Menu Close

Ο δρόμος προς την αγιότητα
Κυριακή των Μυροφόρων
Μάρκ. 15,43-16,8

Αγαπητοί αδελφοί, σήμερα, δεύτερη Κυριακή από το Πάσχα, γιορτάζουμε εκείνους που υπηρέτησαν τον Τάφο του Χριστού. Εκείνους που φρόντισαν να τον κατεβάσουν από το Σταυρό, να τον ετοιμάσουν και να τον κηδέψουν. Τους δύο κρυφούς μαθητές του Χριστού, τον Ιωσήφ και το Νικόδημο. Επίσης, γιορτάζουμε εκείνους που αποφάσισαν να ολοκληρώσουν την Ταφή του Χριστού, τις άγιες Μυροφόρες γυναίκες, στις οποίες και εμφανίστηκε πρώτα ο Χριστός και στις οποίες χάρισε την Ανάστασή του. Έχει σημασία, αγαπητοί αδελφοί, ότι οι Μυροφόρες γυναίκες έζησαν κάτι το οποίο δεν το περίμεναν. Έζησαν την εμπειρία του αδειανού τάφου του Χριστού και στη συνέχεια την εμπειρία της Αναστάσεώς του. Φανερώθηκε δηλαδή σ’ αυτές τις ίδιες, τον είδαν και τον προσκύνησαν αναστημένο και έλαβαν πρώτες την εντολή να μεταφέρουν αυτό το μήνυμα στους Μαθητές.

Εάν προσέξουμε, βλέπουμε ότι τις Μυροφόρες γυναίκες τις χαρακτηρίζουν δύο πράγματα. Μία αφάνταστη επιμονή στο να ακολουθούν το Χριστό και μία στάση ηρωισμού. Πώς βλέπουμε την επιμονή; Οι Μυροφόρες γυναίκες ακολουθούν συνεχώς το Χριστό. Οι ευαγγελιστές μας λένε ότι είναι εκείνες που «τον ακολουθούν από τη Γαλιλαία» — «Αἱ γυναῖκες αἱ συνακολουθήσασαι αὐτῷ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας». Μπαίνουν μαζί του στα Ιεροσόλυμα, παρακολουθούν ό,τι συμβαίνει εκεί. Τον συνοδεύουν την ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής που σέρνει το Σταυρό προς το Γολγοθά, είναι εκεί δίπλα του όταν εκείνος πεθαίνει και στη συνέχεια παρακολουθούν τα της Ταφής. Πάλι ο ευαγγελιστής Λουκάς λέει ότι είναι «κατακολουθήσασαι», ακολούθησαν τους δύο κρυφούς μαθητές στα της κηδείας χωρίς να συμμετέχουν. Αλλά παρακολούθησαν ακριβώς για να μάθουν που βρίσκεται και πώς, ούτως ώστε να ολοκληρώσουν τα της κηδείας. Γι’ αυτό, γυρίζοντας από την Ταφή, αγόρασαν και ετοίμασαν αρώματα.

Συμπληρώνουν δε οι ευαγγελιστές ότι την άλλη ημέρα «ἡσύχασαν κατὰ τὴν ἐντολήν». Η άλλη ημέρα μετά την Παρασκευή ήταν το Σάββατο. Και το Σάββατο οι Εβραίοι, σύμφωνα με το Νόμο, δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα, έπρεπε να κάνουν μόνο τα απολύτως αναγκαία. Κι έτσι, «ἡσύχασαν κατὰ τὴν ἐντολήν». Το σημειώνει αυτό ο ευαγγελιστής κι έχει σημασία αυτό για μας, για να καταλάβουμε τι γνώμη είχαν για το Χριστό οι Μυροφόρες. Δεν ήξεραν ή δεν κατάλαβαν ποιος ήταν αυτός τον οποίο ακολουθούσαν και του οποίου το θάνατο και την ταφή έζησαν από κοντά, και ήθελαν να ολοκληρώσουν τα της κηδείας. Γιατί, αν ήξεραν κι αν λάμβαναν υπόψη τους ότι αυτός που έδωσε την εντολή της αργίας του Σαββάτου ήταν ο ίδιος που βρισκόταν μέσα στον τάφο (ίσως θα πήγαιναν την ίδια ημέρα του Σαββάτου για να συνεχίσουν τα της κηδείας. Ή, το πιθανότερο, θα σκέφτονταν ότι δε χρειαζόταν να πάνε, και θα περίμεναν την Ανάστασή του. Αλλά είχαν κι εκείνες τη γνώμη που είχαν οι πολλοί άνθρωποι, ότι ήταν κάποιος πολύ μεγάλος μπροστά στο Θεό, αλλά όχι ότι ήταν ο ίδιος ο Θεός. Κι έτσι, βλέπουμε να φαίνεται βέβαια η μεγάλη τους ευλάβεια, η μεγάλη τους υπακοή κι ο μεγάλος τους σεβασμός στο Νόμο του Θεού, στο να τηρούν το Σάββατο.

Και την άλλη μέρα συνέχισαν να ενεργούν με ηρωισμό. Και γιατί είναι ηρωική η στάση τους; Γιατί ακολουθούν και θέλουν να περιποιηθούν κάποιον ο οποίος έχει χάσει, κάποιον ηττημένο, κάποιον στον οποίο κανείς δε δίνει πιά καμία σημασία, κάποιον που δεν έχει καμιά αξία μέσα σ’ αυτό τον κόσμο, έναν πεθαμένο, έναν που εισήλθε στο μνήμα με την καταδίκη του λαού των Ιουδαίων και το επισφράγισμα της ρωμαϊκής αρχής˙ εκείνον που είχαν φτύσει την προηγούμενη οι πάντες περνώντας από μπροστά του˙ εκείνον που είχε εξευτελιστεί στα μάτια όλων ως αδύναμος και διαψευσμένος. Αυτόν λοιπόν τον ηττημένο άνθρωπο, που ήταν μέσα στον τάφο, εκείνες αποφάσισαν να τον υπηρετήσουν. Και ύστερα, πηγαίνουν κόντρα στη λογική. Όταν πηγαίνουν για τον τάφο, σκέφτονται ότι υπάρχει κάποιοι πέτρα πάνω στον τάφο. Ποιος θα τη σηκώσει; Υπάρχει η κουστωδία, οι φρουροί. Όλα αυτά τα σκέπτονται ενώ πηγαίνουν. Παρ’ όλα αυτά δε γυρίζουν πίσω, αλλά συνεχίζουν.

Εάν συγκρίνουμε, αγαπητοί αδελφοί, τη στάση των Μυροφόρων γυναικών με τη στάση των Μαθητών βλέπουμε τα εξής πράγματα. Τη μεν στάση των Μυροφόρων τη διακρίνει ο σεβασμός προς τις εντολές, η μεγάλη αφοσίωση, το καθήκον να υπηρετήσουν έναν άνθρωπο. Αντίθετα, στους Μαθητές βλέπουμε την πίστη του Πέτρου, την αγάπη του Ιωάννη, την απαιτητική απιστία του Θωμά, όπως τα ακούσαμε και τα είπαμε την προηγούμενη Κυριακή. Η ζωή δηλαδή των Μαθητών κατά τη διάρκεια του Πάθους του Χριστού και μέχρι την Ανάσταση περνάει μέσα από μεγάλες εξωτερικές και εσωτερικές συγκρούσεις. Αντιμετωπίζουν μεγάλα διλήμματα και πρέπει να πάρουν καθοριστικές αποφάσεις. Συγκρούονται με τους Ιουδαίους και φοβούνται τους ηγέτες τους και τις ρωμαϊκές αρχές. Συγκρούονται και με τον εαυτό τους. Σκέπτονται εάν μετά από όλα αυτά μπορούν να συνεχίσουν να πιστεύουν ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας. Κινδυνεύουν να χάσουν την πίστη τους. Είναι πληγωμένοι από τη θλίψη και αισθάνονται ντροπιασμένοι, επειδή διαψεύστηκαν οι ελπίδες τους. Πόσο φαίνεται αυτό όταν λένε: «Εμείς ελπίζαμε ότι αυτός είναι εκείνος που έμελλε να ελευθερώσει το λαό του Ισραήλ» (Λούκ. 24,21).

Αντίθετα, οι Μυροφόρες δεν έχουν καμία σύγκρουση εσωτερική. Αταλάντευτα τηρούν την εντολή του Σαββάτου και αγοράζουν αρώματα για να περιποιηθούν το σώμα του πεθαμένου Χριστού. Αυτό που τις απασχολεί είναι πώς θα σηκώσουν τη μεγάλη πέτρα με την οποία είναι σκεπασμένος ο τάφος. Ό,τι σκέπτονται, ό,τι τις απασχολεί έχει να κάνει με το σώμα του Χριστού. Πώς θα το βρουν και πώς θα το αλείψουν. Έφυγαν το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής από τον τάφο κλαίγοντας και το πρωί της Κυριακής πήγαν πάλι κλαίγοντας. Αντίθετα με τους Μαθητές, βρίσκονται γεμάτες θέρμη, με το νου και το σώμα, κοντά στο σώμα του Χριστού. Αυτά που συμβαίνουν στους μεν είναι πάρα πολύ μεγάλα. Αυτά που συμβαίνουν στις δε πάρα πολύ μικρότερα και ταπεινότερα. Έχω τη γνώμη πως εμάς μας πάει πιο πολύ η στάση των Μυροφόρων. Η στάση εκείνων που δεν έχουν κατανοήσει ακριβώς το μυστήριο του Χριστού. Η στάση τους όμως αυτή μας βοηθάει να προσεγγίσουμε το μυστήριο του Χριστού. Εμείς, που δεν έχουμε τη μεγάλη πίστη, τη μεγάλη αγάπη, την απαιτητική απιστία που είχε ο Θωμάς, μπορούμε όμως να έχουμε, αυτό που είχαν οι Μυροφόρες. Το να ακολουθούμε το Χριστό με αφοσίωση, το να αναζητούμε ποιες είναι οι υποχρεώσεις μας και ποια είναι τα καθήκοντά μας και να προσπαθούμε να κατανοήσουμε αυτό που ξεπερνάει τις δυνάμεις μας. Και ενώ αυτά είναι τόσο ταπεινά και τόσο χαμηλά σε σχέση μ’ αυτά που θέλει ο Θεός και που είχαν οι άλλοι Μαθητές, ο Χριστός τα δέχεται. Και φαίνεται πως τα δέχεται όταν φανερώνεται στις γυναίκες. Αξιώνονται εκείνες να τον προσκυνήσουν αναστημένο και να δουν τον άδειο τάφο του – τα μεγάλα αυτά πράγματα. Ο Χριστός αποδέχεται τα ταπεινά, γιατί έγιναν με ηρωισμό, με υπομονή «με επιμονή και με καλοσύνη. Επειδή με αυτά τα ταπεινά συμβαίνει να γίνεται το μεγαλύτερο απ’ όλα: η συμπόνια μας προς τους άλλους ανθρώπους. Η συμπόνια έρχεται μόνο όταν πλησιάζουμε τον άρρωστο και τον σακατεμένο άνθρωπο με το σώμα μας και όχι με το μυαλό μας. Όταν του πιάσουμε το χέρι και του χτυπήσουμε την πλάτη. Με αρχή τις Μυροφόρες γυναίκες, όσοι πίστεψαν και πιστεύουν στο Χριστό στάθηκαν πάντα δίπλα στους αρρώστους και τους σακατεμένους. Ήξεραν και ξέρουν ότι αυτό θέλει ο Χριστός, αυτός είναι ο δρόμος προς την αγιότητα.

Ένας μεγάλος άγιος και δάσκαλος της Εκκλησίας μας, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, λέει: «Ας ακολουθήσουμε σαν τις Μυροφόρες κι εμείς κι ας θρηνήσουμε το Χριστό στον τάφο του». Όχι γιατί ο Χριστός έχει ανάγκη από το θρήνο το δικό μας. Ακόμα κι εκεί, μέσα στον τάφο, είναι ο ίδιος ο Θεός. «Κατάστικτος τοῖς μώλωψι καὶ πανσθενουργός», όπως λέει ο υμνωδός. Γεμάτος πληγές, αλλά ταυτόχρονα παντοδύναμος. Πεθαμένος, αλλά όμως Θεός. Δεν έχει ανάγκη από μας και από τους θρήνους μας. Αλλά τους δέχεται. Γιατί είναι ο δικός μας τρόπος. Η δική μας συνθήκη ζωής. Έτσι εμείς σκεπτόμαστε. Έτσι εμείς μπορούμε να τον προσεγγίσουμε. Κι εκείνος τα αποδέχεται και φανερώνει την Ανάστασή του στις Μυροφόρες. Και μπορεί να τη φανερώσει και σε μας. Αρκεί κι εμείς να αναζητήσουμε μέσα μας ό,τι είναι εκείνο που μπορεί να κάνει την αναζήτηση του Χριστού πιο γενναία, και πιο ηρωική. Ό,τι είναι εκείνο που μπορεί να μας κάνει να τηρούμε τις εντολές του πιο αυστηρά, ό,τι είναι εκείνο που μπορεί να μας φέρει στην ευλάβεια και στην αφοσίωση στο πρόσωπό του.

π. Πινακούλας, Αντώνιος, Το πηγάδι και η πηγή: Κηρύγματα στις Κυριακές της Μ. Σαρακοστής και του Πάσχα, 1η έκδ., Αθήνα, Εν πλω, 2008.