Menu Close

Ξένον και παράδοξον μυστήριον

Μέσα στις ποικιλώνυμες πορείες των σημερινών ανθρώπων που γίνονται για την ειρήνη, για τις φυλετικές διακρίσεις, για τα ίσα δικαιώματα, για τις διάφορες «ελευθερίες» κ.λπ., ο εμπνευσμένος υμνογράφος της Εκκλησίας μας προσκαλεί αυτές τις μέρες τον ορθόδοξο κόσμο σε μια καινούργια πορεία: στη μυστική πορεία που μας φέρνει σ’ ένα σκοτεινό και άσημο σπήλαιο της Βηθλεέμ. Κι ακούγεται ο ψάλτης μέσα στα χαράματα του όρθρου, να ψέλνει κατανυκτικά το προσκλητήριο αυτό, για την ευλογημένη μας πορεία:

Δεῦτε ἴδωμεν, πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός·
ἀκολουθήσωμεν λοιπόν, ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστήρ,
μετὰ τῶν Μάγων Ἀνατολῆς τῶν Βασιλέων.
Ἄγγελοι ὑμνοῦσιν, ἀκαταπαύστως ἐκεῖ.
Ποιμένες ἀγραυλοῦσιν, ᾠδὴν ἐπάξιον·
Δόξα ἐν ὑψίστοις λέγοντες,
τῷ σήμερον ἐν Σπηλαίῳ τεχθέντι,
ἐκ τῆς Παρθένου, καὶ Θεοτόκου,
ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας.

Ξένον και παράδοξον μυστήριον

Η πορεία για τη Βηθλεέμ έχει μιαν ανυπολόγιστη σημασία για τον άνθρωπο και δεν συγκρίνεται με καμμιάν από όσες οργανώνονται για το καλό τάχατες του ανθρώπου. Γιατί η πορεία προς το ταπεινό σπήλαιο είναι πνευματική· και το αστέρι που θα φέγγει την πορεία μας, μέσα στις κρύες νύχτες δίχως φως και δίχως ζεστασιά, είναι το γλυκό αστέρι της Αγάπης, που είναι σα να το βαστάει το ίδιο το χέρι του Θεού, εκεί καταμεσίς στον πνευματικό ουρανό μας, και φέγγει όλους τους ανθρώπους που πορεύονται με ταπεινή και καθαρή καρδιά προς το φτωχικό σπήλαιο της Βηθλεέμ. Κι αv κάποιοι άνθρωποι σημερινοί -δίχως ποίηση, δίχως αγάπη, δίχως ταπείνωση- μας πουν, πως ταξιδεύοντας στον ουρανό με δορυφόρους δεν συνάντησαν ούτε το Θεό ούτε τους Αγγέλους του, ούτε το Αστέρι της Βηθλεέμ, εμείς πρέπει να ιδούμε ποιος τους δασκάλεψε να πουν αυτές τις μωρές πεζότητες, που δείχνουν πως δεν έχουν μέσα τους κανέναν ουρανό, κ’ επομένως δεν πρόκειται, με τέτοιους τρόπους εγωϊστικούς και επηρμένους, να ιδούνε το Θεό ή τους Αγγέλους ή τ’ Αστέρι, που μας φέρνει και μας οδηγεί με ασφάλεια στο θείο Σωτήρα, στο Χριστό.

***

Αυτές τις μέρες γινόμαστε -εξωτερικά, αλίμονο, τις περισσότερες φορές- πιο φιλέορτοι και πιο φιλόχριστοι. Θυμούμαστε τα παιδικά μας χρόνια και την εκκλησιά του χωριού μας, oι ξενητεμένοι, και δακρύζουμε. Όλοι σχεδόν αποφασίζουμε ν’ αφήσουμε τις φροντίδες και τις καθημερινές βιοτικές μέριμνες και να «γιορτάσουμε» τα Χριστούγεννα. Σ’ αυτό θα μας βοηθήσουνε πολλοί παράγοντες -να γιορτάσουμε δηλ. με όση κοσμικότητα επιβάλλεται απ’ τα έθιμα ή τον καινούργιο θεό του τουρισμού, που ξεσηκώνει την οικογένεια και τη σκορπίζει στους πέντε ανέμους, για να γιορτάσουν «γραφικώτερα» τα Χριστούγεννα. Βέβαια δεν θα λείψουν απ’ την ατμόσφαιρα της γιορτής κ’ oι πανηγυρισταί των, εφημερίδων. Εκείνοι που ως τα χτες, όλον τον χρόνο, βουτούσαν την πέννα τους στις μεγαλύτερες βρωμιές, από κάθε άποψη και κλίμα, και μας έδιναν τα πιο άνοστα και τα πιο ακαλαίσθητα πορνογραφήματα και βαναυσουργήματα, θα ’ρθουν τώρα κοντά στο στασίδι που ψέλνει με σεμνότητα ο Παπαδιαμάντης κι ο Μωραϊτίδης τα χριστουγεννιάτικα, και θ’ αρχίσουν κι αυτοί να μιμούνται το ψάλσιμό τους. Κι αν τυχόν καταλάβουν την παραφωνία τους και σιωπήσουν, θα παραλάβουν -όπως κάθε χρόνο δα μας έχουν συνηθίσει- τους δυο Σκιαθίτες, και, λέγοντας τις χιλιοειπωμένες αναμνήσεις με κοινότοπα αναμασήματα, θα παραστήσουν τους πνευματικούς ανθρώπους που συμμετέχουν στο μεγάλον εορτασμό των Χριστουγέννων, δίχως μια λέξη να μας πουν για το υπερφυές, το «ξένον και παράδοξον μυστήριον» της ενσαρκώσεως του θείου Λόγου. Το να μιλάς, όμως, για τον Παπαδιαμάντη και το Μωραϊτίδη τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα, επειδή το καλεί η περίσταση και η επικαιρότητα, δίχως να συγγενεύεις πνευματικά με τον κόσμο τους και δίχως να προσπαθείς να μιμηθείς τον ενάρετο βίο τους ή ό,τι τέλος πάντων καλό τους αναγνωρίζεις πως είχαν κατορθώσει, δείχνει πως η πορεία σου για τη Βηθλεέμ δεν είναι σωστή, ή δεν έγινε καθόλου αυτή η πορεία, κι ούτε την αισθάνεσαι σαν ανάγκη. Είσαι ένας βολεμένος ανθρωπάκος, που δεν ξέρεις τι σου λείπει, όταν ζεις δίχως το ζεστό εκείνο αστέρι και δίχως τη γέννηση της Βηθλεέμ. Και στη θέση αυτών των λογοτεχνών ή δημοσιογράφων, που χριστιανίζουν αυτές τις μέρες δίχως να νιώθουν τίποτε βαθύτερο, έξω από μια νοσταλγία των παιδικών τους χρόνων με τ’ απαραίτητα χριστουγεννιάτικα αναπολήματα, βρίσκονται και πολλοί άλλοι χριστιανοί, που γιορτάζουν επιφανειακά, κοσμικά και μ’ έναν τρόπο σαρκικό τα Χριστούγεννα. Μα όσοι επιθυμούν να αισθανθούν κάτι πνευματικώτερο, κάτι βαθύτερο και συγκλονιστικώτερο για τη ζωή της ταλαιπωρημένης μας ψυχής, δεν φτάνει να διαβάσουν την επίκαιρη φιλολογία που προσφέρουν οι κάθε λογής φυλλάδες. Πρέπει να ξεκινήσουν -ήδη πρέπει να έχουν ξεκινήσει από μέρες τώρα- για τη μακρινή πολίχνη, της Ιουδαίας, τη φτωχική Βηθλεέμ. Να περπατήσουν πολύ, με οδηγό το λαμπερό αστέρι της αγάπης και της ταπεινώσεως, για να βρουν τη φάτνη. Κι αφού προσκυνήσουν το θείο Βρέφος, να κοινωνήσουν το «ξένον και παράδοξον μυστήριον». Δίχως αυτή την κοινωνία του Μυστηρίου, η Γέννηση του Χριστού είναι ένα γεγονός, που περνά έξω από την ψυχή μας, ένα γεγονός αδιάφορο. Αν ο Χριστός δεν γεννηθεί μυστικά στη μέσα μας Βηθλεέμ, και δεν κοινωνήσουμε προσωπικά την ενανθρώπησή του, η σκοτεινή σπηλιά της καρδιάς μας ποτέ δεν πρόκειται να γίνει ουρανός, όπως έγινε τότε, πριν δυο χιλιάδες χρόνια, όταν ὁ ἀχώρητος παντί, ἐν τῇ γαστρὶ τῆς Παρθένου ἐχωρήθη» και γεννήθηκε στο ταπεινό σπήλαιο.

***

Το «ξένον και παράδοξον μυστήριον» της ενσαρκώσεως πρέπει να το πλησιάσουμε με ταπείνωση και με καθαρότητα σαρκός και πνεύματος. Όσοι δουλεύουμε ασταμάτητα στην ηδονή τη σαρκική, πολύ λίγες ελπίδες έχουμε να προσεγγίσουμε την άχραντη Γέννηση του Κυρίου. Kαι είναι, βέβαια, αδύνατο, όταν ζούμε μέσα στην αμαρτία, ν’ αξιωθούμε το μέγα αγαθό, να αισθανθούμε δηλαδή πνευματικά να γίνεται μέσα μας η θεία Γέννηση κ’ η ενανθρώπηση του Χριστού. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αναφέρει κάπου το λόγο του Πλάτωνος, πως ο μη καθαρός δεν είναι δυνατό, δεν επιτρέπεται να προσεγγίσει τον καθαρό: «μὴ καθαρῷ, καθαροῦ ἐφάπτεσθαι οὐ θεμιτόν». Και συμπληρώνει: «καθαρτέον πρῶτον ἑαυτόν, εἶτα τῷ καθαρῷ προσομιλητέον». Μπορεί και χθες και σήμερα να ζήσει -αφού ο Χριστός «χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτός» -o χριστιανός το μυστήριον της ενανθρωπήσεως, αφού καθαρίσει με το θείο λουτρό της Εκκλησίας το σπήλαιο της μέσα του Βηθλεέμ. Ο φιλάνθρωπος Θεός έρχεται να γεννηθεί και σήμερα μέσα μας, αρκεί να το θελήσουμε. Μας το βεβαιώνει ο θείος Μάξιμος, λέγοντας στα «θεολογικά» του κεφάλαια: «ὁ τοῦ Θεού Λόγος, ἐφάπαξ κατὰ σάρκα γεννηθείς, ἀεὶ γεννᾶται θέλων κατὰ πνεῦμα τοῖς θέλουσι καὶ γίνεται βρέφος, ἑαυτὸν ἐν εκείνοις διαπλάττων ταῖς ἀρεταῖς». Αυτό το θείο βρέφος, που έρχεται από αγάπη και φιλανθρωπία να γεννηθεί μέσα μας, μεγαλώνει και διαπλάθεται από την αύξηση των αρετών μας. Δίχως τις αρετές ούτε γεννιέται μέσα μας -όσα Χριστούγεννα κι αν γιορτάσουμε- ούτε μεγαλώνει το βρέφος της Βηθλεέμ. Ο Χριστός, με τη θεία του Γέννηση, κατέβασε τον ουρανό στη γη κι ανέβασε τη γη στον ουρανό. Αυτό θα πει, πως έγινε ο Θεός άνθρωπος, για να κάνει τον άνθρωπο Θεό. Πρώτα ο Θεός είχε μεταδώσει απ’ το Πνεύμα του στον άνθρωπο, για να τον φτιάσει κατ’ εικόνα. Τώρα, στη δεύτερη αυτή κοινωνία Θεού και ανθρώπου, ο Θεός για να σώσει και τη φθαρμένη σάρκα του ανθρώπου, παίρνει σάρκα. απ’ την πάναγνη Μαρία, για να θεοποιήσει την ανθρώπινη φύση μας. “Δευτέραν κοινωνεῖ κοινωνίαν -λέγει ο άγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος- πολὺ τῆς προτέρας παραδοξοτέραν, ὅσω, τότε μὲν τοῦ κρείττονος μετέδωκε, νῦν δὲ μεταλαμβάνει τοῦ χείρονος». Κι αυτό είναι, που δείχνει και στον πιο δυσκολόπιστον άνθρωπο, το μέγεθος της αγάπης του Θεού, ότι «δι’ ἡμᾶς κατέβη μέχρι τοῦ χείρονος· σάρκα γὰρ εἶναι ψυχῆς εὐτελέστερον, πᾶς τῶν εὖ φρονούντων ὁμολογήσει» (Γρηγόριος ο Θεολόγος).

Αυτό το βάθος της συγκαταβάσεως και της ταπεινώσεως που έδειξε ο Χριστός με τη θεία κένωσή του και την ενανθρώπησή του, βεβαιώνει και πόσο μπορεί ο άνθρωπος να φτάσει στην ένωση με το Θεό. Αυτού κρύβεται ένα βαθύ μυστήριο. Και χρειάζεται μεγάλη πίστη ο άνθρωπος, δίχως αμφιβολίες και χωρίς δυστροπίες του ορθού λόγου -που βασανίζεται για τα υψηλά, αλλά, μη μπορώντας να γαντζωθεί απ’ τον ουρανό στέρεα, γλιστράει και πέφτει πάλι στη γη -για να ιδεί την ενανθρώπηση του Θεού «τοσοῦτον Θεὸν ποιοῦσαν τὸν ἄνθρωπο, ὅσον αὐτὸς γέγονεν ἄνθρωπος. Ὁ γὰρ χωρὶς ἁμαρτίας γενόμενος ἄνθρωπος, δῆλον ὅτι χωρὶς τῆς εἰς θεότητα μεταβολῆς τὴν φύσιν θεοποιήσει καὶ τοσοῦτον ἀναβιβάσει δι᾿ ἑαυτὸν, ὅσον αὐτὸς διὰ τὸν ἄνθρωπον ἑαυτὸν κατεβίβασεν» (Μάξιμος). Πρέπει εδώ, να ιδούμε το βάθος της θεολογικής θέσεως του αγ. Μαξίμου, που μας φανερώνει πόσο μακριά είναι η Αγάπη και ο τρόπος ενεργείας του Χριστού, απ’ τις διαλεκτικές και τις θεραπευτικές συνήθειες του κόσμου. Στο μυστήριο της θείας οικονομίας, βλέπουμε τις στερήσεις του Χριστού, να γιατρεύουν τις δικές μας στερήσεις και να μας δίνουν τις «έξεις», δηλ. τα δικαιώματα προς τη θέωση, και την παντοτινή μας ζωή με το Θεό. Η σάρκωση του Λόγου, έγινε η θέωσή μας. Η θεία του κένωση, έγινε η δική μας πλήρωση. Η συγκατάβασή του, έγινε δική μας ύψωση. Το πάθος του, δική μας απάθεια. Κι ο θάνατός του, μας έδωκε τη ζωή την αιώνια. Έτσι ο Χριστός δεν ακολουθεί την ταχτική των γιατρών, που θεραπεύουν με τ’ αντίθετα φάρμακα έν’ ανθρώπινο πάθος. Αλλά με το όμοιο γιατρεύει το όμοιο. Η «πτωχεία» του Θεού-Λόγου, γιατρεύει τη δική μας φτώχεια. Το πάθος, γιατρεύει τα πάθη μας. Ο θάνατός του, το δικό μας θάνατο. Η φθορά του, θεραπεύει τη δική μας φθορά. Kαι ο πόνος του, γενικά, γιατρεύει τον κάθε πόνο μας.

***

Η Γέννηση του Χριστού, θα παραμένει πάντοτε για τον άνθρωπο ένα μυστήριο «ξένον και παράδοξον». Γιατί ο Χριστός, κι όταν ακόμη γεννηθεί πνευματικά μέσα μας, δεν φανερώνεται παρά «ὅσov χωρεῖν ἐπίστασαι τὸν δεχόμενον». Έτσι «ἀεὶ καὶ φαινόμενος ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος τοῖς τρόποις τῶν μετοχῶν, ἀεὶ διαμένει κατὰ τὴν ὑπερβολὴν τοῦ μυστηρίου, τοὶς πᾶσιν ἀθέατος» (Μάξιμος). Όσο και να προσπαθήσει ο άνθρωπος με τη λογική του να εξιχνιάσει το μυστήριο της θείας ενανθρωπήσεως, είναι αδύνατο να το κατορθώσει. Εκείνο που πρέπει να κάνει κανείς είναι να δοξάσει «ἀπεριέργως» τον «εὐδοκήσαντα τοῦτο γενέσθαι δι· ημάς». Γιατί, πραγματικά, ποιος μπορεί με το λογικό του ν’ αποδείξει και να μας πει «πῶς Θεοῦ Λόγου γίνεται σύλληψις; πῶς γένεσις σαρκὸς ἄνευ σπορᾶς; Πῶς γέννησις ἄνευ φθορᾶς; Πῶς μήτηρ, ἡ μετὰ τὸν τόκον διαμείνασα Παρθένος; Πῶς ὁ ὑπερτελής, καθ᾿ ἡλικίαν προέκοπτε; Πῶς ὁ καθαρὸς ἐβαπτίζετο; Πῶς διέτρεφεν ὁ πεινῶν; Πῶς ὁ κοπιῶν ἐχαρίζετο δύναμιν; Πῶς ὁ πάσχων ἐδίδου ἰάματα; Πῶς ὁ θνῄσκων ἐζωοποίει; Καὶ ἵνα τὸ πρῶτον καὶ τελευταῖον εἴπω, πῶς ὁ Θεὸς ἄνθρωπος γίνεται; Kαὶ τὸ δὴ πλέον μυστηριωδέστερον, πῶς οὐσιωδῶς ἐν σαρκὶ καθ’ ὑπόστασιν ὁ Λόγος, ὁ κατ᾿ οὐσίαν ὑποστατικώς ὅλος ὑπάρχων ἐν τῷ Πατρί; Πῶς ὁ αὐτός, καὶ ὅλος ἐστὶ Θεὸς κατὰ φύσιν, καὶ ὅλος γέγονε κατὰ φύσιν ἄνθρωπος;… Ταῦτα πίστις μόνη χωρεῖ τὰ μυστήρια, τῶν ὑπὲρ νοῦν καὶ λόγον ὑπάρχουσα πραγμάτων ὑπόστασις», λέγει ο άγ. Μάξιμος.

Ειδικά για το θέμα της Παναγίας, που γέννησε τον Χριστό «ἄνευ σπορᾶς καὶ ἄνευ φθορᾶς», δηλ. έμεινε Παρθένος και μετά τη γέννηση του Χριστού, έχουμε συχνά προφητικές αναφορές στην Παλαιά Διαθήκη, όπως στη φράση «ἀναμέσον τοῦ σπέρματός σου καὶ ἀναμέσον τοῦ σπέρματος τῆς γυναικός», στη βάτο την καιομένη και μη καταφλεγομένη, και σε πολλά άλλα σημεία. Αυτή την καιομένη βάτο σχολιάζει ποιητικά και ο Θεόδωρος Πτωχοπρόδρομος σ’ ένα εξαίρετο, στην απλότητά του, τετράστιχο:

Πῦρ ἐν βάτῳ καί -θαῦμα!- ταύτην οὐ φλέγει.
Οὐ πῦρ τὸ πῦρ· οὐ βάτος ἐστὶν ἡ βάτος.
Καὶ πῦρ τὸ πῦρ, καὶ βάτος ἐστὶν ἡ βάτος,
ἀλλ᾿ εἰκονίζει τὸν τόκον τῆς Παρθένου.

Ωστόσο, πρέπει να πιστεύουμε, πως εκείνο που έγινε στην Παναγία Θεοτόκο «σωματικῶς», να κατοικήσει δηλ. όλο το πλήρωμα τῆς ἐν τῷ Χριστῷ Θεότητος μέσα στη Θεοτόκο και να γεννηθεί απ’ τα παρθένα σπλάγχνα της, αυτό το ίδιο ακριβώς μπορεί να γίνει πνευματικά σε κάθε παρθενεύουσα ψυχή! Και τότε πια η παρουσία του Κυρίου δεν θα είναι σωματική αλλά πνευματική, του Χριστού «πνευματικῶς εἰσοικιζομένου καὶ τὸν Πατέρα ἑαυτοῦ συνεισάγοντος», κατά την έκφραση του αγ. Γρηγορίου Νύσσης. Σ’ αυτό πάνω, ένας μεγάλος μυστικός της Ορθοδοξίας, ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος, σημειώνει αυτά τα βαθιά σε νοήματα λόγια: «Καλότυχος εἶναι ἐκεῖνος, ὁποὺ ἰδεῖ τὸ φῶς τοῦ κόσμου, ἤγουν τὸν Χριστόν, πὼς ἐμορφώθη μέσα του· ὅτι αὐτὸς θέλει νομισθῆ Μήτηρ Χριστοῦ, ἔχοντας τὸν Χριστὸν μέσα του, ὡσὰν βρέφος, καθὼς ὁ ἀψευδέστατος Κύριος ὑπεσχέθη μόνος του: “Μήτηρ μου καὶ ἀδελφοί μου καὶ φίλοι μου οὗτοι εἰσίν, οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ ποιοῦντες αὐτόν”». Αυτό το «ποιοῦντες», στις μέρες των Χριστουγέννων, που είναι μέρες χαράς και πανηγύρεως, ίσως να φαίνεται κάπως αυστηρό. Αλλά οι αρετές δεν κατορθώνονται δίχως στερήσεις και θυσίες. Για τον ορθόδοξο χριστιανό, ο εορτασμός και πανηγυρισμός των Χριστουγέννων είναι πνευματικός. «Ἂς τιμήσωμεν», λέγει ένας εκκλησιαστικός συγγραφεύς, «τὴν ἡμέραν τὴν δεσποτικήν, ἂς δοξάσωμεν τὸν Χριστόν, ὄχι μὲ χορούς, μέθαις καὶ ἀργολογίαις, ὄχι μὲ παιγνίδια καὶ τραγούδια καὶ ὅσα χαίρεται ὁ δαίμονας, ὅταν τὰ κάμνωμεν· ὄχι μὲ ἔξοδαις κακαῖς καὶ πολυφαγίαις, ἀλλὰ μὲ εὐχαριστίαις, μὲ δοξολογίαις, μὲ καθαρὰν καρδίαν, μὲ ὅσα χαίρεται καὶ δοξάζεται ὁ Θεός. Μὴ στολιζώμεθα ἄνδρες τε καὶ γυναῖκες, ὅτι γῆ καὶ χῶμα θέλομεν γένει· μὴ ὑπερηφανευώμεθα εἰς ροῦχα καὶ στολίδια καὶ φορεσιαίς, ὅτι ὁ θάνατος μᾶς ἀπανταχαίνει· μὴ πορνεύωμεν καὶ μιαινώμεσθεν,ὅτι τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον καὶ ἡ γέεννα τοῦ πυρὸς ἑτοιμάζεται διὰ τοὺς τοιούτους· μὴ μεθύωμεν καὶ πολυτρώγωμεν ὅτι αὔριον πάλιν θέλομεν πεινάσει, ὡσὰν νὰ μὴ εἴχαμεν φάγει· τί κερδαίνομεν ἀπὸ τὴν μέθην; τί αὐγατίζομεν καλὸν τῆς ψυχῆς μας, ἐὰν πολυφάγωμεν καὶ ἐξοδιάσωμεν; πόσοι ἐπέρασαν τέτοιαις ἡμέραις, μὲ παιχνίδια, μὲ χορούς, μεθυσμένοι, ἐξοδιασμένοι! Ἀλλὰ τώρα εἶναι χῶμα μοναχὸν εἰς τὴν γῆν, καὶ καλότυχοι, ἐὰν ἔκαμαν καλὸν διὰ τὴν ψυχήν τους. Τοὺς πτωχούς, ἀδελφοί μου, ἂς θρέψωμεν, τοὺς γυμνοὺς ἂς ἐνδύσωμεν, τοὺς πεινασμένους ἂς χορτάσωμεν, τοὺς διψασμένους ἂς ποτίσωμεν, τοὺς ἀσθενεῖς ἂς κοιτάξωμεν, τοὺς φυλακισμένους ἂς ἐπισκεφθῶμεν, τοὺς ξένους ἂς φιλοξενήσωμεν, τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἂς κλαύσωμεν, τοὺς ἁγίους ἂς ἐπαινέσωμεν… τότε νὰ εἰποῦμεν ὅτι ἑορτάσαμεν καὶ ἐπανηγυρίσαμεν: τότε νὰ δεχθῆ καὶ ὁ Θεὸς τὴν ἑορτήν μας· τότε νὰ χαροῦσιν οἱ ἄγγελοι» Τοτε να έρθει, για να κατοικήσει με την αγάπη του μέσα μας, το ξένον και παράδοξον Μυστήριο!

Π.Β. Πάσχος, Έρως Ορθοδοξίας, εκδ. Ε΄ Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 2006