Menu Close

Ο Ευαγγελισμός (25 Μαρτίου)

Ευαγγελισμός! Κάποτε, αυτή ήταν μια από τις λαμπρότερες και πιο χαρμόσυνες μέρες του έτους, η γιορτή που συνειδητά, αλλά και ασυνείδητα ακόμη, συνδεόταν με μια όμορφη διαίσθηση, ένα ακτινοβόλο δράμα του κόσμου και της ζωής. Το Ευαγγέλιο του αποστόλου Λουκά καταγράφει την ιστορία του Ευαγγελισμού.

«Ἐν δὲ τῷ μηνὶ τῷ ἕκτῳ ἀπεστάλη ὁ ἄγγελος Γαβριὴλ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ εἰς πόλιν τῆς Γαλιλαίας, ᾗ ὄνομα Ναζαρέτ, πρὸς παρθένον μεμνηστευμένην ἀνδρί, ᾧ ὄνομα Ἰωσήφ, ἐξ οἴκου Δαυΐδ, καὶ τὸ ὄνομα τῆς παρθένου Μαριάμ. Καὶ εἰσελθὼν ὁ ἄγγελος πρὸς αὐτὴν εἶπε· χαῖρε, κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ· εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξί. Ἡ δὲ ἰδοῦσα διεταράχθη ἐπὶ τῷ λόγῳ αὐτοῦ καὶ διελογίζετο ποταπὸς εἴη ὁ ἀσπασμὸς οὗτος. Καὶ εἶπεν ὁ ἄγγελος αὐτῇ· μὴ φοβοῦ, Μαριάμ, εὗρες γὰρ χάριν παρὰ τῷ Θεῷ· καὶ ἰδοὺ συλλήψῃ ἐν γαστρὶ καὶ τέξῃ υἱόν, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν· οὗτος ἔσται μέγας καὶ υἱὸς ὑψίστου κληθήσεται, καὶ δώσει αὐτῷ Κύριος ὁ Θεὸς τὸν θρόνον Δαυῒδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, καὶ βασιλεύσει ἐπὶ τὸν οἶκον Ἰακὼβ εἰς τοὺς αἰῶνας, καὶ τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος. Εἶπε δὲ Μαριὰμ πρὸς τὸν ἄγγελον· πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω; Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἄγγελος εἶπεν αὐτῇ· Πνεῦμα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι· διὸ καὶ τὸ γεννώμενον ἅγιον κληθήσεται υἱὸς Θεοῦ. Καὶ ἰδοὺ Ἐλισάβετ ἡ συγγενής σου καὶ αὐτὴ συνειληφυῖα υἱὸν ἐν γήρει αὐτῆς, καὶ οὗτος μὴν ἕκτος ἐστὶν αὐτῇ τῇ καλουμένῃ στείρᾳ. Ὅτι οὐκ ἀδυνατήσει παρὰ τῷ Θεῷ πᾶν ρῆμα. Εἶπε δὲ Μαριάμ· ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμά σου. Καὶ ἀπῆλθεν ἀπ᾿ αὐτῆς ὁ ἄγγελος» (Λουκ. 1, 26-38).

Φυσικά, αυτή η ευαγγελική ιστορία, ιδωμένη από την προοπτική του αποκαλούμενου «επιστημονικού» αθεϊσμού, δίνει πολλές αφορμές για να μιλήσει κάποιος σχετικά με «μύθους και θρύλους». Ο ορθολογιστής θα πει, «πότε παρουσιάζονται άγγελοι σε κοπέλες και συζητούν μαζί τους; Νομίζουν άραγε οι πιστοί πως οι άνθρωποι του εικοστού αιώνα, οι οποίοι ζουν σ’ έναν τεχνολογικό πολιτισμό, μπορούν να τα πιστέψουν όλα αυτά; Δεν μπορούν να δουν οι πιστοί πόσο ανόητο, αντιεπιστημονικό και αδύνατο είναι αυτό;» Ο πιστός είχε ανέκαθεν μία μόνο απάντηση σ’ αυτού του είδους την εριστική συζήτηση, την υποτίμηση και τον εμπαιγμό: ναι, αλλοίμονο, είναι αδύνατο να στριμωχτεί αυτό το γεγονός μέσα στο ρηχό κοσμοείδωλό σας. Όσο τα επιχειρήματά σας για τον Θεό και τη θρησκεία παραμένουν στο επιπόλαιο επίπεδο των χημικών πειραμάτων και των μαθηματικών τύπων, θα κερδίζετε πάντοτε πολύ εύκολα. Αλλά η χημεία και τα μαθηματικά δεν μπορούν v’ αποδείξουν απολύτως τίποτε στην περιοχή του Θεού και της πίστεως. Φυσικά, στη γλώσσα της επιστήμης σας, οι λέξεις «άγγελοι», «ευαγγέλιο», «χαρά» και «ταπείνωση» είναι εντελώς ακατάληπτες. Αλλά γιατί να περιορίζουμε τη συζήτηση μόνο στη θρησκεία; Περισσότερες από τις μισές λέξεις είναι ακατανόητες στην ορθολογιστική σας γλώσσα, κι έτσι μαζί με τη θρησκεία πρέπει να καταπιέσετε την ποίηση, τη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία και ουσιαστικά ολόκληρη την ανθρώπινη φαντασία. Επιθυμείτε ολόκληρος ο κόσμος να σκέφτεται όπως εσείς, με τους όρους της παραγωγής και των δυνάμεων της οικονομίας, του σχεδιασμού και των προγραμμάτων. Ωστόσο, ο κόσμος δεν σκέφτεται μ’ αυτόν τον τρόπο· θα πρέπει να φορέσει χειροπέδες και να βιαστεί για να σκέφτεται έτσι, ή μάλλον να φαίνεται πως σκέφτεται έτσι. Ισχυρίζεστε πως όλη η φαντασία είναι εσφαλμένη επειδή δεν υπάρχει το «φανταστικό», κι όμως οι άνθρωποι έζησαν ανέκαθεν με τη φαντασία, ζουν τώρα, και θα ζουν στο μέλλον. Επειδή όλα τα πράγματα στη ζωή που έχουν μεγάλο βάθος και ουσία έχουν πάντοτε εκφραστεί με τη γλώσσα της φαντασίας. Δεν προσποιούμαι ότι καταλαβαίνω τι είναι ο άγγελος, ούτε μπορώ να εξηγήσω, χρησιμοποιώντας την περιορισμένη γλώσσα του ορθού λόγου, ένα γεγονός που συνέβη σχεδόν πριν από δυο χιλιάδες χρόνια σε μια κωμόπολη της Γαλιλαίας. Αλλά με καταπλήσσει το γεγονός ότι η ανθρωπότητα ποτέ δεν ξέχασε αυτή την ιστορία, πως αυτοί οι λίγοι στίχοι έχουν επανειλημμένα ενσωματωθεί σε αναρίθμητες εικόνες, ποιήματα και προσευχές, και πως έχουν εμπνεύσει και συνεχίζουν να εμπνέουν. Αυτό σημαίνει φυσικά ότι οι άνθρωποι μ’ αυτά τα λόγια άκουσαν κάτι το πάρα πολύ σημαντικό· μια αλήθεια η οποία προφανώς δεν μπορούσε να εκφραστεί με κανέναν άλλο τρόπο πέρα από την παιδική, χαρούμενη γλώσσα του Ευαγγελίου του Λουκά. Ποια είναι αυτή η αλήθεια; Τί συνέβη όταν η νεαρή γυναίκα, που μόλις είχε ξεπεράσει την παιδική ηλικία, άκουσε ξαφνικά -από τί υπερβατικό ύψος!- αυτόν τον όμορφο χαιρετισμό: «Χαίρε!» επειδή αυτό υπήρξε ακριβώς το μήνυμα του αγγέλου στην Παναγία: Χαίρε!

Ο κόσμος έχει γεμίσει από αναρίθμητα βιβλία για την πάλη και τον ανταγωνισμό, που το καθένα προσπαθεί να δείξει ότι ο δρόμος προς την ευτυχία είναι το μίσος, και που σε κανένα απ’ αυτά δεν βρίσκεται η λέξη «χαρά». Οι άνθρωποι ούτε καν γνωρίζουν τί σημαίνει η λέξη. Η χαρά όμως που ανήγγειλε ο άγγελος παραμένει μια ζωντανή δύναμη, που έχει ακόμη την ενέργεια να καταπλήξει και να ταρακουνήσει τις ανθρώπινες καρδιές. Μπείτε σε μια εκκλησία την παραμονή του Ευαγγελισμού. Μείνετε εκεί καθ’ όλη τη διάρκεια της μακράς ακολουθίας, και παρακολουθήστε την καθώς αυτή ξεδιπλώνεται. Τότε θα έρθει η στιγμή, μετά τη μακρά αναμονή, που ο χορός αρχίζει να ψέλνει μαλακά, με μια θεσπέσια ομορφιά, το γνώριμο εόρτιο απολυτίκιο, « …Διὸ καὶ ἡμεῖς σὺν αὐτῷ τῇ Θεοτόκῳ βοήσωμεν· Χαῖρε, κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ»! Εκατοντάδες χρόνια έχουν περάσει και καθώς ακούμε αυτή την πρόσκληση να χαρούμε, η χαρά γεμίζει την καρδιά μας μ’ ένα κύμα ζεστασιάς. Όμως χαρά για ποιο πράγμα; Χαιρόμαστε πάνω απ’ όλα για την παρουσία αυτής της γυναίκας, που το πρόσωπό της, η εικόνα της, είναι γνωστή σ’ όλο τον κόσμο, που μας ατενίζει από τις εικόνες, που έγινε μια από τις θαυμασιότερες και καθαρότερες μορφές της τέχνης και τής φαντασίας του ανθρώπου. Χαιρόμαστε για την απάντησή της στον άγγελο, για την πιστότητα, την καθαρότητα, την ακεραιότητά της, για το ολοκληρωτικό της δόσιμο και για την απεριόριστη ταπείνωσή της. Όλα δε αυτά αντηχούν στα λόγια της: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μου κατὰ τὸ ῥῆμα σου». Πέστε μου, υπάρχει στον κόσμο, στην πλούσια και περίπλοκη ιστορία του, κάτι το υψηλότερο και ομορφότερο απ’ αυτό το ανθρώπινο ον; Η Μαρία, η πανάμωμη και κεχαριτωμένη, είναι αληθινά αυτή για την οποία, όπως λέει η Εκκλησία, «χαίρει πᾶσα ἡ κτίσις». Η Εκκλησία απαντά στο ψέμα για τον άνθρωπο, στο ψέμα που τον μειώνει μόνο σε γη και όρεξη για φαγητό, σε ποταπότητα και κτηνωδία, στο ψέμα που ισχυρίζεται πως ο άνθρωπος είναι μονίμως υποδουλωμένος στους αμετάλλαχτους και απρόσωπους φυσικούς νόμους, δείχνοντας την εικόνα της Παναγίας, της παναμώμου Θεοτόκου, προς τιμήν της οποίας, σύμφωνα μ’ ένα Ρώσο ποιητή, προσφέρεται σαν ένα ατέλειωτο ποτάμι «το ξεχείλισμα των γλυκύτερων ανθρώπινων δακρύων από καρδιές που ξεχειλίζουν». Το ψέμα συνεχίζει να διαπερνά τον κόσμο, άλλ’ εμείς χαιρόμαστε, επειδή εδώ, στην εικόνα της Παναγίας, φαίνεται τί ακριβώς είναι το ψέμα. Χαιρόμαστε με ευχαρίστηση και θάμβος, επειδή αυτή η εικόνα είναι πάντοτε μαζί μας, ως παράκληση και εμψύχωση, ως έμπνευση και βοήθεια. Χαιρόμαστε επειδή, ατενίζοντας αυτή την εικόνα, είναι τόσο εύκολο να πιστέψουμε στην ουράνια ωραιότητα του κόσμου και στην ουράνια, υπερβατική κλήση του ανθρώπου. Η χαρά του Ευαγγελισμού είναι τα καλά νέα του αγγέλου, πως οι άνθρωποι βρήκαν χάρη «παρά Θεοῦ», και πως σύντομα, πολύ σύντομα, ο Θεός θ’ αρχίσει να εκπληρώνει το μυστήριο της λυτρώσεως του κόσμου με τη βοήθεια μιας τελείως άγνωστης γυναίκας της Γαλιλαίας. Δεν υπήρξε κεραυνός, ούτε φόβος κατά την παρουσία Του, αλλά ήρθε προς αυτή με τη χαρά και την πληρότητα ενός παιδιού. Μέσω αυτής, ένα Παιδί θα γίνει τώρα Βασιλιάς: ένα Παιδί, αδύναμο, ανυπεράσπιστο, που όμως όλες οι δυνάμεις του κακού θα χάσουν για πάντα τη δύναμή τους μπροστά σ’ Αυτό.

Αυτό γιορτάζουμε την ημέρα του Ευαγγελισμού και αυτός είναι ο λόγος που η εορτή υπήρξε πάντα -και είναι- τόσο χαρμόσυνη και λαμπερή. Αλλά επαναλαμβάνω πως τίποτε απ’ όλα αυτά δεν μπορούν να κατανοηθούν ή να εκφραστούν μέσω των περιορισμένων κατηγοριών της σκέψεως και της γλώσσας που είναι οικεία στον «επιστημονικό» αθεϊσμό και που μας οδηγεί να συμπεράνουμε ότι αυτή η προσέγγιση έχει εκούσια και αυθαίρετα διακηρύξει πως μια ολόκληρη διάσταση της ανθρώπινης εμπειρίας είναι ανύπαρκτη, περιττή και επικίνδυνη, μαζί με όλες τις λέξεις και τις έννοιες που χρειάζονται για να εκφράσουν αυτή την εμπειρία. Το να συζητάμε λοιπόν αυτή την προσέγγιση, επί τη βάσει μόνο των δικών της όρων, είναι σαν να κατεβαίνουμε κατ’ αρχάς σ’ ένα σκοτεινό υπόγειο, όπου, επειδή ο ουρανός δεν είναι ορατός, απορρίπτεται η ύπαρξή του. Επειδή δεν μπορεί να ιδωθεί ο ήλιος, συμπεραίνεται ότι δεν υπάρχει. Τα πάντα είναι βρώμικα, απωθητικά, και σκοτεινά, κι έτσι η ομορφιά είναι άγνωστη και απορρίπτεται η ύπαρξή της. Είναι ένας τόπος όπου η χαρά είναι αδύνατη, κι έτσι όλοι είναι εχθρικοί και θλιμμένοι. Αν αφήσεις όμως το υπόγειο, και βγεις έξω, βρίσκεσαι ξαφνικά στο μέσο μιας αντηχούσης και χαρούμενης εκκλησίας, όπου γι’ άλλη μια φορά ακούς, « …Διὸ καὶ ἡμεῖς σὺν αὐτῷ τῇ Θεοτόκῳ βοήσωμεν· Χαῖρε, κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ»!

Αλέξανδρος Σμέμαν, Η Παναγία: Βίωση της πίστης, μετάφραση Ιωσήφ Ροηλίδης, 1η έκδ. Αθήνα, Ακρίτας, 2000.