Menu Close

Ο Μέγας Βασίλειος

Ο Μέγας Βασίλειος, για τον οποίο ο άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός είπε, πως είναι «ο σπουδαιότερος των ανθρώπων του αιώνος του», δεν έχει ανάγκη από λόγους πανηγυρικούς και τυπικές εξάρσεις απ’ τον άνθρωπο της εποχής μας, που δουλεύει σε χιλιοτριμμένες συμβατικότητες. Η μνήμη του δεν πρέπει να μας παρασέρνει στα συνηθισμένα εγκώμια, που δεν ωφελούν, ούτε οικοδομούν τον άνθρωπο με τα περίτεχνα κεντίδια και πλουμίδια φανταχτερών λέξεων και φράσεων. Θα ’ταν ίσως πολύ καλύτερο, η μνήμη του να μας δώσει αφορμή να γνωρίσουμε από πιο κοντά την αγία μορφή του και να σκύψουμε -αυτό είναι το σημαντικότερο απ’ όλα- στα άγια βιβλία της ζωής του και των συγγραμμάτων του, για να πλουτίσουμε τη ζωή μας με την ένθεη σοφία του και τα ορθόδοξα βιώματά του. Γιατί, όσο σκοτεινό και ολισθηρό είναι «τὸ τῶν λόγων ἔδαφος», τόσο καθαρή και λαμπερή μας δείχνεται η Αλήθεια, ο Θεός ο ίδιος, μέσα απ’ τα «πάγχρυσα στόματα τοῦ Λόγου», απ’ το βίο και την διδασκαλία των αγίων Πατέρων.

Μέγας Βασίλειος

***

Ο Μέγας Βασίλειος γεννήθηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, γύρω στα 330, από γονείς πλούσιους και ευπαίδευτους. Γονείς του, ο ρήτωρ Βασίλειος -πολλά παιδιά τότε συνήθιζαν να παίρνουν τ’ όνομα του πατέρα τους- και η σεμνή Εμμέλεια. Οι ρίζες του οικογενειακού του δέντρου ήταν θρεμμένες από μια χριστιανική παράδοση πλούσια, μια παράδοση αγίων και μαρτύρων. Την ίδια παράδοση θα συνεχίσει κι ο Μ. Βασίλειος με τ’ αδέλφια του, όταν θα το ζητήσει ο Θεός κ’ η Εκκλησία του: η μητέρα του Εμμέλεια θα μονάσει, καθώς κ’ η αδελφή του Μακρίνα. Το ίδιο κι ο Ναυκράτιος, που θα πεθάνει πρόωρα. Ο Γρηγόριος κι ο Πέτρος, που μονάζουν, θα επιστρατευτούν απ’ την Εκκλησία· ο πρώτος για να γίνει Επίσκοπος Νύσσης, κι ο δεύτερος Σεβαστείας.

Από τα μικρά του χρόνια ο Μ. Βασίλειος, φαίνεται πως είχε καχεκτική κράση και πολύ εύθραυστη υγεία, γιατί κινδύνεψε αρκετές φορές. Ωστόσο, αυτό δεν μπόρεσε να τον εμποδίσει απ’ το να ταξιδέψει, ύστερ’ απ’ την Καισάρεια, στις φημισμένες σχολές της Κωνσταντινουπόλεως και των Αθηνών, για να σπουδάσει. Είχε πολύ μεγάλη δίψα για μάθηση. Στην Κωνσταντινούπολη γνώρισε και μαθήτευσε στον περιβόητο Λιβάνιο, όπου αργότερα θα μαθητεύσει κι ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Στην Αθήνα, παρ’ όλη την παρακμή των γραμμάτων την εποχή εκείνη, έμεινε γύρω στα τέσσερα χρόνια, τρυγώντας σαν τη μέλισσα το γλυκό μέλι μονάχα, απ’ τα ποικιλώνυμα άνθη της ελληνικής φιλοσοφίας κ’ επιστήμης. Ο άγιος Γρηγόριος μας λέει, στον Επιτάφιο που έκαμε στον Μέγα βασίλειο, πως εκτός απ’ τη φιλοσοφία και τη ρητορική σπούδασε στην Αθήνα και επιστήμες άλλες, όπως αστρονομία, μαθηματικά και ιατρική.

Το περιβάλλον των νέων που σπούδαζαν τότε στην Αθήνα εξαντλούσε τα ενδιαφέροντά του στην εύκολη διασκέδαση, στη διαφθορά και στην ακολασία. Ο αδαμάντινος χαρακτήρας του πονούσε για το κατάντημα των φοιτητών, αλλά στην ηδονική ζωή της παχυδερμίας τους δεν μπορούσαν ν’ ακούσουν συμβουλές από κανέναν – όπως και πολλοί από τον σημερινό φοιτητικό κόσμο, που σπαταλούν τις περιουσίες των φτωχών γονέων τους, σε σκοπούς ξένους προς τις πραγματικές σπουδές τους. Και θα ’φευγε ασφαλώς ο Μέγας Βασίλειος νωρίς απ’ την Αθήνα, αν δεν τύχαινε να γνωρίσει ένα συμμαθητή και συμπατριώτη του, τον άγιο Γρηγόριο το Ναζιανζηνό, με τον οποίο συνδέθηκε με αδελφική αληθινά φιλία. Αργότερα, όταν πέθανε ο Βασίλειος, ο Γρηγόριος θα γράψει στον Επιτάφιό του γι’ αυτή τη χρυσή φιλία, για τα χρόνια που σπούδαζαν μαζί στην Αθήνα: «δεν ξέραμε παρά μονάχα δύο δρόμους: εκείνον που μας οδηγούσε στη σχολή, κ’ εκείνον που μας έφερνε στην εκκλησία… Ήμασταν μια ψυχή σε δύο σώματα. Και στην πρόοδό μας δεν ζηλεύαμε ο ένας τον άλλον. Ο ένας έδινε πάντα την πρώτη θέση στον άλλο. Κ’ είχαμε για κοινό σκοπό την αρετή». Εδώ στην Αθήνα γνώρισαν και τον πρίγκιπα Ιουλιανό τον Παραβάτη, που αργότερα θα γίνει Αυτοκράτωρ και διώκτης των χριστιανών.

Εγκαταλείποντας την Αθήνα, επιστρέφει στην Καισάρεια, όπου διδάσκει με επιτυχία τη ρητορική. Όμως παρ’ όλες τις επιτυχίες, η τέχνη αυτή δεν τον ικανοποιούσε εσωτερικά. «Καταλάβαινε, πως όλη εκείνη η εξέλιξη που του χαμογελούσε, δεν ήτανε παρά λάσπη και καπνός. Τι λοιπόν; Θα έμενε ένας πραγματευτής λέξεων, ένας ταχυδακτυλουργός φράσεων; Αυτή η ωραία ψυχή, αυτή η αστραφτερή διάνοια, αυτή η ευαίσθητη και θεόπαθη καρδιά, θα υποδουλωνότανε σε χωμάτινες επιδιώξεις;» (Β. Πέντζας, «Κιβωτός», τ. Α΄ σελ. 10). Κι αποφασίζει ν’ ασπαστεί το μοναχικό βίο με τα ουράνια ιδανικά. Ταξιδεύει στα μεγάλα κέντρα του μοναχισμού (Αίγυπτο, Παλαιστίνη, Συρία, Μεσοποταμία), για να γνωρίσει τους τρόπους της μοναχικής πολιτείας. Γυρνώντας πάλι στην Καισάρεια, αποτραβιέται σ’ έναν έρημο τόπο του Πόντου, όπου έγινε μοναχός κι ασκήτεψε σκληρά πέντε ολόκληρα χρόνια. Εκεί στην έρημο, μακριά απ’ τις φωνές και τις ζητωκραυγές του κόσμου, και κοντά στη μυστική φωνή και παρουσία του Θεού, ωρίμασε ο θείος έρωτας του Βασιλείου, για να γράψει αργότερα: «θείου κάλλους τί ὑπάρχει ἐρασμιώτερον;» Οπλισμένος με αγιότητα βίου και ορθοδοξία δόγματος, ο μοναχός Βασίλειος προσκαλείται απ’ την Εκκλησία να προσφέρει τον εαυτόν του στον αγώνα και τη διακονία της. Η ώρα ήταν κρίσιμη. Οι αρειανοί, με τις πιέσεις των φίλων τους αρχόντων και αυτοκρατόρων, πολεμούσαν επίμονα και διαβολικά την Ορθόδοξη Εκκλησία. Τότε ο Βασίλειος χειροτονείται διάκονος και πρεσβύτερος, απ’ τον Καισαρείας Ευσέβιο, τον οποίο σε λίγο θα διαδεχθεί στο θρόνο.

***

Ότι να πει και να γράψει κανείς για τους αγώνες του Μεγάλου Βασιλείου με τους εχθρούς της Εκκλησίας, τους αιρετικούς -ιδιαίτερα τους οπαδούς του Αρειανισμού- δεν θα μπορέσει να ζωγραφίσει το θάρρος, την τόλμη, το ζήλο, την αυτοθυσία, την αδαμάντινη και ακατανίκητη αγωνιστικότητά του. Έμεινε παροιμιώδης η απάντηση που έδωκε στον Έπαρχο Μόδεστο, όταν εκείνος, κατ’ εντολή του Ουάλεντος, επίεζε τον άγιο να υποχωρήσει στα δογματικά, για να ησυχάσει τάχατες η Εκκλησία. Στη θαρραλέα και κοφτερήν άρνηση του Αγίου ο Μόδεστος ταράχτηκε και του λέγει, πως κανείς επίσκοπος δεν του μίλησε ποτέ έτσι. Τότε ο Άγιος του απαντά: «γιατί δεν βρήκες, φαίνεται, στο δρόμο σου αληθινό επίσκοπο»! (Να μια απάντηση, που πρέπει να διδάσκει πολλά πάντοτε τους ποιμένες της Εκκλησίας μας). Ο Μόδεστος, βέβαια, δεν υποχωρεί. Δοκιμάζει με τις απειλές των μαρτυρίων να λυγίσει τον Άγιο, που, απτόητος, του απαντά μ’ αυτά τα λόγια: «Πῦρ καὶ ξίφος καὶ θῆρες καὶ οἱ τὰς σάρκας τέμνοντες ὄνυχες, τρυφὴ μᾶλλον ἡμῖν εἰσιν ἤ κατάπληξις. Πρὸς τοῦτο ὕβριζε, ἀπείλει, ποίει πᾶν ὅ,τι οὖν ἄν ᾖ βουλομένῳ σοι, τῆς ἐξουσίας ἀπόλαυε. Ἀκουέτω τοῦτο καὶ βασιλεύς, ὡς ἡμᾶς γε οὐχ αἱρήσεις, οὐδέ πείσεις συνθέσθαι τῇ ἀσεβείᾳ κἄν ἀπειλῇς χαλεπώτερα». Το ίδιο θάρρος έδειξε και προς τον ίδιο τον αυτοκράτορα, που νικήθηκε μπρος στη φλογερή πίστη και στην ορθοδοξία του Μεγάλου Βασιλείου.

Ο Μέγας Βασίλειος δεν έβλεπε μόνο τις πνευματικές ανάγκες του ποιμνίου του. Η φτωχολογιά ήταν η πρώτη και η παντοτινή φροντίδα του. Η καρδιά του πονούσε στον πόνο του φτωχού, του αρρώστου, του ορφανού, της χήρας, των γερόντων, των αποκλήρων. Αυτός ο πόνος του για την πάσχουσα φτωχολογιά, έδωκε την περίφημη «Βασιλειάδα», όπου εύρισκε κανείς πλούσια την αγάπη και τη φιλανθρωπία, μέσα σε πτωχοκομεία, νοσηλευτήρια, ξενώνες, γηροκομεία, ορφανοτροφεία, κι ο,τι άλλο χρειάζεται για ν’ ανακουφισθεί ο πόνος του ανθρώπου.

Όμως, πριν ακόμα κλείσει τα πενήντα του χρόνια, ο Κύριος τον κάλεσε κοντά του. Άρρωστος βαριά ο Άγιος, ετοιμάζεται για το ταξίδι, που θα τον φέρει κοντά στον μεγάλο Ποθούμενο. Κι ο κόσμος να μαζεύεται γύρω απ’ την Επισκοπή, να μην πάει να φάει, ούτε να εργαστεί, μήτε να κοιμηθεί, για να παρακολουθεί με αγωνία την αρρώστια του μεγάλου και στοργικού πατέρα. Αγωνία και προσευχή, συνέχεια, οι πάντες. Η λειτουργία του όμως στη γη τελείωσε, και κλείνοντας τα μάτια του σώματος, αφήνει αυτή τη λειτουργική φράση να ξεφύγει από τ’ αγιασμένα χείλη του: «Πάτερ, εἰς χεῖράς Σου παραθήσομαι τὸ πνεῦμά μου»! Ήταν τόση η θλίψη του λαού και τόσο γενικό το πένθος και η συρροή πλήθους στην κηδεία του, που -όπως αναφέρει ο άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός- πολλοί άνθρωποι πέθαναν «ἐκ τῆς τοῦ ὠθισμοῦ βίας καὶ συγκλονήσεως»! Έτσι, με τα δάκρυα όλων των λογικών προβάτων, που με τόση στοργή εποίμανε, ο Μέγας Βασίλειος έφυγε την 1η Ιανουαρίου του 379, για την άνω Ιερουσαλήμ.

***

Ο Μέγας Βασίλειος είναι ένας τύπος ολοκληρωμένου ανθρώπου, με ύψος θεωρίας και με θαυμαστή κατόρθωση πράξεως. Είναι «ο εκκλησιαστικός ρήτορας, ο δογματικός και πολεμικός θεολόγος, άφθαστος ερμηνευτής της θείας Γραφής, ο μεγάλος παιδαγωγός και διδάσκαλος της ευσεβείας, ο διοργανωτής της εκκλησιαστικής τάξεως και τελετουργίας, ο εκκλησιαστικός ποιμένας και ο κοινωνικός εργάτης» (Μητροπολ. Σερβιών και Κοζάνης Διονυσίου, Μαρτυρία Ιησού Χριστού, σελ. 215). Ο βίος του είναι ένα πραγματικό θαύμα: το συνταίριασμα πράξεως και θεωρίας, σε βαθμό πρωτοφανή στα χρονικά της Εκκλησίας. Κ’ επειδή ο σύγχρονος εκκλησιαστικός κοινωνισμός και σαμαρειτισμός έχει τονίσει αρκετά το στοιχείο της πράξεως στη ζωή του Μεγάλου Βασιλείου, και, επηρεασμένος απ’ τη «Βασιλειάδα», παραβλέπει τον θεωρητικό και μυστικό διδάσκαλο, είναι πρέπον να σημειώσουμε λίγες γραμμές σ’ αυτή την αδικημένη πλευρά του.

Στη χρυσή σειρά των βιβλίων του Αγίου, βρίσκουμε συχνά να γίνεται λόγος για το κάλλος και την καθαρότητα της ψυχής. «Ψυχῆς τὸ κάλλος ἀσφαλῶς φρουρητέον· τοῦτο ζητήσει ὁ Θεός» -ξεχωρίζει αμέσως ο χριστιανικός λόγος απ’ τον πλατωνίζοντα. Αλλά της ψυχής το κάλλος το γεννά η καθαρότης, και την καθαρότητα της ψυχής η ησυχία· «ἡσυχία ἐστὶν ἀρχὴ καθάρσεως τῆς ψυχῆς». Αυτή η καθαρότητα της καρδιάς από την αμαρτία του κόσμου, μας επιτρέπει να κατανοούμε ορθά και τα δόγματα. «Ὅταν εὕρῃ ὁ Θεὸς καθαρὰν τὴν καρδίαν ἀπὸ πάντων τῶν κοσμικῶν πραγμάτων καὶ μαθημάτων, τότε ὡς πτυχίον ἄγραφον γράφει τὰ ἑαυτοῦ δόγματα». Και για να αποφύγει κανείς τα «κοσμικά πράγματα καὶ μαθήματα», δεν αρκεί να γίνει αναχωρητής· γιατί, «κόσμου ἀναχώρησις οὐ τὸ ἔξω αὐτοῦ γενέσθαι σωματικῶς, ἀλλὰ τῆς πρὸς τὸ σῶμα συμπαθείας τῆν ψυχὴν ἀπορρῆξαι». Ν’ αφήσει και τον έσχατον κοδράντην απ’ τις φιλάργυρες αναμνήσεις του κόσμου. Έτσι, στον συγκλητικό που μοίρασε την περιουσία του για να γίνει μοναχός, αλλά κράτησε λίγα χρήματα για ώρ’ ανάγκης, είπε αυτόν τον φοβερό λόγο: «καὶ τὸν συγκλητικὸν ἀπώλεσας καὶ μοναχὸν οὐκ ἐποίησας». Ακόμα, θέλει ν’ αποφύγει, όχι απλώς τη σαρκική επαφή με τη γυναίκα, αλλά και την συνάντηση από μνήμης ή επιθυμίας. Έμεινε επιγραμματικός ο λόγος του: «καὶ γυναῖκα ἀγνοῶ, καὶ παρθένος οὐκ εἰμί». Για τον Μέγα Βασίλειο η παρθενία πάει πιο πέρα απ’ τη σωματική επαφή με τη γυναικεία σάρκα: είναι η αγιότης και η καθαρότης της ψυχής, που γεννιέται απ’ το φόβο του Θεού και την αληθινή ταπεινοφροσύνη της καρδιάς.

***

Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, αναφέρει για το βίο του μεγάλου Βασιλείου, πως ενώ προσευχόταν μέσα στην ησυχία της προχωρημένης νύχτας «ἔλλαμψις αὐτῶ φωτὸς γίνεται· ἄϋλον δέ τι τὸ φῶς ἐκεῖνο, θείᾳ δυνάμει καταφωτίζον τὸ οἴκημα, ὑπ᾿ οὐδενὸς πράγματος ὑλικοῦ ἐξαπτόμενον». Εδώ θα στηριχθούν αργότερα οι μυστικοί του ησυχασμού, για ν’ αναπτύξουν τη θεωρία για τον άκτιστον φως. φυσικά, δεν πρέπει να νοήσει στο φως αυτό κανείς την ουσία, αλλά την ενέργεια του Θεού – αλλιώς, σαν άλλος Βαρλαάμ, θα πέσει σε αίρεση. Και γνωρίζουμε τι σάλο προκάλεσαν στην Εκκλησία οι ησυχαστικές έριδες του ιδ΄ αιώνος. Ο Μ. Βασίλειος το ξεκαθαρίζει πολύ ωραία το θέμα αυτό: «αἱ μὲν ἐνέργειαι τοῦ Θεοῦ πρὸς ἡμᾶς καταβαίνουσιν, ἡ δὲ οὐσία αὐτοῦ μένει ἀπρόσιτος». Αυτή η κάθοδος του ακτίστου φωτός στο Μ. Βασίλειο, προϋποθέτει μια μεγάλη ησυχαστική άσκηση και προπαιδεία. Με τα μάτια του ξηρού επιστήμονος γραμματολόγιου, δεν διακρίνεται αυτή η άσκηση. Το πολύ να διακρίνει κανείς την ομορφιά και την εξωτερικήν ησυχία του τοπίου, όπου εμόνασεν ο Μ. Βασίλειος. Όμως, υπάρχουν σημεία στο έργο του, όπου εκφράζονται τα μυστικά βιώματα του Αγίου σαφέστατα. Όταν μιλεί για τον έρωτα της ευσεβείας, που κυριεύει την ψυχή, προχωρεί μ’ αυτά τα λόγια: «Τί τοῦ θείου κάλλους θαυμασιώτερον; Τίς εννοια τῆς τοῦ Θεοῦ μεγαλοπρεπείας χαριεστέρα; ποῖος πόθος ψυχῆς, οὕτω δριμὺς καὶ ἀφόρητος, ὡς ἀπὸ Θεοῦ ἐγγινόμενος τῇ ἀπὸ πάσης κακίας κεκαθαρμένῃ ψυχῃ καὶ ἀπὸ ἀληθινῆς διαθέσεως λεγούσῃ: “τετρωμένη ἀγάπης ἐγώ εἰμι;” (ᾎσμα ᾈσμ. β΄ 5)». Αυτά τα μυστήρια ακατανόητα για τους πολλούς. Και δεν γίνεται κι αλλιώς· γιατί, πώς θα καταλάβει κανείς το μυστήριο του ακτίστου φωτός ή της θεώσεως, όταν είναι βουτηγμένος από τα νύχια ως την κορφή στην αμαρτία; Θα νομίζει μάλιστα, πως τα ’χει όλα και δεν του λείπει τίποτε: «ἐὰν γὰρ οὐ γεύσηταί τις τῆς γνώσεως, οὐκ οἶδε πόσων ὑστερεῖται». Κ’ ενώ οι αμαρτωλές ψυχές είναι βουτηγμένες στο αμαρτωλό σκοτάδι και σκορπίζουν γύρω τους πάλι αμαρτία και σκότος, «αἱ πνευματοφόροι ψυχαί, ἐλλαμφθεῖσαι παρὰ τοῦ Πνεύματος, αὐταί τε ἀποτελοῦνται πνευματικαὶ καὶ εἰς ἑτέρους τὴν χάριν ἐξαποστέλλουσιν». Πρέπει εδώ να σημειώσουμε, πως η έννοια της θεώσεως ορίζεται αριστουργηματικά από τον Μ. Βασίλειον: ο άνθρωπος γίνεται Θεός κατά την ομοιότητα του ιδιώματος (της αρετής), όχι κατά την ομοιότητα ή ταυτότητα της ουσίας. (Βλ. Β. Τατάκη, Η συμβολή της Καππαδοκίας στη χριστιανική σκέψη, σελ. 87, σημ. 5). Η πορεία του νου του μυστικού προς τη θέωση, διαγράφεται με το γνωστό ρητό του Μ. Βασιλείου, που χρησιμοποιούν συχνά οι μυστικοί Πατέρες της «Φιλοκαλίας»: «νοῦς μὴ σκεδαννύμενος ἐπὶ τὰ ἔξω, μηδὲ ὑπὸ τῶν αἰσθητηρίων ἐπὶ τὸν κόσμον διαχεόμενος, ἐπάνεισι πρὸς ἑαυτόν, δι᾿ ἑαυτοῦ δὲ πρὸς τὴν τοῦ Θεοῦ ἔννοιαν ἀναβαίνει· κἀκείνῳ τῶ κάλλει περιλαμπόμενος͵ καὶ αὐτῆς τῆς φύσεως λήθην λαμβάνει· μήτε πρὸς τροφῆς φροντίδα͵ μήτε πρὸς περιβολαίων μέριμναν τὴν ψυχὴν καθελκόμενος, ἀλλὰ σχολὴν ἀπὸ τῶν γηίνων φροντίδων ἄγων͵ τὴν πᾶσαν ἑαυτοῦ σπουδὴν ἐπὶ τὴν κτῆσιν τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν μετατίθησι». Έτσι ξεπερνά ο μυστικός το κάλλος των φαινομένων και φθάνει στην ανώτερη, την εποπτική θεολογία, όπως λέγει σε άλλο σημείο ο Μ. Βασίλειος: «Ἐπειδάν τις θεωρητικῶς τὸ ἐν τοῖς φαινομένοις κάλλος ὑπερβάς, αὐτῷ παραστῇ τῷ Θεῷ, οὗ ἡ θέα μόναις ταῖς καθαραῖς καρδίαις ἐμφαίνεσθαι πέφυκεν, τότε ἐπὶ τὰ τῆς θεολογίας ἀνώτερα προκόψας καὶ ἐποπτικὸς γενέσθαι δύναται». Αλλά θα χρειαζότανε πολύς χρόνος και τόπος αρμοδιότερος, για να αναπτύξουμε αυτές τις θέσεις του Μ. Βασιλέιου σε πλάτος και σε βάθος.

***

Ασφαλώς πολλοί θα περιμένουν να μιλήσουμε και για το θέμα των σχέσεων της χριστιανικής με την ελληνική παιδεία, όπως φαίνεται στο έργο του Μ. Βασιλείου, και ειδικότερα στο δοκίμιό του «πρὸς τοῦς νέους, ὅπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων». Επιτρέπει -με δυο λόγια- να χρησιμοποιούμε τους θύραθεν, αλλά να παίρνουμε απ’ αυτούς, όπως οι μέλισσες, μονάχα ότι είναι χρήσιμο. Εδώ είναι κάπως επιεικής, γιατί είναι ο παιδαγωγός που απευθύνεται προς τους νέου και πρέπει με τον τρόπο του να τους κερδίσει. Σε άλλο σημείο όμως, δε θα διστάσει να πει για το θέμα της θύραθεν παιδείας: «εδαπάνησα πολύ χρόνο της ζωής μου στην ματαιότητα· ξόδεψα όλη σχεδόν τη νεότητά μου σε μάταιη εργασία, προσπαθώντας ν’ αφομοιώσω διδασκαλίες σοφίας, που ο Θεός την εμώρανε. Μια μέρα, όμως, ξύπνησα σαν από ύπνο βαθύ και έστρεψα τα μάτια προς το θαυμαστό φως της αλήθειας του Ευαγγελίου. Τότε είδα πόσο ανώφελη ήταν η σοφία των αρχόντων του κόσμου τούτου, που το βασίλειό τους παίρνει τέλος. Έκλαψα πολύ για την άθλια ζωή μου, και ευχόμουν να μου δοθεί χειραγωγία για την εισαγωγή μου στα δόγματα της ευσέβειας» (Β. Τατάκη, οπ.π., σελ. 91). Έτσι, το θέμα του να αρνείται ή να καταφάσκει τη θύραθεν παιδεία, το συσχετίζει με τη δημιουργία ουρανού στο τέρμα της τελειώσεως, της θεώσεως – πράγμα που αδυνατεί να κατορθώσει η θύραθεν παιδεία. Ενώ η σοφία του Ευαγγελίου, είναι μια συνεχής προετοιμασία του μέλλοντος αιώνος ἐν οὐρανῷ και ἐν παραδείσῳ: «ἐπὶ μακρότερον πρόϊμεν ταῖς ἐλπίσι, καὶ πρὸς ἑτέρου βίου παρασκευὴν ἅπαντα πράττομεν».

Π.Β. Πάσχος, Έρως Ορθοδοξίας, εκδ. Ε΄ Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 2006