Menu Close

30/11/2017

Περί της απολαύσεως των μελλόντων αγαθών και της μικρής αξίας των παρόντων

α΄. Απότομη η ζέστη και βαριά η ξηρασία, μα την προθυμία σας δεν τη χάλασε, ούτε τον πόθο σας για ν’ ακούσετε τον εμάρανε. Διότι έτσι είναι ο θερμός ακροατής κι’ ο πρόθυμος, δυναμωμένος από την αγάπη της διδασκαλίας, όλα θα τα υπόφερε μ’ ευκολία για να χορτάσει την επιθυμία αυτή την καλή και πνευματική. Κι’ ούτε παγωνιά, ούτε ζέστη, ούτε ζητήματα πολλά, ούτε φροντίδες πλήθος, ούτε τίποτα άλλο τέτοιο θα μπορούσε να τον νικήσει, όπως και τον αδιάφορο και πάντα ξενοιασμένο, ούτε ευχάριστοι καιροί, ούτε ανάπαυση και άδεια, ούτε ξεκούραση και άνεση μπορεί να τον ξεσηκώσει, αλλά μένει να κοιμάται σ’ έναν ύπνο άξιο για πολλή κατάκριση. Μα εσείς δεν είστε τέτοιοι, αλλά καλύτεροι από αυτούς που κατοικούν στην πόλη. Και μάλιστα ό,τι πιο σπουδαίο έχει η πόλη μας είστε εσείς, που με τόση φροντίδα και ενδιαφέρον παρακολουθείτε προσεκτικά όσα λέμε. Το θέατρο αυτό εδώ, είναι για μένα πιο σπουδαίο κι’ απ’ τις βασιλικές αυλές. Διότι εκεί όσα δίνονται, όποια κι’ αν είναι, χάνονται μαζί με τη ζωή αυτή, κι’ είναι όλο θόρυβο και ταραχή γεμάτα, μα εδώ δεν είναι τίποτα τέτοιο, αλλά και κάθε ασφάλεια, και τιμή χωρίς καθόλου ταραχή, και εξουσίες που δεν έχουν τέλος, που ούτε αυτός ο θάνατος δεν τις κόβει στη μέση, αλλά τότε γίνονται πιο εσφαλμένες. Και μη μου πεις γι’ αυτόν που κάθεται στην άμαξα και σηκώνει τα φρύδια του ψηλά κι’ έχει πολλούς που τον περιφρουρούν, και μην προσέχεις τη ζώνη και τη φωνή του κήρυκα. Μη μου χαρακτηρίσεις τον άρχοντα από αυτά, αλλά από την κατάσταση τη ψυχής του, αν εξουσιάζει τα δικά του πάθη, αν στις αδυναμίες του κυριαρχεί. Να πούμε, αν συγκρατεί την επιθυμία για τα χρήματα, αν υπόταξε τον αχόρταγο έρωτα των σωμάτων, αν δεν λιώνει από φθόνο, αν δεν σέρνεται από το βαρύ πάθος της κενοδοξίας, αν δεν φοβάται και τρέμει τη φτώχεια, αν δε φοβάται μη στεναχωρηθεί, αν δεν πεθαίνει από αυτό το φόβο. Τέτοιον δείξε μου τον άρχοντα, διότι αυτό σημαίνει εξουσία. Αν όμως εξουσιάζει τους ανθρώπους, αλλά είναι δούλος στα πάθη, εγώ τουλάχιστον θα τον έλεγα αυτόν πιο δούλο απ’ όλους τους ανθρώπους. Κι’ όπως αυτός που έχει βαθιά μέσα του τον πυρετό κλεισμένο, κι’ αν τίποτα τέτοιο δε φανερώνει το σώμα του απ’ έξω, οι γιατροί βέβαια θα έλεγαν ότι έχει υψηλό πυρετό, κι’ αν δεν το ξέρουν οι άλλοι, έτσι κι’ εγώ, αυτόν που έχει υποδουλωμένη την ψυχή του κι’ είναι αιχμάλωτος στα πάθη του, κι’ αν δεν φανερώνει τέτοιο τίποτα η εξωτερική μορφή του, αλλά τ’ αντίθετο, απ’ όλους πιο πολύ δούλο θάλεγα αυτόν που έχει βαθιά μέσα του τον πυρετό των κακών, και την τυραννική εξουσία των παθών στην ίδια την ψυχή του θρονιασμένη. Και λέω άρχοντα κι’ ελεύθερο, και πιο βασιλιά ανάμεσα στους βασιλιάδες, εκείνον που κι’ αν είναι ντυμένος με κουρέλια, κι’ αν κατοικεί σε φυλακή, κι’ αν είναι δεμένος μ’ αλυσίδα, αυτός βγάζει από πάνω του την τυραννική αυτή εξουσία, κι’ ούτε κυριεύεται από τις πονηρές επιθυμίες, ούτε φοβάται και τρέμει με παράλογο φόβο τη φτώχεια και την ατίμωση, αυτά που φαίνονται να ’ναι άξια να μας λυπήσουν στη ζωή αυτή.

β΄. Αυτά τα αξιώματα δεν αγοράζονται με χρήματα, και δεν τα φθονεί κανείς, αυτή την δύναμη δεν την ξέρει γλώσσα για να την κατηγορήσει, ούτε μάτι για να τη βασκάνει, ούτε πονηρίες κακοθελητών, αλλά σα να κατοικεί σε κάποιο τόπο απρόσιτο της φιλοσοφίας, μένει παντοτινά ακατάβλητη κι’ όχι μόνο στις άλλες περιστάσεις των πραγμάτων, αλλά ούτε στον ίδιο το θάνατο δεν υποχωρεί.

Και τα αποδείχνουν αυτά οι μάρτυρες, που τα σώματά τους διαλύθηκαν και σκόνη έγιναν και τέφρα, μα η δύναμή τους κάθε μέρα ζει και ενεργεί, και διώχνει μακριά δαίμονες, και κάνει τα νοσήματα να δραπετεύουν, και πολιτείες ολόκληρες ξεσηκώνει και πλήθη οδηγεί εδώ. Τόση πολλή είναι η δύναμη αυτής της εξουσίας κι’ όχι μόνο όσο ζουν οι άρχοντες, αλλά κι’ όταν πεθάνουν, ώστε δεν πρέπει κανείς από ανάγκη, αλλ’ από θέληση και πόθο να ’ρθουν όλοι εδώ και να μην αφήνουν τον καιρό να τους μαραίνει. Βλέπετε που δεν είπα άδικα τούτο το θέατρο πως είναι πιο σπουδαίο από τις βασιλικές αυλές; Διότι όσα γίνονται εκεί μοιάζουν με φύλλα που μαραίνονται, και με σκιές που φεύγουν, μα όσα δίνονται εδώ μοιάζουν με το διαμάντι, ή καλύτερα, είναι πιο στερεά κι’ από αυτό, καθώς είναι αθάνατα κι’ ακίνητα και δεν παθαίνουν καμιά μεταβολή ποτέ, κι’ ακολουθούν άφοβα όσους τα αγαπούν, απαλλαγμένα από μάχες και φιλονικίες, κι’ από φθόνο και δικαστήρια και κακοθελητές και συκοφαντίες. Τα υλικά δηλαδή έχουν πολλούς που τα φθονούν, τα πνευματικά όμως, όσο πιο πολλοί τα αποκτήσουν, τόσο περισσότερο φανερώνουν τα πλούτη τους. Και μπορείτε να το μάθετε αυτό από το λόγο τούτο που ακούτε. Το λόγο δηλαδή που σκορπώ σε όλους, αν τον κρατήσω για μένα τον ίδιο, γίνομαι πιο φτωχός, μ’ αν τον σκορπώ σε όλους, πληθαίνω τα πλούτη μου σα να ρίχνω τους σπόρους σε χωράφι καθαρό, και κάνω πιο πολύ τον πλούτο μου κάνοντας όλους εσάς πιο πλούσιους, ενώ εγώ ο ίδιος δε γίνομαι καθόλου πιο φτωχός έτσι, αλλά και πάρα πολύ πιο πλούσιος. Πράγμα που δε συμβαίνει στα χρήματα, αλλά τελείως το αντίθετο. Αν δηλαδή έχω χρυσάφι μαζεμένο και θελήσω να το μοιράσω σ’ όλους, δε θα μπορούσα πια να έχω τον πρώτο πλούτο μου, που θα ’χει λιγοστέψει από το μοίρασμα αυτό.

γ΄. Αφού λοιπόν τα πνευματικά έχουν τόσα πολλά προτερήματα, κι’ είναι τόσο πολύ εύκολα, καθώς έρχονται δωρεάν σ’ όλους που τα επιθυμούν, ας τ’ αγαπούμε περισσότερο αυτά, κι’ ας αφήσουμε τις σκιές, κι’ ας μην κυνηγάμε τους γκρεμούς και τα βράχια. Διότι ο Θεός, για να κάμει πιο ζωηρό τον έρωτα αυτό, τα έκαμε αυτά να πεθαίνουν και πριν από το τέλος του ανθρώπου που τα έχει. Εξηγώ αυτό που λέω· τα υλικά αγαθά δεν παίρνουν τέλος όταν πεθάνει αυτός που τα έχει, αλλά κι’ όταν ζει αυτός, αυτά μαραίνονται και πεθαίνουν, ώστε το πρόσκαιρό τους να βγάλει από τη βαριά αυτή φροντίδα αυτούς που τ’ αγαπούν με πάθος και τρελαίνονται γι’ αυτά. Κι’ έτσι τους μαθαίνουν τί είναι πραγματικά και διδάσκουν με την πείρα ότι είναι πιο αδύνατα κι’ από τη σκιά, και να πάψουν έτσι να τ’ αγαπούν. Όπως, για παράδειγμα, ο πλούτος σκορπά όχι μόνο όταν πεθάνει αυτός που τον έχει, αλλά κι’ όταν αυτός ζει, χάνεται πολλές φορές. Τα νιάτα φεύγουν και αφήνουν αυτόν που τα έχει, όχι μόνο σαν πεθάνει, αλλά κι’ όταν βρίσκεται στη ζωή ακόμα, καθώς λιγοστεύουν στο δρόμο της ζωής κι’ αφήνουν στα γηρατειά τον τόπο. Τα κάλλη και η ομορφιά μαζί, τέλειωσαν κι’ όταν ήταν ζωντανή η γυναίκα, και στην ασκήμια έπεσε. Οι δόξες, οι εξουσίες πάλι το ίδιο, οι τιμές, οι αρχές, είναι εφήμερες και πρόσκαιρες, και πιο θνητές απ’ τους ανθρώπους που τις έχουν, κι’ όπως μπορεί κανείς να βλέπει καθημερινούς θανάτους των σωμάτων, έτσι και των πραγμάτων. Κι’ αυτό έγινε για να περιφρονούμε τα παρόντα και να στηριζόμαστε στα μελλοντικά και να κρατιόμαστε στην απόλαυσή τους, κι’ ενώ βαδίζουμε στη γη, να ζούμε με των ουρανών τον πόθο. Και μάλιστα ο Θεός εδημιούργησε δυο κόσμους, τον ένα τωρινό, τον άλλο μελλοντικό· τον ένα ορατό, τον άλλο αόρατο· τον ένα υλικό, τον άλλο πνευματικό, τον ένα που έχει ανάπαυση σωματική, τον άλλο πνευματική· τον ένα που τον γνωρίζουμε, τον άλλο που τον πιστεύουμε· τον ένα που τον έχουμε βέβαιο, τον άλλο που τον ελπίζουμε· και τον ένα πρόσταξε ο Θεός να είναι αγώνισμα, τον άλλο βραβείο· και σ’ αυτόν έδωσε αγώνες και κόπους και ιδρώτες, σ’ εκείνον στεφάνια και βραβεία κι’ αμοιβές· τον ένα έκανε πέλαγος, τον άλλο λιμάνι· τον ένα σύντομο, τον άλλο πάντοτε νέο κι’ αθάνατο. Επειδή λοιπόν πολλοί άνθρωποι προτιμούσαν τα υλικά από τα πνευματικά αγαθά, τα έκανε φθαρτά και πρόσκαιρα, για να τους αποσπάσει από τα παρόντα και να τους ενώσει στενά με τα μελλοντικά. Έπειτα, επειδή εκείνα ήταν αόρατα και πνευματικά, και για την πίστη και τις ελπίδες, πρόσεξε τί κάνει. Ήρθε εδώ, πήρε τη σάρκα τη δική μας, έκανε εκείνη τη θαυμαστή οικονομία και φέρνει μπροστά μας τα μελλοντικά, κάνοντας έτσι και τις πιο αδιάφορες ψυχές να τα μάθουν. Όταν ήλθε δηλαδή κι’ έφερε την αγγελική πολιτεία, κι’ έκανε τη γη ουρανό, και πρόσταξε αυτά που έκαναν όσους τα δέχονταν να μοιάζουν με ασώματες δυνάμεις, τότε και τους ανθρώπους τους έκανε αγγέλους, και προς τις ουράνιες ελπίδες τους καλούσε, κι’ όριζε μικρούς αγώνες, κι’ έδινε την εντολή να πετούν όλο και πιο ψηλά, και στις ίδιες τις ουράνιες αψίδες ν’ ανεβαίνουν, και ν’ αγωνίζονται εναντίον των δαιμόνων και ν’ αντιμετωπίζουν όλη τη στρατιά του διαβόλου, ενώ έχουν σώμα κι είναι με τη σάρκα ενωμένοι, να νεκρώνουν τα σώματα και να διώχνουν μακριά την ταραχή που δίνουν τα πάθη, και να φορούν μόνο την σάρκα, αλλά να προσπαθούν να μοιάζουν στις ασώματες δυνάμεις.

δ΄. Επειδή αυτά επρόσταξε, πρόσεξε τί κάνει, πώς ευκολύνει τον αγώνα. Αλλά καλύτερα, αν θέλετε, πρώτα να πούμε πόσο μεγάλα ήταν αυτά που ζητούσε και πόσο δυνατά έκανε τα φτερά, κι’ επρόσταζε όλους να κατευθύνονται προς τον ουρανό, βγάζοντάς τους έξω σχεδόν από την ανθρώπινη φύση. Ενώ δηλαδή ο νόμος προστάζει οφθαλμόν αντί οφθαλμού, αυτός λέει· Αν σε ραπίσει κανείς στη δεξιά σιαγόνα, γύρισέ ’του και την άλλη. δεν είπε, υπόφερε μόνο γενναία και ήρεμα τον κακό του τρόπο, αλλά και προχώρησε πιο πέρα τη σοφή σου στάση, κι’ ετοιμάζου να πάθεις μεγαλύτερα, απ’ όσα εκείνος επιθυμεί. Με την πολλή σου αυταπάρνηση νίκησε την αναίδεια της κακής συμπεριφοράς του, για να ντραπεί την τόσο μεγάλη καλοσύνη σου κι’ αναχώρηση. Και πάλι λέει· Προσεύχεσθε για όσους σας υβρίζουν· προσεύχεσθε για τους εχθρούς σας· ευεργετείτε αυτούς που σας μισούν. Και τη συμβουλή πάλι για τον παρθενικό βίο την έδωσε λέγοντας· Αυτός που μπορεί να προχωρεί, ας προχωρεί. Επειδή δηλαδή αυτή η αρετή πέταξε κι’ έφυγε από τον παράδεισο, και μετά την παρακοή αναχώρησε και κατέβηκε από τον ουρανό, πάλι τη γύρισε πίσω και σαν φυγάδα την έφερε πάλι στην πατρίδα της, και την απάλλαξε από την μακρινή εξορία. Ήρθε και για πρώτη φορά γεννιόταν άνθρωπος από παρθένα και άλλαζε τους φυσικούς νόμους, απ’ την αρχή την τιμούσε και φανέρωνε μητέρα την παρθένα. Επειδή λοιπόν ήρθε στη γη κι’ έδινε τέτοιες εντολές, κι’ έκανε ανώτερη τη ζωή αυτή, έδινε και τα έπαθλα των κόπων αντάξια, ή καλύτερα πολύ μεγαλύτερα και υψηλότερα. Αλλά κι’ αυτά ήταν αόρατα, κι’ έμεναν στις ελπίδες και στην πίστη και στην προσδοκία των μελλοντικών αγαθών. Επειδή λοιπόν τα προστάγματα είναι κοπιαστικά και δύσκολα, ενώ τα έπαθλα και τα βραβεία είναι να τα πιστεύει καθένας, πρόσεξε τί κάνει· πώς κάνει εύκολο τον αγώνα, πώς κάνει εύκολα τ’ αγωνίσματα. Πώς και με ποιον τρόπο; Με τους δυο δρόμους αυτούς· με τον ένα, που και ο ίδιος τα πέρασε αυτά· και με τον άλλο, που ο ίδιος έδειξε τα βραβεία και τα ’φερε μπροστά μας. Διότι απ’ όσα εκείνος λέει, αυτά είναι εντολή και τ’ άλλα έπαθλα. Εντολή το, Προσεύχεσθε γι’ αυτούς που σας υβρίζουν και σας καταδιώκουν, κι’ έπαθλο το, Για να γίνεσθε παιδιά του Πατέρα σας που είναι στους ουρανούς. Πάλι, το Ευτυχισμένοι είστε όταν σας ντροπιάσουν και σας κατατρέξουν και πουν κάθε κακό λόγο εναντίον σας, στα ψέματα. Να έχετε χαρά και αγαλλίαση, διότι ο μισθός σας θα είναι πολύς στους ουρανούς. Είδες ότι το ένα είναι εντολή και τ’ άλλο έπαθλο; Πάλι, Αν θέλεις να είσαι τέλειος, πούλησε όλα όσα έχεις, και δώσε ’τα στους φτωχούς κι’ έλα ακολούθα με, και θα έχεις θησαυρό στον ουρανό. Είδες άλλη εντολή και άλλο έπαθλο; Από το ένα μέρος δηλαδή τους έδωσε την εντολή τί να κάνουν, κι’ από το άλλο ο ίδιος ετοίμασε το μισθό και την ανταπόδοση. Και πάλι, Όποιος άφησε σπίτια κι’ αδελφούς κι’ αδελφές· αυτός είναι εντολή· Πολύ περισσότερα θα λάβει, και ζωή αιώνια θα κληρονομήσει· αυτό είναι βραβείο και στεφάνι.

ε΄. Επειδή λοιπόν και τα προστάγματα ήταν μεγάλα και τα έπαθλά τους δεν ήταν φανερά, πρόσεξε τί κάνει· εκείνος ο ίδιος τα παρουσιάζει με τα έργα του και φανερώνει τα στεφάνια. Καθώς δηλαδή αυτός που πήρε την εντολή να βαδίζει δύσκολο δρόμο, αν δει ότι κάποιος τον εβάδισε πιο πριν, ευκολότερα τον αρχίζει και παίρνει περισσότερη προθυμία, έτσι και στις εντολές, αυτοί που βλέπουν τους προηγούμενους να τις έχουν πράξει, εύκολα ακολουθούν. Για να ακολουθήσουμε λοιπόν ευκολότερα εμείς οι άνθρωποι, ο Θεός πήρε αυτή τη σάρκα και τη φύση τη δική μας κι’ έτσι τον βάδισε αυτόν τον δρόμο κι’ εδίδαξε τις εντολές με τα έργα του. Δηλαδή το, Αν σε ραπίσει κανείς στη δεξιά σιαγόνα, γύρισέ του και την άλλη, εκείνος το έκαμε, όταν τον εράπισε ο δούλος του αρχιερέως. Διότι δεν του αντιστάθηκε, αλλά του φανέρωσε τόση καλοσύνη, που του είπε· Αν μίλησα κακά, δείξε το κακό· αν όμως καλά, τι με χτυπάς; Είδες πραότητα που φέρνει τον τρόμο; Είδες ταπεινοφροσύνη που ξαφνιάζει; Τον χτυπούσε ένας που δεν ήταν ελεύθερος, αλλά υπηρέτης, τιποτένιος και δούλος, κι’ απαντά έτσι, με τόση καλοσύνη. Έτσι έλεγε κι’ ο Πατέρας του στους Ιουδαίους· Λαέ μου, τι σου έκαμα; ή σε τί σ’ ελύπησα; ή τί σ’ ενόχλησα; αποκρίσου. Όπως ακριβώς ο Χριστός λέει, Δείξε το κακό, έτσι και ο Πατέρας του, Αποκρίσου μου· κι όπως κείνος λέει, Τί με χτυπάς; έτσι και ο Πατέρας, Σε τί σ’ ελύπησα, ή τί σ’ ενόχλησα; Όταν πάλι δίδασκε την ακτημοσύνη, πρόσεξε πώς την φανερώνει στα πράγματα, που λέει· Οι αλεπούδες έχουνε φωλιές, και τα πουλιά του ουρανού τόπους να μένουν, μα ο Υιός του ανθρώπου δεν έχει πού να κλίνει το κεφάλι του. Είδες απόλυτη ακτημοσύνη; Δεν είχε ούτε τραπέζι, ούτε λυχνάρι, ούτε σπίτι, ούτε κάθισμα, ούτε τίποτα άλλο τέτοιο. Εδίδασκε να υπομένουμε καρτερικά όταν μας κακολογούν, πράγμα που το φανέρωσε με τα έργα του. Διότι όταν τον έλεγαν δαιμονισμένο και Σαμαρείτη, ενώ πάλι μπορούσε να τους καταστρέψει, και να τιμωρήσει την κακολογία τους, δεν έκανε τίποτα τέτοιο, αλλά και τους ευεργετούσε κι’ έδιωχνε τους δαίμονες απ’ αυτούς. Κι’ αυτό που είπε, Προσεύχεσθε για όσους σας υβρίζουν, αυτό το έκαμε όταν ανέβηκε στο σταυρό. Όταν δηλαδή τον εσταύρωσαν και τον εκάρφωσαν εκεί που κρεμόταν έλεγε· Συγχώρεσέ τους, γιατί δεν ξέρουν τί κάνουν. Το έλεγε αυτό όχι διότι ο ίδιος δεν μπορούσε να τους συγχωρέσει, αλλά για να μας μάθει να προσευχόμαστε για χάρη των εχθρών μας. Επειδή δηλαδή εδίδασκε όχι μόνο με τα λόγια, αλλά και με τα έργα, γι’ αυτό πρόσθεσε και την προσευχή. Λοιπόν κανείς αιρετικός ας μην κατηγορήσει τα λόγια του για αδυναμία, επειδή είναι φιλάνθρωπος πολύ, κι’ είναι εκείνος που λέει, Για να δείτε ότι έχει εξουσία ο Υιός του ανθρώπου να συγχωρνά στη γη αμαρτίες. Αλλά επειδή ήθελε να διδάσκει (κι’ αυτός που διδάσκει, όχι μόνο με όσα λέει, αλλά και με όσα κάνει προοδεύει τη διδασκαλία του), γι’ αυτό το σκοπό πρόσθεσε και την προσευχή, όπως και των μαθητών τα πόδια έπλυνε, όχι γιατί ήταν μικρότερός τους, αλλά διότι ενώ ήταν Θεός και Κύριος, κατέβηκε σε τόση ταπεινοφροσύνη.

στ΄. Γι’ αυτό ακριβώς έλεγε· Μάθετε από μένα ότι πράος είμαι και ταπεινός στην καρδιά. Κι’ άκουσε πάλι πώς με άλλον τρόπον παρουσιάζει τα ίδια βραβεία και τα έπαθλα και τα φανερώνει στα μάτια μας. Υποσχόταν την ανάσταση των σωμάτων, αθανασία, τη συνάντηση στον αέρα, την αρπαγή μας στα σύννεφα· αυτά τα έδειξε με τα πράγματα. Πώς και με ποιον τρόπο; Πέθανε κι’ αναστήθηκε· γι’ αυτό κι’ ήταν μαζί τους σαράντα μέρες, για να τους πληροφορήσει και να τους δείξει πόσο θαυμαστά θα είναι τα σώματά μας μετά την ανάσταση. Πάλι, λέγοντας με το στόμα του Παύλου ότι Θα αρπαχθούμε στα σύννεφα να τον συναντήσουμε στον αέρα, κι’ αυτό το φανέρωσε με έργα. Διότι μετά την ανάσταση, όταν ήταν ν’ ανεβεί στους ουρανούς, μπροστά τους λέει, Σηκώθηκε ψηλά και σύννεφο τον έκρυψε από τα μάτια τους, όπως ήταν και τον έβλεπαν να φεύγει. Έτσι λοιπόν και το δικό μας σώμα θα ’ναι από την ίδια σύνθεση· διότι όπως είναι το κεφάλι, έτσι και το σώμα· όπως η αρχή, έτσι και το τέλος. Και αυτό εννοούσε ο Παύλος πιο καθαρά κι’ έλεγε· Εκείνος που θα μεταμορφώσει το ταπεινό μας σώμα, για να γίνει όμοιο με το σώμα του το δοξασμένο. Αφού λοιπόν γίνεται όμοιο, και τον ίδιο δρόμο θα βαδίσει, κι’ όμοια θ’ ανέβη πάνω στα σύννεφα. Τα ίδια να προσδοκάς κι’ εσύ στην ανάσταση. Διότι επειδή τότε ο λόγος για τη βασιλεία των ουρανών δεν ήταν φανερός σ’ κείνους που τον άκουαν, γι’ αυτό ανέβηκε στο όρος και μεταμορφώθηκε μπροστά στους μαθητές του, δείχνοντάς τους λίγο τη μελλοντική δόξα, και φανερώνοντας, σαν μέσα σε αίνιγμα και θαμπά, πώς θα είναι το σώμα το δικό μας. Αλλά ενώ τότε παρουσιάστηκε μ’ ενδύματα, στην ανάσταση όμως δε θα είναι έτσι. Διότι το σώμα μας δε χρειάζεται ενδύματα, ούτε στέγη, ούτε οροφή, ούτε τίποτα άλλο τέτοιο. Κι’ αφού ο Αδάμ πριν από την παράβαση ήταν γυμνός και δεν ντρεπόταν, καθώς ήταν ντυμένος με δόξα, πολύ περισσότερο τα σώματα τα δικά μας, όσα βαδίζουν σε προορισμό μεγαλύτερο και καλύτερο, δε θα χρειαστούν τίποτα τέτοιο. Γι’ αυτό ακριβώς και ο Χριστός, όταν αναστήθηκε, άφησε τα ενδύματα να βρίσκονται στον τάφο και στη θήκη, κι’ ανάστησε το σώμα του γυμνό, γεμάτο δόξα ανείπωτη κι’ ευδαιμονία. Αυτά λοιπόν αφού γνωρίσαμε, αγαπητοί, κι’ αφού μάθαμε τα λόγια και αφού διδαχθήκαμε με τα μάτια μας, ας φανερώσουμε τέτοια ζωή, ώστε ν’ αρπαχθούμε στα σύννεφα και να ζούμε πάντοτε μαζί του, αφού θα σωθούμε με τη χάρη του, και θα χαιρόμαστε τα μελλοντικά αγαθά, τα οποία μακάρι όλοι μας να αξιωθούμε με την αγάπη του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας, ο οποίος, μαζί με τον Πατέρα και το άγιο Πνεύμα, ας έχει δόξα, δύναμη, τιμή, προσκύνηση, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Έργα, τόμος πρώτος: Ηθικά και Κοινωνικά, εισαγωγή-μετάφρασις-σχόλια Κ. Λουκάκης, εκδόσεις «Ο Λόγος», Αθήνα, 1967