας κοινώνησε, αλλά με την προδοσία εν εξελίξει, με αποτέλεσμα να δαιμονιστεί και να καταστραφεί. Και τούτο γιατί ο ευλογημένος άρτος δρα μέσα στον άνθρωπο ενεργοποιώντας ό,τι συναντά στην ψυχή του: φιλοθεΐα ή μισανθρωπία. Σαν τη βροχή που πέφτοντας στη γη θα φέρει την καρποφορία είτε των αγαθών σπερμάτων είτε των ζιζανίων. Έτσι μπορεί κανείς να κοινωνήσει και αντί να καλυτερεύσει, με την έννοια της πνευματικής προόδου του, να χειροτερεύσει. Οι προϋποθέσεις λοιπόν κατά τον υμνογράφο είναι ο φόβος του Θεού και η καθαρότητα της ψυχής. Κι αυτά τα δύο συνδέονται άμεσα μεταξύ τους, φανερώνοντας τη λειτουργία της μετανοίας. Θέλουμε να πούμε ότι ο φόβος του Θεού που γνώρισμα έχει την τήρηση των αγίων Του εντολών οδηγεί στην κάθαρση της ψυχής, κι αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος βρίσκεται σε ετοιμότητα μετοχής στο σώμα και το αίμα του Κυρίου. Η μετοχή αυτή αυξάνει την καθαρότητα κι έτσι ο άνθρωπος θεώνεται από τις θεοποιές ενέργειες του μυστηρίου και πορεύεται «ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν», δεδομένου ότι ποτέ δεν υπάρχει τέλος στη διαδικασία αυτή της μετανοίας και στην εν Θεώ αύξησή του. Στην κατάσταση αυτή ο πιστός γίνεται κατοικητήριο του Θεού και «ἐν ἑτέρᾳ μορφή» μια άλλη φανέρωση του Χριστού μέσα στον κόσμο.

3. «συμπαραμένοντες τῷ Δεσπότῃ»: ο υμνογράφος την μόλις παραπάνω αναφερθείσα αλήθεια καταγράφει με τη συγκεκριμένη φράση. Ό,τι συνέβη στον Μυστικό Δείπνο λειτουργεί αρχετυπικά, που σημαίνει ότι πολλοί ακολουθούν, όπως ήδη είπαμε, το παράδειγμα του Ιούδα: κοινώνησε εν προδοσία του Χριστού και έφυγε για να ολοκληρώσει αυτήν την προδοσία. Ο υμνογράφος λοιπόν μας προτρέπει να συμπαραμένουμε με τον Χριστό κι εκεί να Τον δούμε να πλένει τα πόδια των μαθητών και να τα σκουπίζει με το λέντιο, προκειμένου με τον ίδιο τρόπο να στεκόμαστε κι εμείς απέναντι σε κάθε συνάνθρωπό μας: «ἀλλήλοις ὑποταγέντες καὶ ἀλλήλων τοὺς πόδας ἐκπλύνοντες». Με άλλα λόγια η ορθή μετοχή στη Θ. Ευχαριστία οδηγεί σε γνήσια ακολουθία της ζωής του Χριστού, δηλ. στην ταπείνωση και την εν αγάπη διακονία των συνανθρώπων. Να το πούμε κι όπως το διατύπωσε και ο μεγάλος ρώσος μυθιστοριογράφος και βαθύς ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής Φ. Ντοστογιέφκσι στο τελευταίο έργο του «Αδελφοί Καραμαζώφ»: «Μπροστά σε μερικές σκέψεις ο άνθρωπος στέκεται μπερδεμένος, ιδίως μπροστά στη θέα της ανθρώπινης αμαρτίας, και αναρωτιέται αν θα την πολεμήσει με βία ή με ταπεινή αγάπη. Πάντα ν’ αποφασίζεις: “Θα την πολεμήσω με ταπεινή αγάπη”. Αν αποφασίσεις πάνω σ’ αυτό μια για πάντα, μπορείς να κατακτήσεις ολόκληρο τον κόσμο. Η γεμάτη αγάπη ταπείνωση είναι μια τρομερή δύναμη: είναι το πιο δυνατό απ’ όλα τα πράγματα και δεν υπάρχει τίποτε άλλο σαν κι αυτή». Μετοχή στη Θ. Ευχαριστία και έχθρα προς το συνάνθρωπο ή αδικία του εκ μέρους μας και «τσαλάκωμα» της προσωπικότητάς του με οποιονδήποτε τρόπο δεν μπορούν να συνυπάρξουν. Ο υμνογράφος είναι σαφής: Χριστιανός σημαίνει να βλέπεις και να ακολουθείς τον Χριστό, μέσα σε ευχαριστιακά, δηλ. εκκλησιαστικά πλαίσια, ζώντας πάντοτε την ταπεινή αγάπη Του. Κάθε τι διαφορετικό σημαίνει έκπτωση στη δολιότητα του Ιούδα.

Γεώργιος Δορμπαράκης, Του Πάθους και της Ανάστασης, 1η έκδ., Αθήνα, Αρχονταρίκι, 2014.