Menu Close

Κυριακή της τελικής κρίσης (ΙΙ)

Υπάρχουν στα Ευαγγέλια δύο σπουδαίες περικοπές, μέσα από τις οποίες μας μιλά ο Χριστός για το πώς θα είναι τα πράγματα στους έσχατους καιρούς και στη μετα-θάνατον κατάσταση. Είναι η παραβολή του Λαζάρου, του ανθρώπου εκείνου που τρεφόταν «από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου» (Λουκ. 16, 21), και η σημερινή περικοπή της τελικής κρίσης. Και από τα δύο αποσπάσματα παίρνουμε μια εικόνα του μεγάλου χάσματος που υπάρχει μεταξύ παραδείσου και κόλασης, μεταξύ εκείνων που απολαμβάνουν την ευλογία του Θεού και εκείνων που υπάρχουν «ἐν βασάνοις», μεταξύ εκείνων που ο Χριστός αποκαλεί «οι ευλογημένοι του Πατέρα μου», και εκείνων που καταδικάζονται «στην αιώνια φωτιά που έχει ετοιμαστεί για το διάβολο και τους δικούς του». Με βάση τα λόγια του Αβραάμ, από την παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου, «ανάμεσά μας» -ανάμεσα σ’ αυτούς στον παράδεισο και σ’ εκείνους στην κόλαση- «υπάρχει μεγάλο χάσμα ώστε αυτοί που θέλουν να διαβούν από εδώ σε σας να μην μπορούν· ούτε οι από εκεί μπορούν να περάσουν σ’ εμάς» (Λουκ. 16, 26).

Στα Ευαγγέλια αναφέρονται όλα αυτά σαν να είναι κάτι που σχετίζεται με τη μεταθανάτια κατάστασή μας. Όμως αυτό που θέλω σήμερα να υπενθυμίσω είναι ότι, όπως ακριβώς η πραγματικότητα του Δείπνου της Βασιλείας είναι παρούσα απ’ αυτόν ήδη τον κόσμο –πριν από τα Έσχατα- στη θεία Λειτουργία της Εκκλησίας, και όπως ακριβώς η Δευτέρα Παρουσία βιώνεται ως παρούσα πραγματικότητα στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, έτσι ακριβώς και οι δύο αυτές καταστάσεις του ανθρώπου -η ευλογία και η αιώνια βάσανος- βιώνονται από τώρα, από αυτόν εδώ τον κόσμο. Κι έτσι, όλοι γνωρίζουμε, σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον, πώς είναι αυτές οι δύο καταστάσεις. Στην πραγματικότητα, εξαιτίας και μόνο αυτού του γεγονότος μπορούν οι παραβολές αυτές έχουν νόημα για μας.

Κυριακή της τελικής κρίσης (ΙΙ)

Ενώ όμως στα Έσχατα ένα «χάσμα μέγα» θα διαχωρίζει τις δύο αυτές καταστάσεις, σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο, όπου η δόξα του Θεού και ο θρίαμβός Του είναι ακόμα κεκρυμμένοι, οι καταστάσεις αυτές υπάρχουν σε στενή σύζευξη μεταξύ τους. Ο Σολτζενίτσιν έχει πει σε μια αξιομνημόνευτη φράση του, ότι «η διαχωριστική γραμμή μεταξύ του καλού και του κακού περνά μέσα από την καρδιά του κάθε ανθρώπου». Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για τον παράδεισο και την κόλαση σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο: συμπλέκονται τόσο έξω από μας, όσο και μέσα μας.

Στον παρόντα αιώνα, η κόλαση δεν είναι κάτι απόμακρο για τον δίκαιο, ούτε ο παράδεισος είναι κάτι απόμακρο για τον αμαρτωλό. Αυτές οι καταστάσεις των Εσχάτων διαπερνούν τον κόσμο μας. Μπορούμε να τις συναντήσουμε στην καρδιά του καθενός μας. Στην πραγματικότητα, αν είχαμε τη δυνατότητα να αντικρίσουμε με καθαρότητα όσα συμβαίνουν, θα αντιλαμβανόμασταν ότι στεκόμαστε κάθε ώρα και στιγμή στο μεταξύ τους μεθόριο – κι είτε τείνουμε προς τη μία κατάσταση, είτε προς την άλλη.

Σ’ ένα από τα πρώιμα εξωκαινοδιαθηκικά δείγματα της χριστιανικής γραμματείας, στην αποκαλούμενη «Διδαχή των Αποστόλων», η εμπειρία του χριστιανού παρομοιάζεται με αυτήν ενός διαβάτη που φτάνει σε ένα σταυροδρόμι: πρέπει να επιλέξει και η επιλογή είναι ανάμεσα στο καλό και στο κακό, ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο. Όλοι μας όμως, κάθε ώρα και στιγμή, κοντοστεκόμαστε σε σταυροδρόμια και διαρκώς επιλέγουμε – άλλοτε με επίγνωση των πράξεών μας, κι άλλοτε όχι.

Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για τη σημερινή περικοπή της Κρίσης: η απόφαση που παίρνουμε αναφορικά με τον χορτασμό των πεινασμένων, τον ιματισμό των γυμνών, τη φροντίδα των αρρώστων και τη συνδρομή των φυλακισμένων, (αν διευρύνουμε, όπως οφείλουμε, τον ορίζοντα της αντίληψής μας) μπορεί να ιδωθεί πραγματοποιούμενη σε κάθε στιγμή της ζωή μας. Συνεπώς, δεν υπάρχουν μονάχα ο παράδεισος και η κόλαση ως παρούσες πραγματικότητες, πρόσφορές να βιωθούν εδώ και τώρα, με την προσδοκία των εσχάτων, αλλά υπάρχουν και οι επιλογές που μας οδηγούν στον ένα ή τον άλλο δρόμο και πρέπει να λαμβάνονται κάθε ώρα και στιγμή.

Κάθε στιγμή της ζωής μας κοντοστεκόμαστε μπροστά σε σταυροδρόμια, ζυγιάζοντας τη διάβαση της μιας ή της άλλης οδού. Και ο σκοπός της Μ. Σαρακοστής, ο σκοπός κάθε ασκητικής προσπάθειας, είναι να μας καταστήσει ελεύθερους να αποφασίζουμε. Κάτω από το λεξιλόγιό μας σχετικά με τη μετάνοια, την αλλαγή του νου και της καρδιάς, βρίσκεται το θεμέλιο της Παλαιάς Διαθήκης, η εβραϊκή αντίληψη περί «μεταστροφής». Μετανοώ σημαίνει μεταστρέφομαι. Και αφού είναι αδύνατο να σταθούμε ασάλευτοι, «μεταστρέφομαι» σημαίνει τραβώ σε μια νέα κατεύθυνση.

Όσο ζυγώνουμε στη Σαρακοστή, ας έχουμε κατά νου πως μπορεί η απόσταση που χωρίζει το Λάζαρο από τον πλούσιο να είναι στον άλλο κόσμο «χάσμα μέγα», όμως σε τούτο τον κόσμο στεκόμαστε στο σημείο επαφής της ζωής και του θανάτου, στο σύνορο μεταξύ της Βασιλείας που έχει ετοιμαστεί «από καταβολής κόσμου» και του «αιωνίου πυρός». Κι επιπλέον, ας έχουμε κατά νου πως κάθε ώρα και στιγμή βρισκόμαστε μπροστά σε σταυροδρόμια: ακόμα και μια ανεπαίσθητη στροφή, μια αλλαγή στη ρότα της ζωής μας, μπορεί να μας οδηγήσει στο βίωμα της αιώνιας ζωής.

Βασίλειος Όσμπορν Επίσκοπος Σεργκίεβο, Φως Χριστού: Στο μονοπάτι της Μ. Σαρακοστής, επιμέλεια-μετάφραση Βασίλης Αργυριάδης, 3η έκδ., Αθήνα, Εν πλω, 2006.