Menu Close

Κυριακή του Ασώτου
(Λουκ. 15, 11-12)

Είπαν πολύ εύστοχα ότι αν καιόταν όλη η Καινή Διαθήκη και σωζόταν μόνο η «παραβολή των παραβολών» και «μαργαρίτης των παραβολών», η διήγηση του Ευσπλάγχνου Πατέρα ή Ασώτου Υιού έφτανε μόνη αυτή η σελίδα της Αγίας Γραφής, για να αναπλάσει τον άνθρωπο, να του εξηγήσει το μεγάλο του προορισμό και να δείξει την άπειρη αγάπη του Θεού στον άνθρωπο. Πραγματικά είναι «Ευαγγέλιο Ευαγγελίων» (Κ. Καλλινίκου, Πρακτικαί ομιλίαι, Αθήναι 1930, σ. 152).

Κυριακή του Ασώτου

Σύμφωνα με την παραβολή κάποιος άνθρωπος είχε δυο γιούς. Μια μέρα είπε ο νεότερος στον πατέρα του να του δώσει το μερίδιο που του ανήκε. Ήθελε να φύγει σε χώρα μακρινή. Ίσως του φαινόταν το σπίτι του πατέρα του κλουβί. Ποθούσε ελευθερία. Ο πατέρας με πόνο ψυχής του έδωκε το μερίδιό του (Κατά τα έθιμα της εποχής όπως γράφει ο αείμνηστος Σ. Παπακώστας, ο μεγάλος γιος έπαιρνε τα 2/3 της περιουσίας, γιατί είχε την υποχρέωση της συντηρήσεως των γονέων και ο νεότερος λάμβανε το 1/3). Σε λίγες μέρες συγκέντρωσε ο νεότερος γιος όλα του τα υπάρχοντα και ανεχώρησε. Ταξίδεψε σε χώρα μακρινή. Εκεί έζησε σπάταλη και ανήθικη ζωή. Όσο καιρό είχε χρήματα οι φίλοι ήταν πολλοί. Όταν όμως τα χρήματα τέλειωσαν οι φίλοι εξαφανίστηκαν. Η ιστορία αυτή επαναλαμβάνεται πάντοτε. Μόνο που τα πρόσωπα αλλάζουν. Έτσι ο επαναστάτης νέος κατάντησε χοιροβοσκός, γιατί το μαρτύριο της πείνας και των στερήσεων ήταν πια ανυπόφορο. Για την εποχή εκείνη χοιροβοσκός σήμαινε τον άνθρωπο που δεν μπορούσε ούτε σε ναό να μπει, ούτε οικογένεια να δημιουργήσει. Βρέθηκε λοιπόν ο άσωτος νέος στην τελευταία κατάπτωση, Κατρακύλησε στον πιο βαθύ γκρεμό. Το ευχάριστο είναι ότι δεν απελπίστηκε. Κάποια μέρα που ήταν πολύ σκεπτικός πέρασαν από το μυαλό του 3 ζωηρές εικόνες: το ευτυχισμένο παρελθόν κοντά στον άψογο στοργικό πατέρα του, το τραγικό παρόν που ζούσε εκείνη τη δύσκολη ώρα ένα ξεπεσμένο πριγκιπόπουλο και το ολοφώτεινο μέλλον, αν έπαιρνε μια ηρωική απόφαση γυρισμού (Κ. Καλλινίκου, ε.α. σ. 156). Και σε μια στιγμή ήλθε στα λογικά του, ανένιψε, συνήλθε και είπα: Πόσοι μισθωτοί εργάτες του πατέρα μου έχουν όλα τα αγαθά, ενώ εγώ πεθαίνω στην πείνα! Θα σηκωθώ και θα πάω στον πατέρα μου και θα του πω, «Πατέρα έσφαλα. Αμάρτησα στον ουρανό και μπροστά σου και δεν είμαι πια άξιος γιος σου». Και γύρισε πίσω στο πατρικό του σπίτι. Και πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη δήλωση μετάνοιάς του τον διέκοψε ο πατέρας του και απευθυνόμενος στους υπηρέτες του πρόσταξε λέγοντας: «Φέρτε τη στολή την πρώτη και ντύστε τον και βάλτε του δακτυλίδι στο χέρι και παπούτσια στα πόδια και σφάξτε το διαλεχτό μοσχάρι και ας φάμε να ευχαριστηθούμε, γιατί ο γιος μου αυτός ήταν νεκρός (ηθικά) και έζησε, ήτανε χαμένος (πνευματικά) και βρέθηκε». Και άρχισαν να χαίρουν. Την όλη χαρούμενη ατμόσφαιρα έξαφνα σκίασε ένα λυπηρό γεγονός. Ήταν η αναπάντεχη συμπεριφορά του μεγάλου αδελφού. Αυτός γυρίζοντας από το χωράφι και ενώ έφτανε στο σπίτι άκουσε μουσική και χορούς και ρώτησε έναν υπηρέτη για να μάθει τι συμβαίνει. Τότε θύμωσε και δε θέλησε να μπει στο σπίτι. Βγήκε ο πατέρας του έξω και τον παρακαλούσε να έλθει μέσα, αλλά εκείνος δεν υπάκουσε και (με αυθάδεια) του απάντησε: «Χρόνια πολλά σου δουλεύω και ποτέ δεν έγινα παραβάτης διαταγής σου και ποτέ δε μου έδωκες ένα κατσίκι, για να διασκεδάσω με τους φίλους μου. Τώρα που ήλθε ο γιος σου αυτός, που κατασπατάλησε την περιουσία του σε αμαρτωλές γυναίκες έσφαξες γι’ αυτόν το διαλεχτό μοσχάρι». Και ο πατέρας ανταπάντησε: «Παιδί μου, συ πάντοτε είσαι μαζί μου και ό,τι έχω εγώ είναι δικό σου. Έπρεπε να διασκεδάσουμε και να χαρούμε, γιατί ο αδελφός σου ήταν πεθαμένος και αναστήθηκε και εξαφανισμένος και βρέθηκε». Δυστυχώς ο «καθώς πρέπει ο άνθρωπος» μεγάλος αδελφός της παραβολής δε συγκινήθηκε ούτε από τη συντριβή του αδελφού του, ούτε από τη σπαραξικάρδια παράκληση του πατέρα του. Έτσι έμεινε έξω από το σπίτι, για να συμβολίζει αιώνια τους έξω της Θείας Βασιλείας υπάρχοντες μικρόψυχους ανθρώπους που μένουν μόνο στους ξερούς τύπους χωρίς να έχουν αγάπη.

Ο ι. Χρυσόστομος ωραιότατα έγραψε: «Ἐπειδὴ μετενόησε καὶ οὐκ ἀπέγνω μετὰ τὴν τοσαύτην διαφθορὰν ἐπὶ τῆς αὐτῆς φαιδρότητος γίνεται πάλιν, καὶ τὴν καλλίστην περιβάλλεται στολήν, καὶ μειζόνων ἀπολαύει τοῦ μὴ καταπεπτωκότος ἀδελφοῦ». (Ε.Π. 47, 286).

Νευράκης Νικόλαος, Το κατανυκτικό Τριώδιο, Αθήνα, 1995