Menu Close

Μια αδικημένη αγία ποιήτρια

Πόσο παράξενο πράγμα είναι ο άνθρωπος – αυτό το καλάμι που στοχάζεται και το δέρνουν οι πιο περίεργοι άνεμοι! Όλη τη χρονιά μπορεί να μη θυμότανε να πάει στην εκκλησία, παρά μόνο Χριστούγεννα ή Πάσχα, ή σε κάποιαν έκτακτη περίσταση. Σαν έρθει όμως η Μεγάλη Τρίτη, με την Κασσιανή και το περίφημο τροπάριό της, ξεσηκώνουνε οι πατεράδες τα παιδιά τους, τις οικογένειές τους, να πάνε στην Εκκλησία. Κ’ οι παππούδες κ’ οι γιαγιάδες σταυροκοπιούνται, που τους αξίωσε ο Θεός ν’ ακούσουνε κ’ εφέτος το «Τροπάριο της Κασσιανής». Κι άμα τελειώσει το θρυλικό πια τροπάριο, χαιρετιούνται κι εύχονται «και του χρόνου!» Οι ψαλτάδες, έπειτα, που τόσο είχαν κουραστεί να προετοιμάσουν, ή την, εξευρωπαϊσμένα και χορωδιακά, πραγματική «εκτέλεση» του τροπαρίου, ή την βυζαντινή και κατανυκτική απόδοσή του -όπως μας το διέσωσε η παράδοση της Ορθοδόξου εκκλησιαστικής μουσικής- φεύγουν ικανοποιημένοι ελπίζοντας, πως τον ερχόμενο χρόνο θα το κρατήσουν περισσότερο, θα το αργήσουν πιο πολύ και μ’ επιβλητικότερη μεγαλοπρέπεια. Η πιο αδικημένη, όμως, τη Μεγάλη Τρίτη, παραμένει από χρόνια τώρα η σεμνή μοναχή του Βυζαντίου, η εκκλησιαστική ποιήτρια, η Κασσιανή, που κάνει κάθε χρόνο τόσες καρδιές να χύνουν θερμά δάκρυα κατανύξεως, η Κασσιανή. Και νομίζω, πως αξίζει τον κόπο να μας απασχολήσει για λίγο η μορφή της αδικημένης ποιήτριας και τα βαθιά νοήματα που κλείνει μέσα του το, παρανοημένο από πολλούς, εξαίσιο ποίημα της.

αγία ποιήτρια

***

Και πρώτα, η μορφή της ποιήτριας. Το όνομά της είναι συνδεδεμένο με αριστουργηματικά τροπάρια της Εκκλησίας μας, στα οποία οι ερευνηταί τη βρίσκουν άλλοτε ως Κασσιανή, άλλοτε ως Εικασία (ή Ικασία), κι άλλοτε ως Κασσία. Επειδή όμως τα τροπάρια που αποδίδονται σ’ αυτήν είναι τα ίδια, φαίνεται πως είναι ένα και το αυτό πρόσωπο. Η Κασσιανή γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, από γονείς με αρχοντικό και αριστοκρατικό όνομα, κ’ έζησε στα χρόνια του Λέοντος του Σοφού· ή, όπως άλλοι ιστορικοί υποστηρίζουν, στα χρόνια του Θεοφίλου (Η΄-Θ΄ αιώνα). Αν και δεν έχουμε μια αυθεντική πηγή για το βίο της, τα σωζόμενα έργα της μας επιτρέπουν να πούμε, πως έλαβε κατά τη νεότητά της μια πλατειά και βαθειά παιδεία. Ιδιαίτερα στα πατερικά κείμενα, τα οποία βρίσκονταν σ’ όλα τα είδη των σχολείων εκείνη την εποχή, φαίνεται να έχει εγκύψει περισσότερο, χωρίς ν’ αγνοεί, βέβαια, και τα κλασσικά γράμματα, τα οποία όμως δεν μπορούν να σώσουν την ψυχή και να την βάλουν στον Παράδεισο. Υπάρχει ανάμεσα στα τροπάρια της Κασσιανής ένα ποίημα -δοξαστικό στ’ απόστιχα της εορτής των αγίων Μαρτύρων Αυξεντίου, Ευγενίου, Μαρδαρίου και Ορέστου (13 Δεκεμβρίου)- που εκφράζει αυτή τη θέση της Κασσιανής:

Ὑπὲρ τὴν τῶν Ἑλλήνων παιδείαν,
τὴν τῶν Ἀποστόλων σοφίαν
προέκριναν οἱ ἅγιοι Μάρτυρες,
τὰς βίβλους τῶν ρητόρων καταλείψαντες
καί ταῖς τῶν ἁλιέων ἐνδιατρίψαντες.
Ἐκεῖ μὲν γάρ, εὐγλωττία ρημάτων,
ἐν δὲ ταῖς τῶν ἀγραμμάτων θεηγορίαις
τὴν τῆς Τριάδος ἐδιδάσκοντο θεολογίαν.
(Π. Ν. Τρεμπέλα, Εκλογή κ.λπ., σελ. 247)

***

Η έλλειψη αυθεντικής ιστορικής πηγής, για το βίο της Κασσιανής, άφησεν ασύδοτη τη φαντασία των διαφόρων βυζαντινών χρονογράφων, τους οποίους προσπαθούν να ξεπεράσουν οι νεώτεροι μυθιστοριογράφοι, στο να πλάσουν το βίο της με όσες σκανδαλώδεις ερωτικές περιπέτειες χωρεί το κέφι τους, δημιουργώντας τη γνωστή ατμόσφαιρα του παραγεμισμένου από ανευλαβείς αναλήθειες θρύλου, που σε γενικές γραμμές είναι ο ακόλουθος – χωρίς τα φιλολογικά καρυκεύματα των μυθιστοριογράφων: Όταν ο Θεόφιλος ήρθε σε ώρα γάμου, η μητρυιά του Ευφροσύνη μάζεψε στ’ ανάκτορα του Βυζαντίου τις ωραιότερες θυγατέρες των αρχοντικών οικογενειών της βασιλευούσης, για να διαλέξει ο γιός της ποια θα πάρει γυναίκα και βασίλισσα. Κρατώντας ένα χρυσό μήλο στα χέρια του ο Θεόφιλος, στάθηκε μπρος στην ωραιότατη μα και σεμνότατη Κασσιανή, θαμπωμένος απ’ το απερίγραπτο κάλλος της. Και ίσως για να διαπιστώσει αν και το πνεύμα της ωραίας κόρης ήταν όμοιο με την εξωτερικήν εμορφιά της, τη ρώτησε: «Ὡς ἆρα διὰ γυναικὸς ἐρρύη τὰ φαύλα;» -εννοώντας, πως όλα τα κακά που βρήκαν τον άνθρωπο πηγάζουν από τη γυναίκα· δηλαδή από την Εύα, Τότε η Κασσιανή, με θαυμαστή τόλμη κ’ ετοιμότητα πνεύματος απάντησε: «Ἀλλὰ καὶ διὰ γυναικὸς πηγάζει τα κρείττονα» -εννοώντας την Παναγία, που με την γέννηση του Χριστού, έγινε βρύση, απ’ την οποία πηγάζουν τα «κρείττονα» αγαθά του ανθρώπου.

Ο Θεόφιλος δυσαρεστήθηκε από την προσφυέστατη και πνευματικότατη αυτή απάντηση, κ’ έδωκε το χρυσό μήλο στη Θεοδώρα. Η Κασσιανή, ήταν ελεύθερη πια τώρα, να πραγματοποιήσει την παλιά παιδική της επιθυμία: να μονάσει. Φεύγει απ’ τον «δυσώνυμον» κόσμο και χτίζει ένα δικό της μοναστήρι, το «Ικάσιον» ή μοναστήρι «της Εικασίας», όπου έμενε μονάζοντας μέχρι τα τέλη του βίου και την εν Κύριω ανάπαυσή της. Ο θρύλος αναφέρει και μίαν αποτυχημένη προσπάθεια του Θεοφίλου, να επισκεφθεί την Κασσιανή στο μοναστήρι της. Την ώρα, όμως, που ακούστηκαν τα ποδοβολητά από τα άλογα της βασιλικής συνοδείας η Κασσιανή -που έγραφε κείνη την ώρα ένα λυρικό ποίημα για την πόρνη του Ευαγγελίου, που άλειψε το Χριστό με τα μύρα της ευωδίας και τα δάκρυα της μετανοίας- αφήνει το κελί της και κρύβεται, για να μην την ιδεί ο Θεόφιλος. Στο μισοτελειωμένο τότε ποίημα, ο Θεόφιλος πρόσθεσε μετά την φράση: «ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσίν ἠχηθεῖσα», τις τρεις αυτές λέξεις: «τῷ φόβῳ ἐκρύβη». Σαν έφυγε ο Θεόφιλος με τη συνοδεία του, πικραμένος που δεν μπόρεσε να ιδεί την Κασσιανή, εκείνη γύρισε στο κελλί της και, αφήνοντας άθικτη την ποιητική προσθήκη του Θεοφίλου, συνέχισε το ποίημά της ως το τέλος:

Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη
καί κριμάτων σου ἀβύσσους,
τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου;
Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδης,
ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.

Δεν ξέρουμε ακόμη, πόσα απ’ τα στοιχεία του θρύλου, και μέχρι ποιο βαθμό, είναι αληθινά. Εκείνο που είναι βέβαιο είναι τούτο: αν έχασε έναν βασιλιά -ωστόσο γήινο- νυμφίο, κέρδισε τον ουράνιο Νυμφίο, το Χριστό· αν δεν γονάτισαν και δεν υποκλίθηκαν μπροστά της αυλικοί και υπήκοοι του βυζαντινού αυτοκράτορα, έκανε ως τώρα, συνεχίζει, και θα συνεχίζει να κάνει χιλιάδες χριστιανούς να γονατίζουν κάθε χρόνο μπροστά στο Χριστό και να παρακαλούν για την σωτηρία τους, ακούοντας τα κατανυκτικά της τροπάρια. Αν δεν άφησε πρίγκιπες και διαδόχους για το θρόνο της βασιλευούσης, άφησε ένα άγιο παράδειγμα και μια αγία ζωή, που θα θυμίζουν σε όλους μας την κάθε στιγμή, και ιδιαίτερα αυτές τις άγιες μέρες της Μεγάλης Εβδομάδος, πως όλα τα αγαθά της γης και τα βασίλεια του κόσμου, δεν είναι τίποτα μπροστά στη σωτηρία της ψυχής, «ὑπὲρ ἧς Χριστὸς ἀπέθανε». Και αν δεν ιδούν αυτές τις πλευρές απ’ τη ζωή της Κασσιανής οι άνθρωποι, πάντα θα πλέκουν ανόητα ρομάντζα, γύρω από λειψές σημειώσεις μεταγενέστερων βυζαντινών χρονογράφων, και, είτε στο θέατρο, είτε στον κινηματογράφο, είτε στον άλλο γραφτό λόγο πάρουν την Κασσιανή ως θέμα τους, έξω από τις προηγούμενες θέσεις, όλοι θα αδικούν μια σεμνή αρχόντισσα του Βυζαντίου, που έγινε νύμφη του Χριστού. Θα αγνοούν και θα παρανοούν μια μεγαλόπνοη και σοφή ποιήτρια, που μας έδωκε αριστουργήματα εκκλησιαστικής ποιήσεως, όπως τα: «Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις», «Αὐγούστου μοναρχήσαντος», «Ὅτε ἡ ἀμαρτωλὸς προσέφερε τὸ μύρον», «Ἐξέλθετε ἔθνη, ἐξέλθετε καὶ λαοί», «Κύματι θαλάσσης, τὸν κρύψαντα πάλαι διώκτην τύραννον», «Ἤπλωσας τὰς παλάμας» κ.π.α. Πρέπει να πούμε, πως είναι, ίσως, και αμαρτία να ομιλεί κανείς με καταφρόνεση και με ανευλάβεια για το πρόσωπο και τη ζωή της Κασσιανής, την οποίαν λόγω της αγίας ζωής της και των κατανυκτικών τροπαρίων της, σε πολλά μέρη της Ελλάδος -ιδιαίτερα στο νησί της Κάσου- την τιμούν ως οσία και τη γιορτάζουν στις 7 Σεπτεμβρίου- έχουν μάλιστα και ειδικήν Ακολουθία, που τυπώθηκε στην Αλεξάνδρεια στα 1889.

***

Ας έρθουμε τώρα στο γνωστότερο ποιητικό αριστούργημα της Κασσιανής, που ψάλλεται την Μεγάλη Τρίτη το βράδυ και ανήκει στον όρθρο της Μεγάλης Τετάρτης, το «Κύριε ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις». Αυτό το τροπάρι ψάλλεται στον πλάγιο δ΄ ήχο, και είναι ποιητική, λυρική καθαρά επεξεργασία μιας Ευαγγελικής σκηνής, πολύ δραματικής: είναι η σκηνή, που ήρθε μια πόρνη κλαίουσα στο Χριστό, όταν Εκείνος βρισκότανε στο σπίτι του Φαρισαίου Σίμωνος, κι άρχισε να περιχύνει με πολύτιμο μύρο και με καυτερά δάκρυα τα πόδια Του, και ύστερα να σκουπίζει με τα ξέπλεκα μαλλιά της, που ως τότε ήταν δίχτυα, για να ψαρεύει τους νέους στην αμαρτία. Πρέπει να μην έχει κανείς την παραμικρή ιδέα και γνώση από λογοτεχνία γενικά, και από ποίηση ειδικότερα, για να αποδώσει τα αμαρτήματα του προσώπου του ποιήματος στην ποιήτρια, και να ταυτίσει έτσι την πόρνη του Ευαγγελίου, με την οσία μοναχή Κασσιανή, που έγραψε το περίφημο αυτό ποίημα. Το ότι είναι καμωμένο για την πόρνη του Ευαγγελίου το ποίημα, φαίνεται α) από εσωτερικές μαρτυρίες («ὀδυρομένη μύρα σοι πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει» – «οἴμοι λέγουσα» κ.λπ.), και β) από τις εξωτερικές μαρτυρίες, που μας δίνει η Παράδοση της Εκκλησίας, η οποία έχει βάλει το τροπάρι αυτό, να ψάλλεται σ’ εκείνη την ημέρα της Μεγάλης Εβδομάδας, όπου γίνεται λόγος για την μετάνοια και την δημόσια εξομολόγηση «τῆς ἀλειψάσης τὸν Κύριον μύρῳ πόρνης γυναικός».

Τελειώνοντας, ίσως δεν είναι άσκοπο να δώσουμε και μια πρόχειρη μετάφραση του τροπαρίου, αν και, όταν αποδοθεί καλά στην βυζαντινή μουσική, δεν έχει ανάγκη από καμία γλωσσική ερμηνεία – για τον φιλακόλουθο βέβαια χριστιανό της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Λέγει, λοιπόν, το τροπάρι αυτό της Κασσιανής τα ακόλουθα:

Κύριε, η γυναίκα που ξεστράτισε απ’ το δρόμο σου κ’ έπεσε σε πολλές αμαρτίες, μόλις κατάλαβε πως βρίσκεται κοντά της η πραγματική αγάπη, ο Κύριος των πάντων, ο Θεός, τα πούλησε όλα για ν’ αγοράσει πολύτιμα μύρα, και σαν άλλη μυροφόρα, έρχεται με στεναγμούς και δάκρυα, και σου φέρνει λίγο πριν απ’ τον ενταφιασμό σου, τα μύρα της αγάπης της. Αλίμονό μου, στενάζει η αμαρτωλή, που έχω μέσα μου νύχτα ολοσκότεινη· και το μόνο που αναδεύει μέσα στο πηχτό σκοτάδι μου, είναι ο οίστρος της ακολασίας και ο έρωτας της αμαρτίας ο παντοτινός, που κάνουν την ζωή μου σαν μια ζοφερή νύχτα, δίχως φεγγάρι. Αλλά εσύ, Κύριε μου, δέξου τα δάκρυα που τρέχουνε σα βρύσες απ’ τα μάτια μου, Εσύ, που κάνεις το θαλασσινό νερό να γίνεται σύννεφο, κ’ ύστερα πάλι απαλά στη γη να πέφτει. Σκύψε και άκουσε τους βαρυστεναγμούς της πονεμένης μου καρδιάς. Εσύ που εχαμήλωσες τους ουρανούς, με την ανέκφραστή Σου ενανθρώπηση. Άφησε με να καταφιλήσω και να λούσω με τα δάκρυά μου τα άχραντα πόδια Σου, κ’ ύστερα να τα σφουγγίσω με τα μαλλιά της κεφαλής μου· να καταφιλήσω αυτά τα πόδια που όταν, ένα δειλινό, η Εύα άκουσε τα βήματά τους στον Παράδεισο, έτρεξε να κρυφτεί από το φόβο της. Είμαι πολύ αμαρτωλή, Κύριε. Μα, όπως δεν μπορεί κανένας να μετρήσει τα πλήθη των αμαρτιών, που ως τώρα διέπραξα, έτσι δεν μπορεί κανένας να μετρήσει και τις αβύσσους τις δικαιοκρισίας και της αγάπης Σου, με τις οποίες σώζεις τις ψυχές μας, Σωτήρα μου και Θεέ μου. Μην παραβλέψεις και περιφρονήσεις τώρα πια τη δούλη σου, που μετανόησε και σε παρακαλεί να τη σπλαχνιστείς, Εσύ που είσαι η αμέτρητη και η άπειρη ευσπλαχνία.

***

Ο «έρως της αμαρτίας» που τυφλώνει τους σοφούς και κουρελιάζει τους δυνατούς, μας έχει και σήμερα καβαλικέψει όλους και μας κρατάει απ’ τα πάθη και τις αδυναμίες μας, σα να πιάνεται απ’ τη χαίτη ενός αλόγου, που ο οίστρος της ακολασίας το σπρώχνει να γκρεμιστεί στην άβυσσο της απωλείας. Μακάρι να μπορούσαμε ν’ αποτινάξουμε όλοι, αυτές τις μέρες, τον οίστρο της ακολασίας και τον έρωτα της αμαρτίας, που μας κυβερνά, να πάρουμε να κάψουμε όλες τις αγάπες τις αμαρτωλές, και με τα μύρα των δακρύων μας ν’ αλείψουμε τ΄ άχραντα πόδια του Χριστού, που πορεύεται το δρόμο του μαρτυρίου, για χάρη μας, λέγοντας προς Αυτόν:

Ὑπὲρ τὴν πόρνην, Ἀγαθέ, ἀνομήσας,
δακρύων ὄμβρους οὐδαμῶς σοι προσῆξα·
ἀλλὰ σιγῇ δεόμενος προσπίπτω σοι,
πόθῳ ἀσπαζόμενος τοὺς ἀχράντους σου πόδας,
ὅπως μοι τὴν ἄφεσιν ὡς Δεσπότης παράσχῃς,
τῶν ὀφλημάτων κράζοντι, Σωτήρ·
ἐκ τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου ρῦσαί με.

Π.Β. Πάσχος, Έρως Ορθοδοξίας, εκδ. Ε΄ Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 2006.