Menu Close

Το Υπερευλογημένον Σάββατον

Στην ακολουθία του Επιταφίου, όπου ψάλλεται ο όρθρος του Μεγάλου Σαββάτου, ακούσαμε το εξής υπόμνημα: «τῷ ἁγιῳ καὶ Μεγάλω Σαββάτω τὴν θεόσωμον ταφὴν τοῦ Κύριου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ τὴν εἰς Ἅδου κάθοδον ἐορταζομεν, δι᾿ ὧν τῆς φθορᾶς τὸ ἡμέτερον γένος ἀνακληθέν, πρὸς αἰώνιαν ζωὴν μεταβέβηκε». Τούτο το Σάββατο που ονομάζεται Μεγάλο, είναι το «ὑπερευλογημένον Σάββατον, ἐν ᾧ Χριστὸς ἀφυπνώσας, ἀναστήσεται τριήμερος». Και, όπως λέγει, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, «ὥσπερ ἡ Μεγάλη Ἑβδομὰς κεφάλαιον τῶν λοιπῶν ἑβδομάδων, οὕτω ταύτης κεφαλὴ τὸ Σάββατον τὸ Μέγα. Διὰ τοῦτο ἐν αὐτῇ πολλοὶ τὴν σπουδὴν ἐπιτείνουσι, καὶ οἱ μὲν τὴν νηστείαν αὔξουσιν, οἱ δὲ τᾶς ἀγρυπνίας τᾶς ἱερᾶς, οἱ δὲ ἐλεημοσύνην δαψιλεστέραν ἐργάζονται, τὴ περὶ τᾶς ἀγαθᾶς πράξεις σπουδὴ καὶ τὴ συντεταγμένη περὶ τὸν βίον εὐλάβεια, τὸ μέγεθος τῆς εὐεργεσίας τῆς εἰς ἠμᾶς γεγενημένης παρὰ τοῦ Θεοῦ μαρτυροῦντες». Και εξηγούνται ποιητικότατα, στην υμνογραφία της ημέρας, πολλοί από τους λόγους, για τους οποίους το Σάββατον είναι «υπερευλογημένο». Ένα από τα τροπάρια της δ΄ ωδής του κανόνος του Μεγάλου Σαββάτου, λέγει τα εξής: «Ἑβδόμην σήμερον ἠγίασας, ἢν ηὐλόγησας πρίν, καταπαύσει τῶν ἔργων· παράγεις γὰρ τὰ σύμπαντα, καὶ καινοποιεῖς, σαββατίζων Σωτήρ μου, ὡς παντοδύναμος». Δηλαδή: Ὤ, Σωτήρ μου γλυκύτατε! Σὺ τὴν ἑβδόμην ἡμέραν, ἤτοι τὸ Σάββατον, προτύτερα μὲν εὐλόγησες μὲ τὴν κατάπαυση ὅλων τῶν ἔργων σου, τὸν καιρὸ τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου· τώρα δὲ αὐτὴν τὴν ἴδια μέρα τὴν ἁγίασες, ἐπειδὴ σαββατίζεις μέσα στὸν τάφο καὶ ἀναπαύεσαι σωματικῶς. Πλήν, μολονότι σαββατίζεις σωματικῶς, πνευματικῶς ὅμως καὶ μυστικῶς παράγεις ὅλη τὴν Κτίση καὶ καινοποιεῖς, καὶ πάλιν ἀποκτᾶς αὐτὴν ἐκ τῆς φθορᾶς εἰς τὴν ἀφθαρσίαν, καὶ «ἐκ τοῦ κακῶς εἶναι εἰς τὸ καλῶς εἶναι ἀνακαλούμενος. Διότι τὸ Σάββατον εἶναι, τέλος μὲν πραγματικόν της πρώτης γενέσεως τῶν ὄντων, ἀρχὴ δὲ μυστικὴ καὶ νοητή της δευτέρας ἀναγεννήσεως καὶ καινοποιήσεως τῶν ὄντων». Πρέπει, όμως, να υπενθυμίσουμε εδώ την βαθύτατη γνώμη του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, κατά την οποίαν την εβδόμην ημέραν «ἔμελλε νὰ ἑτοιμασθῆ ὁ ἀνακαινισμὸς τῆς παλαιωθείσης φύσεως καὶ διὰ τοῦτο ταύτην μόνην της εὐλογίας ἠξίωσεν ὁ Θεός. Ἀλλὰ τοῦτο, ἤτοι ὁ ἀνακαινισμὸς τῆς Κτίσεως, παρεσκευάσθη μὲν ἐν ἀδήλῳ κατὰ τὴν ἑβδόμην, δηλαδὴ κατὰ τὸ Σάββατον, ἀνεφάνη δὲ καὶ καθαρῶς ἐτελέσθη τὸ πᾶν, καὶ τοῦ σώματος ἀνακληθέντος πρὸς ἀφθαρσίαν, κατὰ τὴν ὀγδόην, διὰ τῆς δεσποτικῆς ἀναστάσεως· διὸ καὶ Κυριακὴ παρ’ ἠμῶν αὔτη φερωνύμως κατονομάζεται. Οὐκοῦν, ὅσα ἂν τὶς εἶποι τὴν ἑβδόμην σεμνύνων, ἐπὶ τὴν ὀγδόην ταῦτα μετὰ προσθήκης ἀνάγεται· αὔτη γὰρ ἐκείνης ἐστὶν ἡ τελείωσις».

Υπερευλογημένον Σάββατον

Όλη η υμνογραφία του Μεγάλου Σαββάτου, από τον κατανυκτικότατο κανόνα «Κύματι θαλάσσης» και τα γλυκύτατα εγκώμια, που όλοι σιγοψάλλουμε κοντά στους ψάλτες και στους αυτοσχέδιους παιδικούς χορούς, που κάνουν μερικές φορές το μοιρολόγι της Παναγίας να γίνεται θρηνητικό τραγούδι των αγγέλων, μέχρι τα στιχηρά των Αίνων («Σήμερον συνέχει τάφος, τὸν συνεχόντα παλάμῃ τὴν κτίσην», «Τί τὸ ὀρώμενον θέαμα, τὶς ἡ παροῦσα κατάπαυσις;», «Δεῦτε ἴδωμεν τὴν ζωὴν ἠμῶν ἐν τάφῳ κειμένην, ἴνα τοὺς ἐν τάφοις κειμένους ζωοποιήσῃ» κ.λπ.) όλα τα τροπάρια είναι ένα κράμα από σταυρώσιμη λύπη και αναστάσιμη χαρά. Αυτή είναι η μεγάλη σοφία και η δόξα της Ορθοδοξίας, που βλέπει την μεν Ανάσταση διά μέσου της Σταυρώσεως, την δε Σταύρωση υπό τις φωτεινές ανταύγειες πάντοτε του όρθρου της Αναστάσεως.

Εκείνο όμως το τροπάριο, που μας δίνει μέσα σε λίγους στίχους όλο το νόημα της ημέρας του Μεγάλου Σαββάτου, είναι το β΄ από την α΄ ωδή, και που ανήκει στον ποιητικόν κάλαμο του ιερού υμνογράφου Μάρκου: «Κύριε Θεέ μου, ἐξόδιον ὕμνον καὶ ἐπιτάφιον ὠδὴν σοὶ ἄσομαι, τῷ τὴ ταφή σου ζωῆς μοί, τᾶς εἰσόδους διανοίξαντι, καὶ θανάτω θάνατον, καὶ ἄδην θανατώσαντι». Πρέπει να μεταφερθούμε νοερά, στις άγιες εκείνες μέρες. Έχει περάσει η Μεγάλη Παρασκευή. Η γη δεν ταράζεται πια, και δε συγκλονίζεται· δε σκίζονται οι πέτρες· δε γκρεμίζονται τα δένδρα και τα κτίσματα· δε σκίζεται τρομαγμένο το καταπέτασμα. Μια σιωπή γαλήνια απλώνεται σ’ όλη τη γη. «Σιωπή πολλή, διατὶ ὁ Βασιλεὺς κοιμᾶται, καὶ ἡ γῆ ἐφοβήθη καὶ ἐσιώπησε. Διατὶ ὁ Θεὸς ἐν σαρκὶ ἀπέθανε, καὶ ὁ ἅδης ἀποκάτω ἐπικράνθη». Πάνω στη γη είχε μείνει ο σιγαλός θρήνος, ο εξόδιος, των μαθητών που αγάπησαν τον Διδάσκαλο. Η Παναγία Μητέρα, κλαίει το Μονογενή της. Και η κουστωδία των Εβραίων φυλάγει τον τάφο. Ο Χριστός, όμως, που σωματικά βρισκότανε στον τάφο από τη Μεγ. Παρασκευή το βράδυ, κατεβαίνει ψυχικά στον Άδη. Εκεί σπάζει τις φυλακές των νεκρών, κ’ ελευθερώνει τους προπάτορας και όλους τους νεκρούς. Από τώρα και πέρα, ο θάνατος του Αθανάτου, παίρνει το δικαίωμα που είχε ο Άδης να κρατάει τις ψυχές των δικαίων. Ο ύπνος του Χριστού έφερε το ξύπνημα των δικαίων, που βρίσκονταν χωμένοι στα σκοτάδια του Άδη. Η παμφάγος κοιλία του Άδη, αρχίζει ν’ αδειάζει. Η κυριαρχία του λιγοστεύει αφάνταστα, αφού «τὰ κλεῖθρά του διεσπάραξε» ο ταφείς Ιησούς. Και γι’ αυτό ο ιερός υμνογράφος ξεσπά, μέσα στη χαρμολύπη του και το χαροποιόν πένθος του, σ’ έναν ύμνο, που είναι και επιτάφιος και αναστάσιμος. Επιτάφιος για το Χριστό, και αναστάσιμος για τους ανθρώπους: «ἐξόδιον ὕμνον καὶ ἐπιτάφιον, ὠδὴν σοὶ ἄσομαι, τῷ τὴ ταφή σου ζωῆς μοί, τᾶς εἰσόδους διανοίξαντι…». Ω, Κύριε και Θεέ μου! Θέλω να ψάλω έναν επιθανάτιο και επιτάφιον ύμνο σ’ εσένα, Θεέ μου, που με την ταφή σου και την έξοδό σου από την κάτω ζωή, εχάρισες σε μένα την άνω ζωή· και που με το θάνατό σου, όχι μονάχα μου άνοιξες τις πύλες του ουράνιου Παραδείσου, αλλά και εθανάτωσες πλέον τον θάνατον και εξουθένωσες τη νίκη του και το «κέντρον» του.

***

Στον καιρό της τουρκοκρατίας, όταν το ελληνικό Γένος ήτανε σε σκλαβιά και σε δουλεία βαρύτατη, που έμοιαζε σα να ήταν όπως ο Χριστός στο σταυρό και στη νέκρα του τάφου, οι διδάσκαλοι και οι φλογεροί ιεροκήρυκες του δούλου γένους, ομιλούσαν συχνά για την ταφή του Χριστού. Πολλοί μετέφραζαν μάλιστα, στην κατανυκτική γλώσσα της εποχής, λόγους των αγίων Πατέρων και τους έδιναν στον πονεμένο λαό: πρώτα για το Πάθος, και ύστερα λόγους θείας και εξ ύψους παρηγορίας – της Αναστάσεως. Ο Ιωάννης Αβράμιος, λοιπόν, στις αρχές του δεκάτου ογδόου αιώνος, μετέφρασε ένα λόγο του αγίου Επιφανίου «εἰς τὴν Ταφήν τοῦ Κυρίου». Ιδού ένα απόσπασμα απ’ αυτόν το λόγο: «Ὁ Θεὸς ἐκοιμήθη ὀλίγον, καὶ ἐκείνους ὅπου τὸν αἰώνα ἐκατοικοῦσαν εἰς τὸν ἅδη, ὡσὰν νὰ ἐκοιμόνταν τοὺς ἀσήκωσε. Ποῦ εἶναι τώρα αἱ ταραχαὶ καὶ αἱ φωναὶ ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ, ὢ παράνομοι; Ποῦ εἶναι οἱ ὄχλοι καὶ αἱ στάσεις καὶ αἱ τάξεις καὶ τὰ κοντάρια τῶν στρατιωτῶν; Ποῦ οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ κριτάδες οἱ ἄξιοι κατακρίσεως; Ποῦ εἶναι οἱ λαμπάδες καὶ τὰ μαχαίρια καὶ τὰ ἄτακτα μουρμουρίσματα; Ποῦ εἶναι οἱ λαοὶ καὶ τὸ φρύαγμα, καὶ τὰ ὑπερηφανεύματα; Ποῦ ἡ κουστωδία ἡ ἄσεμνος καὶ ἀκάθαρτος; Ἀληθινά, οἱ λαοὶ ἐμελέτησαν μάταια καὶ οὐδετιποτένια, ἀλλ’ ἐπειδὴ καὶ αὐτοὶ τέτοιας λογῆς ἐσκόνταψαν εἰς τὸν ἀκρογωνιαῖο λίθο, τὸν Χριστό, ἐσυντρίφθησαν. Ἐσκόνταψαν στὴ στερεὰ πέτρα ἀλλὰ τὰ κύματα τῶν ἀφρὸς ἔγιναν. Ἐσκόνταψαν στὸ ἀνίκητο ἀμόνι, ἀλλὰ αὐτοὶ ἐκατατζακίσθησαν. Ἐψήλωσαν τὴν πέτρα ἐπάνω εἰς τὸ ξύλο, ἀλλὰ αὐτὴ ἔστοντας καὶ νὰ ἐκατέβη, τοὺς ἐθανάτωσε. Ἐδέσανε τὸν Μέγα Σαμψῶν, τὸν Χριστό, ἀλλὰ αὐτὸς ἔστοντας καὶ νὰ λύση τὰ ἀπὸ τὸν αἰώνα δεσίματα, ἐχάλασε τοὺς ἀλλοφύλους καὶ παρανόμους. Ἔδυσεν ὁ Θεός, ὁ ἥλιος ὑποκάτω τῆς γῆς καὶ σκότος ὁλονύκτιο τοὶς Ἰουδαίοις ἐποίησε. Τὴν σήμερον, σωτηρία καὶ ἐλευθερία στὸν κόσμο γίνεται, εἰς ὅσον ἠμπορεῖ νὰ φανῆ καὶ δὲν ἠμπορεῖ νὰ κοιταχθῆ. Διπλὴ τὴν σήμερον εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Δεσπότου· διπλὴ εἶναι ἡ οἰκονομία, ἤγουν ἡ καλὴ καὶ χρηστὴ κυβέρνησις· διπλὴ ἡ φιλανθρωπία, ἤγουν ἡ φιλία καὶ ἡ ἀγάπη στους ἀνθρώπους. Διπλὴ ἡ κατάβασις, ἀντάμα καὶ ἡ συγκατάβασις. Δυὸ λογιῶν εἶναι ἡ ἐπίσκεψις καὶ ἡ προμήθεια πρὸς τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους: ἡ μία ἀπὸ τὸν οὐρανὸν εἰς τὴν γῆ, ἡ ἄλλη ἀπὸ τὴν γῆ ἀπὸ κάτω εἰς τὴν γῆ. Ὁ Θεὸς ἔρχεται σιμὰ καὶ αἳ θύραι τοῦ ἅδου ἀνοίγονται. Ἐκεῖνοι, ποὺ στὸ σκότος καὶ στὴ σκιὰ τοῦ θανάτου κάθεσθε, δεχθῆτε τὸ μεγαφῶς, Ἐκεῖνοι, ὀποῦ ἀπὸ τὸν αἰώνα κοιμάσθε, εὐφραίνεσθε. Ὁ Δεσπότης καὶ ὁ αὐθέντης, ἀντάμα μὲ τοὺς δουλευτάδες· ὁ Θεὸς καὶ Κύριος, ἀντάμα μὲ τοὺς νεκροὺς· ἡ ζωὴ μὲ τοὺς θνητοὺς ὁ ἄπταιστος μὲ τοὺς πταίστας. Τὸ φῶς ὀποῦ ποτὲ δὲν βασιλεύει καὶ δύνει, ἀντάμα μετ’ ἐκείνους, ὀποῦ κατοικούσιν εἰς τὸ σκότος, Ὁ ἐλευθερωτής, μὲ τοὺς σκλαβωμένους. Ἐκεῖνος, ὀποῦ εὑρίσκεται ἀπάνω ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, ἀντάμα μὲ ἐκείνους, ὀποῦ κατοικούσι εἰς τὰ κατώτατα μέρη συναναστρέφεται. Ὁ Χριστὸς ἐπάνω εἰς τὴ γῆ, καὶ ἐμεῖς ἐπιστεύσαμε». Εκείνος, που με τις αμαρτίες μας ξανασταυρώνεται και ενταφιάζεται, σήμερον έρχεται κοντά μας, έρχεται στο σπίτι μας, έρχεται μέσα μας, έρχεται στην ψυχή μας, βαθιά, να την αναγεννήσει και να την αναστήσει, αναπλάθοντάς την και αναγεννώντας την. Ας πάμε κ’ εμείς κοντά σ’ Εκείνον, για να γιορτάσουμε, μαζί με τη δική του και τη δική μας πνευματική ανάσταση.

Π.Β. Πάσχος, Έρως Ορθοδοξίας, εκδ. Ε΄ Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 2006.