Menu Close

Κυριακή της τελικής κρίσης (Ι)
(Ματθ. 25, 31-46)

Κάθε χρόνο, καθώς πλησιάζει η Μ. Τεσσαρακοστή, ακούμε την ευαγγελική περικοπή της τελικής κρίσης. Και κάθε χρόνο έρχεται σαν μαχαίρι η περικοπή αυτή να διαρρήξει την καρδιά της αυταρέσκειάς μας, της αυτοϊκανοποίησής μας, της πεποίθησής μας πως είμαστε κατά κάποιο τρόπο εντάξει με το Θεό. Δεν υπάρχει άλλη ευαγγελική περικοπή που να μπορεί να μας μεταδώσει ένα τόσο ζωτικής σημασίας μήνυμα: το ότι, δεν είμαστε ακόμα χριστιανοί, δεν είμαστε ακόμα αληθινοί ακόλουθοί Του.

Και πώς αυτή η περικοπή το πετυχαίνει; Τοποθετώντας μας στο τέλος της ιστορίας, φανερώνοντάς μας τη στιγμή που ο Χριστός θα έρθει πάλι «τοῦ κρῖναι ζῶντας καὶ νεκροὺς», όπως λέμε στο Σύμβολο της Πίστης, και αποκαλύπτοντάς μας τον τρόπο με τον οποίο ο Θεός βλέπει εμάς και τον κόσμο.

Κυριακή της τελικής κρίσης (I)

Την προηγούμενη εβδομάδα μίλησα για το πώς ο Θεός κένωσε Εαυτόν, προκειμένου να πλάσει τη Δημιουργία· μίλησα για τον τρόπο με τον οποίο, προκειμένου να δημιουργήσει εμάς και τον κόσμο εκ του μηδενός, έκτισε έναν τόπο κατά κάποιο τρόπο διαφορετικό από το δικό Του. Κι ακόμα μίλησα για το πώς αυτή η προσωπική κένωση, αυτό το πραγματικό αυτο-άδειασμα, περιείχε εντός του την έλευση της Στάυρωσης, «τὸ ἀρνίο τὸ ἐσφαγμένο ἀπὸ καταβολῆς κόσμου», από τη στιγμή κιόλας της αφετηρίας του χρόνου.

Το σημερινό ευαγγέλιο μας μεταφέρει στο τέλος της ιστορίας, στη στιγμή της πλήρωσης των πάντων – όταν ο Θεός θα είναι «τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι». Είναι εκείνη τη στιγμή που θα πραγματοποιηθεί η τελική κρίση. Και το εκπληκτικό είναι ότι το τέλος συγγενεύει με την αρχή. Η κρίση του ανθρώπου από το Θεό είναι αξεδιάλυτα συνυφασμένη με τη δημιουργία του ανθρώπου από το Θεό: η μία είναι κάτοπτρο της άλλης, αληθινή εικόνα της. Με την κένωσή Του, ο Θεός μας δημιούργησε και με το Χριστό μας επαναδημιούργησε. Η κένωσή Του ἐν τῇ Δημιουργίᾳ είναι ένα δώρο: είναι μια αυτόβουλη προσφορά ζωής στον άνθρωπο, μια κλήση στην ύπαρξη εκ του μηδενός. Αλλά και η κένωσή Του ἐν τῶ Χριστῷ είναι ένα δώρο του Θεού, αφού μ’ αυτή προσφέρει στον άνθρωπο τον Εαυτό Του τόσο με τη σάρκωση του Υιού όσο και με τα μυστήρια της Εκκλησίας.

Η τελική κρίση έχει ως έρεισμά της εκείνο το δώρο του Θεού. Στη σημερινή ευαγγελική περικοπή, ο Χριστός απαριθμεί στους δίκαιους τις πράξεις τους εκείνες που τους καθιστούν άξιους να σταθούν εκ δεξιών Του: έδωσαν· έδωσαν τροφή, έδωσαν νερό, έδωσαν τόπο μέσα στο σπίτι τους, έδωσαν ιματισμό, έδωσαν ανακούφιση, έδωσαν χρόνο. Με όλες αυτές τις προσφορές δεν έκαναν τίποτα άλλο από το να προσφέρουν ό,τι είχαν δεχτεί – ότι είχαν δεχτεί από το Θεό.

Η κρίση των ανθρώπων συνεπώς, πραγματοποιείται μέσα στο φως της Δημιουργίας. Μέσα από το ευαγγέλιο της τελικής κρίσης αποκτούμε μια εικόνα όσων έλαβαν χώρα κατά τη θεμελίωση του κόσμου.

Όμως το νόημα της περικοπής δεν αφορά μονάχα στη σύνδεση της απαρχής και της απόληξης των πάντων. Η προσφορά του θείου δώρου της ύπαρξης κατά τη Δημιουργία, γίνεται καταμεσής του κενού, του μηδενός, της απουσίας της ζωής και της ύπαρξης. Πραγματοποιείται εκεί όπου δεν υπάρχει προσδοκία ανταπόδοσης. Και αυτή είναι η εικόνα μέσα από την οποία κρινόμαστε. Δεν μας κρίνει η προσφορά ιματισμού σ’ εκείνους που έχουν ήδη ρούχα, ούτε η προσφορά τροφής σ’ εκείνους που έχουν να φάνε, ούτε η επίσκεψη σ’ εκείνους που θα μας την ανταποδώσουν αργότερα, ούτε η φιλοξενία σ’ εκείνους που έχουν ήδη τόπο να μείνουν και μπορούν να μας ανταποδώσουν καταφύγιο. Δεν είναι αυτό που έκανε ο Θεός κατά τη Δημιουργία, και δεν είναι αυτό που ζητά από μας τώρα. Όχι. Στην τελική κρίση, ο Θεός θα ενδιαφερθεί για ό,τι προσφέραμε εκεί όπου δεν υπήρχε προοπτική ανταπόδοσης· εκεί όπου η προσφορά μας ήταν αληθινό δώρο, καταμεσής του κενού της πείνας, της δίψας και της στέρησης.

Όλα αυτά μπορεί να φαίνονται ξεκάθαρα. Όμως υπάρχει και μια άλλη πτυχή του θέματος, που ίσως είναι πιο δύσκολο να αποδεχτούμε και να καταλάβουμε. Σε ποιον απέστειλε ο Πατέρας τον Υιό Του; Σ’ εκείνους που μετείχαν του Θεού; Σ’ εκείνους που ζούσαν ζωή γεμάτη Θεό και νοιάζονταν για το Νόμο και τη δικαιοσύνη; Σ’ εκείνους που ήδη φρόντιζαν να είναι η σχέση του με το Θεό «καθώς πρέπει»; Όχι. Απέστειλε τον Υιό Του εκεί που δεν υπήρχε Θεός, σ’ εκείνους για τους οποίους το όνομα του Θεού δεν σήμαινε τίποτα. Απέστειλε τον Υιό του καταμεσής της έλλειψης, της μονοτονίας, του κενού. Τον απέστειλε όχι σ’ εκείνους που ήθελαν το Θεό, αλλά σ’ εκείνους που ο Θεός ήθελε· όχι εκεί απ’ όπου θα μπορούσε να περιμένει μια γενναία ανταπόκριση, εκεί όπου θα συναντούσε αποδοχή, όπου οι άνθρωποι αυτόματα θα έλεγαν «ναι, αυτό είναι που θέλαμε να ακούσουμε», αλλά εκεί απ’ όπου δεν μπορούσε να περιμένει τίποτα. Τον απέστειλε εκεί όπου δεν υπήρχε θεός. Και απέναντι σ’ αυτή την εικόνα είναι που θα κριθούμε στη Δευτέρα Παρουσία.

Πόσο συχνά φέρνουμε το Ευαγγέλιο, την αγγελία του Χριστού, σε τόπους όπου δεν υπάρχει Χριστός; Πόσο συχνά κάνουμε λόγο για το Χριστό καταμεσής του κενού, του μηδενός, της απουσίας του Θεού μέσα στον κόσμο που ζούμε; Πόσο συχνά κηρύττουμε εκεί όπου δεν υπάρχει γόνιμο έδαφος για μια ανταπόκριση; Αυτό που κάνουμε είναι να κηρύττουμε στους μεταστραφέντες, σ’ εκείνους που επιζητούν το Θεό κι όχι σ’ εκείνους που ο Θεός επιζητά. Και γι’ αυτό ακριβώς το λόγο, επειδή ακριβώς προσφέρουμε τα πλούτη του Ευαγγελίου σε όσους είναι ήδη καλοθρεμμένοι, επειδή προσφέρουμε το ποτήρι της σωτηρίας σε όσους ήδη ξεδιψούν απ’ αυτό, επειδή παρέχουμε καταφυγή και συντροφιά σε όσους ήδη ανήκουν, αρκετά συνειδητά, στην οικογένεια του Θεού – γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο είναι που κινδυνεύουμε να δούμε τον εαυτό μας τοποθετημένο «εξ ευωνύμων» του Χριστού κατά τη Δευτέρα Παρουσία.

Αν θέλουμε να είμαστε τίμιοι απέναντι στη Σάρκωση, αν θέλουμε να είμαστε τίμιοι απέναντι στην αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο και τον κόσμο Του, πρέπει να ξεχυθούμε στο κενό, στο ψύχος της απουσίας του Θεού και να φέρουμε εκεί το Ευαγγέλιο του Χριστού, μακριά από τα όρια των δικών μας κοινοτήτων. Εμείς οι ορθόδοξοι στην Αγγλία, δεν έχουμε καν ξεκινήσει ακόμα να κάνουμε κάτι τέτοιο. Κι έως ότου βάλουμε αρχή, θα επικρέμεται πάνω από τα κεφάλια μας η κρίση της σημερινής περικοπής· έως ότου βάλουμε αρχή, δεν θα έχουμε καν ξεκινήσει να δίνουμε σάρκα στην αγάπη του Θεού.

Βασίλειος Όσμπορν Επίσκοπος Σεργκίεβο, Φως Χριστού: Στο μονοπάτι της Μ. Σαρακοστής, επιμέλεια-μετάφραση Βασίλης Αργυριάδης, 3η έκδ., Αθήνα, Εν πλω, 2006.