Menu Close

26/6/2018

Οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος…

Είναι απαραίτητο σήμερα, ειδικά καθώς ο φόβος αυξάνει παγκοσμίως, να επιστρέψουμε εσωτερικά στη χαρούμενη και νικητήρια αίσθηση αυτών των λόγων του Συμβόλου της Πίστεως: «οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος». Όποιος διάβασε έστω και για μια φορά στη ζωή του το Ευαγγέλιο, ή το άκουσε στην εκκλησία, γνωρίζει ασφαλώς πως το κήρυγμα του Χριστού ήταν πάνω απ’ όλα κήρυγμα για τη Βασιλεία του Θεού· αποτελούσε διακήρυξη της. «Μετανοεῖτε ἤγγικεν γὰρ ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ» (δες Μαρκ. 1:14): αυτά είναι τα πρώτα-πρώτα λόγια του Χριστού στο Ευαγγέλιο, το οποίο σπεύδει να εξηγήσει πώς ο Χριστός διέτρεχε όλη τη χώρα «κηρύσσων τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας» (Ματθ. 4:33) – τα καλά και χαρμόσυνα νέα της Βασιλείας.

Αν συλλογιστούμε όλες τις παραβολές του Χριστού περί της Βασιλείας, αν στοχαστούμε πάνω σ’ αυτές και ακούσουμε προσεχτικά τι είπαν και μαρτύρησαν οι άγιοι, οι μάρτυρες και οι απόστολοι περί της Βασιλείας, αν προσέξουμε πολύ σ’ αυτό που λέει και έλεγε πάντοτε η Εκκλησία περί αυτής, τότε θα ανακαλύψουμε πως το νόημα αυτής της πραγματικότητας της Βασιλείας που κήρυξε ο Χριστός είναι πολύ διαφορετικό από την ευρέως διαδεδομένη αντίληψη περί ενός «κόσμου πέραν του τάφου». Η Βασιλεία του Θεού είναι πληρότητα ζωής, πληρότητα χαράς, πληρότητα γνώσεως. Είναι ο θρίαμβος της θείας ζωής. Είναι όλα εκείνα για τα οποία έκτισε ο Θεός τον άνθρωπο και τον κόσμο, από τον οποίο ξέπεσε ο άνθρωπος δια της αμαρτίας και της εγωκεντρικής υπερηφανείας. Και είναι αυτή η Βασιλεία που ο Χριστός μας αποκαλύπτει και μας χαρίζει εκ νέου, προβάλλοντας την πάλι σε μας ως τον υπέρτατο σκοπό και περιεχόμενο της γνώσεως και του κόσμου. Εδώ βρίσκεται η μοναδικότητα, η ιδιαιτερότητα της χριστιανικής διδασκαλίας περί της Βασιλείας του Θεού, το ασύμβατο της με οποιαδήποτε άλλη θρησκεία· αλλά αυτός ακριβώς είναι κι ο λόγος για τον οποίο μπορούμε να προσευχηθούμε για την έλευση της Βασιλείας, ο λόγος που μας κάνει να την επιθυμήσουμε, να την αγαπήσουμε, ως τον υπέρτατο και υψηλότερο θησαυρό της επίγειας ζωής μας, ακόμη και σ’ αυτή τη στιγμή. «Οὐκ ἔρχεται ἠ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μετὰ παρατηρήσεως» λέει ο Χριστός, «οὐδὲ ἐροῦσιν ἰδοὺ ὧδε ἢ ἰδοὺ ἐκεί, ἰδοὺ γὰρ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστίν» (Λουκ. 17:20-21). Γιατί η Βασιλεία του Θεού βρίσκεται πρώτα απ’ όλα στον ίδιο τον Χριστό, στη ζωή Του – στην ανθρώπινη ζωή Του, που ωστόσο ακτινοβολεί από θείο κάλλος, αγαθότητα και αλήθεια. Η Βασιλεία του Θεού βρίσκεται στην αγάπη του Χριστού, στην υπακοή Του, στην απόλυτη αυτοπαράδοσή Του, στη νίκη Του. «Ἐὰν ἀγαπᾶτε με…» (Ιωάν. 14:15), λέει ο Χριστός, άρα Βασιλεία του Θεού είναι η αγάπη για τον Χριστό ως νόημα, περιεχόμενο και πληρότητα ζωής. «Ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων…» (Ιωάν. 1:4), αναφωνεί ο Αγ. Ιωάννης ο Θεολόγος.

Αυτή η ζωή μας φανερώθηκε, μας προσφέρθηκε και μόνο δι’ αυτής μπορούμε να ζήσουμε· είναι η Βασιλεία του Θεού εντός μας. Κοίταξε, για παράδειγμα, τον Άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ, έναν από τους μεγαλύτερους Ρώσους αγίους· κοίταξε στην εικόνα το λαμπερό του πρόσωπο. Μπορεί ποτέ να συλλογίζεται «τὸν πέραν τοῦ τάφου κόσμον» ή την «ἀθανασία τῆς ψυχῆς»; Όχι, ο αγ. Σεραφείμ ζει εν Θεώ, εν Χριστώ, μέσα στη χαρά της γνώσεως του Χριστού, είναι κοντά Του, μέσα σε ένα τέτοιο μέγεθος χαράς που ακόμη και ο θάνατος γίνεται αποδεκτός ως μέσον για μια ακόμη μεγαλύτερη ένωση με τον αγαπημένο. Αυτή είναι η Βασιλεία του Θεού. Αυτό που θα ολοκληρωθεί, θα εκπληρωθεί και θα έλθει εν δόξη, σύμφωνα με το Σύμβολο της Πίστεως, είναι κάτι που έχει ήδη εμφανισθεί, «ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν…». (Α΄. Ιωάν. 1:1), όπως λέει ο αγ. Ιωάννης ο Θεολόγος. Και αυτή η φανέρωση, αυτή η χαρά περικλείει τα πάντα τόσο πολύ, που ο Απόστολος γράφει: «Οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ… δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν» (Ρωμ. 8:38-39).

Έτσι προσευχόμαστε για την έλευση της Βασιλείας του Θεού γιατί την αγαπάμε, και την αγαπάμε γιατί την γνωρίζουμε ήδη, γιατί ο Χριστός την αποκάλυψε και μας την πρόσφερε. Δεν θα έλθει «μετά παρατηρήσεως». Ο κόσμος θα συνεχίσει να ζει με τα πάθη και τους φόβους του, θα συνεχίσει να δρα και να είναι άπληστος. Εκατομμύρια άνθρωποι θα συνεχίσουν να γεμίζουν τον πλανήτη μας, αγωνιζόμενοι όλοι τους να ξεκλέψουν λίγη ευτυχία. Όμως ο άνθρωπος που ανοίγει τη ζωή του στον Χριστό (έστω και αποσπασματικά, έστω και περιστασιακά) θα γνωρίσει άλλη ζωή, άλλο τρόπο ζωής, θα απελευθερωθεί εσωτερικά από τη δουλεία στην εγκόσμια ματαιότητα και θα ελευθερώσει την ψυχή του για να δεχτεί τη Βασιλεία αυτής της «χαρᾶς καὶ τῆς εἰρήνης ἐν Ἁγίω Πνεύματι», την οποία κανείς δεν μπορεί να δώσει πάνω στη γη και η οποία υπήρξε πάντα παρούσα εντός μας. Πέφτουμε, αμαρτάνουμε, ξεστρατίζουμε απ’ αυτή τη Βασιλεία, όμως δεν μπορούμε πια να τη λησμονήσουμε εντελώς, έτσι μετανοούμε και επιστρέφουμε. Και για άλλη μια φορά μας αγκαλιάζει αυτή η ίδια θεϊκή αγάπη, το ίδιο αυτό φως. «Οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος», γιατί όπως λέει ο Χριστός, «αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν» (Ιωάν. 17: 3). Γι’ αυτήν ακριβώς την αιώνια Βασιλεία, την αιώνια ζωή και την αιώνια χαρά μιλά το Σύμβολο της Πίστεως.

π. Αλέξανδρος Σμέμαν, Πιστεύω, Ακρίτας, Αθήνα 2003