Menu Close

4/6/2020

Προσευχή και Ελευθερία

Η προσευχή ελευθερώνει τον άνθρωπο, τον απαλλάσσει από την έξω φύση κι από τον εαυτό του. Έτσι διατηρεί πρόσωπο με πρόσωπο την ψυχή του ανοιχτή προς τον Θεό. Όποιος δεν προσεύχεται μένει σκλάβος, έγκλειστος στον πολυσύνθετο μηχανισμό της έξω φύσεως και των ροπών των παθών του που κυριαρχούν στον άνθρωπο, περισσότερο από τη φύση.

1. Η προσευχή εξασφαλίζει την ελευθερία απέναντι στους πολυσύνθετους μηχανισμούς του έξω κόσμου, που τους συνθέτει η συνάντηση των νόμων της φύσεως. Όταν ο άνθρωπος προσεύχεται, επιβεβαιώνει την πεποίθησή του, ότι αυτοί οι μηχανισμοί είναι μόνο ενδεχόμενοι και πηγάζουν από την ύψιστη ελεύθερη προσωπικότητα που τους δημιούργησε. Αυτή η πεποίθηση στηρίζεται στο γεγονός, ότι και οι άνθρωποι μπορούν να συνθέσουν ελεύθερα μερικούς μηχανισμούς των νόμων της φύσεως και να τους διευθύνουν προς στόχους, που οι ίδιοι επέλεξαν. Το πνεύμα μου έχει την δύναμη, να κάνει το σώμα μου να εκτελέσει πράξεις που προκρίνει. Και μ’ αυτές τις πράξεις και με τα εργαλεία που επεκτείνουν τη δράση τους, το πνεύμα μου επιβάλλεται στα πράγματα και στις δυνάμεις της φύσεως. Αυτή η δύναμη ανήκει και στο πνεύμα των άλλων ανθρώπων. Με την προσευχή που τους απευθύνω, μπορώ να προκαλέσω τη παρέμβασή τους στο μηχανισμό των φυσικών νόμων, μ’ ένα χρήσιμο για μένα τρόπο. Έτσι, οι άνθρωποι μπορούν ν’ αναπτύξουν μεταξύ τους έναν ελεύθερο διάλογο μέσω των αντικειμένων και των δυνάμεων της φύσεως. Ο κάθε άνθρωπος επιβεβαιώνει την ελευθερία του, όταν ενεργεί στη φύση, κι επιβεβαιώνει την ελευθερία των άλλων, όταν τους απευθύνει ένα αίτημα. Αλλά με το να επικαλείται μια ελεύθερη παρέμβαση του άλλου, περιμένει και για τον εαυτό του μια απελευθέρωση από το βάρος ορισμένων μηχανισμών της φύσεως, που δεν μπορεί να οδηγήσει μόνος του.

Μετά απ’ όσα αναφέραμε, γιατί δεν θα πιστεύαμε και στη δυνατότητα της παρεμβάσεως του ύψιστου προσώπου, που έχει δημιουργήσει τη φύση με τους νόμους της; Εάν η φύση δείχνει μια γενική σύμπτωση σε αναφορά προς το ανθρώπινο πνεύμα, αυτό αποδεικνύει ότι δημιουργήθηκε για να αποβεί ένα ανοικτό πεδίο στις παρεμβάσεις των ελευθεριών, το πεδίο ενός ελεύθερου διαλόγου ανάμεσα στους ανθρώπους. Αυτό σημαίνει, πως δημιουργήθηκε για να υπηρετήσει την ελευθερία· άρα, δημιουργήθηκε από μια ελευθερία. Γιατί λοιπόν, μετά απ’ αυτή τη δημιουργία, δεν θα μπορούσε αυτή η ελεύθερη δημιουργική δύναμη να παρέμβει μ’ ένα τρόπο πιο αποτελεσματικό, από τις ανθρώπινες ελευθερίες στη σύμπτωση των φυσικών μηχανισμών; Ο κόσμος δεν έχει νόημα, παρά μόνο ως πεδίο διαλόγου ανάμεσα στο Θεό και τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι απαντούν στα έργα του Θεού, που βρίσκονται στον κόσμο, με τα δικά τους έργα. Αλλά ζητούν και την παρέμβαση του Θεού με τη προσευχή τους. Με την προσευχή τους επιβεβαιώνουν την πίστη, πως η ελευθερία του Θεού παρεμβαίνει στον κόσμο για χάρη τους. Με την προσευχή βεβαιώνουν την πεποίθησή τους πως είναι κάτι παραπάνω από ένα σύνολο τροχών στο μηχανισμό της φύσεως. Με την προσευχή, βεβαιώνουν την ιδιαίτερη φροντίδα του Θεού γι’ αυτούς.

Θα μπορούσε κανείς ν’ αντιτάξει: ο άνθρωπος μπορεί να παρεμβαίνει στους φυσικούς μηχανισμούς, επειδή το πνεύμα του είναι τόσο στενά συνυφασμένο με το σώμα του -και δι’ αυτού με τη φύση- και γι’ αυτό αναπόφευκτα οι κινήσεις του αντανακλούν στις κινήσεις της φύσεως. Αλλά γιατί να μη δεχόμαστε και πως ανάμεσα στο Θεό και τη φύση υπάρχει ένας τέτοιος σύνδεσμος, ώστε κανένας να μη μπορεί να χωρίσει τον Θεό από τον κόσμο, αφού ο κόσμος είναι ριζωμένος στο Θεό και πως οι θελητικές κινήσεις του Θεού, αν και ελεύθερες, εντυπώνονται πάντοτε στον κόσμο; Γιατί, όπως ο σύνδεσμος ανάμεσα στο ανθρώπινο πνεύμα και την υλική φύση είναι ένα μεγάλο και άλυτο μυστήριο, έτσι, και πιο πολύ ακόμη, ο σύνδεσμος του κόσμου με τον Θεό είναι ένα μεγάλο και άλυτο μυστήριο. Εν πάση περιπτώσει, κανείς δεν μπορεί να βρει την καθαρή και μεμονωμένη ύλη, ούτε στο ανθρώπινο σώμα ούτε και σ’ ό,τι φτάνει ο άνθρωπος με τις αισθήσεις του. Ακόμα λιγότερο θα έβρισκε κανείς την ύλη ολοκλήρου του κόσμου εντελώς αδειανή από το θείο Πνεύμα. Κι’ αυτό κάνει την επιστήμη ν’ αποφαίνεται, ότι ο κόσμος, ως μηχανισμός κλειστός στον εαυτό του και πλήρως καθορισμένος από φυσικούς νόμους είναι ανεξήγητος.

Με την προσευχή του ανθρώπου, βεβαιώνεται και πραγματοποιείται, μέσα στο πνεύμα της ελευθερίας, αυτός ο διάλογος ανάμεσα στον άνθρωπο και τον Θεό, μέσα στον κόσμο και πέρα απ’ τον κόσμο.

2. Αλλά με την προσευχή βεβαιώνεται και πραγματοποιείται επίσης και η απελευθέρωση του ανθρώπου από τα πάθη και τον εαυτό του.

Τα πάθη δένουν τον άνθρωπο με την έξω φύση· τον κάνουν σκλάβο της φύσεως. Εάν με την επιστήμη αναγνωρίζει θεωρητικά τον εαυτό του ως σκλάβο της φύσεως, με τα πάθη, ηθικά και πρακτικά, γίνεται σκλάβος της. Με τα πάθη γίνεται σκλάβος του πραγματικού είναι της φύσεως, μιας φύσεως εξευτελισμένης, που είναι άγρια γι’ αυτόν· κι αυτό δείχνει, πως η φύση δεν φτάνει τον εαυτό της. Τα πάθη είναι ένα μείγμα πνεύματος και φύσεως, αλλά ενός πνεύματος εξασθενημένου, που έχει διαφθείρει τη φύση, κι εκείνη, διεφθαρμένη το εξουσιάζει.

Η προσευχή μας βοηθάει να ξεφύγουμε από τα πάθη· προϋποθέτει την απελευθέρωση από τα πάθη. Θα μπορούσε ν’ αντιτείνει κάποιος, ότι όποιος δεν προσεύχεται, μπορεί να κυριαρχήσει στα πάθη του δια της ελευθερίας κι έτσι, μπορεί κι αυτός ν’ ανυψωθεί πάνω από τις ανελεύθερες ροπές της κατώτερης φύσεώς του. Αλλά κι αν ο άνθρωπος δεν αναγνωρίζει τίποτε πέρα απ’ την ελευθερία του, παραμένει όμως σκλάβος ενός άλλου πάθους, της περηφάνειας, που σε τίποτε δεν είναι υποδεέστερη από τ’ άλλα πάθη. Διαλέγει ο ίδιος το κριτήριο των πράξεών του. Και πού πιστεύει πως θα φτάσει αν δεν αναγνωρίσει τον Θεό; Παραμένει οριστικά κλεισμένος στο πεδίο της τυφλής φύσεως κι εξαφανίζεται με τον θάνατο.

Ακόμα, η προσευχή είναι η ύψωση του ανθρώπου πάνω από τον εαυτό του. Μόνο ξεφεύγοντας από τον εαυτό του, από εκείνο που θεωρείται αυτόβουλη ελευθερία, γλιτώνει άνθρωπος από τη φύση και τον θάνατο. Μόνον ελευθερώνοντας τον εαυτό του από τον εαυτό του γίνεται ελεύθερος με την πραγματική σημασία της λέξεως, αφού δεν κυριαρχείται πιά από κανένα πάθος. Ο Ευάγριος ο Ποντικός λέει: «Η κατάσταση της προσευχής είναι η έξη της απάθειας, που με μια υπέρτατη αγάπη καταθέλγει τα ανώτερα στρώματα της διάνοιας, η οποία καταλαμβάνεται από σοφία και πνευματικότητα».

Μέσα στην προσευχή, ο άνθρωπος έχει κερδίσει την ελευθερία του απέναντι στη φύση, γιατί βρίσκεται σε άμεση σχέση με τον Θεό, ο οποίος, ως ανώτερο πρόσωπο, είναι πάνω από τη φύση κι από κάθε πάθος. «Η προσευχή είναι η συνομιλία του νου με τον Θεό. Σε ποια κατάσταση λοιπόν, πρέπει να βρίσκεται ο άνθρωπος, για να μπορέσει να επεκταθεί πέρα από τον εαυτό του, χωρίς να κοιτάζει πίσω του, και να φτάσει μέχρι τον Κύριο, και να συνομιλήσει μαζί Του, χωρίς κανένα μεσολαβητή;»

Μόνο η γεμάτη με ανόθευτη αγάπη συνομιλία μ’ ένα πρόσωπο μας δίνει ελευθερία, αναφορικά προς την έξω φύση και τον εαυτό μας. Αλλά μόνο ο Θεός μπορεί να μας δώσει, να μας εμπνεύσει μια τέτοια αγάπη για τα άλλα πρόσωπα. Στη σχέση μας με τον Θεό, μπορούμε αληθινά και με τρόπο διαρκή, να ελευθερωθούμε από τους εαυτούς μας, γιατί το πρόσωπό Του είναι τόσο ελκυστικό, με τον άπειρο πλούτο που περικλείει, και τόσο γενναιόδωρο στην αγάπη του, ώστε να λησμονούμε τους εαυτούς μας. Επομένως, μόνο η συνομιλία με τον Θεό μας δίνει την πλήρη ελευθερία, όσον αφορά τη φύση και τον εαυτό μας και μας κάνει ικανούς να εκφράζουμε αυτή την ελευθερία στη συνομιλία μας με τα ανθρώπινα πρόσωπα.

Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος λέει, ότι στη σχέση μας με τον Θεό αισθανόμαστε τους εαυτούς μας «υἱοῦς τοῦ Θεοῦ», αλλ’ αυτή η σχέση πραγματοποιείται με την προσευχή «ἐν Ἁγίω Πνεύματι». (Ρωμ. η΄, 14-16,26). Έπειτα δένει στενά το φόβο και την περηφάνεια, την ελευθερία και την ταπεινοφροσύνη.

Η προσευχή, επειδή κατορθώνει να μας ελευθερώσει από τη φύση και τους εαυτούς μας, αναδεικνύεται ως η πιο έξοχη πράξη του πνεύματος, γιατί το πνεύμα έχει την εσωτερική τάση και δύναμη, να ανυψώνεται και να μας ανυψώνει πάνω από τους εαυτούς μας, να μπαίνει μέσα σ’ ένα άλλο πρόσωπο και να παραμένει σε μια καθαρή σχέση μαζί του. Αυτή η τάση κι αυτή η δύναμη, προέρχονται από την σχέση που πραγματοποιεί με το ύψιστο πρόσωπο. Η αληθινή ελευθερία επιβεβαιώνεται και διατηρείται στη σχέση μιας καθαρής αγάπης προς ένα άλλο πρόσωπο και τελικά με το ύψιστο πρόσωπο. Γιατί το ύψιστο πρόσωπο δεν κυριαρχείται ποτέ από καμιά δύναμη, καμιάς φύσεως κι επομένως, δεν θα μπει ποτέ στον πειρασμό να κυριαρχήσει για να μην κυριαρχηθεί. Στη σχέση μας με τον Θεό αισθανόμαστε τελείως ελεύθεροι, γιατί αφού ο Θεός δεν κυριαρχείται από τίποτε, δεν ζητάει να κυριαρχήσει επάνω μας. Δεν έχει να υπερασπίσει την ελευθερία του κυριαρχώντας. Μόνο στις σχέσεις ανάμεσα σε αληθινές ελευθερίες είναι ασφαλισμένη η ελευθερία κάθε ανθρώπου: καμιά απ’ αυτές δεν θέλει να κυριαρχήσει εφ’ όσον δεν κυριαρχείται.

Κανείς, ποτέ, δεν εξασφαλίζει την ελευθερία του κυριαρχώντας. Δεν υπάρχει αληθινή ελευθερία μέσα στη μόνωση. Βυθίζεται κανείς και παραμένει μέσα στη μόνωση, εξαιτίας της αδυναμίας του να ελευθερωθεί από τον εαυτό του. Έπειτα, θέλοντας στη σχέση του με τη φύση να είναι κύριός της, κυριαρχείται απ’ αυτήν. Βέβαια, πρέπει ο άνθρωπος να είναι πάνω από τη φύση, αλλ’ αυτό είναι διαφορετικό, από το να θέλει να κυριαρχήσει πάνω της μ’ ένα τρόπο εμπαθή: αληθινά κύριος της φύσεως είναι όποιος είναι ελεύθερος.

Μόνο μια άλλη ελευθερία, η ελευθερία από κάθε πάθος, που οπωσδήποτε δεν θέλει να κυριαρχήσει, βεβαιώνει και συγκρατεί τη δική μου ελευθερία. Μόνο η σχέση με το ύψιστο Πρόσωπο, του οποίου; η ελευθερία δεν μπορεί να απειληθεί, εξασφαλίζει πλήρως την ελευθερία μου. Αυτό δεν σημαίνει, πως αυτή η σχέση ανάμεσα στις ελευθερίες είναι εξωτερική σχέση, που δεν τις συνδέει.

Κάθε ελευθερία γίνεται ένα είδος υποστηρίγματος της ελευθερίας του άλλου. Η αληθινή ελευθερία επιτρέπει να γεννηθεί ή να πραγματοποιηθεί η ελευθερία του άλλου. Μέσα στην ελευθερία μου αισθάνομαι την ελευθερία εκείνου με τον οποίο σχετίζομαι. Δεν είναι μια ελευθερία που αδιαφορεί για μένα, ούτε μια ελευθερία που θέλει να με εξουσιάσει: με την αγάπη, με τον σεβασμό με παρακινεί προς την ελευθερία μου και προς τον εαυτό μου.

Όταν ζητώ από κάποιον την προσοχή και την αγάπη του, αυτή η προσοχή κι αυτή η αγάπη έρχονται σε μένα όταν εγώ τις θέλω, όταν κληθούν από την ελευθερία μου. Κι’ όταν εκείνος μου δίνη αυτή την προσοχή και την αγάπη χωρίς να επιδιώκει να μου επιβληθεί, όχι μόνο δεν θέλει να με εξουσιάσει, αλλά με ελευθερώνει κι από τον εαυτό μου. Γιατί όταν ενώπιόν του δε ζητώ να υπερασπίσω την ελευθερία μου, ξεχνάω τον εαυτό μου, δηλαδή δεν θέλω να του απαντήσω αφήνοντας να κυριαρχούμαι από τον εαυτό μου ή με το να θέλω να του επιβληθώ. Ζω ελεύθερα με το δώρο της αγάπης του, με την ελευθερία του από κάθε θέληση κυριαρχίας.

Έτσι, η αληθινή ελευθερία του άλλου, υποστηρίζει την δική μου αληθινή ελευθερία. Μόνο μέσα στην ατμόσφαιρα μιας άλλης ελευθερίας πραγματώνεται η ελευθερία μου. Μόνο μια άλλη ελευθερία τρέφει την ελευθερία μου. Όταν βεβαιώνω την ελευθερία κάποιου άλλου, η ελευθερία του τροφοδοτείται από μένα και τροφοδοτεί με τη σειρά της την δική μου. Αλλά στην ατμόσφαιρα της άκτιστης ελευθερίας μπορούν να βεβαιωθούν όλες οι κτιστές ελευθερίες, που συγκρατούνται αμοιβαία μεταξύ τους, με την αναζήτηση και τη δωρεά της αγάπης.

Αλλά στη σχέση μου με τον Θεό, δεν υπάρχει αμοιβαιότητα προσευχής. Εδώ, μόνο ο άνθρωπος προσεύχεται. Υπάρχει όμως μια αμοιβαιότητα δωρεάς. Ο άνθρωπος πραγματοποιεί την ελευθερία του, όχι μόνο παίρνοντάς την από τον Θεό δια της προσευχής, αλλά δίνοντας κι ο ίδιος τον εαυτό του στον Θεό. Μόνο έτσι ελευθερώνεται ο άνθρωπος απέναντι στον εαυτό του. Εάν θελήσει να κρατήσει για τον εαυτό του την ύπαρξη που πήρε από την αγάπη του Θεού, χάνει την ελευθερία του: θέλοντας να βασιλεύσει πάνω στην ύπαρξή του, γίνεται σκλάβος της. Οφείλει να δεχτεί να ζει πάντοτε από τη δωρεά του Θεού, όχι από τον εαυτό του, για να είναι απελευθερωμένος από τον εαυτό του. Πρέπει να εγκαταλείψει τον εαυτό του, και να δοθεί στον Θεό, από τον οποίο προέρχονται όλα όσα έχει, για να ελευθερωθεί. Δεν μπορεί να είναι ελεύθερος, παρά μόνο όταν ζει για τον Θεό και «ἐν τῷ Θεῶ». Δεν μπορεί να φυλάξει μακριά από τον Θεό την ελευθερία που προέρχεται απ’ Αυτόν, αλλά οφείλει να την παίρνει συνέχεια, δια της προσευχής. Μια ελευθερία, που την εξασφαλίζουμε μακριά από τον Θεό, από τον οποίο προέρχεται, δεν είναι αληθινή. Από τότε που ο άνθρωπος θα θελήσει να κυριαρχήσει πάνω σε όσα έχει, γίνεται σκλάβος ενός πάθους, κι επομένως σκλάβος του εαυτού του.

Πρέπει να δοθεί κανείς σε μιαν άλλη αληθινή ελευθερία για να πάρει το δώρο της ελευθερίας· και η μόνη ανεξάντλητη ελευθερία είναι αυτή του ύψιστου προσώπου.

Η προσευχή είναι αντίθετη από την επιθυμία της κυριαρχίας. Η ελευθερία του ανθρώπου βεβαιώνεται μ’ αυτόν τον τρόπο: βεβαιώνει μιαν άλλη ελευθερία, η οποία βεβαιώνει την ελευθερία εκείνου που προσεύχεται.

Η αυθεντική προσευχή απευθύνεται στον Θεό. Συναντά την απόλυτη ελευθερία, την αυτοελευθερία, την απεριόριστη ελευθερία, που τίποτε δεν την απειλεί και γι’ αυτό και εκείνη δεν εξασκεί καμία απειλή. Αυτή η ελευθερία θέλει να βεβαιώνει και να υποστηρίζει όποια ελευθερία προσεύχεται και βρίσκεται σε μια κατάσταση, που βεβαιώνεται όχι από τον εαυτό της.

3. Ως έκφραση της ελεύθερης σχέσεως με τον Θεό, δηλαδή ως φανέρωση του Πνεύματος, η προσευχή έχει ήδη μέσα της την δύναμη του Πνεύματος του Θεού, που δυναμώνει το πνεύμα του ανθρώπου και πραγματοποιεί τη σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και τον Θεό. Έπειτα έρχεται σε βοήθεια της αδυναμίας μας, γιατί δεν ξέρουμε να προσευχηθούμε όπως πρέπει: αλλά το ίδιο το Πνεύμα προσεύχεται για μας «ἀλαλήτοις στεναγμοῖς» (Ρωμ. η΄, 26). Το Πνεύμα δημιουργεί μια τόσο στενή σχέση ανάμεσα σε μας και τον Θεό, ώστε αισθανόμαστε ως «υἱοὶ τοῦ Θεοῦ» και η ένωσή μας μέσα στην προσευχή είναι τόσο τέλεια, ώστε κανείς δεν μπορεί πια να πει πού τελειώνει το δικό μας έργο και που αρχίζει το έργο του Θεού. Η ενέργεια του Θεού γίνεται δική μας κι έτσι δεν οφείλουμε τη σωτηρία μας στη δικαιοσύνη μας, αλλά στη δικαιοσύνη του Θεού. Μέσα στο Άγιο Πνεύμα λησμονούμε τόσο ολοκληρωτικά τους εαυτούς μας, βγαίνουμε με τόση πληρότητα από τους εαυτούς μας, ώστε δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε πια τη δική μας πράξη από την πράξη του Πνεύματος του Θεού. Η ελευθερία του Πνεύματος του Θεού έγινε ελευθερία μας και η αδυναμία μας έγινε αδυναμία του Θεού. Δεν είμαστε πια εμείς εκείνοι που προσευχόμαστε, και που βεβαιώνουμε την ελευθερία μας, αλλά το Πνεύμα του Θεού. Μέσα στην αδυναμία της προσευχής, που τη βεβαιώνει η δύναμη της ελευθερίας του Θεού, αυτή η ελευθερία γίνεται δική μας. Στην υπέρβαση του εαυτού μας μας φανερώνεται η υπέρβαση του Θεού, δια του Αγίου Πνεύματος. Αυτή η ύψιστη ένωση που βιώνεται με παράδοξο τρόπο, θα μπορούσε κανείς να πει, πως εκφράζει την κατάσταση της θείας νεότητός μας. Μέσα στην προσευχή, δινόμαστε τελείως στον Θεό και ο Θεός δίνεται τέλεια σ’ εμάς, όπως ο Πατέρας στα παιδιά του. Κι έχουμε μέσα μας την ελευθερία των υιών του Θεού. Δεν αισθανόμαστε σαν σκλάβοι, που κυριαρχούνται από τον Θεό, αλλά ελεύθεροι και κληρονόμοι της ελευθερίας του, γεννημένοι από την ελευθερία του και ζώντας μέσα στην ελευθερία.

π. Δημήτριος Στανιλοάε, Προσευχή-Ελευθερία-Αγιότητα, εκδόσεις «Λειμών», Αθήνα, 1980