Menu Close

Η παραβολή του Ασώτου Υιού

Εδώ έχουμε μια άλλη παραβολή του Χριστού από το ευαγγέλιο του απ. Λουκά.

Ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον. καὶ μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως. δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι. καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους. καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ. εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι. ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου· οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱός· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου. εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι. ῏Ην δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν, καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν. ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρί· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ᾿ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. (Λουκ. 15, 11-32).

παραβολή του Ασώτου

Η παραβολή αυτή διαβάζεται στις εκκλησίες καθώς οι πιστοί αρχίζουν να προετοιμάζονται για τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, τον καιρό της μετανοίας. Ίσως δε πουθενά αλλού στα ευαγγέλια να μην αποκαλύπτεται καλύτερα η ουσία της μετανοίας. Ο άσωτος υιός άφησε το σπίτι του και πήγε «εἰς χώραν μακράν»· αυτή δε η «μακρά χώρα», αυτή η ξένη χώρα μας δείχνει επίσης τη βαθύτερη ουσία της δικής μας ζωής, της δικής μας κατάστασης. Μόνο όταν το καταλάβουμε, θα μπορέσουμε να αρχίσουμε την επιστροφή στην αυθεντική ζωή. Ο άνθρωπος που ποτέ δεν αισθάνθηκε αυτή την απόσταση, ακόμη και για μια φορά στη ζωή του, που ποτέ δεν έχει νιώσει πως βρίσκεται σε μια πνευματική έρημο, απομονωμένος, εξόριστος, δεν μπορεί ποτέ να καταλάβει το νόημα του Χριστιανισμού.

Ο άνθρωπος που αισθάνεται εντελώς «σαν στο σπίτι του» σ’ αυτόν τον κόσμο, που ποτέ δε δοκίμασε νοσταλγία για μια διαφορετική πραγματικότητα, δεν μπορεί να κατανοήσει τις τύψεις, ούτε τη μετάνοια. Και αυτή δεν είναι απλώς μια τυπική απαρίθμηση των ελαττωμάτων, των λαθών, ακόμη και των εγκλημάτων κάποιου. Οι τύψεις και η μετάνοια γεννιούνται από το αίσθημα της αποξένωσης από το Θεό και από τη χαρά που δίνει η κοινωνία μαζί Του. Είναι σχετικά εύκολο να παραδεχθώ τα λάθη και τα ελαττώματά μου, αλλά πόσο δυσκολότερο είναι να αναγνωρίσω ξαφνικά πως έχω συντρίψει, προδώσει, και χάσει την πνευματική μου ομορφιά, πως βρίσκομαι τόσο μακριά από το αληθινό μου σπίτι, από την αληθινή μου ζωή· πως κάτι στο ίδιο το υλικό της ζωής μου, κάτι πολύτιμο, καθαρό και όμορφο έχει καταστραφεί και διαλυθεί. Μετάνοια είναι ακριβώς αυτή η αναγνώριση, και γι’ αυτό περιλαμβάνει κατ’ ανάγκην τη βαθιά επιθυμία επιστροφής, την επανεύρεση του χαμένου σπιτιού.

Ξαφνικά αρχίζω να αντιλαμβάνομαι πως ο ουράνιος Πατέρας μού έχει δώσει ένα θησαυροφυλάκιο με ανεκτίμητα δώρα: πρώτον, την ίδια τη ζωή και τη δυνατότητα να τη χαίρομαι γνήσια, που σημαίνει πως μπορώ να τη μεταμορφώσω σε νόημα, αγάπη, γνώση. Και δεύτερον μου έδωσε μια νέα ζωή μέσω του Υιού Του Ιησού Χριστού· μου έδειξε την αιώνια Βασιλεία Του, τη χαρά και την ειρήνη του αγίου Πνεύματος. Μου δόθηκε η γνώση του Θεού και μ’ αυτή τη γνώση μου δόθηκε η δύναμη να γίνω ένα ελεύθερο και αγαπητό παιδί του Θεού. Τα έχασα όλα αυτά, τα απέρριψα, όχι μόνο με συγκεκριμένες «αμαρτίες» και «παραβάσεις», αλλά με τη μεγαλύτερη αμαρτία: με την αναχώρησή μου «εἰς χώραν μακράν», με την επιλογή μιας ξένης χώρας, με το χωρισμό, με την απόσυρση…

Ο άσωτος υιός όμως θυμήθηκε. Θυμήθηκε τον Πατέρα, το σπίτι του Πατέρα, και τη χαμένη χαρά της ζωής. Σηκώθηκε και επέστρεψε, και ο Πατέρας τον δέχθηκε και τον συγχώρησε. Κατά τη διάρκεια αυτών των Κυριακών της προετοιμασίας πριν από τη Σαρακοστή στην εκκλησία ψάλλουμε τους στίχους του 136ου Ψαλμού: «Ἐπί τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος ἐκεῖ ἐκαθίσαμεν καὶ ἐκλαύσαμεν ἐν τῷ μνησθῆναι ἡμᾶς τῆς Σιών…». Ψάλλουμε αυτόν τον ύμνο της εξορίας και της αποξένωσης, αλλά και της μετάνοιας, της αγάπης και της επιστροφής. Να μπορούσαμε μόνο να ξεφύγουμε από τη μικρότητα της ζωής και να καταφεύγαμε στη μνήμη της καρδιάς και της ψυχής που αναγνωρίζει πως αυτή δεν μπορεί να είναι η πραγματική ζωή, δεν είναι η ζωή που θα έπρεπε πραγματικά να ζούμε. Μέσα από μια μυστηριώδη και μυστική μνήμη, η καρδιά και η ψυχή γνωρίζουν και θυμούνται τον «ἀπολεσθέντα οἶκο τοῦ Πατρός» και τη χαμένη χαρά της ζωής.

«Ἀναστὰς πορεύσομαι…». Πόσο απλό αλλά και πόσο δύσκολο. Από αυτά όμως τα λόγια εξαρτώνται όλα τα άλλα, στη ζωή μου αλλά και στη ζωή του κόσμου που με περιβάλλει. Όλα εξαρτώνται από την αυθεντική μετάνοια, από αυτόν το φωτισμό του νου, της καρδιάς και της ψυχής που αναγνωρίζει ταυτόχρονα το σκοτάδι, την πίκρα και τη θλίψη της πεσμένης μας ζωής, και το φως της θείας αγάπης, που προσδοκά ανά πάσα στιγμή να πληρώσει αυτή τη ζωή.

π. Αλέξανδρος Σμέμαν, Εορτολόγιο – Ετήσιος εκκλησιαστικός κύκλος, Ακρίτας, Αθήνα 2005