Menu Close

15/6/2017

Πώς και με ποιο τρόπο η άγια Εκκλησία είναι εικόνα και τύπος του Θεού

Έλεγε, λοιπόν, ο μακάριος εκείνος γέροντας, κατά ένα πρώτο συμβολισμό της θεωρίας του, ότι η άγια Εκκλησία είναι τύπος κι εικόνα του Θεού, επειδή έχει το ίδιο μ’ αυτόν έργο κατά τη μίμηση και κατά τη μορφή.[1]

Αφού εδημιούργησε δηλαδή ο Θεός τα πάντα με την άπειρη δύναμή του και τα έφερε στην ύπαρξη, τα συγκρατεί, τα συνενώνει και χαράζει τα όριά τους. Συνδέει με την πρόνοιά του το ένα με το άλλο και με τον εαυτό του, και τα νοητά και τα αισθητά. Και κρατώντας μαζί γύρω από τον εαυτό του τα πάντα, στα οποία είναι αιτία κι αρχή και τέλος, ενώ κατά τη φύση βρίσκονται σε διάσταση, τα κάνει να συγκατανεύουν το ένα στο άλλο σύμφωνα με μια τάση τους, την τάση προς αυτόν, σαν βασική αρχή της σχέσης. Σύμφωνα μ’ αυτήν οδηγούνται όλα σε μια ταυτότητα κίνησης και ύπαρξης, που αποκλείει την κατάλυση και τη σύγχυση. Κανένα από τα όντα, προβαδίζοντας, δε στασιάζει εναντίον κάποιου άλλου, ούτε αποσπάται απ’ αυτό σύμφωνα με τη διαφορά που χαρακτηρίζει τη φύση και την κίνησή του. Συμφύονται όλα μαζί με όλα χωρίς να συγχέονται, σύμφωνα με την ακατάλυτη σχέση και φύλαξη της μοναδικής αρχής κι αιτίας, που καταργεί κι επισκεπάζει όλες τις σχέσεις, που θεωρούνται ιδιαίτερες μεταξύ όλων ανάλογα με τη φύση καθενός από τα όντα. Όχι με το να τις καταστρέφη και να τις αναιρή και να τις κάνη να μην υπάρχουν, αλλά με το να τις νικά και να λάμπη απάνωθέ τους, όπως ακριβώς το σύνολο πάνω από τα μέρη του ή και με το να παρουσιάζεται σαν αιτία του συνόλου αυτού, σύμφωνα με την οποία, και το ίδιο το σύνολο και τα μέρη του συνόλου, είναι φυσικό να φαίνωνται και να υπάρχουν, γιατί έχουν ολάκερη την αιτία τους να λάμπη απάνωθέ τους. Κι όπως ο ήλιος ξεπερνά τη λάμψη των άστρων και στη φύση και στη δύναμη, έτσι κι αυτά, σαν αποτελέσματα μιας αιτίας, δείχνουν την αιτία τους αυτή να καλύπτη όλη την ύπαρξή τους. Γιατί, όπως τα μέρη προέρχονται από το όλο, έτσι είναι φυσικό και τα αιτιατά να αντλούν την ισχύ τους από την αιτία και να γνωρίζωνται απ’ αυτή και ν’ αφήνουν την ατομικότητά τους ν’ αδρανή, όταν, πιασμένα μέσα στην αναφορά προς την αιτία, λάβουν εξ ολοκλήρου την ποιότητα εκείνης, σύμφωνα με την αδιάσπαστη, όπως είπαμε, δύναμη που έχει η σχέση τους μ’ αυτήν. Αφού τα πάντα μέσα στα πάντα είναι ο Θεός, που με απέραντο μέτρο υπερβαίνει τα πάντα, θα γίνη ορατός ολομόναχος σε όσους έχουν καθαρή σκέψη. Τούτο θα γίνη, όταν ο νούς, καθώς αναλογίζεται θεωρητικά τους λόγους των όντων, σταματήση στον ίδιο το Θεό, σαν αιτία κι αρχή και τέλος της δημιουργίας και της γένεσης όλων, ένα βυθό αδιάστατο που περιέχει τα πάντα.

Κατά τον ίδιο τρόπο και η αγία Εκκλησία του Θεού θ’ αποδειχθή ότι ενεργεί ανάμεσά μας, όπως ο Θεός, αρχέτυπο εκείνος κι εκείνη εικόνα του. Είναι βέβαια πολλοί κι αμέτρητοι σχεδόν στον αριθμό οι άνδρες κι οι γυναίκες και τα παιδιά που διαφέρουν και κατά το φύλο και κατά τη μορφή, την εθνικότητα και τις γλώσσες, τις περιπέτειες της ζωής, τις ηλικίες, τις γνώμες, την τέχνη, τους τρόπους, τις συνήθειες, τα επαγγέλματα. Και στις επιστήμες πάλι και στ’ αξιώματα, στις τύχες, στους χαρακτήρες, στις διαθέσεις διακρίνονται μεταξύ τους και διαφέρουν πολύ όσοι έρχονται σ’ αυτή και δέχονται απ’ αυτή την αναγέννησή τους και την αναδημιουργία τους με τη δύναμη του πνεύματος. Δίνει όμως σ’ όλους αυτούς και χαρίζει μία κατά ίσο μέτρο θεϊκή μορφή και θείο όνομα, και να προέρχωνται και να ονομάζωνται από το Χριστό. Τους δίνει ακόμα τη μία απλή κι ασύνθετη κι αδιαίρετη σχέση που δημιουργεί η πίστη, που τις πολλές κι αναρίθμητες διαφορές, που καθένας έχει, μήτε καν ότι υπάρχουν δεν επιτρέπει να γίνη γνωστό, επειδή όλα γενικά σ’ αυτήν κατευθύνονται και συναντιούνται. Μέσα σ’ αυτήν κανένας τίποτα εντελώς δεν ξεχωρίζει από το κοινό για χάρη δική του. Όλοι συμφύονται ο ένας με τους άλλους και συνδέονται μέσα στη μία απλή κι αδιαίρετη χάρη και δύναμη της πίστης.[2] Ήτανε, λέει, όλων η καρδιά και η ψυχή μία, ώστε από διάφορα μέλη να είναι ωστόσο και να φαίνεται ένα σώμα άξιο αληθινά του ίδιου του Χριστού, της αληθινής κεφαλής μας.

Στο σώμα αυτό, λέει ο θείος Απόστολος, δεν υπάρχει άνδρας και γυναίκα, ούτε Ιουδαίος και Έλληνας, ούτε περιτομή κι ακροβυστία, ούτε βάρβαρος ούτε Σκύθης, ούτε δούλος ούτε ελεύθερος. Αλλά τα πάντα και μέσα στα πάντα είναι Αυτός που με τη μία κι απλή πάνσοφη δύναμη της καλωσύνης του περικλείει τα πάντα μέσα του, σαν ένα κέντρο από ευθείες, που ακτινωτά ξεκινούν απ’ αυτό, σύμφωνα με την ίδια απλή κι ενιαία αιτία και δύναμη. Δεν αφήνει τις αρχές των όντων ν’ απομακρυνθούν μαζί με τα τέλη τους, περιορίζοντας κυκλικά τις προεκτάσεις τους και οδηγεί προς τον εαυτό του τις διακρίσεις των όντων, που ο ίδιος εδημιούργησε. Δε θέλει ν’ αποξενωθούν ολότελα μεταξύ τους και να γίνουν εχθρικά τα πλάσματα και τα δημιουργήματα του ενός Θεού και να μην έχουν σχετικά με τι και που να παρουσιάσουν τη φιλία και την ειρήνη και την ταυτότητα μεταξύ τους, οπότε θα κινδυνέψη, με το χωρισμό τους από το Θεό, να μεταπέση το είναι τους στο μη είναι.

Είναι, λοιπόν, εικόνα του Θεού, καθώς είπαμε, η αγία Εκκλησία, γιατί πραγματοποιεί την ίδια ένωση ανάμεσα στους πιστούς, που κάνει κι ο Θεός, ακόμα κι αν τυχαίνη να είναι διαφορετικοί στα ιδιώματα κι από διαφορετικούς και τόπους και τρόπους εκείνοι, που μέσα σ’ αυτήν γίνονται με την πίστη ένα σώμα. Την ένωση αυτή, κατά φυσικό τρόπο την πραγματοποιεί ο Θεός, χωρίς να προκαλήται σύγχυση στην ουσία των όντων. Τη διαφορά μεταξύ τους, όπως έχει δειχθή, την αμβλύνει και την οδηγεί στην ταυτότητα με την αναφορά και την ένωση με τον εαυτό του, σαν αιτία κι αρχή και τέλος.

[1] Αφού έδειξε στην εισαγωγή πως ο Θεός, μολονότι υπερβατικός, παρουσιάζεται μέσα στην ύπαρξη και μέσα στην κίνηση των όλων, ο άγιος Μάξιμος δηλώνει τώρα ότι η Εκκλησία, σ’ ένα πρώτο πνευματικό συμβολισμό, φαίνεται σαν τύπος και εικόνα του Θεού με τη μίμηση της ενέργειάς του. Παρουσιάζει στην αρχή την ενέργεια του Θεού που, αφού εδημιούργησε τα πάντα, τα συγκρατεί, τα συνδέει το ένα με το άλλο και με τον εαυτό του, αν και είναι διάφορα κατά τη φύση. Εξηγώντας έπειτα πως ο Θεός τα κρατεί όλα συνδεδεμένα, ο άγιος Μάξιμος χρησιμοποιεί τρεις έννοιες· την έννοια της σχέσης, του όλου και της αιτίας του όλου. Με τη σχέση μεταξύ τους, κρατιούνται μέσα σε μια συμφωνία και ενότητα κίνησης και αδιατάρακτης ύπαρξης, σε τρόπο που κανένα πράγμα δεν αντιτίθεται σ’ αυτή την ενιαία κίνηση και δε χωρίζεται από αυτή στ’ όνομα της διαφοράς που χαρακτηρίζει τη φύση του. Όλα είναι ενωμένα, δίχως σύγχυση μ’ αυτή τη μοναδική σχέση. Η ενιαία αυτή σχέση περιέχει και καλύπτει όλες τις επί μέρους σχέσεις, που τις κρατεί μαζί, σύμφωνα με μια ιδιαίτερη συγγένεια που χαρακτηρίζει τη φύση τους. Δεν τις αλλοιώνει και δεν τις καταστρέφει, παρά τις νικά και υψώνεται πάνω απ’ όλες, όπως το όλο πάνω από τα μέρη του. Είναι δύσκολο να πούμε σε τι συνίσταται η σχέση αυτή. Ξεκινά από το Θεό, αλλά δεν προστίθεται στα δημιουργήματα σαν κάτι εξωτερικό, γιατί την ίδια ώρα ξεκινά κι απ’ αυτά επίσης και τα ενώνει μεταξύ τους και με το Θεό. Είναι σαν ένας λόγος ή σαν ένα ποιητικό αίτιο του όλου σε όλα, και περιέχει όλους τους λόγους και τις αιτίες των μερών. Τα κύτταρα ενός οργάνου έχουν την αιτία η τον ανώτερο λόγο στο όργανο που αποτελούν μέρη του, τα όργανα στον οργανισμό, οι οργανισμοί στα είδη τους, τα είδη στην ανταπόκριση μεταξύ τους, που είναι ένας λόγος που τα περιβάλλει. Και έτσι, ολόκληρο το σύμπαν έχει την αιτία του πέρα από τον εαυτό του. Αλλά αυτή η αιτία δεν έχει πια μια αιτία πάνω απ’ αυτήν· δεν είναι δημιουργημένη, γιατί δεν μπορεί κανείς να πολλαπλασιάση, πηγαίνοντας στο άπειρο, τη σειρά αυτή των ολοτήτων και των ανωτέρων αιτίων. Αυτή η έσχατη αιτία υπερβαίνει όλες τις δημιουργημένες αιτίες. Με την αιτία του όλου υπάρχει και σχηματίζεται το όλο και τα μέρη του· τα ίδια τα μέρη παρουσιάζουν την αιτία του όλου σαν αιτία που τα περιλαμβάνει. Έτσι, όπως ο ήλιος περιλαμβάνει στο φως του τη φύση και τη δύναμη των άστρων, όμοια η αιτία η ο λόγος του όλου καλύπτει τους λόγους και τις αιτίες των μερών τα μέρη είναι και εξηγούνται από το όλο, όπως τα αποτελέσματα από τα αίτια, και οι ιδιότητές τους περιέχονται, χάρη στην αναφορά τους, στην αιτία του όλου, που αποτυπώνεται σ’ αυτά. Έτσι, αφού το παν είναι μέσα σε όλα, ο Θεός είναι άπειρα πάνω από όλα, είναι ο μόνος που γίνεται ορατός μέσα σε όλα, από εκείνους που έχουν τη σκέψη καθαρή. Στις τελευταίες γραμμές της παραγράφου Ι του κεφαλαίου Α’, εισάγοντας την έννοια «λόγος», ο άγιος Μάξιμος λέγει ότι ο νους, εξετάζοντας τους λόγους των δημιουργημάτων μέσα στο σύνδεσμό τους, φτάνει στο Θεό, την αιτία, την αρχή, το σκοπό, τον αδιάστατο κόλπο των όλων. Γιατί τα όντα αποτελούν ένα αρμονικό σύνολο εννοιών, ασώματων λόγων. Δεν είναι πράγματα υλικά.

[2] Εδώ ο άγιος Μάξιμος κάνει ακριβή παραλληλισμό ανάμεσα στην ενέργεια της Εκκλησίας, που αφορά στα μέλη της, και στην ενέργεια του Θεού μέσα στον κόσμο. Βέβαια και με την Εκκλησία επίσης ασκείται η ενέργεια του Θεού. Η ενέργεια του Θεού, διά της Εκκλησίας πάνω στα μέλη της είναι μια ενισχυμένη μορφή της ενέργειας του Θεού μέσα στον κόσμο. Μ’ αυτήν την ενισχυμένη ενέργεια ο κόσμος γίνεται καλύτερος και δραστηριοποιείται ολοένα. Η Εκκλησία παραμένει πάντα εικόνα του θείου Αρχετύπου, γιατί παρουσιάζεται σαν το ορατό μέσο και μ’ αυτήν ασκείται ορατά, κατά κάποιο τρόπο, η αόρατη ενέργεια του Θεού. Η Εκκλησία ξαναγεννά πνευματικά τα μέλη της μέσα στην πολλαπλή ποικιλία και αποτυπώνει σ’ αυτά, με όλη αυτή την ποικιλία, μία μόνη θεία μορφή, ένα μόνο όνομα που δείχνει την ύπαρξή τους εν Χριστώ. Αν τα μέρη του δημιουργημένου σύμπαντος κρατιούνται μέσα στην ενότητα του όλου και μέσα στο σύνδεσμο με το Θεό, με τη σχέση της αιτίας, τα μέλη της Εκκλησίας κρατιούνται ενωμένα με τη σχέση της πίστης, που την έχει δώσει και τη συγκρατεί η χάρη. Και το όλο που σχηματίζουν είναι το σώμα του Χριστού, ο Υιός του ενσαρκωμένου Θεού, που έγινε γι’ αυτό η κεφαλή της Εκκλησίας. Μέσα στο Χριστό, ενώνονται τώρα με τρόπο πιο στενό οι άνθρωποι οι χωρισμένοι από την εθνικότητα, το φύλο, την ηλικία, κι Εκείνος τους κλείνει στον εαυτό του, στο όνομα της ίδιας αιτιακής ποιότητας και μοναδικής δύναμης με την ίδια την άπειρα σοφή δύναμη της καλωσύνης, με την οποία όλα οδηγούνται και κρατιούνται μέσα στην ενιαία ύπαρξη του δημιουργημένου σύμπαντος. Μέσα στο Χριστό, ο Θεός δεν αφήνει τα δημιουργήματα να γίνουν ολοκληρωτικά ξένα μεταξύ τους και χωρισμένα από το Θεό, και να ξεπέσουν γι’ αυτό από την ύπαρξη, μη έχοντας πια την ειρήνη και το σύνδεσμο που τα ενώνει με το Θεό. Ο άγιος Μάξιμος επαναλαμβάνει εδώ την εικόνα του κέντρου και των γραμμών που ξεκινούν απ’ αυτό, του κεφαλαίου του «Περὶ Διαφόρων Ἀποριῶν»: «Τὶς ἡ περὶ ἐμὲ σοφία κ.λ.π.» (P.G. 91, 1068 – 1084). Αλλά εδώ εφαρμόζει αυτή την εικόνα στο σύνδεσμο της Εκκλησίας με το Χριστό, πράγμα που δεν κάνει στο «Περὶ Διαφόρων Ἀποριῶν». Κατά συνέπειαν, ο Χριστός δεν κάνει για την Εκκλησία έργο διάφορο από το έργο που εκτελεί ο Θεός για τον κόσμο, αλλά ακριβώς το τελειοποιεί, ξεκινώντας από ένα μικρό κύκλο ανθρώπων, με την πρόθεση να επεκτείνη αυτή την ενισχυμένη μορφή του έργου του επάνω σ’ όλη τη δημιουργία. Η Εκκλησία φέρνει σε πέρας την ίδια ενέργεια της ενοποίησης των πιστών, που εκτελεί ο Θεός πάνω στα δημιουργήματα, συγκεντρώνοντάς τα γύρω του, σαν αιτία και σκοπός, με την αναφορά τους σ’ Αυτόν. Η «ένωση» όλων μέσα στο Θεό, είτε με την ενέργεια του Θεού σαν αιτίας όλων μέσα σ’ ολόκληρο το σύμπαν, είτε με τη χάρη του Χριστού μέσα στην Εκκλησία, είναι ο επιδιωκόμενος σκοπός, σύμφωνα με τον άγιο Μάξιμο, μέσα στο σύμπαν και μέσα στην Εκκλησία, χωρίς εξαφάνιση των διαφορών ανάμεσα στα δημιουργήματα. Γιατί μέσα στη διαίρεσή τους εμφωλεύει γι’ αυτά ο κίνδυνος να χάσουν την ύπαρξη.

Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, Μυσταγωγία, μετάφραση Ιγνάτιος Σακαλής, 3η έκδ., Αθήνα, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, 1997