Menu Close

Ο Ευαγγελισμός

Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου γιορτάζεται στον τόπο μας αντάμα μ’ έναν άλλο ευαγγελισμό: τον ευαγγελισμό της αναστάσεως και της ελευθερώσεως του Γένους από ’ναν βαρύτατο ζυγό δουλείας, που βάσταξε γύρω στα τετρακόσια χρόνια. Αυτό το δεύτερο σκέλος της γιορτής, το εθνικό, δίνει αφορμή σ’ ένα πλήθος από σύγχρονους «ρήτορας πολυφθόγγους», για να μιλήσουν και να γράψουν αυτές τις μέρες πολλά, τονίζοντας τον ψυχικό και το σωματικόν ηρωισμό των σκλαβωμένων πατεράδων μας, με τον οποίο η χάρη του Θεού τους ικάνωσε να κατακτήσουν την πνευματική και πολιτικήν ελευθερία του κ’ ελευθερία μας. Δεν είναι σκόπιμο λοιπόν ν’ ασχοληθούμε κ’ εμείς εδώ, με το ίδιο θέμα. Γι’ αυτό, θα πούμε λίγα λόγια (μόνο) για το θρησκευτικό μέρος της γιορτής, δηλαδή τον Ευαγγελισμό της Υπεραγίας Θεοτόκου.

Ο Ευαγγελισμός

O Ευαγγελισμός της Θεοτόκου είν’ ένα θαύμα, που μόνον ο πολύ πνευματικός, δηλ. ο πολύ πιστός άνθρωπος μπορεί να το νιώσει. Γι’ αυτό κι όταν ακούμε ή μιλούμε γι’ αυτό το θέμα, πρέπει να παρακαλούμε το Θεό να μας φωτίζει την καρδιά και τη διάνοια· ή να λέμε: «φώτισόν μου τὸ σκότος», όπως έλεγε στη συχνή προσευχή του ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, για να νιώθουμε τι μέγα Μυστήριον είναι ο Ευαγγελισμός, και πόσο μεγάλη σημασία έχει για την σωτηρία της ψυχής του κάθε χριστιανού. Και είναι μέγα θαύμα και Μυστήριο, γιατί ποτέ δεν ακούστηκε, ούτε έγινε, ούτε θα ξαναγίνει: μια Παρθένος-Μητέρα, και μια Παρθένος, με φύση και σάρκα ανθρώπινη, Μητέρα του ίδιου του Θεού!

***

Τα γεγονότα είναι γνωστά από το Ιερό Ευαγγέλιο. Σαν έφτασε το πλήρωμα του χρόνου, κι αποφάσισε ο Θεός να στείλει τον Μονογενή του, να σαρκωθεί και να σώσει τον άνθρωπο από τον όλεθρο και τη φθορά της αμαρτίας, έστειλε τον Αρχάγγελό του Γαβριήλ να χαιρετήσει την Αειπάρθενη, μνηστευμένη τότε με τον Ιωσήφ, σε μια πολίχνη της Γαλιλαίας, τη Ναζαρέτ: «Χαῖρε, Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ· εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξί»! Και μαζί με τον αρχαγγελικόν αυτό ασπασμό, ακούγει η Παρθένος και το χαρμόσυνο και σωτήριον άγγελμα: «Μὴ φοβοῦ Μαριάμ· εὗρες γὰρ χάριν παρὰ τῷ Θεῷ. Καὶ ἰδοὺ συλλήψῃ ἐν γαστρὶ καὶ τέξῃ υἱόν, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν. Οὗτος ἔσται μέγας καὶ υἱὸς ὑψίστου κληθήσεται». Μ’ αυτούς τους λόγους του Αγγέλου, η Παρθένος εταράχθη. Και ρωτάει με απορία τον Άγγελο Κυρίου: «Πῶς ἔσται τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω»; Μα όταν ακούει απ’ τον Άγγελο, «Πνεῦμα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι· διὸ καὶ τὸ γεννώμενον ἐκ σοῦ ἅγιον, κληθήσεται Υἱὸς Θεοῦ», η Παναγία σκύβει το κεφάλι της και δέχεται με ταπείνωση το θείο πρόσταγμα: «Εἶπε δὲ Μαριάμ· ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμά σου». Δεν φέρνει καμμιά αντίρρηση στα λόγια του Αγγέλου. Είπε με πολλήν ευλάβεια την απορία της, κ’ έλαβε απ’ τον Άγγελο την απάντηση, πως η σύλληψη του Υιού του Θεού στην πάναγνη σάρκα της Παρθένου, θα γίνει με υπερφυσικό τρόπο, με την παντοδύναμη χάρη του Αγίου Πνεύματος.

Κι από κείνη τη στιγμή, ευθύς ο θείος Λόγος σωματώθηκε μέσα στην άχραντη κοιλία της, όπου «ἐπῆλθε πρῶτα τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καὶ ηὐπρέπισε θεοπρεπῶς τὸ θεοδόχον ἐκεῖνο σκήνωμα».

Ποιος άνθρωπος μπορεί να συλλάβει το άπειρο βάθος του Μυστηρίου του Ευαγγελισμού; Ο θείος Λόγος, γίνεται εκείνο που δεν ήταν, δηλ. άνθρωπος· και γινόμενος άνθρωπος, μένει πάλι κ’ εκείνο που ήταν, δηλ. Θεός. Αλλά και η Παναγία έγινε εκείνο που δεν ήταν, δηλ. Μητέρα, και έμεινε κ’ εκείνο που ήταν πρώτα, δηλαδή Παρθένος! Μυστήρια, που αν δεν πιστεύει ο άνθρωπος στην αγάπη και στην παντοδυναμία του Θεού, όσο και να παιδέψει το μυαλό του δεν πρόκειται ποτέ να τα κατανοήσει.

Αν όμως οι άνθρωποι του ορθού λόγου, δεν ημπορούν να εισχωρήσουν στο Μυστήριο και το θαύμα με το μυαλό τους, οι άνθρωποι της πίστεως αισθάνονται, με τις πνευματικές αισθήσεις τους και τη χριστιανική καρδιά τους, την αγάπη του Θεού να βάζει μια γέφυρα μεταξύ των Ουρανών και της γης, για ν’ ανεβούν κοντά του. Απ’ αυτή τη θεία γέφυρα κατέβηκε κοντά μας ο Χριστός, κι από την ίδια γέφυρα, μπορεί ο κάθε πιστός, με τις πρεσβείες και τις ικεσίες της προς τον Υιόν της και Θεόν, να περάσει από τη χώρα της αμαρτίας και των βασάνων, στη χώρα του Παραδείσου της τρυφής. Κ’ έχει τόση δύναμη η μεσιτεία της, ώστε κάποιος άγιος, χρησιμοποιώντας την υπερβολή, βέβαια, να την ονομάζει «μετὰ Θεὰν Θεὰν»! Διαβάστε λίγες γραμμές από ένα λόγο του Επισκόπου Καλαβρύτων και ιεροκήρυκος του δούλου Γένους Ηλία Μηνιάτη, εις τον Ευαγγελισμόν της Θεοτόκου. «Σιμὰ εἰς τὴν χάριν νὰ εἶναι Παρθένος καὶ Μήτηρ Θεοῦ, ὁποὺ ἔλαβεν ἡ Θεόνυμφος Δέσποινα, ἔχει καὶ τοῦτο: νὰ εἶναι μήτηρ τῶν χριστιανῶν. Κάθεται ἐκ δεξιῶν τῆς θείας μεγαλειότητος, ἡ Βασίλισσα τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, καθὼς τὴν εἶδεν ὁ Προφήτης: “Παρέστη ἡ βασίλισσα ἐκ δεξιῶν σου, ἐν ἱματισμῷ παγχρύσῳ, περιβεβλημένη, πεποικιλμένη”. Μήτηρ ἀναμέσον Θεοῦ, τὸν ὁποῖον ἔχει υἱὸν φυσικόν, διὰ τὴν γέννησιν, καὶ ἀναμέσον τῶν χριστιανῶν, τοὺς ὁποίους ἔχει ὁμοίως υἱούς, διὰ τὴν υἱοθεσίαν. Ὅταν μεσιτεύῃ πρὸς τὸν Θεὸν διὰ τοὺς χριστιανούς, αὐτὴ μεσιτεύει πρὸς τὸν Υἱὸν της διὰ τοὺς υἱούς της. Λοιπόν, αὐτὴ παρακαλεῖ τὸν Θεὸν μὲ τόσην παρρησίαν, ὅσην πρέπει νὰ ἔχῃ ἡ Μήτηρ πρὸς τὸν Υἱόν. Καὶ παρακαλεῖ διὰ τοὺς χριστιανοὺς μὲ τόσην ἀγάπην, ὅσην πρέπει νὰ ἔχωσιν οἱ υἱοὶ ἀπὸ τὴν Μητέρα. Ἀλλὰ ἡ παρρησία, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη τοιαύτης Μητρός, εἶναι ἄπειρος. Τί δύνεται ποτὲ νὰ ζητήσῃ καὶ νὰ μὴ λάβῃ ἀπὸ τοιοῦτον Υἱόν; Τί δυνάμεθα ἡμεῖς νὰ ζητήσωμεν καὶ νὰ μὴ λάβωμεν, ἀπὸ τοιαύτην Μητέρα; – Ορφανοί, ξένοι, αἰχμάλωτοι, ἄρρωστοι, τεθλιμμένοι, ἁμαρτωλοί, μὴ λυπεῖσθε∙ ἐσεῖς ἔχετε Μητέρα: τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ».

***

Η Ορθοδοξία τιμά την Παναγία. Όμως, απ’ όλους τους Ορθοδόξους λαούς οι Έλληνες αισθάνονται την Παναγία πιο κοντά τους, και την γιορτάζουν με χαρά ή με πόνο, με αγάπη πολλή και με το «χαροποιὸν πένθος», ανάλογα με τη γιορτή της. Στη γιορτή της Παναγίας, όλα γιορτάζουν εδώ στην Ελλάδα: οι άγγελοι που χτυπούν αοράτως τις χαρμόσυνες καμπάνες, ο αγέρας που παίρνει το άρωμα απ’ το «Χρυσοῦν θυμιατήριον» και το σκορπίζει ολούθε· τα χωριά και οι πολιτείες, που γεμίζουν αυτές τις ημέρες κάθε Παρασκευή τις ελληνικές εκκλησίες για ν’ ακούσουν τους Χαιρετισμούς· τα βουνά, οι θάλασσες και τα νησιά, που είναι όλα κατάσπαρτα από πανέμορφα ξωκκλήσια, αφιερωμένα στη χάρη της –όλα τα κτίσματα γιορτάζουνε κι αγάλλονται μαζί με τους χριστιανούς, που δέονται και παρακαλούν την Παναγία, να σκέπει και να φυλάγει: τους ναυτικούς, που ταξιδεύουν στις άγριες θάλασσες, τους ξενιτεμένους, που βρίσκονται σε μακρινούς τόπους, τους αμαρτωλούς, που πορεύονται την κακιά στράτα, τους αρρώστους, που βρέχουν το στρώμα τους με καυτερά και πονεμένα δάκρυα, όλους τέλος τους ανθρώπους, που έχουν ανάγκη από τη θεία και κραταιά προστασία της.

Π.Β. Πάσχος, Έρως Ορθοδοξίας, εκδ. Ε΄ Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 2006.