Menu Close

Κυριακή του τελώνη και του Φαρισαίου (Ι)
Λουκ. 18, 10-14

Από σήμερα ξεκινήσαμε να ακούμε στην εκκλησία κείμενα παρμένα από το Τριώδιο, το λειτουργικό βιβλίο που περιέχει όλα όσα θα διαβαστούν ή θα ψαλλούν κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Σαρακοστής. Ακούσαμε τα κείμενα αυτά για πρώτη φορά χθες το βράδυ στον Εσπερινό. Οι εσπερινές ακολουθίες αποτελούν σημαντική προετοιμασία για τη γιορτή της επόμενης ημέρας. Σ’ αυτές είναι που μπορεί κανείς να βρει πολλά απ’ τα στοιχεία που έχει η Εκκλησία να διδάξει. Μέσα από αυτές είναι που προετοιμάζεται η καρδιά και το μυαλό μας, προκειμένου να συμμετέχει στα Άχραντα Μυστήρια.

Δεν θα ’θελα ωστόσο να μιλήσω γι’ αυτό σήμερα, αλλά μάλλον για την ευαγγελική περικοπή που μόλις ακούσαμε: την παραβολή του τελώνη και του Φαρισαίου. Αυτή η παραβολή -μαζί με εκείνη του καλού Σαμαρείτη- είναι ίσως η πιο γνωστή από τις παραβολές του Κυρίου, και έχει βαθιά διαποτίσει την αντίληψη των χριστιανών για την πίστη τους. Και όχι άδικα. Διότι κανένα άλλο από τα λόγια του Ιησού δεν εκφράζει με τέτοια σαφήνεια την πραγματικότητα της σχέσης του χριστιανού με το Θεό του. Είμαστε όλοι Φαρισαίοι που καλούμαστε να γίνουμε τελώνες. Μας φαίνεται άραγε παράξενο κάτι τέτοιο; Δεν θα έπρεπε. Ο καθένας από μας ξεκινά, λίγο ή πολύ, ως Φαρισαίος -ας είμαστε ειλικρινείς κι ας μην «χαριζόμαστε» στον εαυτό μας. Διότι ίσα ίσα αυτό ακριβώς σημαίνει η ιδιότητα του Φαρισαίου: να «χαρίζεσαι» στον εαυτό σου, να βλέπεις τα πράγματα με τέτοιο τρόπο, που να μη θεωρείς αναγκαία τη μεταστροφή σου· να λες «έκανα τούτο κι εκείνο – ποιος μπορεί τώρα να ζητήσει κάτι περισσότερο από μένα; Δεν έκανα ό,τι θα μπορούσε να ζητηθεί σε ένα λογικό άνθρωπο;» (Και φυσικά, συνεχίζουμε συμπληρώνοντας: «και τώρα είναι η δική σου σειρά να ανταποδώσεις»).

τελώνη και του Φαρισαίου Ι

Μα αυτό ακριβώς είναι που λέει κι ο Φαρισαίος: «Τα έκανα όλα αυτά, τήρησα το Νόμο. Είμαι δίκαιος απέναντι στο Θεό. Πράγματι, δεν είμαι σαν κάτι άλλους. Εκείνοι δεν έχουν κάνει ό,τι έκανα εγώ, και για να πλησιάσουν το Θεό, όσο εγώ, πρέπει να ακολουθήσουν τα βήματά μου».

Πόσο απέχει μια τέτοια αντίληψη από την Αλήθεια! Πόσο απέχει μια τέτοια στάση από την εσώτατη εκείνη αλήθεια που ο προφήτες θέλησαν για τον εαυτό τους και τους άλλους! Ο Χριστός λέει στο Φαρισαίο και σε μας: «Παιδί μου, όταν έχεις πια κάνει όλα όσα σου ζήτησα -κι ακόμα περισσότερα- κοίτα να πεις στον εαυτό σου: “Είμαι ένας δούλος αχρείος – δεν έκανα παρά το καθήκον μου”».

Διέφευγε της προσοχής του Φαρισαίου ένα πράγμα. Δεν μπορούσε να αντιληφθεί ότι μας είναι αδύνατο να ανυψωθούμε με τις δικές μας δυνάμεις και να φτάσουμε στο Θεό. Είναι αδύνατο να Τον προσεγγίσουμε στηριγμένοι στις δικές μας προσπάθειες. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να απαλλαγούμε απ’ όλα αυτά, απ’ όλες αυτές τις συμπεριφορές και νοοτροπίες που Τον εμποδίζουν να έρθει και να λειτουργήσει μέσα στη ζωή μας, να σταθεί στο πλάι μας, να μας ελκύσει κοντά Του. Και ένα από τα λάθη που πολύ συχνά διαπράττουμε -κι έχει αρνητικότατες συνέπειες πάνω μας- είναι το να αντικρίζουμε τους εαυτούς μας ως «δούλους ἀγαθούς», να μονολογούμε: «Έκανα τούτο κι εκείνο, και τώρα είμαι εντάξει».

Δεν υπάρχει κάτι που να μπορούμε εμείς να κάνουμε προκειμένου να υπερβαθεί η άβυσσος μεταξύ του Θεού και του αμαρτωλού ανθρώπου. Μόνο Εκείνος μπορεί να γεφυρώσει το χάσμα και να μας αρμόσει μαζί Του.

Μέσα απ’ αυτό το πρίσμα, η Λειτουργία έχει πολλά πράγματα να μας διδάξει. Συναθροιζόμαστε για να προσευχηθούμε. Ο καθένας μας έχει ένα συγκεκριμένο πόστο: άλλος είναι επίσκοπος, άλλος ιερέας, άλλος διάκονος· άλλος βοηθάει μέσα στο ιερό βήμα, άλλος δίνει κεριά ή ετοιμάζει πρόσφορα· κι άλλος διακονεί ως βαπτισμένο και κεχρισμένο μέλος του Σώματος του Χριστού, που κλήθηκε από το Θεό να συμμετάσχει -από τη δική του μοναδική θέση- στη συντροφιά των αγίων και στο μοίρασμα των προσφορών. Καθένας μας κάνει μόνο ό,τι του έχει ορίσει η κοινότητα -η κοινότητα, ως σύνολο, ως Σώμα του οποίου η φωνή, όταν όλα πηγαίνουν καλά, δεν είναι άλλη από τη φωνή του Χριστού. Και στο τέλος, όταν η προσφορά έχει πλέον γίνει, όταν έχουμε τελέσει -ο καθένας με τον τρόπο του- τα διατεταγμένα, τότε δεν έχουμε κάνει απολύτως τίποτα. Ο σκοπός της σύναξής μας, η ένσαρκη συμμετοχή μας στο Σώμα του Χριστού, τελέστηκε από το Θεό.

Κάναμε ό,τι μας ζητήθηκε. Καθένας από μας εκπλήρωσε με το δικό του τρόπο το χρέος και τη διακονία του, έκανε «το καθήκον του» ενώπιον του Θεού και της κοινότητας της Εκκλησίας. Κι όμως· η μόνη αρμόζουσα συμπεριφορά από την πλευρά μας, η μόνη συμπεριφορά που μπορεί να μας συμφιλιώσει με το Θεό ἐν τῇ Ἀληθείᾳ -την Αλήθεια του Θεού- είναι το να μονολογούμε: «Δεν κάναμε τίποτα· εσύ, Κύριε, τέλεσες τα πάντα».

Γι’ αυτό το λόγο, είναι βαθιά αντορθόδοξο και αντιχριστιανικό να ευχαριστούμε κάποιον για όση βοήθεια παρείχε κατά τη διάρκεια της θείας Λειτουργίας. Ό,τι τελείται κατά τη θεία Λειτουργία είναι έργο του Θεού. Είμαστε δούλοι αχρείοι. Το να ευχαριστείς τους συμμετέχοντες στη Λειτουργία, είναι σαν να τους ενθαρρύνεις να φανταστούν ότι έγιναν «δούλοι ἀγαθοί» -μα δεν υπάρχουν τέτοιοι μέσα στην Εκκλησία.

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν το ταξίδι μας προς το Πάσχα, προς το Πέρασμα του Θεού, συνειδητοποιώντας ότι είμαστε Φαρισαίοι· Φαρισαίοι προσκεκλημένοι να γίνουμε, με τη χάρη του Θεού, τελώνες. Κι αν κατορθώσουμε όλοι να δούμε ότι δεν είμαστε τίποτα άλλο πέρα από «ἀχρεῖοι δοῦλοι», τότε θα έχουμε τουλάχιστον κάνει μια αρχή, θα έχουμε πάρει το μονοπάτι που, μέσα από την προσευχή του τελώνη (: «Θεέ μου, σπλαχνίσου με τον αμαρτωλό») και τη μετάνοια, οδηγεί στη θεληματική αποδοχή του Σταυρού του Χριστού και στη χαρά του αναστάσιμου θριάμβου Του.

Βασίλειος Όσμπορν Επίσκοπος Σεργκίεβο, Φως Χριστού: Στο μονοπάτι της Μ. Σαρακοστής, επιμέλεια-μετάφραση Βασίλης Αργυριάδης, 3η έκδ., Αθήνα, Εν πλω, 2006.